Ασύμβατοι Πολιτισμοί, εξουσιαζόμενς συνειδήσεις, παραπαίοντα φρονήματα και… τίς οίδε τί
Ασύμβατοι Πολιτισμοί, εξουσιαζόμενς συνειδήσεις, παραπαίοντα φρονήματα
και…
τίς οίδε τί
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το προϊόν οραματισμών ενίων Ευρωπαίων ηγετών του παρελθόντος, το οποίον οσημέραι βαίνει υλοποιούμενον και προσανατολιζόμενον στην ευκταία σταδιακή του ολοκλήρωση. Ωστόσο αυτή η ολοκλήρωση ευρίσκεται υπό συνεχή επαναδιαπραγμάτευση, καθόσον οι τιθέμενοι αντικειμενικοί σκοποί για την επίτευξη της ουσιαστικής ενώσεως των Ευρωπαϊκών χωρών είναι κυλιόμενοι, εξ αιτίας των εκάστοτε αναφυομένων μεταβλητών παραμέτρων. Επί παραδείγματι στην ζώνη του Ευρώ δεν υπάρχει καθολική κοινοτική συμμετοχή είτε λόγω αποκλίσεων των επί μέρους οικονομικών μεγεθών, είτε λόγω πολιτικο-οικονομικών θέσεων, είτε εξ αντιπαρατεθειμένων σκοπιμοτήτων και εθνικής στρατηγικής. Τούτο σημαίνει ότι δεν έχει εισέτι συγκεκριμενοποιηθεί η τελική μορφή αλλούτε και ο ενιαίος δρόμος και σκοπός της κοινότητος.
Η αποφασισθείσα διεύρυνση της ΕΕ αποδεικνύεται, ότι ήταν μάλλον βεβιασμένη κίνηση καθόσον οι νεοεισελθούσες χώρες άρχισαν να προσθέτουν τα επί μέρους προβλήματά των στο ήδη πλήρες δοχείο με θέματα τα οποία χρήζουν επιμέλεια ή επιτάσσουν μια λύση. Προσέτι ο θεσμός κατέστη πλέον δύσκαμπτος, ως φυσικόν επόμενο των νεοεισαχθεισών πολυαρίθμων φωνών. Και εάν μεν οι φωνές αυτές προέρχονται από πηγές με συναφείς κοινωνικο-ιδεολογικο-πολιτικές πηγές, τότε υπάρχει κάπου στο βάθος απροσδιορίστου χρόνου μία ελπίδα κοινής συναινέσεως, ομογνωμοσύνης και «συντροφικής» πορείας. Αν όμως σαυτό το Ευρωπαϊκό άθροισμα προστεθεί ένας τρίτος ετερόφωτος παράγων με ετερότροπο μεταβολισμό και μάλιστα αυτός ο τρίτος να είναι ογκώδης στα μεγέθη του, να είναι σφριγηλός και ζωντανός λόγος και διψών για διεθνή καταξίωση, τότε το όραμα της ουσιαστικής Ευρωπαϊκής ενώσεως καθίσταται «ζήτημα». Με λογική συνέπεια λοιπόν θα αρχίσει να πιέζει τις δομές μέχρι την καταληκτική κατάσταση της Ευρωπαϊκής διαλύσεως.
