Blog

Γιατί η Ελλάδα είχε ανάγκη τις συμφωνίες με Αίγυπτο και Ιταλία

Γιατί η Ελλάδα είχε ανάγκη τις συμφωνίες με Αίγυπτο και Ιταλία

 

Τσάλτας Γρηγόρης

 

Αλλεπάλληλες προσπάθειες ερμηνείας του περιεχομένου των δύο τελευταίων συμφωνιών που υπέγραψε η Ελλάδα με την Ιταλία και την Αίγυπτο αντίστοιχα για την οριοθέτηση της ΑΟΖ στις θαλάσσιες περιοχές ανάμεσα στις ενδιαφερόμενες χώρες, έχουν οδηγήσει σε λανθασμένες προσεγγίσεις και εσφαλμένα συμπεράσματα. Αρχικώς λοιπόν θα πρέπει να τονιστεί ότι το διεθνές δίκαιο, που οι πάντες επικαλούνται και ορθώς, για τις όποιες διεκδικήσεις της χώρας μας αναφορικά με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας, είναι το κατεξοχήν πολιτικό δίκαιο.

Με άλλα λόγια, τόσο η διαμόρφωση των αρχών του διεθνούς δικαίου όσο όμως –και κυρίως– η υιοθέτηση των κανόνων του αποτελούν απόρροια της διαμόρφωσης, προβολής και κατάθεσης των πολιτικών θέσεων των κρατών μελών της διεθνούς κοινότητας, που κατοχυρώνεται με καθαρή όσο και έντονη πολλές φορές πολιτική διαπραγμάτευση, σε επίπεδο διεθνούς συνδιάσκεψης. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με την ερμηνεία αλλά και την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων που επηρεάζονται άμεσα και πάλι από τις πολιτικές των κρατών, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν επίσης και την εκάστοτε επίλυση/οριοθέτηση με απευθείας διαπραγματεύσεις.

Ακόμη και αυτές οι διεθνείς δικαστικές αποφάσεις επηρεάζονται από την πολιτική, με αποτέλεσμα την έκδοση αντικρουόμενων, πολλές φορές, αποφάσεων που αφορούν σε παρόμοια ζητήματα, με επίκλησή τους σε επίπεδο επιχειρηματολογίας κατά το δοκούν και παράλληλη όσο και παρεπόμενη αδυναμία διαμόρφωσης σαφούς άποψης της νομολογίας.
Συμπερασματικά, η αποκρυστάλλωση και ερμηνεία των κανόνων του διεθνούς δικαίου περνά απαραίτητα και μέσα από την προσέγγιση/κατανόηση της διαχρονικής πολιτικής διαπραγμάτευσης των κρατών που οδήγησε στην υιοθέτησή τους.

Σε μια δεύτερη φάση, καλό είναι να θυμηθούμε ποιες είναι οι πηγές του διεθνούς δικαίου από τις οποίες αντλούν σχετικά ερείσματα τα κράτη. Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου πρόκειται για τρεις κύριες και δύο επικουρικές πηγές. Οι τρεις κύριες είναι οι διεθνείς συμβάσεις, το διεθνές εθιμικό δίκαιο και οι γενικές αρχές του δικαίου. Ενώ, οι επικουρικές πηγές είναι οι δικαστικές αποφάσεις (νομολογία) και τα διδάγματα των αναγνωρισμένων δημοσιολόγων ως βοηθητικά μέσα για τον καθορισμό των κανόνων δικαίου.

Η κατανομή αυτή των πηγών του διεθνούς δικαίου δίνει την ευχέρεια στα κράτη να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, επικαλούμενα ανά περίπτωση είτε το σύνολο των εν λόγω πηγών, είτε επιλεκτικώς κάποια από αυτές (πχ. νομολογία) με στόχο την πολιτική προώθηση των θέσεών τους.

Το αποτέλεσμα της συμφωνίας με την Αίγυπτο

Η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία του φετινού Αυγούστου αποτελεί το τελικό γραπτό συμπέρασμα μιας διαρκούς πολύχρονης πολιτικής διαπραγμάτευσης, με αποκορύφωμά της τις τελευταίες προκλητικές εξελίξεις στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου από πλευράς Τουρκίας (τουρκολιβυκό μνημόνιο συνεργασίας – Νοέμβριος 2019, σε συνδυασμό και με τις διαχρονικές προσπάθειες υπογραφής τουρκοαιγυπτιακής συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ στην περιοχή).

Ειδομένη κάτω από την παραπάνω πραγματικότητα η συμφωνία αυτή αποτελεί έτσι ύψιστης πολιτικής σημασίας κίνηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τη δεδομένη χρονική στιγμή και κάτω από τις ειδικές αυτές περιστάσεις. Ερχόμενοι στο γράμμα της συμφωνίας, οφείλουμε να εξετάσουμε και την ουσία των αποτελεσμάτων που αυτή παράγει σε σχέση με το διεθνές δίκαιο.

Αρχικά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι, με δεδομένο το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο η αναγνώριση του δικαιώματος των νησιωτικών εδαφών σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας έρχεται, σε συνέχεια και της ελληνοϊταλικής συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ στο Ιόνιο, να θωρακίσει στην ευρύτερη περιοχή την παραδοχή της αναγκαίας όσο και υποχρεωτικής εφαρμογής των κανόνων του δικαίου της θάλασσας, ως προϋπόθεση διατήρησης της ειρηνικής συνύπαρξης όλων των κρατών σε ευαίσθητες κυρίως περιοχές όπως, αυτή της ημίκλειστης Μεσογείου θάλασσας.

Έτσι, το δικαίωμα των νησιωτικών εδαφών να εξομοιούνται με τα ηπειρωτικά εδάφη και να διαθέτουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας αποτελεί υποχρεωτικό κανόνα του διεθνούς δικαίου ως προγενέστερου εθιμικού ο οποίος κωδικοποιήθηκε και συμβατικώς δύο φορές (σύμβαση για την αιγιαλίτιδα και συνορεύουσα ζώνη και σύμβαση για την υφαλοκρηπίδα 1958 – Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ για το δίκαιο της θάλασσας 1982) με παράλληλη αναγνώριση και σε επίπεδο νομολογίας, (πχ. απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου περί οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας στη Βόρειο Θάλασσα, 1969).

Η μέθοδος της μέσης γραμμής

Η Τουρκία, τόσο σε επίπεδο δηλώσεων όσο όμως και de facto, μέσω του τουρκολυβικού μνημονίου στην ανατολική Μεσόγειο δεν αποδέχεται την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού, με αποτέλεσμα το σφετερισμό των νησιωτικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ευρύτερη περιοχή του αρχιπελάγους του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Το θέμα της επήρειας των νησιωτικών εδαφών στις εν λόγω οικονομικής φύσεως ζώνες (ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα), πλην της αιγιαλίτιδας και της συνορεύουσας, αφορά μόνον στη διαδικασία οριοθέτησης καθώς και στις ακολουθητέες σχετικές μεθόδους και δεν θα πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα αυτό καθαυτό. Κάτι τέτοιο προκύπτει ουσιαστικά από την υιοθέτηση της Σύμβασης του Μοντέγκο Μπαίυ το 1982 και την απάλειψη από τα άρθρα 74 και 83 περί οριοθέτησης των αντίστοιχων ζωνών ανάμεσα σε κράτη με όμορες ή απέναντι ακτές της συγκεκριμένης ως “υποχρεωτικής” μεθόδου της μέσης γραμμής.

Το αντίθετο συνέβαινε το 1958 στη Σύμβαση (Γενεύης) για την υφαλοκρηπίδα η οποία verbatim αναφέρεται στη μέση γραμμή. Η Σύμβαση του 1982 διατηρεί ως “πρότυπο” τη μέθοδο της μέσης γραμμής μόνον για την οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης παραπέμποντας για την περίπτωση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας σε «συμφωνία που συνάπτεται με βάση το διεθνές δίκαιο όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, προς το σκοπό επίτευξης μιας δίκαιης λύσης».

Κάτι τέτοιο δεν αποκλείει βέβαια και τη χρήση της, δοκιμασμένης πάντα, μεθόδου της μέσης γραμμής, η υιοθέτηση της οποίας επαφίεται απόλυτα στη βούληση των ενδιαφερομένων κρατών. Άλλωστε και το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (Αμβούργο), στην απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2017 αναφορικά με την οριοθέτηση θαλασσίου συνόρου μεταξύ Γκάνας και Ακτής Ελεφαντοστού στον Ατλαντικό Ωκεανό, επανεπιβεβαιώνει την αξία της αρχής της μέσης γραμμής ως βασικής μεθόδου οριοθέτησης όλων των θαλασσίων ζωνών, συμπεριλαμβανομένης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, αναγνωρίζοντας έτσι ότι η εφαρμογή της εξασφαλίζει ένα prima facie δίκαιο αποτέλεσμα.

Παράνομες οι τουρκικές αξιώσεις

Συμπερασματικά, η επήρεια των νησιωτικών ή και άλλων εδαφών στην οριοθέτηση των ζωνών οικονομικής σημασίας αποτελεί ακολουθητέα ενίοτε μέθοδο οριοθέτησης, είτε από τα ίδια τα κράτη είτε και από διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, με στόχο τη διορθωτική παρέμβαση στη χάραξη της τελικής οριοθετικής γραμμής. Αντιθέτως, η κατά την Τουρκία μη αναγνώριση του δικαιώματος των νησιωτικών εδαφών να διαθέτουν όλες τις σχετικές ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας (άρθρο 121 παρ. 2 της Σύμβασης του Μοντέγκο Μπαίυ, με την εξαίρεση των βράχων και μόνο για τις δύο ζώνες οικονομικού περιεχομένου) αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, καθιστώντας το τουρκολιβυκό μνημόνιο παράνομο, σε συνδυασμό και με την εξίσου παράνομη οριοθέτηση ΑΟΖ, ανάμεσα σε κράτη που δεν έχουν απέναντι ακτές.

Με βάση τα παραπάνω, η υιοθέτηση μερικής επίσης θαλάσσιας οριοθετικής γραμμής με την Αίγυπτο (άρθρο 1 της εν λόγω συμφωνίας), αφήνοντας ανοικτό το θέμα ολοκλήρωσής της σύμφωνα πάντα με το διεθνές δίκαιο, αποτελεί ακολουθητέα πρακτική των κρατών όταν μάλιστα παρεμβάλλονται γεωγραφικώς και τρίτα κράτη. Στόχος, η ολοκληρωμένη οριοθέτηση της ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής, στο πλαίσιο της από κοινού συμβολής στη σταθερότητα με βάση την καλή πίστη και σύμφωνα πάντα με το διεθνές δίκαιο (βλ. προοίμιο της συμφωνίας σε συνδυασμό και με το άρθρο 1, ε).

Τελευταίο, ουσιαστικό/αποφασιστικό βήμα παραμένει η άμεση επικύρωση και των δύο συμφωνιών από το ελληνικό κοινοβούλιο με ταυτόχρονη πίεση και στα αντίστοιχα κοινοβούλια της Ιταλίας και Αιγύπτου να πράξουν το ίδιο, ώστε να αποσταλούν τα σχετικά κείμενα το συντομότερο δυνατόν στα Ηνωμένα Έθνη. Στη συνέχεια, τα όρια που προκύπτουν από τις συμφωνίες αυτές ανακοινώνονται για τα συμβαλλόμενα στη Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ από τον Γενικό Γραμματέα και αναρτώνται σε συναφή βάση δεδομένων της αρμόδιας Διεύθυνσης Θαλασσίων Υποθέσεων & Δικαίου της Θάλασσας των ΗΕ (DOALOS – Deposit of charts/lists of coordinates under the Convention). Ενώ, συμπληρωματικώς δημοσιεύονται και στην έκδοση των ΗΕ, “Law of the Sea Bulletin”.

Σε κάθε περίπτωση, η αντίδραση και μόνον της Τουρκίας στην εν λόγω ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, με την ανάληψη/ανάπτυξη για πολλοστή φορά δράσεων που αποσκοπούν σε παράνομη μονομερή οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στην περιοχή, μέσω του ψυχροπολεμικού ερευνητικού σεισμογραφικού στόλου που έχει αναπτύξει από το 1974 και ύστερα, πιστοποιεί την ύψιστη πολιτική σημασία για το εθνικό συμφέρον της συμφωνίας αυτής, όπως και κάθε άλλης παρόμοιας ενέργειας από πλευράς Ελλάδος.

Slpress.gr

Αφήστε μια απάντηση