Blog

Ειδικές δυνάμεις και ειδικές επιχειρήσεις – Το ελληνικό λάθος

Ειδικές δυνάμεις και ειδικές επιχειρήσεις – Το ελληνικό λάθος

ΓΚΑΡΤΖΟΝΙΚΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια οι ειδικές δυνάμεις, κυρίως των Αμερικανών, βρέθηκαν στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος λόγω του ρόλου τους στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Επηρεασμένη και η Ελλάδα από αυτές τις εξελίξεις έφτασε το 2021 να ιδρύσει τη Διοίκηση Ειδικού Πολέμου, στην οποία υπήγαγε όχι μόνο τις μονάδες ειδικών επιχειρήσεων, αλλά και όλες τις επίλεκτες δυνάμεις του πεζικού.

Η ίδρυση και η προβολή της πραγματοποιείται με διθυραμβικούς τόνους, υπονοώντας χωρίς να λέγεται ρητά, ότι η νέα διοίκηση θα κερδίσει σχεδόν μόνη της έναν μελλοντικό πόλεμο. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να κάνει μια σύντομη επισκόπηση των ειδικών επιχειρήσεων σε άλλες χώρες και κατόπιν να σκιαγραφήσει τι επιχειρεί να κάνει η Ελλάδα.

Οι πρώτες ειδικές δυνάμεις στην ιστορία του σύγχρονου πολέμου δημιουργήθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την προτροπή του Τσώρτσιλ το 1940 «βάλτε φωτιά στην Ευρώπη», στην κατεχόμενη δηλαδή από τους Γερμανούς Ευρώπη. Οπότε οι Βρετανοί υπήρξαν πρωτοπόροι στον τομέα με τους ιδρυτές των ειδικών δυνάμεων να ανήκουν είτε στην αριστοκρατία, όπως ο Ντέιβιντ Στέρλιγκ, είτε στην κατηγορία των εκκεντρικών, όπως ο Όρντ Γουάινγκέιτ που φορούσε ένα ξυπνητήρι στο χέρι και κρεμούσε σκόρδα και κρεμμύδια γύρω από τον λαιμό του.

Αναγνωρίζοντας τη σημασία των δολιοφθορών και των αποστολών αναγνωρίσεως στα μετόπισθεν του εχθρού από μικρές εξειδικευμένες δυνάμεις, όλοι οι κύριοι συμμετέχοντες στον πόλεμο δημιούργησαν ειδικές μονάδες κάποιου είδους. Μολονότι πραγματοποίησαν κάποιες πολύ θεαματικές αποστολές, οι επιτυχίες τους ήταν τελικά τακτικού χαρακτήρα.

Ο στρατάρχης Γουίλιαμ Σλιμ, αναμφισβήτητα ο πιο επιτυχημένος Βρετανός διοικητής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έκανε την πιο περιεκτική αποτίμηση της συμβολής των ειδικών δυνάμεων στον πόλεμο: «Τελικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αυτές οι μονάδες, εκπαιδευμένες, εξοπλισμένες και διανοητικά προσαρμοσμένες για ένα μόνο είδος επιχείρησης, ήταν σπάταλες. Δεν απέδωσαν στρατιωτικά αξιόλογα αποτελέσματα, ανάλογα με τους πόρους σε προσωπικό, υλικό και χρόνο που απορρόφησαν».

Επιπλέον, ο Σλιμ επισήμανε πόσο επιζήμια αποβαίνει η συγκρότηση των ειδικών μονάδων για τον υπόλοιπο στρατό, κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα: «Το αποτέλεσμα αυτών των μεθόδων στρατολόγησης ήταν αναμφίβολα η μείωση της ποιότητας του υπόλοιπου στρατού, ιδιαίτερα του πεζικού, όχι μόνο αφαιρώντας την αφρόκρεμά του, αλλά και ενθαρρύνοντας την ιδέα ότι ορισμένες από τις κανονικές επιχειρήσεις του πολέμου ήταν τόσο δύσκολες που μόνο ειδικά εξοπλισμένα επίλεκτα σώματα θα μπορούσαν να αναλάβουν. Οι στρατοί δεν κερδίζουν πολέμους μέσω λίγων σωμάτων υπερστρατιωτών αλλά με τη μέση ποιότητα των κανονικών μονάδων τους».

Βρετανικές και ισραηλινές ειδικές δυνάμεις

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι ειδικές δυνάμεις των δυτικών χωρών χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την καταστολή εξεγέρσεων στους πολέμους της αποαποικιοποίησης. Όταν ο στρατηγός Γουίλιαμ Γουέστμορλαντ, ο διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στο Βιετνάμ, ρωτήθηκε για τον ρόλο των ειδικών δυνάμεων στον πόλεμο, απάντησε: «Ήταν μια δευτερεύουσας σημασίας επίδειξη όσον αφορά τον στρατό. . . η συμβολή τους ήταν σαν το τσίμπημα μιας βελόνας». Κατόπιν, στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1991 οι ειδικές δυνάμεις δεν ανέλαβαν κύριες αποστολές κατά τη διάρκεια των αεροπορικών και χερσαίων επιχειρήσεων. Τελικά η μεγαλύτερη συμμετοχή τους ήταν στο κυνήγι των εκτοξευτών Scud του Ιράκ, με περιορισμένα ωστόσο αποτελέσματα.

Για τις βρετανικές ειδικές δυνάμεις, που θεωρούνται οι καλύτερες στον κόσμο, με πολλές επιτυχίες σε μεμονωμένες επιχειρήσεις,  έχει ενδιαφέρον η δράση τους σε μια συμβατική σύγκρουση, στον πόλεμο των Φώκλαντς. Σε ένα σπάνιο παράδειγμα επίσημης στρατιωτικής μομφής, ο υποστράτηγος Τζέρεμυ Μουρ, ένας σκληροτράχηλος αξιωματικός των πεζοναυτών και διοικητής των χερσαίων δυνάμεων κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, άσκησε έντονη κριτική στις ειδικές δυνάμεις. Η έκθεση που υπέβαλε μετά τις επιχειρήσεις, η οποία αποχαρακτηρίσθηκε πρόσφατα, είναι αποκαλυπτική.

Ο Μουρ δήλωσε ότι απογοητεύθηκε από την αδυναμία των ειδικών δυνάμεων, μετά τις αποβατικές επιχειρήσεις, να «ενσωματωθούν με τις επιχειρήσεις των χερσαίων δυνάμεων στο σύνολό τους και να παρέχουν τις ακριβείς και έγκαιρες αναφορές που ζήτησα». Ένα άλλο ενοχλητικό ζήτημα για τον Μουρ ήταν το γεγονός ότι «αναπτύχθηκαν περισσότερες ειδικές δυνάμεις από όσες χρειάζονταν ή μπορούσαν να υποστηριχθούν στο πεδίο». Κατά την άποψή του, η μονάδα των ειδικών δυνάμεων ήταν «δαπανηρή όσον αφορά τις απαιτήσεις υποστήριξης και σχεδιασμού για τη διατήρηση των δραστηριοτήτων της» και υπήρξε «λιγότερο αποτελεσματική, σε σχέση με τα αποτελέσματα που πέτυχε».

Παρά την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι ισραηλινές ειδικές δυνάμεις αποτελούν υπόδειγμα στρατηγικής επιτυχίας, η πραγματικότητα είναι ότι είχαν περιορισμένη στρατηγική χρησιμότητα στους πολέμους, η οποία προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από διακριτές επιχειρήσεις μεταξύ των πολέμων. Η συμβολή τους στην πρωταρχική στρατιωτική προσπάθεια σε όλους τους πολέμους υπήρξε από μικρή έως ασήμαντη.  Παρότι η χρησιμότητα του των ειδικών δυνάμεων είχε αυξηθεί κάπως το 1967, ωστόσο δεν συνεισέφεραν σημαντικά στη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών.

Επίσης στον Πόλεμο του 1973, οι ειδικές δυνάμεις δεν πρόσφεραν κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα και το ίδιο επαναλήφθηκε και στον Πρώτο Πόλεμο του Λιβάνου το 1982, καθώς και στον Δεύτερο το 2006. Στο ενδιάμεσο των πολέμων, διακρίθηκαν σε αντιτρομοκρατικές και επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών, με ορισμένες θεαματικές ενέργειες, όπως η επιδρομή το 1976 στο αεροδρόμιο του Έντεμπε και η απελευθέρωση των ομήρων.

Η χρυσή εποχή για τις ΗΠΑ

Η χρυσή εποχή των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων ήρθε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ανέλαβαν τότε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας, διπλασιάστηκαν σε μέγεθος φθάνοντας τις 70.000 ενώ ο ετήσιος προϋπολογισμός τους τριπλασιάσθηκε και είναι σχεδόν τριπλάσιος του συνολικού ελληνικού αμυντικού προϋπολογισμού. Ο στρατηγός Στάνλευ Μακρύσταλ, απέκτησε παγκόσμια φήμη ως διοικητής των ειδικών δυνάμεων στο Ιράκ, από το 2003 έως το 2008 και μετά την αποστρατεία του ίδρυσε μια συμβουλευτική εταιρεία η οποία παραδίδει μαθήματα ηγεσίας σε όλο τον κόσμο, ενώ εξέδωσε και τέσσερα βιβλία με αποτέλεσμα να γίνει εκατομμυριούχος.

Ο στρατηγός στα βιβλία του επαίρεται τόσο για την εμπνευσμένη ηγεσία του όσο και για τις επιτυχείς μεθόδους ενεργείας του, 300 επιδρομές τον μήνα ήταν η καλύτερη επίδοσή του. Επειδή όμως είναι στρατηγός και όχι λοχαγός, δεν εξηγεί πού οδήγησαν τελικά και αν συνέβαλαν στην επιτυχία του πολέμου οι επιδρομές αυτές για τη σύλληψη ή εξόντωση στελεχών των ανταρτών. Οι επιδρομές εναντίον ηγετικών στελεχών των ανταρτών, αποτέλεσαν την πλειονότητα των αποστολών των μονάδων ειδικών δυνάμεων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και σήμερα γνωρίζουμε ότι δεν οδήγησαν σε κάποιο στρατηγικό αποτέλεσμα.

Η αύξηση του αριθμού των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων και η εμπλοκή τους σε διάφορες αποστολές, δημιούργησε πολλά παρατράγουδα. O αρχηγός του επιτελείου του αμερικανικού στρατού στρατηγός Μαρκ Μίλευ, έχοντας ο ίδιος υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις, προστέθηκε σε ένα μεγάλο αριθμό συναδέλφων του, οι οποίοι στηλίτευσαν τις υπερβολές για τον ρόλο των ειδικών δυνάμεων.

Σε μια ομιλία του το 2017, δήλωσε ότι «οι ειδικές δυνάμεις έχουν τους καλύτερους πολεμιστές στον κόσμο με την καλύτερη εκπαίδευση, αλλά δεν έχουν σχεδιαστεί για να εμπλακούν σε μια σύγκρουση και να προσφέρουν την αποφασιστική νίκη. Το μόνο πράγμα που δεν έχουν σχεδιαστεί να κάνουν, είναι να κερδίσουν έναν πόλεμο», είπε. «Μπορούν να κάνουν επιδρομές, μπορούν να εκπαιδεύσουν άλλες χώρες – υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που μπορούν να κάνουν. Το να κερδίσουν έναν πόλεμο από μόνες τους δεν είναι στα καθήκοντά τους».

Ειδικές δυνάμεις

Κάνοντας μια αποτίμηση των ειδικών επιχειρήσεων και των ειδικών δυνάμεων, μετά τη σύντομη αυτή επισκόπηση, διακρίνουμε τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

Πρώτον και κύριο έχει να κάνει με τη στρατηγική χρησιμότητα, την οποία ο στρατηγιστής Κόλιν Γκρέι ορίζει ως «τη συμβολή ενός συγκεκριμένου είδους στρατιωτικής δραστηριότητας στην πορεία και την έκβαση μιας ολόκληρης σύγκρουσης». Οι ειδικές επιχειρήσεις σχεδόν ποτέ δεν επιτυγχάνουν αποφασιστική στρατηγική επιτυχία από μόνες τους, μπορούν συχνά να επιτύχουν μόνο αποφασιστική τακτική επιτυχία.

Δεύτερον, επειδή οι ειδικοί ρόλοι για τους οποίους έχουν δημιουργηθεί οι ειδικές δυνάμεις λιγότερο και οι επίλεκτες δυνάμεις (αλεξιπτωτιστές, αερομεταφερόμενοι, πεζοναύτες) περισσότερο είναι περιορισμένοι, πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί σε ρόλους απλού πεζικού. Αυτό συνέβη με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές μετά το 1941, με τους Αμερικανούς και Βρετανούς αλεξιπτωτιστές μετά το Άρνεμ, με τους Ισραηλινούς αλεξιπτωτιστές το 1973 και με τους Ρώσους αλεξιπτωτιστές και πεζοναύτες στον πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας.

Τρίτον, γύρω από τις ειδικές δυνάμεις έχει αναπτυχθεί και συντηρείται μια ολόκληρη βιομηχανία μυθολογίας, η οποία υποστηρίζεται από τη λογοτεχνία μέχρι τον κινηματογράφο. Οι ταινίες του Χόλυγουντ με τον 60χρονο Τζων Γουέην ως πρασινοσκούφη συνταγματάρχη Κίρμπυ, έως εκείνες με τον Σιλβέστερ Σταλόνε ως Τζων Ράμπο που κερδίζει τους πολέμους μόνος του, έχουν συμβάλει τα μέγιστα στη μυθολογία για τις δυνατότητες των ειδικών δυνάμεων.

Τέταρτον, οι ειδικές δυνάμεις ασκούν έλξη σε πολλούς πολιτικούς, είτε επειδή μπορούν να τους προσφέρουν λύσεις σε περίπλοκες καταστάσεις, είτε λόγω της ρομαντικής τους πλευράς. Οι περιπτώσεις των Τσώρτσιλ, Ρούζβελτ, Κέννεντυ και Ράμσφελντ είναι οι πιο ενδεικτικές.

Η Διοίκηση Ειδικού Πολέμου

Η Ελλάδα διέθετε ήδη από το 2013 Διακλαδική Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων αλλά το 2021 δημιουργήθηκε Διοίκηση Ειδικού Πολέμου, η οποία συμπεριέλαβε εκτός από την προηγούμενη διοίκηση και τους σχηματισμούς επίλεκτου πεζικού, καταδρομών, αλεξιπτωτιστών και πεζοναυτών. Για το τι είναι “ειδικός πόλεμος” έχουμε αναφερθεί σε παλιότερο άρθρο. Αυτή η διοίκηση που δημιούργησε η Ελλάδα δεν υπάρχει σε κανένα δυτικό στρατό, όσο και αν διακινείται ως επιχείρημα ότι κάνουμε ό,τι κάνουν οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ. Ούτε οι Ισραηλινοί που τόσο θαυμάζουμε, με πολλές μονάδες ειδικών δυνάμεων, δεν έχουν τέτοια δομή.

Πρόκειται για ελληνική εφεύρεση η οποία διέπεται από συντεχνιακή λογική, δεν εξυπηρετεί κάποια επιχειρησιακή σκοπιμότητα και μάλιστα η δεύτερη υποτάσσεται στην πρώτη. Η δημιουργία μιας φαραωνικής υπερδομής επιπέδου σώματος στρατού, με τρεις επιπλέον στρατηγούς και με ανόμοιους σχηματισμούς δεν απαντά σε κάποια επιχειρησιακή απαίτηση και ανακυκλώνει παλιές ιδέες με καινούργιο περιτύλιγμα. Επιπλέον, επιτείνονται προϋπάρχοντα προβλήματα, όπως εν συντομία αναφέρονται στη συνέχεια.

Πρώτον, με τη νέα διοίκηση δεν αυξήθηκαν οι ειδικές δυνάμεις ώστε να έχουμε νέες επιχειρησιακές δυνατότητες αλλά τέθηκαν κάτω από μια ομπρέλα προϋπάρχοντες σχηματισμοί, ειδικών δυνάμεων και επίλεκτου πεζικού. Αν αυξάναμε τις ειδικές δυνάμεις δημιουργώντας μονάδες 1ης και 2ης βαθμίδας (1st and 2nd Tier), όπως κάνουν όντως οι άλλες χώρες, θα απαντούσαμε ενδεχομένως σε μια επιχειρησιακή απαίτηση. Αντί δηλαδή να αναπτύξουμε σε βάθος τις ειδικές δυνάμεις, ανοίγουμε την πόρτα αυξάνοντας το πλάτος προσθέτοντας προϋπάρχουσες μονάδες και βαφτίζουμε το όλο σχήμα “ειδικό”, για να προσδώσουμε βάρος και κύρος στο όλο εγχείρημα.

Δεύτερον, η διοίκηση και ο έλεγχος επιβαρύνονται και περιπλέκονται, χωρίς κανένα όφελος.  Η νέα διοίκηση που συστήνεται αναλαμβάνει δύο σχηματισμούς που ούτως ή άλλως υπάγονταν στο ΓΕΕΘΑ. Η Διακλαδική Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων από την ίδρυσή της υπαγόταν στο ΓΕΕΘΑ, η δε Ι Μεραρχία, με τους πεζοναύτες, καταδρομείς και αλεξιπτωτιστές χρησιμοποιούταν από το ΓΕΕΘΑ. Δηλαδή εκεί που είχαμε δύο διοικήσεις απευθείας υπό το ΓΕΕΘΑ, τώρα παρεμβάλλουμε μία νέα διοίκηση μεταξύ αυτών και του ΓΕΕΘΑ. Ένα νέο επίπεδο διοίκησης σημαίνει αύξηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και επιμήκυνση του χρόνου λήψεως αποφάσεων αλλά και υλοποίησής τους.

Τρίτον, ένα σώμα στρατού έχει έναν σκοπό και έναν ρόλο να επιτελέσει, οπότε αποτελείται από ανάλογους σχηματισμούς και μονάδες. Στην προκειμένη ωστόσο περίπτωση ενοποιούμε δύο ανόμοιους σχηματισμούς με διαφορετικές αποστολές, που λειτουργούν με διαφορετικό ρυθμό και επιχειρησιακό έργο.

Τέταρτον, με τη νέα δομή δεν αντιμετωπίζεται το σοβαρότερο ίσως ζήτημα που συναντάμε στο Αιγαίο, όπου διατηρούμε ένα απαράδεκτο σχήμα διοικήσεως και ελέγχου, με πολλούς διοικητές, διότι δεν το θεωρούμε ενιαία περιοχή επιχειρήσεων. Τώρα προστέθηκε ένας ακόμη, ο διοικητής της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου, επιδεινώνοντας μια ήδη προβληματική κατάσταση. Για την παραμικρότερη ενέργεια στο Αιγαίο απαιτείται η επέμβαση του ΓΕΕΘΑ, οπότε ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ υποβιβάζεται σε τακτικό διοικητή. Για να επέμβουν οπουδήποτε για παράδειγμα οι πεζοναύτες, απαιτείται η διαταγή του ΓΕΕΘΑ, η ενεργοποίηση της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου που πρέπει να ζητήσει τα μέσα από τον Στόλο και να συντονισθεί μαζί του, η ενεργοποίηση της Ι Μεραρχίας η οποία θα διατάξει τους πεζοναύτες, ο συντονισμός όλων και με την ΑΣΔΕΝ που έχει την ευθύνη των νήσων, να συντονισθούν δηλαδή όλες αυτές οι διοικήσεις που δεν βρίσκονται στην ίδια ιεραρχική κλίμακα.

Πέμπτον, η συγκέντρωση των δυνάμεων του επίλεκτου πεζικού, πεζοναυτών, αλεξιπτωτιστών και καταδρομών, ανόμοιων δηλαδή δυνάμεων σε μία “δεξαμενή” δεν επιφέρει ουσιαστική αλλαγή εφόσον δεν αλλάζει ο τρόπος χρησιμοποιήσεώς τους. Μπορεί ο τίτλος να ακούγεται βαρύγδουπος, επί της ουσίας όμως παρακάμπτουμε το πρόβλημα αντί να το επιλύουμε.   Οι ταξιαρχίες αυτές θα χρησιμοποιούνται τμηματικά και διαδοχικά, γεγονός που οδηγεί στην “τακτικοποίηση” των στρατιωτικών μας ενεργειών. Όσο και αν δεν αναφέρεται ρητά, μια τέτοια οργάνωση αντιστοιχεί σε μια αντίληψη που εδράζεται στην πεποίθηση ότι είναι δυνατή η περιορισμένη ή ελεγχόμενη χρήση βίας, την οποία ο πρώην υπουργός άμυνας Ευάγγελος Βενιζέλος κωδικοποίησε ως “σημειακή κρίση”. Ο στρατός δεν πρέπει να προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει απλώς μια νέα κρίση Ιμίων.

Έκτον, θεωρούμε ότι όσο μεγεθύνονται οι δυνατότητες της Τουρκίας άλλο τόσο αυξάνεται η ανάγκη για διενέργεια από μέρους μας επιθετικών ενεργειών στο επιχειρησιακό και στο τακτικό επίπεδο. Επομένως το ζητούμενο για όλες αυτές τις «ειδικές» ταξιαρχίες που είναι επίλεκτες δυνάμεις με ανώτερη εκπαίδευση, ηθικό και δυνατότητες, δεν είναι να τις περιθωριοποιήσουμε αλλά να τις χρησιμοποιήσουμε ως σύνολο και επιθετικά με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδώσουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Η αναβάθμισή τους περνάει μέσα από την αναβάθμιση των τρόπων ενεργείας τους και όχι μέσα από την υπαγωγή σε μια επιχειρησιακή διοίκηση ανόμοιων σχηματισμών που ανήκουν και διοικητικά σε μία κατηγορία. Αυτές οι δυνάμεις πρέπει να χρησιμοποιούνται συγκεντρωτικά, σε συνδυασμό και με άλλες δυνατότητες, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα να είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών.

Επίλογος

Η Διοίκηση Ειδικού Πολέμου, που δεν είναι και τόσο νέα, δεν δίνει απάντηση σε πιεστικά και χρονίζοντα οργανωτικά ζητήματα των ενόπλων δυνάμεων. Είναι πράγματι εκπληκτικό ότι 70 χρόνια μετά την ένταξή μας στο ΝΑΤΟ, αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές στους στρατούς πιο προηγμένων χωρών και επαναλαμβάνουμε τα ίδια ή και χειρότερα. Οι ειδικές δυνάμεις –παρά την αναγνωρισμένη ικανότητά τους να επιτυγχάνουν αποτελέσματα πέρα από κάθε αναλογία σε σχέση το μέγεθος και την ισχύ τους– δεν είναι παρά ένα από τα γρανάζια σε μια πολύ μεγαλύτερη στρατιωτική μηχανή, που τελικά βασίζεται σε συμβατικές δυνάμεις για να κερδίσει στο πεδίο της μάχης.

Ασφαλώς και χρειαζόμαστε τις ειδικές δυνάμεις, για να εκτελέσουν όμως τις αποστολές για τις οποίες είναι κατάλληλες. Οι δυνατότητές τους δεν αναβαθμίζονται με το να ονομάσουμε τον μισό στρατό “ειδικό”, με ένα είδος εκδημοκρατισμού όπου όλα μπαίνουν στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Θεωρούμε ότι και η Διοίκηση Ειδικού Πολέμου εντάσσεται σε μια νοοτροπία της κοινωνίας στην οποία δεν υπάρχει αριστεία επειδή όλοι είναι άριστοι, όλοι οι αξιωματικοί γίνονται στρατηγοί, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι παίρνουν τον καταληκτικό βαθμό αλλά δεν δέχονται την αξιολόγηση και όλος ο στρατός γίνεται “ειδικός”.

Slpress.gr