Αυτό το είδος του οράματος ενίων Ευρωπαϊκών παραγόντων οι οποίοι κινούνται με βάση οικονομικά και μόνον κριτήρια με την προσδοκία τελεφορήσεως της Ευρωπαϊκής ιδέας, μάλλον δυσοίωνα γεννήματα θα εισκομίσουν, τα οποία θα είναι και περιοριστικά των οιονδήποτε προσπαθειών για μία ομοιογενή Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Το τρανταχτό παράδειγμα του τρίτου λόγου είναι η Τουρκία. Είναι άραγε η Τουρκία σαν χώρα και σαν έθνος εκείνη, η οποία θα μπορούσε να έχει ένα συμπαίγμονα ρόλο στον χορό των Ευρωπαίων;
Επιχειρούντες, όπως πιστεύουμε, να διερμηνεύσουμε την ορθότητα εκτιμήσεως καταστάσεων εκ μέρους της κοινής γνώμης και υπό την προϋπόθεση εξαιρέσεως αυτής από οιανδήποτε επέμβαση για την διαμόρφωσή της, από πηγές αδιαφανείς και σκοπιμότητες αδιακρίβωτες, τότε θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι είσοδος της Τουρκίας στην ΕΕ σημαίνει πρόκληση για ανεξέλεγκτη αστάθεια. Θα παρατηρηθεί διασκέδαση και διαιρετότητα στην μέχρι τούδε διακηρυσσομένη ενιαία και συνεκτική Ευρωπαϊκή συγκρότηση. Ούτως ή άλλως δεν έχομε πεισθεί ότι υπάρχει ενότητα στην υφισταμένη σύνθεση των κοινωνιών, ένεκα των διαφορών στα βιοθεωρικά τους στοιχεία, τα οποία μεγιστοποιούνται εντός αυτής ταύτης της Ευρωπαϊκής ηπείρου, αφού εκ των πραγμάτων δοκιμάζονται κατ εξακολούθηση μέσα στο κοινοτικό επιχειρούμενο γίγνεσθαι.
Η Τουρκία, κατά συνέπεια και οικονομικά και κοινωνικά και θρησκευτικά και πολιτισμικά, με την είσοδό της στην ΕΕ θα καταστεί πολλαπλασιαστής ρευστότητος σε μία ήδη αμφιλεγόμενη θεσμικά και σφυγμομετρούμενη ανθρωπολογικά ένωση.
Εκ των πραγμάτων, η Τουρκία, ένεκα της ποιοτικής και ποσοτικής της ιδιαιτερότητος θα αποτελεί τον υπόλογο φορέα για την οιανδήποτε δυσλειτουργία σε όλα τα επίπεδα (πληθυσμιακά, εργασιακά, κοινωνικά, θρησκευτικά κλπ) εκτός του πολιτικού, το οποίον μάλλον εξυπηρετεί τους Ευρωπαίους, διότι τοποθετεί την Τουρκία σε θέση ανασχέσεως έναντι οιονδήποτε δραστηριοτήτων με τις οποίες καταγίνεται η ομάδα της ισλαμικής ανατολής εις βάρος του δυτικού κόσμου. Αλλά και για το αντίθετο. Δηλαδή για την γεφύρωση δύο κόσμων ή για την άμβλυνση των διαφορών των. Υπάρχει και το δεδομένο, ότι αναδεικνύεται μία απαιτητική αναγκαιότητα που δεν είναι άλλο τι από τον συμπληρωματικό και ενισχυτικό ρόλο της Τουρκίας ως σημαίνοντος και ουσιαστικού συντελεστού και μέλους του ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία όμως σαν ιδιαιτέρα ολότητα, δεν αποδεικνύει, ότι επιθυμεί και επιδιώκει να υιοθετήσει τον πολιτιστικό κόσμο στον οποίο φιλοδοξεί να ενταχθεί. Μπορεί να δέχεται εξωτερικές επιδράσεις οι οποίες ασκούνται από δυτικά πολιτιστικά στοιχεία ή από τη δυτική φιλολογία ή από ασιατικές εικασίες ή ακόμη και από άλλες μειονοτικές θρησκείες, όπως οι ανατολίτες χριστιανοί, εν τούτοις παραμένει αληθές, ότι η Τουρκία ευρίσκεται και θα εξακολουθήσει να ευρίσκεται εκτός του κόσμου στον οποίον οι Ευρωπαίοι ανήκουν.
Με την Τουρκία ούσα στην ΕΕ, υπάρχει η εκτίμηση, ότι θα δημιουργηθεί μία πολυδιάστατη καινοφανής οικονομικο-πολιτική οντότητα με εύθραυστες αρθρώσεις και επαπειλούμενες τάσεις εκ μέρους των απαρτιζόντων κρατών μελών για αποκλίνουσα πορεία. Και τούτο για να αποφευχθούν τριβές κατά την υποχρεωτική σύζευξη με τους απροθύμους να αφομοιωθούν στη δυτική αντιληπτικότητα εταίρους. Μας ξενίζει η σκέψη, ότι είναι δυνατόν η Τουρκία να εφαρμόσει ενιαία εξωτερική πολιτική υπαγορευομένη από το διευθυντήριο της Ενώσεως, ιδιαίτατα σε ό,τι αφορά σε θέματα των ιδίων αυτής συμφερόντων, τα οποία και θεωρεί τουρκική αποκλειστικότητα (Κύπρος, Αιγαίο, Θράκη, Στενά, Κουρδικό κ.α.).
