Ελλάδα και Δύση

Ελλάδα και Δύση

            Η ελληνική εξωτερική πολιτική από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ήταν στενά συνδεδεμένη έως και εξαρτημένη από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ήτοι Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία. Οι Δυνάμεις αυτές, για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων δε δίστασαν ανά το πέρασμα των ετών να επεμβαίνουν ωμά και απροκάλυπτα στα του οίκου της Ελλάδας με τον πρωθυπουργό της μεταπολεμικής περιόδου Στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα να δηλώνει «πείτε στον κύριο- εννοούσε τον Αμερικανό πρέσβη Peurifoy- ότι το σπίτι αυτό έχει νοικοκύρη και δε θέλει άλλον».[1] Από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έκτοτε, στον ψυχροπολεμικό και μεταψυχροπολεμικό κόσμο η Ελλάδα συμμετέχει στο αποκαλούμενο δυτικό μπλοκ, ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Όπως το είχε θέσει από του βήματος της Βουλής ο Κ. Καραμανλής «πολιτικά, οικονομικά, αμυντικά, πολιτιστικά, ανήκομεν εις τη Δύση».[2] Ήταν πάντα όμως οι σχέσεις με τη Δύση ρόδινες; Εφάρμοσε η τελευταία τις αρχές της, που τόσο διατυμπάνιζε ότι πρεσβεύει, στα ελληνικά δρώμενα ή το έκανε κατά το δοκούν;

            Ο σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η μελέτη των περιπτώσεων που οι Σύμμαχοι στράφηκαν εχθρικά κατά της Ελλάδας. Δεν σημαίνει φυσικά πως η Δύση δε βοήθησε την Ελλάδα διπλωματικά και οικονομικά από την ανεξαρτησία της και έπειτα. Συμπεραίνει όμως και υπενθυμίζει πως ο δυτικόφιλος Έλληνας δεν πρέπει να μετατρέπεται σε δυτικόδουλο. Αρχικά, υφίσταται σε μεγάλο μέρος του ελληνισμού η άποψη πως «αν δε μας έσωζαν οι Μεγάλοι στο Ναυαρίνο ακόμα σκλαβωμένοι θα ήμαστε». Αφαιρετική, απλουστευτική άποψη που παραλείπει τις ελληνικές θυσίες, μάχες, νίκες, αγώνες. Τους στρατιωτικούς και διπλωματικούς άθλους. Και προφανώς άγνοια περί της λειτουργίας του διεθνούς συστήματος.

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι Δυνάμεις έδειξαν πως το νέο έθνος- κράτος θα βρίσκεται υπό την προστασία του. Από την επιλογή ξένου μονάρχη στον ελληνικό θρόνο έως την οικονομική πολιτική. Προέβησαν το 1850 σε αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων – πειρατές τους αποκάλεσε η βασίλισσα Αμαλία- επειδή η κυβέρνηση αρνήθηκε να καταβάλει αποζημίωση στον Ισραηλίτη έμπορο Πατσίφικο για ζημιές που υπέστη η περιουσία του από μερίδα Αθηναίων. Ο Όθωνας, επηρεασμένος από τη Μεγάλη Ιδέα και τη στρατηγική της απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων, κατά την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου βρέθηκε πολύ κοντά στην κήρυξη πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για να τον αποτρέψουν τελικά οι Δυνάμεις δε δίστασαν να προβούνε στην κατάληψη του Πειραιά και την απόβαση αγημάτων στην πρωτεύουσα.[3]

            Η μετέπειτα επέκταση του ελληνικού βασιλείου με την παραχώρηση των Επτανήσων και της Θεσσαλίας έφερε τη σφραγίδα των Δυνάμεων. Δε δίστασαν όμως να είναι από αρνητικές έως εχθρικές σχετικά με το ζήτημα της Κρήτης καθώς κατά τη διάρκεια των Επαναστάσεων της εμπόδισαν την εμπλοκή ή τη συνέχεια της εμπλοκής της Ελλάδας στη Μεγαλόνησο. Άλλωστε από το 1881 έως και το 1913 επέμεναν στη στρατηγική της διατήρησης της Οθ. Αυτοκρατορίας απαιτώντας απλά μεταρρυθμίσεις από το Σουλτάνο για τις υπόδουλες εθνικότητες που διαβιούσαν στο εσωτερικό της επικράτειας. Όσον αφορά την Κριτική Πολιτεία, παρά την συνθήκη για αποχώρηση των σουλτανικών δυνάμεων από το αυτόνομο νησί, οι Μεγάλες Δυνάμεις διατηρούσαν τα τμήματα τους ώστε να διασφαλίσουν τη μη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αίτημα που υπέβαλλαν διαρκώς οι Κρητικοί κατά τους αγώνες τους. Προσπάθησαν επιπλέον να αποτρέψουν τους Κρητικούς βουλευτές να εισέλθουν και να πάρουν μέρος στην ελληνική βουλή το 1912.[4]   

            Κι ενώ η εμμονή των Μεγάλων για επίλυση του Ανατολικού ζητήματος μέσω των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων δεν απέφερε καρπούς, τα βαλκανικά χριστιανικά κράτη αποφάσισαν να κινηθούν μόνα τους και να κηρύξουν πόλεμο στο «μεγάλο ασθενή». Οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι απέβαλλαν τους Τούρκους από την Ευρώπη αλλά οι Δυνάμεις επέμεναν για ίδρυση αλβανικού κράτους και απόδοση σε αυτό της Βορείου Ηπείρου, περιοχής με ελληνική πλειοψηφία. Το συμφέρον της Ιταλίας κέρδισε το «δίκαιο των λαών» και έτσι οι Έλληνες της Β. Ηπείρου δεν προσαρτήθηκαν στον εθνικό κορμό.[5] Οι συνεχείς αγώνες τους έως και μετά τη λήξη του Β΄ΠΠ δεν θα καρποφορήσουν και θα υποφέρουν υπό το αυταρχικό αλβανικό καθεστώς των Χότζα και Αλία.

            Η περίπτωση της πιο ωμής παρέμβασης στο εσωτερικό της Ελλάδας ήταν η περίοδος του Α΄ΠΠ. Πρωθυπουργός και βασιλιάς διαφώνησαν σχετικά με τη συμμετοχή της χώρας στο Μεγάλο Πόλεμο και οι Αγγλογάλλοι- σύμμαχοι στενοί του Βενιζέλου- δε δίστασαν να διαπράξουν ωμότητες και αυθαιρεσίες εντός του ελληνικού εδάφους όπως τη μεταφορά ξένων στρατευμάτων, την προέλαση των ιταλικών δυνάμεων έως τα Ιωάννινα, την απόβαση γαλλικού αγήματος στον Πειραιά και τη σύγκρουση στο λόφο του Φιλοπάππου. Ο ίδιος ο Βενιζέλος έφερε βαρέως ότι κατάφερε να επανέλθει στην εξουσία μετά τη συνταγματική εκτροπή του 1915 στηριζόμενος σε ξένες λόγχες.[6]

            Η στάση των Συμμάχων και στη Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν αμφίρροπη και καιροσκοπική. Μόνο η Αγγλία ήταν από την αρχή θερμή στην απόδοση της Ιωνίας στην Ελλάδα. Οι Γάλλοι ήταν ουδέτεροι και οι Ιταλοί εχθρικοί. Ο σημαντικός παράγοντας που άλλαξε τη στάση τους υπέρ του Κεμάλ ήταν αφενός η συμμαχία του Τούρκου Στρατηγού με τους Μπολσεβίκους και αφετέρου η πίεση της γαλλικής κοινής γνώμης για απεμπλοκή από το Ανατολικό μέτωπο μετά από 6 χρόνια συνεχόμενων πολέμων. Η ήττα του Βενιζέλου και η επιστροφή του Κωνσταντίνου στο θρόνο δεν δύναται να τοποθετηθούν στην κορυφή των αιτιών μεταστροφής, καθώς τα γεωπολιτικά συμφέροντα δεν κρίνονται από πρόσωπα και φιλίες αλλά από το εκάστοτε όφελος. Αποτελούσαν την αφορμή και την απλή δικαιολογία της μεταστροφής αυτής. Η απάθεια με την οποία αντιμετώπισαν τις σφαγές και λεηλασίες των Τούρκων κατά την καταστροφή της Σμύρνης, μόνο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δημοκρατικά τους ιδεώδη δε θυμίζει.[7]  

