Blog

Η εκλογίκευση στις διεθνείς σχέσεις: η περίπτωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.

Η εκλογίκευση στις διεθνείς σχέσεις: η περίπτωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.

Γεώργιος Αντωνόπουλος

-ΠΜΣ Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές-Πάντειο, Μέλος ΕΛΙΣΜΕ

Εισαγωγή

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο αποτελεί μια από τις μελανότερες σελίδες στην ελληνική και κυπριακή ιστορία και υπήρξε καθοριστική για τη δημιουργία ενός status quo στην περιοχή, το οποίο παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, αναλλοίωτο για μισό αιώνα. Κατά συνέπεια, άφθονο μελάνι έχει χυθεί για την ανάλυση των γεγονότων από διάφορες επιστημονικές οπτικές γωνίες. Μελετώντας το Κυπριακό, παρατηρούμε την αναντιστοιχία μεταξύ των εκπεφρασμένων στόχων της τουρκικής εισβολής και της κατάστασης στο νησί μετά το πέρας της. Αυτή η διάσταση μεταξύ υποτιθέμενων και πραγματικών στόχων είναι σύνηθες φαινόμενο στις διεθνείς σχέσεις, καθώς τα κράτη συχνά χρησιμοποιούν ιδεαλιστική ρητορική για να «ντύσουν» ρεαλιστικές πολιτικές επιλογές τους, αποσκοπώντας στην νομιμοποίησή τους (τακτική γνωστή ως εκλογίκευση). Στο παρόν άρθρο αρχικά θα εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά της εκλογίκευσης και στην συνέχεια θα αναλύσουμε πώς η Τουρκία την αξιοποίησε για να αποκρύψει τα πραγματικά της κίνητρα και να επιτύχει τους στρατηγικούς της στόχους κατά την εισβολή στην Κύπρο.

Η έννοια της εκλογίκευσης

Σύμφωνα με τον ρεαλισμό, την κυρίαρχη θεωρία στις διεθνείς σχέσεις, τα κράτη είναι ορθολογικοί δρώντες που επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν την ασφάλειά τους και τη δύναμή τους σε έναν άναρχο διεθνή χώρο, όπου δεν υπάρχει ανώτερη αρχή να επιβάλλει κανόνες. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι κάθε κράτος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στο διεθνές σύστημα, καθώς πολιτικές οι οποίες δεν συνάδουν με τα διεθνή πρότυπα συμπεριφοράς ενδέχεται να επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στο κράτος που τις ακολουθεί, όπως κυρώσεις, περιθωριοποίηση ή ακόμα και στρατιωτική αντίδραση. Έτσι, παρατηρούμε ότι συχνά καταβάλλονται προσπάθειες ώστε ενέργειες που δυνητικά θα προκαλούσαν την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας να «τυλιχτούν» με αληθοφανή (συνήθως ηθικά ή νομικά) επιχειρήματα σχετικά με την αναγκαιότητά τους. Αυτή η συμπεριφορά είναι γνωστή ως «εκλογίκευση».

Με άλλα λόγια, εκλογίκευση είναι η διαδικασία με την οποία ένα κράτος ή μια πολιτική ηγεσία προσπαθεί να νομιμοποιήσει -να «δικαιολογήσει» ουσιαστικά- συγκεκριμένες αποφάσεις, ενέργειες ή πολιτικές επιλογές. Απευθύνεται τόσο στο διεθνές «ακροατήριο» (εξωτερική νομιμοποίηση), όσο και στο εσωτερικό (εσωτερική νομιμοποίηση), αποσκοπώντας στην έστω ουδέτερη, αν όχι θετική, αντιμετώπιση από την διεθνή κοινότητα και την θετική κινητοποίηση της εσωτερικής κοινής γνώμης. Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι συχνά τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τις εν λόγω πολιτικές είναι διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στις επίσημες θέσεις (π.χ. γεωστρατηγικά ή οικονομικά κίνητρα).

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εκλογίκευσης είναι η επίκληση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή της τάξης προκειμένου να δικαιολογηθεί στρατιωτική επέμβαση σε άλλο κράτος, ενώ οι πραγματικές προθέσεις μπορεί να αφορούν την εξασφάλιση πιο ιδιοτελών συμφερόντων. Με παρόμοιο τρόπο η Τουρκία κατάφερε να συγκαλύψει τις πραγματικές της γεωστρατηγικές επιδιώξεις πίσω από νομικά και ανθρωπιστικά επιχειρήματα.

Η εκλογίκευση της τουρκικής εισβολής

Σε γενικές γραμμές, τα εκπεφρασμένα από την Τουρκία -και υποτιθέμενα- κίνητρα της εισβολής κινήθηκαν γύρω από δύο άξονες: την νομική υποχρέωσή της να παρέμβει στην Κύπρο ως εγγυήτρια δύναμη λόγω της απειλής της τάξης του νησιού και την προστασία των Τουρκοκυπριακών πληθυσμών.

Πιο συγκεκριμένα, οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959-1960, που έθεσαν τα θεμέλια για την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, προέβλεπαν ότι η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο θα λειτουργούσαν ως εγγυήτριες δυνάμεις, με την υποχρέωση να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και το συνταγματικό καθεστώς της Κύπρου. Τα άρθρα στα οποία βασίστηκε η Τουρκία ήταν το ΙΙΙ και το IV της Συνθήκης Εγγυήσεως, τα οποία η ίδια ερμήνευσε ότι απέδιδαν στις εγγυήτριες δυνάμεις την υποχρέωση να λάβουν στρατιωτική δράση αν παραβιαζόταν η ανεξαρτησία ή η συνταγματική τάξη του νησιού. Βεβαίως, όπως πολλοί αναλυτές έχουν έκτοτε τονίσει, αυτή η ερμηνεία αντίκειται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος απαγορεύει την χρήση βίας. Αυτό, παρ’ όλα αυτά, ουδέποτε λήφθηκε σοβαρά υπόψη από την Άγκυρα, η οποία είχε ήδη αρχίσει να προετοιμάζει τα σχέδιά της για την εισβολή και η  διενέργεια του πραξικοπήματος στην Κύπρο από τη Χούντα των Αθηνών αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τα θέσει σε εφαρμογή, ιδίως μάλιστα όταν ο Κύπριος ηγέτης Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διατυμπάνιζε από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι «υπήρξε εισβολή που παραβίασε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας». Επομένως, υπό αυτό το πρίσμα οι Τούρκοι πρόβαλαν ότι δεν θα έκαναν «απόβαση» ή «εισβολή» στην Κύπρο, αλλά μια «ειρηνευτική επιχείρηση» για την αποκατάσταση της τάξης.

Παράλληλα, η Τουρκία αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα στο εσωτερικό, έχοντας μόλις στις αρχές 1974 αποκτήσει και πάλι εκλεγμένη κυβέρνηση, ύστερα από κάποια χρόνια πολιτικής αστάθειας που ακολούθησαν το πραξικόπημα του 1971. Η τεταμένη αυτή κατάσταση, πλαισιωνόταν από οικονομική δυσχέρεια λόγω και της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 και έκανε την επίτευξη εσωτερικής νομιμοποίησης της πολιτικής της νέας κυβέρνησης επιτακτική ανάγκη. Υπό αυτές τις συνθήκες η νέα κυβέρνηση έδειχνε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σχετικά με την τύχη των Τουρκοκυπρίων, χρησιμοποιώντας ως αφορμή την δυναμική στάση του ΕΟΚΑ, η οποία στρεβλωνόταν από τον τουρκικό τύπο ότι αποσκοπούσε στην εξόντωση του τουρκοκύπριου πληθυσμού. Τους παραπάνω φόβους ενίσχυε και το προηγούμενο των διακοινοτικών επεισοδίων της δεκαετίας του 1960. Έτσι, το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου αποτέλεσε σημαντικό όπλο για την τουρκική προπαγάνδα, ιδιαίτερα εφόσον  ο αντικαταστάτης του Μακαρίου, Νίκος Σαμψών, ήταν γνωστός για την δράση του στον ΕΟΚΑ (και παρά το γεγονός ότι οι πραξικοπηματίες φρόντισαν να τονίσουν ότι το πραξικόπημα δεν γινόταν εναντίον των Τουρκοκυπρίων).

Τα πραγματικά κίνητρα πίσω από την εισβολή

Παρά την επίσημη ρητορική της Τουρκίας, τα πραγματικά κίνητρα πίσω από την εισβολή ήταν περισσότερο στρατηγικά και γεωπολιτικά παρά ανθρωπιστικά ή νομικά. Ένα από τα βασικά ήταν η αποτροπή της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η προοπτική της ένωσης θα άλλαζε δραματικά τις ισορροπίες στην περιοχή, καθώς η Τουρκία θα αντιμετώπιζε μια ενωμένη ελληνική επικράτεια με σημαντική γεωστρατηγική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία εν πολλοίς θα «περικύκλωνε» την χώρα από θαλάσσης.

Επιπλέον, η Τουρκία είχε ξεκάθαρο στόχο την διχοτόμηση της Κύπρου, ώστε να αποκτήσει στρατιωτική και πολιτική παρουσία στο βόρειο τμήμα του νησιού και να έχει λόγο στα εσωτερικά ζητήματά του. Πράγματι, η  στρατιωτική επέμβαση της επέτρεψε να καταλάβει περίπου το 37% του νησιού (ποσοστό, μάλιστα, μεγαλύτερο από εκείνο που ζητούσε στις ειρηνευτικές συνομιλίες στη Γενεύη), όπου στη συνέχεια εγκατέστησε μια διοίκηση που εξελίχθηκε στην αυτοανακηρυχθείσα «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) το 1983. Παρά το γεγονός ότι το εν λόγω κρατικό μόρφωμα δεν έχει αναγνωριστεί από καμία χώρα διεθνώς εκτός της Τουρκίας, de facto η διχοτόμηση αποτελεί γεγονός και επιτρέπει στην Άγκυρα να προβάλει ευκολότερα τις διεκδικήσεις της σε βάρος της Κύπρου.

Η διχοτόμηση της Κύπρου αποτέλεσε, επίσης, τον καταλύτη για την υλοποίηση μιας τρίτης τουρκικής επιδίωξης: την ενίσχυση της γεωπολιτικής παρουσίας της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Με δεδομένη τη στρατηγική σημασία της Κύπρου λόγω της θέσης της στο σταυροδρόμι εμπορικών διαδρομών και ενεργειακών κοιτασμάτων, η κατοχή σημαντικού τμήματος του νησιού θα προσέδιδε στην Τουρκία ισχυρότερο ρόλο στην περιοχή και πρόσβαση σε θαλάσσιες ζώνες με σημαντικό ενεργειακό πλούτο, όπως αποδείχθηκε από τις μεταγενέστερες ανακαλύψεις πλούσιων κοιτασμάτων φυσικών πόρων στον υποθαλάσσιο χώρο της ίδιας της Κύπρου αλλά και της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου.

Σημαντικό είναι να αναφερθεί εδώ για να αποδειχθεί του λόγου το αληθές ότι οι πραγματικές επιδιώξεις της Τουρκίας για την Κύπρο έχουν διατυπωθεί ξεκάθαρα εδώ και κάποια χρόνια από τον άλλοτε Υπουργό Εξωτερικών της χώρας, Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του «Στρατηγικό Βάθος», όπου αναφέρεται ξεκάθαρα ότι «ακόμη κι αν δεν υπήρχε  ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί  ένα Κυπριακό ζήτημα».

Συμπέρασμα

Η περίπτωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο αποδεικνύει περίτρανα την σημασία και την αποτελεσματικότητα της εκλογίκευσης στις διεθνείς σχέσεις. Η Άγκυρα, διατηρώντας κρυμμένη την πραγματική ατζέντα της, στηρίχθηκε ρητορικά σε ένα νομικό και ένα ανθρωπιστικό επιχείρημα, με τα οποία κατάφερε, τουλάχιστον κατά τον «Αττίλα Ι», να διασφαλίσει την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας και την υποστήριξη της εισβολής από τον τουρκικό λαό. Η κατάσταση ήταν αρκετά διαφορετική με τον «Αττίλα ΙΙ», όταν υπήρξε έντονη κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας εναντίον της Τουρκίας, εφόσον η νομική-ανθρωπιστική προσωπίδα της εισβολής είχε καταρρεύσει. Η διεθνής αντίδραση, ωστόσο, μικρή διαφορά είχε στα τεκταινόμενα επί του πεδίου. Έχοντας εξασφαλίσει με την πρώτη εισβολή ένα προγεφύρωμα στο νησί, η Τουρκία μπόρεσε να πετύχει τους αντικειμενικούς της σκοπούς με την δεύτερη εισβολή, ενώ στη συνέχεια το ειδικό της γεωστρατηγικό βάρος είχε ως αποτέλεσμα την παγίωση του αναθεωρημένου με τουρκικούς όρους status quo.

Έτσι, μισό αιώνα μετά, η χώρα παραμένει de facto διχοτομημένη με το κρατικό μόρφωμα της ΤΔΒΚ να βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο της Τουρκίας και την διεθνή κοινότητα να παραμένει παθητικός θεατής. Αυτά βέβαια έχουν ως αποτέλεσμα η Κύπρος να δοκιμάζεται από έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό τουρκικών διεκδικήσεων, ο οποίος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την αμφισβήτηση της ΑΟΖ και των χωρικών υδάτων του νησιού καθώς και την διεκδίκηση των κυπριακών υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, του FIR, της περιοχής έρευνας και διάσωσης κ.ά.

Αν η εκλογίκευση δεν είχε χρησιμοποιηθεί -ή δεν είχε πετύχει- και εξ’ αρχής η διεθνής κοινότητα είχε αντιμετωπίσει την τουρκική απόβαση ως αυτό που πραγματικά ήταν – μια στρατιωτική εισβολή και όχι μια ειρηνευτική αποστολή για την επαναφορά της τάξης – ενδεχομένως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Δυστυχώς, όμως, αυτά τα υποθετικά σενάρια δεν αντανακλούν την πραγματικότητα, η οποία σήμερα, 50 χρόνια μετά, παραμένει όπως διαμορφώθηκε το 1974, χωρίς δυστυχώς να υπάρχουν πραγματικά περιθώρια για βελτίωση της κατάστασης.