Είναι η Τουρκία έτοιμη για την Ευρώπη; Ναι, εφόσον πρώτα θανατώσει τον παλαιό εαυτό της. Θα το κάνει; Μπορεί η Τουρκία να ακολουθήσει τους νόμους των δυτικών, όταν η ίδια και με την ψήφο του λαού της επιλέγει την κορανιογενή ομβρέλλα; Μπορεί η Τουρκία να ακολουθήσει το πνεύμα της δύσεως αφού μέχρι σήμερα δεν αποδεικνύει, ότι κατανοεί την δυτική διανόηση; Από ό,τι μας έχει δώσει να εννοήσουμε η Τουρκία είναι, ότι θέλει την ένταξη, μάλλον για την εκμετάλλευση των προς αυτή πλεονεκτημάτων (οικονομικά, μετανάστες, εισαγόμενο συνάλλαγμα, εμπορικές συμφωνίες, τουρισμός κττ) και όχι για όλα. Άρα ένα ειδικό καθεστώς σχέσεων την εξυπηρετεί.
Παρόλα αυτά η Τουρκία δείχνει να επιμένει για την ένταξη. Για ποιό λόγο θέλει να εισβάλλει σε τούτο τον δυτικό κόσμο της «επαγγελίας»; Διότι κάπως έτσι πιστεύει, ότι σαν Ευρωπαίος εταίρος θα δρέψει τα ωφελήματα, τα οποία σε πολυεπίπεδη αναφορά θα περιέλθουν στα δικά της θυλάκια.. Διότι, όταν τα σύνορα μιας κοινότητος ανωτέρου πολιτισμού και μιας άλλης κατωτέρου (στην περίπτωση της Τουρκίας σχεδόν ανυπάρκτου) παύσουν υφιστάμενα, τότε η πλάστιγγα δεν καταλήγει σε σταθερή ισορροπία, αλλά με την πάροδο του χρόνου κλίνει υπέρ της καθυστερημένης κοινωνίας. Η επαγομένη μετακίνηση τουρκικών ανθρωποομάδων προς τα δυτικά θα συναντήσουν χαλαρές δομές και αδύνατες εκκλησίες, οι οποίες θα αλωθούν αθόρυβα από αυτή την «ειρηνική» διείσδυση. Η Ιστορία αδιάλειπτα μας διδάσκει, ότι ο ανώτερος αιχμαλωτίζεται από τον κατώτερο. Ένα από τα άπειρα παραδείγματα είναι και η Ελληνική γλώσσα. Η πληρεστέρα γλώσσα στην ιστορία του παγκοσμίου πολιτισμού. Αυτή η γλώσσα η ζηλευτή, τείνει να μεταλλαχθεί σε γλώσσα βραδυνόων. Το όργανο εκφράσεως της Ελληνικής γραμματείας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα μετρά απώλειες. Νικητές σαυτόν τον αγώνα είναι οι αμαθείς, οι ακαλλιέργητοι και οι την γυφτοκουλτούραν ασπαζόμενοι.
Η Τουρκία για την Ευρώπη θα αποτελέσει το χημικό στοιχείο, το οποίον αναμειγνυόμενον με τα αποτελματωμένα δυτικά στοιχεία θα παράξει «χημικήν αντίδραση» όπου θα παρατηρηθεί ζύμωση, το αποτέλεσμα της οποίας με απεριόριστη θλίψη θα διαπιστώσουμε ότι- θα είναι η έναρξη της φθοράς της μέχρι σήμερα υιοθετημένης Ευρωπαϊκής κοινής ιδεολογίας.