            Στο Β΄ ΠΠ για ακόμη μία φορά επιβεβαίωσαν την προσήλωση στην εξυπηρέτηση του εθνικού τους συμφέροντος. Ο Μεταξάς, ενώ ζητούσε κατά τον πόλεμο στην Αλβανία την ενίσχυση της Αγγλίας σε πολεμικό υλικό, άκουγε μονάχα από τον Τσώρτσιλ να δηλώνει πως «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Επιπλέον οι Σύμμαχοι δε δίστασαν να προσφέρουν τα Δωδεκάνησα στην Τουρκία ως δέλεαρ για να συμμετάσχει στο πλευρό τους. Οι εθνικές διεκδικήσεις στο μεταπολεμικό συνέδριο δεν έμελλε να δικαιωθούν: Η Β. Ήπειρος παρέμεινε στην Αλβανία λόγω πιέσεων του Στάλιν, τα βόρεια σύνορα παρέμειναν ως είχαν παρότι η Βουλγαρία έλαβε το μέρος του Άξονα, η Κύπρος λόγω αδιάλλακτης στάσης των Άγγλων παρέμεινε αποικία (!) και το μόνο κέρδος της χώρας, που μάτωσε σε ανθρώπινες ζωές και οικονομία όσο λίγες, ήταν τα Δωδεκάνησα. Ίσως όχι άδικα η Σοφία Βέμπο τραγούδησε «και αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά οι Σύμμαχοι στη μοιρασιά»…

              Συμπεράσματα: Η σχέση της Ελλάδας με τη Δύση δεν ήταν πάντα μία σχέση ρόδινη, άνευ προβλημάτων και στηριζόμενη στις ιδέες και αξίες που οι Δυτικοί πρέσβευαν. Το δίκαιο του ισχυρού και το επιμέρους συμφέρον καθόριζε τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα. Καθιέρωναν όρους όπως το «δίκαιο των εθνών» και η «εθνική αυτοδιάθεση» αλλά τους ξεχνούσαν όταν κάποιο έθνος ή κράτος δεν εξυπηρετούσε τη δική τους πολιτική, χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μέση Ανατολή και οι αποικίες. Οι εκάστοτε ελληνικές πολιτικές ηγεσίες βρισκόταν σε μία λεπτή ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και εθνικών πόθων. Δε δίστασαν όμως σε πολλές περιπτώσεις να διεκδικήσουν, να αρνηθούν και να διαμαρτυρηθούν όταν παραβιαζόταν τα ελληνικά συμφέροντα. Αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο ότι τα φίλια αισθήματα δεν πρέπει να μετατρέπονται σε υποτακτικά.

 

Μιλτιάδης Β. Παρλάντζας, MSc  

           

Σημειώσεις

 


[1] Σ. Αναστασάκος, Ο Πλαστήρας και η Εποχή του, Αθήνα, Επικαιρότητα, 2009,  τ. Γ΄

[2] Πρακτικά της Βουλής, 12 Ιουνίου 1976

[3] Κ. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1830-1981, Αθήνα, Εστία, 2020

[4] Στο ίδιο

[5] Π. Καρολίδης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα, Κάκτος, 1993

[6] Γ. Μαυρογορδάτος, 1915- Ο Εθνικός Διχασμός, Αθήνα, Πατάκης, 2015

[7] G. Horton, Η μάστιγα της Ασίας, Αθήνα, Μίνωας, 2006