Μερικοί δυτικοί αντιμετωπίζουν το θέμα με βαθμό αισιοδοξίας και προβάλλουν αριθμό πλεονεκτημάτων που θα αποκτηθούν από την Τουρκική εισδοχή στην κοινότητα. Μάλιστα συντάσσονται με την θέση των Αμερικανών, οι οποίοι επί του προκειμένου διαβλέπουν θετικότητες. Αν επιχειρήσουμε ανάλυση βέβαια θα αποκαλύψουμε ότι τα πολλαπλάσια ωφέλη καταχωρίζονται στη μερίδα των Αμερικανών με αντίστοιχη χρέωση στην πλευρά της ΕΕ.
Οι Αμερικανοί αναντίρρητα αποδέχονται την μωσαϊκότητα και την πολυεθνικότητα σαν σύσταση του κοινωνικού τους ιστού. Μάλιστα προβάλλουν την political correctness σαν μία ευσταθή δικαιολόγηση της ανωτέρω παραδοχής. Ως φαίνεται, έχουν αναδείξει αυτόν τον όρο, διότι εκεί εκ των πραγμάτων γεννάται η ανάγκη ανοχής σε όλες τις διαφορές. Δεν οδηγούνται, όπως οι Ευρωπαίοι, από τον συνδυασμό θρησκευτικών και πολιτικών τοποθετήσεων, όπου οι θρησκευτικές αρχές πρέπει να γίνονται υπόδειγμα της πολιτικής ζωής και επομένως η πηγή των νόμων της κοινωνίας. Στην Αμερική η πολιτική θεμελιώνεται σε μια φιλελεύθερη θεώρηση των θρησκευτικών προβλημάτων. Με βάση τα δεδομένα αυτά, οι Αμερικανοί αδυνατούν να κατανοήσουν την διστακτικότητα των Ευρωπαίων, στο να συμπεριλάβουν ένα ισλαμικό στοιχείο στην Ευρωπαϊκή δομή. Είναι αδύνατο να εννοήσουν, ότι μη χριστιανικές κοινότητες μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την χριστιανική ταυτότητα της Ευρώπης. Είναι εκτός λογικής των θεωρήσεως, ότι είναι δυνατόν Τούρκοι μισαλλοδοξούντες σαν απλοί ισλαμιστές και χωρίς την υπερθετικότητα των φονταμενταλιστών να ερμηνεύσουν την επιβολή της θρησκείας των στους αλλοπίστους σαν φυσική επαγωγή και λογική πρόκληση. Και μάλιστα στον τομέα της δικής των επιλογής. Και τούτο είναι κατορθωτό αν επανεκτιμήσουν τις δυνατότητές των και αντίστοιχα διαπιστώσουν την τρωτότητα των δυτικών εξ αιτίας της υπαυτών επιδεικνυομένης ανοχής ή και της υπερβολικής ευηκοϊας των στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Οφείλουμε να διευκρινίσουμε στον αναγνώστη, ότι δεν παρουσιαζόμεθα σαν εκπροσωπούντες την Ελληνική κοινή γνώμη στο διαλαμβανόμενον αντικείμενο. Συντασσόμεθα παρόλα τούτα με αυτή. Η Ελληνική κοινή γνώμη, ναι μεν δεν εναντιώνεται στο ζήτημα της Τουρκικής εντάξεως (υποθέτουμε, σαν αποτέλεσμα του βομβαρδισμού, που δέχεται από τα πυρά των διαμορφωτών της), αλλά γνωρίζει, ότι συνύπαρξη με τους Τούρκους στην αυλή του σπιτού τους θα επαναφέρει οδυνηρές μνήμες από την αισχίστη δουλεία και καταφρόνια στην οποία έζησε για τέσσαρες αιώνες ο Ελληνισμός. Θα επαναληφθεί η πνευματική μας οπισθοδρόμιση, διότι θα καταστούμε για μια ακόμη φορά αιχμάλωτοι των κατωτέρων. Και ένα τελευταίο. Τα τουρκόπουλα στο σχολείο διδάσκονται να μισούν το Έλληνα.
Έστωσαν οι κυβερνώντες μας προσεκτικώτεροι.
Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος