ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ-ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ

ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ-ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ

 

 

Δρ. Ιωάννης-Διονύσιος Σαλαβράκος (*)

 

1. Πρόλογος

  Σε προηγούμενες παρεμβάσεις μου στον ιστότοπο του ΕΛΙΣΜΕ (άρθρα 21-1-2020 και 31-5-2020) είχα επιχειρηματολογήσει, ότι στο πλαίσιο του τρέχοντος διεθνούς συστήματος αστάθειας, τυχόν ελληνο-τουρκικό θερμό στρατιωτικό επεισόδιο ή ακόμα και πολεμική εμπλοκή ολίγων ωρών είναι εντελώς ανεπιθύμητη εξέλιξη. Η θέση του γράφοντα δικαιώθηκε αφού στις 22 Σεπτεμβρίου 2020 ανακοινώθηκε ή έναρξη του 61ου γύρου διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών, μετά από παρασκηνιακή δράση τόσο των ΗΠΑ, όσο και της ΕΕ.   

  Παράλληλα στα πλαίσια των προηγούμενων άρθρων είχα αναλύσει τις ταυτόχρονα θετικές και αρνητικές εξελίξεις για Ελλάδα και Τουρκία στα πλαίσια του εν εξελίξει γεωπολιτικού παιγνίου ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο.    

  Από τον Μάϊο έως σήμερα έλαβαν χώρα σημαντικές εξελίξεις, χύθηκε ποτάμι μελάνης με επιχειρήματα που αναφέρονται σε “ελληνικούς θριάμβους” ή αντίστροφα σε “ελληνικές τραγωδίες”  παράλληλα στις τηλεοράσεις δαπανήθηκαν άπειρες ώρες τηλεοπτικού χρόνου μεταξύ καθηγητών, δημοσιολόγων, δημοσιογράφων, διπλωματών, στρατιωτικών, πολιτικών και λοιπών αναλυτών οι οποίοι συντάχθηκαν με την μία ή την άλλη πλευρά (του θριάμβου ή της τραγωδίας). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της πληθώρας στοιχέιων, ανταλλαγής επιχειρημάτων αλλά και κατηγοριών σκοπός του παρόντος κειμένου είναι η παρουσίαση ορισμένων λογικών ανακολουθιών στις αναλύσεις των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.

 

2. Ιστορικό πλαίσιο και λογικές ανακολουθίες των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.    

  Ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος έχει διαχρονικά παράξει εκατομμύρια δημοσιεύσεων πάνω στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Βιβλία, άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες, κεφάλαια σε βιβλία, ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, τηλεοπτικές εκπομπές, επίσημα διπλωματικά κείμενα, παρέχουν τεράστιο πρωτογενές υλικό στους μελετητές. Ειδικά στην Ελλάδα έχουν σχηματισθεί δύο σχολές σκέψεις. Η πρώτη η λεγόμενη “πατριωτική” θεωρεί πως η Ελλάδα διαχρονικά δοκίμασε “ελληνικές τραγωδίες” και ήττες στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις αφού ακολούθησε πολιτική κατευνασμού. Η δεύτερη σχολή σκέψης η λεγόμενη “εκσυγχρονιστική ή ευρωπαϊκή ή προοδευτική” θεωρεί πως διαχρονικά η Ελλάδα θριάμβευσε επί της Τουρκίας και παράλληλα επέτυχε τόσο τον “έλεγχο” (εξημέρωση) του τουρκικού θυρίου όσο και την ανάδειξη της Ελλάδας σε σύγχρονο ευρωπαϊκό-δυτικό κράτος το οποίο έχει σημαντική επιρροή στην περιοχή. Και οι δύο σχολές σκέψεις παρουσιάζουν αντιφάσεις, λογικές ανακολουθίες και δημιουργούν σύγχηση τόσο στην κοινή γνώμη, όσο και στους διαχειριστές της ελληνο-τουρκικής κρίσης (πολιτικούς, διπλωμάτες, στρατιωτικούς). Το αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης κάνει κακό στον τόπο, και στον Ελληνισμό. Αντί να εκτοξεύει ή μία πλευρά στην άλλη κατηγορίες περί υποχωρητικότητας ή προδοσίας ή ότιδήποτε άλλο (π.χ. υπόδουλους στα συμφέροντα ξένων δυνάμεων) καλώ τόσο την ελληνική κοινή γνώμη όσο και τους λαλήστατους εκατάρωθεν αναλυτές, δημοσιολόγους και λοιπούς να προβληματιστούν επί του ιστορικού πλαισίου εξέλιξης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και των ακολούθων λογικών ανακολούθιών:

 

2.1. Ιστορικό πλαίσιο ελληνο-τουρκικών σχέσεων 

  Η Οθωμανική Αυτοκρατορία (1299-1923) βρέθηκε σε συνεχή γεωπολιτική αντιπαλότητα με τη Δύση και με τη Ρωσία. 

  Με τη Δύση έλαβαν 15 μεγάλες συγκρούσεις, ειδικότερα:  

-Eπτά Βενετο-τουρκικοί πόλεμοι (1463-1479, 1499-1503, 1537-1540, 1570-1573, 1645-1669, 1684-1699, 1714-1718),

-Tρείς Βρετανο-τουρκικοί πόλεμοι και συγκρούσεις (1807-1809, 1827, 1914-1918), δύο Γαλλο-τουρκικοί (1827, 1914-1921),

-Δύο Ιταλο-τουρκικοί (1911, 1915-1921) και

-Ένας μεγάλος πόλεμος με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, και την Αυτοκρατορία των Αψβούργων (1683-1699). Οι κορυφαίες συγκρούσεις Οθωμανών-Δυτικών αφορούν τις ναυμαχίες Ναυπάκτου (1571) και Ναβαρίνου (1827), την πολιορκία της Βιέννης (1683) και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). 

  Με τη Ρωσία έλαβαν χώρα έντεκα πόλεμοι (1676-1681, 1686-1700, 1710-1711, 1735-1739, 1768-1774, 1787-1792, 1806-1812, 1828-1829, 1853-1856, 1877-1878, 1914-1918). Οι κορυφαίες συγκρούσεις Οθωμανών-Ρώσων αφορούν τον πόλεμο 1768-1774, τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), τον πόλεμο του 1877-1878, και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

  Παράλληλα, στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας Χριστιανοί Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Μουσουλμάνοι, Αλεβίτες, Εβραίοι, Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Λεβαντίνοι, Σλάβοι, Ούγγροι, Βλάχοι, Καυκάσιοι, βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου. Σε κάποιες περιόδους η Οθωμανική διοίκηση έδειξε ανοχή και βοήθησε τους τοπικούς πληθυσμούς. Όμως κατά κανόνα η Οθωμανική εξουσία υπήρξε σκληρή για όλους τους υπόδουλους λαούς, και πυροδότησε την αντίδραση τους.. Οι πρώτοι που αντέδρασαν ήσαν οι Σέρβοι οι οποίοι την περίοδο 1804-1815 επαναστάτησαν και απέκτησαν αρχικά αυτονομία. Ακολούθησαν οι Έλληνες οι οποίοι την περίοδο 1821-1830 δημιούργησαν το πρώτο ανεξάρτητο κράτος με τη συνδρομή Βρετανίας-Γαλλίας και Ρωσίας. Η συνέχεια ήταν η επίσημη Σερβική ανεξαρτησία (το 1862) με την σχεδόν παράλληλη αυτονόμηση της Ρουμανίας (Ενωμένο Πριγκηπάτο Βαλαχίας-Μολδαβίας την περίοδο 1859-1862). Το 1866 ιδρύθηκε επίσημα το Βασίλειο της Ρουμανίας και ακολούθησε η Βουλγαρική επανάσταση του Απριλίου 1876, η οπόια οδήγησε στο Ρωσο-τουρκικό πόλεμο το 1877-1878 και στην Βουλγαρική ανεξαρτησία του Μαρτίου 1878, όπως και αυτή του Μαυροβουνίου. Έτσι μεταξύ 1815-1880 οι Βαλκανικοί λαοί αποτίναξαν σε κάποιο βαθμό τον Οθωμανικό ζυγό.

  Η τουρκική αντίδραση υπήρξε βίαιη, σφαγιόζοντας τους Χριστιανικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Οι σφαγές εναντίον των Βουλγάρων το 1876 συγκλόνησαν τη Δύση και ανάγκασαν το πρωθυπουργό της Βρετανίας Gladstone να παρέμβει προσωπικά για να σταματήσει τις ομότητες. Ο πρόξενος των ΗΠΑ George Horton υπολόγισε ότι την περίοδο 1822-1909 οι Τούρκοι εσφαγίασαν 358.477 Έλληνες, Αρμένιους, Βούλγαρους, Ασσύριους, Μαρωνίτες, και άλλους υπηκόους της Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικά αναφέρει: “Τα κοινά δεινά που υπέφεραν Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι, ήταν που τους έκαναν να ενωθούν και τους ανάγκασαν να κυρήξουν τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο τον Οκτώβριο του 1912”.[1]Η περίοδος 1914-1923 αύξησε το αίμα, αφού οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου και οι Αρμένιοι της Τουρκίας σφαγιάσθηκαν τόσο από το Σουλτάνο, όσο και από τον Κεμάλ Ατατούρκ.          

  Οι Βαλκανικοί λαοί σύντομα ξέχασαν τον “κοινό Τούρκο εχθρό”. Η περίοδος 1913-1945 χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια της Βουλγαρίας να αποσπάσει εδάφη τόσο από την Ελλάδα, όσο και από τη Σερβία (μετέπειτα Γιουγκοσλαβία). Η βουλγαρική προσπάθεια της περιόδου εκείνης βασίζεται στην υποστήριξη της Γερμανίας. Σε διάστημα 32 ετών η Βουλγαρία προσπάθησε τρείς φορές (1913, 1915-1918, 1941-1944) να καταλάβει ελληνικά εδάφη. Με τη Βουλγαρία εξουθενωμένη στα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου την σκυτάλη έλαβε η Γουγκοσλαβία η οποία το 1944 μετονόμασε το νότιο τμήμα της από Vardarska Banovina σε “Γιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Παράλληλα διακύρηξε την ύπαρξη “Μακεδονικού Έθνους” και “Μακεδονικής Γλώσσας και Αλφαβήτου”. Τέλος έθεσε ως στόχο εξωτερικής πολιτικής τη “μελλοντική ένωση ολόκληρης της Μακεδονίας”.

  Οι ταραχώδεις εξελίξεις της περιόδου 1870-1945 συνδέονται και με τις πολιτικές των Μεγάλων Δυνάμεων. Ειδικότερα η Ρωσία επιχείρησε αρχικά μέσω του Πανσλαβισμού και μετά μέσω του Κομμουνισμού την έξοδο στην ανοιχτή θάλασσα. Έτσι υποστήριξε τη Βουλγαρία και την Σερβία. Η Γερμανία και η Αυστρία επίσης ήθελαν πρόσβαση στην περιοχή. Αρχικά υποστήριξαν την οδό της οικονομική επικυριαρχίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μετέπειτα στα τοπικά μικρά κράτη. Η Βρετανία και η Γαλλία εγκατέλειψαν το παλαιό δόγμα υποστήριξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υποστήριξαν τη δημιουργία τοπικών μικρών κρατών στα οποία θα έχουν επιρροή.              

  Ο Ψυχρός Πόλεμος (1945-1991) σε μεγάλο βαθμό πάγωσε τις τοπικές διαμάχες. Όλες οι ελληνοτουρκικές κρίσεις της περιόδου επιλύθηκαν ειρηνικά και απετράπη μείζων ελληνο-τουρκικός πόλεμος με παρέμβαση των ΗΠΑ, ενώ η Βουλγαρία αν και μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας εγκατέλειψε τις παλαιές διεκδικήσεις της από την Ελλάδα και δημιούργησε τη συμμαχία Αθήνας-Σόφιας. Αντίθετα η Γιουγκοσλαβία συνέχισε να καλλιεργεί το ιδεολόγημα της Μακεδονίας με αποτέλεσμα τη συνεχή προστριβή στις Ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις. Τέλος οι ελληνο-αλβανικές σχέσεις την περίοδο 1945-1987 ήταν ανύπαρκτες και μόνο μετά το 1988 με την άρση του εμπολέμου άρχισε μία προσπάθεια καλυτέρευσης.  

  Από το 1991 και  δημιουργήθηκε πλευρική γεωπολιτική ρευστότητα και στις δύο χώρες. Η Ελλάδα βίωσε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η Τουρκία την Ιρακινή κρίση, την συνεχιζόμενη διαμάχη Ισραήλ-Αραβικών χωρών, το Κουρδικό, το πυρηνικό Ιράν και  τη κρίση του Καυκάσου. Οι δύο χώρες ακολούθησαν πολιτικές προσέγγισης σε τρεις άξονες:

1. Με ΗΠΑ (οι οποίες διατήρησαν τις βάσεις τους και στις δύο χώρες)

2. Με την ΕΕ όπου η Ελλάδα έγινε μέλος της ΟΝΕ και η Τουρκία υπόψήφια προς ένταξη χώρα,

3. Με περιφερειακή συνεργασία (Οικονομική Συνεργασία χωρών Ευξείνου Πόντου).

  Από το 2006 η σταδιακή ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ανατολική Μεσόγειο αλλά και ιδρυτών οδήγησε στη σταδιακή επιδείνωση των σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου-Τουρκίας. Έχοντας δώσει το ιστορικό πλαίσιο συνοπτικά, το οποίο δείχνει ότι διαχρονικά η παρέμβαση ξένων δυνάμεων στη περιοχή είχε καταλυτικές επιδράσεις (θετικές ή αρνητικές), ας έρθουμε στις λογικές ανακολουθίες των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.        

 

 3. Λογικές ανακολουθίες των ελληνο-τουρκικών σχέσεων

  Έχοντας υπ’ όψην την ιστορική εξέλιξη, και τις τρέχουσες δυναμικές σε πολιτικό, διπλωματικό, δημογραφικό, τεχνολογικό, οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτισμικό επίπεδο διακρίνουμε τις ακόλουθες ανακολουθίες (ή αντιφάσεις) στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις:

 

1η Λογική Ανακολουθία: Διαχρονική επίκληση δικαίου (1830-2020). 

  Η ελληνο-τουρκική διαμάχη είναι παλαιά. Αρχίζει από τη  Μάχη του Ματζικέρτ (1071) και φτάνει στις ημέρες μας. Στα πλαίσια της νεότερης ελληνικής ιστορίας (1830-2020) οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σημαδεύονται από τρεις μεγάλες περιόδους. Η πρώτη είναι η περίοδος (1844-1930), η δεύτερη είναι η περίοδος (1950-1974) και η τρίτη είναι η περίοδος (1974-2020)

 

Περίοδος 1844-1930

Στη πρώτη περίοδο (1844-1930) κυριαρχεί στην ελληνική πλευρά η στρατηγική της “Μεγάλης Ιδέας”. Με βάση αυτή τη λογική στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η απελευθέρωση όλων των υπό Οθωμανικό ζυγό ελληνικών πληθυσμών. Η απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων ήταν ένα “δίκαιο αίτημα”  το οποίο με βάση την ελληνική λογική (τόσο της πολιτικής ελίτ, όσο και του πληθυσμού) έπρεπε να υποστηρίξουν οι Μεγάλες (χριστιανικές) Δυνάμεις της εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) οι οποίες άλλωστε έδωσαν με την παρέμβασή τους λύση στο ελληνικό πρόβλημα της περιόδου 1821-1830 με τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους. Όμως η υλοποίηση της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας αντιμετώπιζε δύο μεγάλα προβλήματα:

  Το πρώτο αφορά την ισχύ μεταξύ του μικρού ελληνικού βασιλείου  της περιόδου σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ειδικότερα, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο μεγάλος ασθενής της εποχής βιώνοντας τεράστια παρακμή, σε καθαρά διμερές επίπεδο η τουρκική ισχύς (οικονομική, δημογραφική, στρατιωτική και διπλωματική) ήταν απείρως μεγαλύτερη της ελληνικής. Την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-1856) η Ελλάδα θεώρησε πως θα μπορούσε να συμπαραταχθεί με τη Ρωσία και να υλοποιήσει τουλάχιστον ένα τμήμα της πολιτικής της, όμως ένας αγγλο-γαλλικός ναυτικός αποκλεισμός των ελληνικών λιμανιών, ο οποίος προήλθε από τη διπλωματική ισχύ της Τουρκίας ήταν αρκετός για να δείξει το πόσο έυθραυστη ήταν η ελληνική ισχύς (και οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής). Στο πόλεμο του 1897 το στρατιωτικό ανισοζύγιο μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας ήταν υπαρκτό αλλά όχι ευρύτατο. Η ελληνική πλευρά παρέταξε 42.000 άνδρες (εκ των οποίων οι 3.000 ήταν άτακτοι), 600 ιππείς και 96 πυροβόλα ενώ η τουρκική παρέταξε 62.000 άνδρες, 1.300 ιππείς, 204 πυροβόλα. Η τουρκική πλευρά διέθετε διπλάσιο αριθμό πυροβόλων και ιππικού (άρα ταχυκίνητων δυνάμεων με τα μέσα της εποχής). Όμως διέθετε καλύτερο οπλισμό, και βρισκόταν υπό την καθοδήγηση γερμανών αξιωματικών. Το αποτέλεσμα του πολέμου ήταν η ελληνική ήττα και η πληρωμή πολεμικών αποζειμειώσεων στη Τουρκία ύψους 4 εκ. τουρκικών λιρών.        

Το δεύτερο πρόβλημα υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας ήταν ότι κανένας δεν μιλούσε για “συμφέροντα” αφού (σχεδόν) όλοι εστίαζαν την επιχειρηματολογία τους στα “ελληνικά δίκαια”. Έτσι η δημιουργία μίας Μεγάλης Ελλάδας δεν ήταν ευπρόσδεκτη εξέλιξη ούτε από τους άλλους Βαλκανικούς λαούς (ειδικά τους Βούλγαρους) αλλά ούτε και από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

 Το τότε Ανατολικό Ζήτημα, της διανομής δηλαδή των εδαφών της τότε Οθωμανικής Αυστοκρατορίας μετά την ένωση της Γερμανίας (1871) κορυφώθηκε. Η περιοχή έγινε μήλον της έριδος μεταξύ των  ευρωπαϊκών δυνάμεων (Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Ρωσίας, Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας). Ουσιαστικά η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία ήθελαν τον έλεγχο της περιοχής κύριως μέσω προνομιακών οικονομικών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ρωσία είχε τις ίδιες βλέψεις αλλά ο έλεγχος θα γινόταν μέσω των Σλαβικών λαών και χωρών. Έτσι η Ρωσία εφάρμοσε το δόγμα του Πανσλαβισμού και της Προστάτιδας δύναμης των ορθοδοξων σλαβικών λαών ίδιως των Σέρβων και των Βουλγάρων. Όταν το Μάρτιο του 1878 με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου η Ρωσία υποχρέωνε την ηττημένη Τουρκία να δεχθεί την “Μεγάλη Βουλγαρία” η αντίδραση Γερμανίας και Βρετανίας ήταν αστραπιαία. Την περίοδο Ιουνίου-Ιουλίου 1878 στο Συνέδριο του Βερολίνου η “Μεγάλη Βουλγαρία” ακυρωνόταν.

  Η Βρετανία εναντιονόταν τόσο στη πιθανή ρωσική, όσο και στη γερμανοαυστριακή προσπάθεια ελέγχου της περιοχής. Για τη Βρετανία η Ελλαδα υπήρξε ιδανικός εταίρος για τον έλεγχο της περιοχής. Η Ιταλία επίσης ήθελε τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής. Ο ιταλο-τουρκικός πόλεμος του 1911 οδήγησε τα Δωδεκάνησα και τη σημερινή Λιβύη υπό ιταλική κυριαρχία. Η διαμάχη κορυφώθηκε την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Με το πέρας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η βρετανική κυριαρχία στην περιοχή φαινόταν εξασφαλισμένη μέσω της Ελλάδος των “Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών”, όμως η συνδιασμένη αντίδραση Ρωσίας-Γαλλίας και Ιταλίας οι οποίες την περίοδο 1921-1922 βοήθησαν την Κεμαλική Τουρκία οδήγησε στο ναυάγιο της βρετανικής πολιτικής και στις στάχτες της Σμύρνης τον Αύγουστο του 1922.

  Παράλληλα σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 1919-1922 η αναλογία στρατιωτικής, διπλωματικής και οικονομικής ισχύος ευνοούσε την Τουρκία και όχι την Ελλάδα. Ειδικότερα με την ανακωχή του Μούδρου (30-10-1918) ο τουρκικός στρατός θα έπρεπε να έχει μία δύναμη 40.878 ντουφέκια, 256 πυροβόλα και 240 πολυβόλα. Όμως τον Ιανουάριο του 1919 η τουρκική πλευρά διέθετε σε όλη την επικράτεια 791.000 ντουφέκια, 4.000 πολυβόλα και 3.133 πυροβόλα (τα 945 μεταφερόμενα και τα άλλα στατικά). Καμία Διασυμμαχική Επιτροπή Αφοπλισμού δεν μπορούσε να ελέγξει 1.283.000 τετραγωνικά χλμ. έκτασης για να βρει που υπήρχε κρυμμένο πολεμικό υλικό. Όταν το Μάϊο του 1919 η ελληνική πλευρά αποβίβαζε μία μικρή αρχική στρατιωτική δύναμη στη Σμύρνη απλήρωτων από το Δεκέμβριο του 1918, στρατιωτών και αξιωματικών  δεν είχε ιδέα το μέγεθος της απειλής που θα αντιμετώπιζε!

  Σε όλη την περίοδο 1920-1922 η τουρκική πλευρά είχε υλική, στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από Ρωσία, Γαλλία και Ιταλία, ενώ η ελληνική είχε μόνο την οικονομική βοήθεια της Μ. Βρετανίας (έως και την έκστρατεία του Σαγγαρίου αλλά όχι μετά από αυτό το σημείο). Το αποτέλεσμα είναι γνωστό.            

  Η περίοδος του Μεσοπολέμου 1919-1939 οδήγησε σε νέα σύγκρουση στην περιοχή αυτή τη φορά μεταξύ Γερμανίας-Βρετανίας και ΕΣΣΔ. Η Γερμανία εξακολουθούσε να θέλει τον έλεγχο της περιοχής μέσω προνομιακών σχέσεων με τις Βαλκανικές χώρες και την Τουρκία. Η νέα κομμουνιστική πλέον Ρωσία εξακολουθούσε να έχει τους ίδιους στόχους. Όμως αυτή τη φορά η ιδεολογία του Πανσλαβισμού έδωσε τη σκυτάλη στην ιδεολογία του Μακεδονικού Έθνους. Τέλος η Βρετανία εξακολουθούσε να εναντιώνεται στις γερμανικές και σοβιετικές μεθοδεύσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η εξασθενημένη από τον πόλεμο της περιόδου 1912-1922 Ελλάδα αναγκάστηκε να υπογράψει το Σύμφωνο Φιλίας του 1930 με την Τουρκία.                   

  Υπό αυτές τις συνθήκες διαχρονικής ανισσορροπίας ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας είχε θετική εξέλιξη, αφού η έκταση του ελληνικού  κράτους αυξήθηκε από 47.516 τετραγωνικά χλμ το 1830 σε 129.243 τ. χλμ. το 1923.

 

Περίοδος 1950-1974    

  Η δεύτερη περίοδος των ελληνο-τουρκικών σχέσεων είναι αυτή της περιόδου 1950-1974. Την περίοδο αυτή κυριαρχεί το ζήτημα της Ένωσης Ελλάδας-Κύπρου. Τόσο η ελλαδική όσο και η ελληνο-κυπριακή πλευρά υποστηρίζουν την δίκαιη ένωση της νήσου με την “μητέρα Ελλάδα”. Ο αγώνας των Κυπρίων για ένωση με την Ελλάδα άρχισε ειρηνικά στις 15-1-1950 όταν σε δημοψήφισμα που οργάνωσε η εκκλησία το 95,7% τάχθηκε υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα. Καθώς όμως αυτό το αίτημα δεν γινόταν αποδεκτό από τη Βρετανία και τη διεθνή κοινότητα από την 1-4-1955 άρχισε ένοπλος αγώνας. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ανέξάρτητου κυπριακού κράτους το 1959 / 1960 υπό την εγγύηση των τριών Δυνάμεων Βρετανίας-Ελλάδος-Τουρκίας. Ουσιαστικά ο στόχος της Ένωσης απομακρυνόταν ενώ έμπαιναν τα θεμέλια για μελλοντικό ρόλο της Τουρκίας στη Κύπρο. Όμως η Τουρκία για να πετύχει έναν τέτοιο στόχο θα έπρεπε να έχει τοπική στρατιωτική υπεροχή και παράλληλα την ανοχή αν όχι την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι παράγοντες αυτοί δεν υπήρχαν σχεδόν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960. Ειδικότερα η περίοδος Νοεμβρίου 1963-Απριλίου 1964 ήταν ιδιαίτερα βίαιη με συνεχείς διαμάχες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Εκείνη την εποχή ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού απείλησε με τουρκική εισβολή στη Κύπρο. Με επιστολή του προς τον προέδρο των ΗΠΑ Lyndon Johnson στις 28-1-1964 ο τούρκος πρωθυπουργός γνωστοποιούσε τα σχέδια για εισβολή στο νησί. Ακολούθησε έντονη διπλωματική κινητικότητα η οποία έφθασε στο ζενίθ της στις 5-6-1964 ημερομηνία όπου οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες θεωρούσαν ως την πλέον πιθανή για τουρκική εισβολή. Εκείνη ην ημέρα ο προέδρος των ΗΠΑ σε επιστολή καταπέλτη προειδοποιούσε την Τουρκία ότι σε περίπτωση μονομερούς εισβολής στη Κύπρο “οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν θα υπερασπίζονταν την Τουρκία από τυχόν σοβιετική απειλή”. Παράλληλα, ένας αμερικανικός στολίσκος από 1 αεροπλανοφόρο, 1 καταδρομικό και 4 αντιτορπιλλικά αναπτυσόταν κοντά στη Κύπρο. Η εισβολή είχε αποτραπεί με αμερικανική παρέμβαση. Όμως, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, η Κύπρος αποφάσιζε το 1967-1968 την μαζική αγορά τσεχοσλοβακικών όπλων ενώ μέχρι το 1970 οι σχέσεις με την ΕΣΣΔ αναπτύχθηκαν ραγδαία. Η εξέλιξη αυτή θορύβησε την Ουάσιγκτον η οποία άρχισε να σχηματίζει την εικόνα του «Μακάριου-Κομμουνιστή» (The Red-Bishop πλέον στα αμερικανικά αρχεία). Η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε πλήρως την αλλαγή της εικόνας της Κύπρου στις ΗΠΑ. Επέτυχε σε πρώτη φάση την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας και σε δεύτερη φάση τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1974 την κατάληψη και κατοχή του 38% της νήσου. Αυτή τη φορά δεν υπήρξε αμερικανική παρέμβαση αποτροπής της εισβολής όπως το 1964…Ακολούθησε το 1983 η ανακοίνωση του Τουρκο-κυπριακού ψευδοκράτους και το ζήτημα παραμένει άλητο. Ήταν η δεύτερη φορά που τα ελληνικά (και κυπριακά δίκαια) έιχαν τραγική κατάληξη.       

 

 

 

 

Περίοδος 1974-2020 (και ιδιαίτερα 2006-2020) 

  Η τρίτη περίοδος (2006-2020) είναι αυτή που βιώνουμε σήμερα. Η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, πετρελαίου και ιδρυτών εντός της κυπριακής και της ελληνικής ΑΟΖ δημιούργησαν την εύλογη προσδοκία της αξιοποίησής των προς όφελος της ελληνικής και κυπριακής κοινωνίας και οικονομίας. Η προσπάθεια αξιοποίησης των κοιτασμάτων εδραζόταν για άλλη μία φορά πάνω στο διεθνές δίκαιο και ειδικά στο δίκαιο της Θάλασσας. Η νέα αυτή πολιτική εγκαινιάστηκε από το 2006 με την επωνυμία “HEλλάς των τεσσάρων θαλασσών” ή “Το Σχέδιο Ελλάς επί Τέσσερα”. Ένας εκ των πρωτεργατών του Σχεδίου ο καθηγητής Γιάννης Βαληνάκης τονίζει στο βιβλίο του: “Η οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ …και ο συνακόλουθος τετραπλασιασμός του εθνικού οικονομικού και στρατηγικού χώρου συνιστούσαν τον κεντρικό άξονα…[με] τελικό στόχο στην ενίσχυση και κατοχύρωση στη πράξη όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν για τη χώρα μας από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας …Λόγω ΑΟΖ και θαλασσίων ζωνών η Ελλάδα αποκτούσε πλέον θαλάσσια σύνορα με πολιτικά “απόμακρες”  χώρες…Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία (της Ελλάδος) ο στρατηγικός χώρος εθνικής ευθύνης και δικαιοδόσιών θα απλωνόταν σε τέσσερεις θάλασσες (Ιόνιο πέλαγος, Κεντρική Μεσόγειο, Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο)…Για να υλοποιήσουμε τη μεγάλη αυτή φιλοδοξία χρειαζόμασταν νέες ιδέες και πρωτοβουλίες, διεθνή υποστήριξη, συμμαχίες και μέσα ελέγχου και αστυνόμευσης… ”.[2]   

  Η σκέψη του καθηγητή Βαληνάκη είναι άκρως αποκαλυπτική. Για τρίτη τρίτη φορά στη σύγχρονη πολιτική της ιστορία η Ελλάς διαμόρφωνε μία πολιτική με βάση το διεθνές δίκαιο της Θάλασσας και διεθνή υποστήριξη, συμμαχίες. Όμως απουσιάζει πλήρως από την προσσέγγιση του καθηγητή Βαληνάκη η έννοια της στρατιωτικής ισχύος. Όπως ακριβώς την περίοδο 1844-1930 η συνολική ισχύς της Τουρκίας ήταν υψηλότερη της Ελλάδος με αποτέλεσμα τη καταστροφή του 1922, όπως ακριβώς την περίοδο 1950-1974 η συνδιασμένη ελλαδική και κυπριακή ισχύς ήταν κατώτερη της τουρκικής με αποτέλεσμα την απόβαση του 1974, έτσι και το 2006 γίνονται σχέδια τα οποία εδράζονται στο διεθνές δίκαιο και σε συμμαχίες. Αφού Ελλάς και Κύπρος είχαν σκοπό να εμπλακούν σε ένα παίγνιο ισχύος το οποίο θα διαρκέσει δεκαετίες θα έπρεπε να είχαν εξασφαλίσει τουλάχιστον αεροναυτική ισορροπία με ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα ναυτικών και αεροπορικών εξοπλισμών. Κάτι τέτοιο δεν υλοποιήθηκε ούτε από την κυβέρνηση της περιόδου 2006-2009 ούτε από τις μετέπειτα ελληνικές και κυπριακές κυβερνήσεις.

  Είναι εκπληκτικό πως διαχρονικά οι πολιτικές ελίτ της Ελλάδος προτάσουν το δίκαιο έναντι της ισχύος. Είναι επίσης εκπληκτικό πως η ελληνική κοινή γνώμη ακολουθεί επίσης την λογική των “ελληνικών δικαίων” χωρίς μεγαλύτερη και λεπτομερή ανάλυση δεικτών ισχύος.                  

 Αξίζει να αναφερθεί ότι δεν τίθεται κάν θέμα αναδιάταξης των υπάρχουσών δυνάμεων έτσι π.χ. η απόφαση αναδιάταξης του ελληνικού στόλου και η δημιουργία ισχυρής ναυτικής βάσης στη Κρήτη με στόχο την κάλυψη της ανατολικής Μεσογείου ανακοινώθηκε στις 28-9-2020 όταν η χώρα από το 2005 σχεδίαζε την πολιτική της Ελλάδας των τεσσάρων θαλασσών!

 

2η Λογική Ανακολουθία: Μονοπάτι Εξάρτησης (PathDependence) σε οικονομία και εξωτερική πολιτική 1950-2020.

  Στην οικονομική επιστήμη κρίσιμης σημασίας μέγεθος είναι το παρελθόν. Το τί έπραξε ή δεν έπραξε μία χώρα στο παρελθόν καθορίζει τόσο το παρόν όσο και το μέλλον της. Το 1950 η Ελλάδα κατεστραμένη από την τριπλή κατοχή της περιόδου 1941-1944 και τον ηλίθιο εμφύλιο της περιόδου 1944-1949 ήταν μία φτωχή χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Paul R. Porter (1908-2002), επικεφαλής της αμερικανικής αντιπροσωπείας στην Ελλάδα σε γράμμα της 14ης Φεβρουαρίου 1947 προς τον τότε αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών W. L. Clayton έγραφε τα εξής:

 

“Εδώ δεν υπάρχει κράτος με βάση τα δυτικά πρότυπα. …αντίθετα υπάρχει μία ιεραρχία εγωϊστών πολιτικών οι οποίοι ενδιαφέρονται για τη προσωπική μάχη για την εξουσία και δεν έχουν χρόνο να αναπτύξουν οικονομική πολιτική…οι επιχειρηματίες βρίσκονται σε συνεχή διαμάχη με το κράτος …ο κόσμος έχει παραλήσει από την αβεβαιότητα [και]… η δημόσια διοίκηση είναι χαώδης…”

 

Εκείνη την εποχή το 40,8% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο. Πραγματικά η Ελλάδα του 1949 ήταν μία τραγική χώρα με πληθυσμό χωρίς πρόσβαση σε βασικά δημόσια αγαθά (υγεία, παιδεία, υποδομές), με έντονο επισιτιστικό πρόβλημα, υψηλή ανεργία, χαμηλό κατά κεφαλή εισόδημα. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα έπρεπε να ξεκινήσει ξανά από μία πολλή άσχημη χαοτική, μπορεί να ειπωθεί, αφετηρία.  Το 70 χρόνια που ακολούθησαν σίγουρά άλλαξαν πολλά προς το καλύτερο. Η χώρα επένδυσε στις βασικές υπόδομές, οδικές,  σιδηροδρομικές, ναυτικές αεροπορικές  μεταφορές, εξηλεκτρισμός, δημόσια υγεία και παιδεία. Το 2018 παρά την παγκόσμια και ελληνική οικονομική κρίση η χώρα είχε ένα ΑΕΠ 190,8 δις ευρώ κατατάσοντας την στην 51η θέση στο κόσμο και στην 55η θέση σε όρους αγοραστικής δύναμης. Το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα $17.700 χαμηλότερο σε σχέση με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ ($33.604) αλλά υψηλότερο σε σχέση με το ανύπαρκτο εισόδημα του 1949-1950 το οποίο ήταν κατώτερω των $300. Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα είναι σήμερα τα 82 χρόνια (84 για τις γυναίκες και 79 για τους άνδρες) και αυξήθηκε κατά 22 χρόνια την περίοδο 1950-2017. Ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης (συνδιάζει το προσδόκιμο ζωής, την ποιότητα ζωής και το βαθμό εκπαίδευσης) για το 2017 κατέτασσε την Ελλάδα στην 31η θέση στο κόσμο σε σύνολο 179 χωρών. Οι στατιστικές αυτές αποτελούν απόδειξη της πρόόδου της χώρας την περίοδο 1949-2019. Παράλληλα η χώρα έγινε μέλος των δύο ισχυρότερων διεθνών οργανισμών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

  Όμως πίσω από αυτές τις εντυπωσιακές στατιστικές πρόοδου κρύβονται εξελίξεις που προκαλούν προβληματισμό για το μέλλον. Η χώρα δεν ενεπλάκει σε πολεμικές επιχειρήσεις (με εξαίρεση τον πόλεμο της Κορέας και την κυπριακή κρίση του 1974), αλλά σε όλη αυτή την περίοδο δύο εκ των όμορων κρατών δεν δίστασαν να θέσουν ζήτημα αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάννης. Η Τουρκία δεν άργησε να δείξει τις πραγματικές της προθέσεις. Ειδικότερα:

-Στις 29-1-1925 απέλασαν τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως

-Στις 11-11-1942 επέβαλαν έκτακτο φόρο στους Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους κατοίκους της Τουρκίας ο οποίος αν δεν εισπρασσόταν άμεσα οδηγούσαν τους οφειλέτες σε Τάγματα Εργασίας από τα οποία οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν.

-Στις 6/7-9-1955 εξεδίωξαν τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως

-Από την 30-11-1963 έως την 10-8-1964 η Τουρκία προχώρησε σε εχθρικές ενέργειες εναντίον της Κύπρου ενώ την περίοδο 1964-1967 δέσμευσε την ακίνητη περιουσία των Ελλήνων της Τουρκίας και εκδίωξε τους Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου.

-Την περίοδο 20/7-14/8 1974 εισέβαλλέ στην Κύπρο και εδραίωσε τη διχοτόμηση της νήσου.  

-Τον Ιούλιο του 1976, τον Μάρτιο του 1987, τον Ιανουάριο του 1996 πυροδότησε κρίσεις στο Αιγαίο με σκοπό την αλλαγή του status quo. Oι προκλήσεις -τόσο σε αέρα όσο και θάλασσα- είναι συνεχείς, και βαίνουν αυξανόμενες. Επίσης από το 2012 και εντονότερα από το 2018-2019 η Τουρκία θέτει θέμα στην ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδος.

-Πέραν της Τουρκίας τόσο η Γιουγκοσλαβία όσο και το διάδοχο κράτος αυτής η Βόρεια Μακεδονία έχουν θέσει ήδη από το 1944 σε εφαρμογή έναν προπαγανδιστικό μηχανισμό με στόχο τμήματα της ελληνικής επικράτειας. Η Γιουγκοσλαβία του 1944 ήταν σε πολλή άσχημη κατάσταση αφού ουσιαστικά βίωσε τον εμφύλιο Σέρβων-Κροατών-Μουσουλμάνων την περίοδο της γερμανικής κατοχής 1941-1944. Όμως δε δίστασε να διαθέσει πακτωλό χρημάτων για τη χρηματοδότηση της προπαγάνδας της την μεταπολεμική περίοδο.

  Ενώ αυτά συνέβησαν στον περίγυρο της Ελλάδας, η χώρα παρά την οικονομική ανάπτυξη παρέμεινε δημογραφικά στάσιμη με τον πληθυσμό να αυξάνει από 7,6 εκ. σε 11,6 εκ. στην διάρκεια 70 ετών. Αντίθετα ο τουρκικός πληθυσμός αυξήθηκε από 17,8 εκ. το 1940 σε 57,1 εκ. το 1990 και σήμερα είναι πλέον των 80 εκ. (έστω και αν τα 20 εκ. και πλέον είναι Κούρδοι). Επίσης από την ελληνική οικονομική ανάπτυξη απείχε πλήρως η πολεμική βιομηχανία. Σήμερα η ελληνική πολεμική βιομηχανία καλύπτει τις ανάγκες σε φορητό ελαφρύ οπλισμό, έχει δυνατότητες υποστήριξης ανταλλακτικών και έχει ναυπηγήσει κάποιο αριθμό πολεμικών πλοίων. Στην απέναντι πλευρά η πολεμική βιομηχανία ανθεί με κατασκευές αεροπλάνων, τεθωρακισμένων οχημάτων, πυροβόλων και άλλου βαρέος υλικού.

 

  Η Ελλάδα παρά την οικονομική ανάπτυξη της περιόοδυ 1949-2019 δεν επένδυσε στους συντελεστές ισχύος (δημογραφία, οικονομία, τεχνολογία). Στόχος της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξης ήταν η αύξηση του επιπέδου ευημερίας των κατοίκων της χώρας. Αντίθετα η Τουρκία επένδυσε στους συντελεστές ισχύος πρώτα στη δημογραφία της και έπειτα μετέτρεψε την οικονομική της ισχύ σε στρατιωτική. Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ύψους 180% του ΑΕΠ ενώ το τουρκικό είναι μόλις 45% του ΑΕΠ. Οι δύο χώρες ακολούθησαν διαφορετικές σχολές σκέψεις το μέλλον θα δείξει ποιά θα δικαιωθεί.                  

  

3η Λογική Ανακολουθία: Ύπαρξη ή ανυπαρξία συμμαχιών. 

 Η τρίτη ανακολουθία αφορά την ύπαρξη ή ανυπαρξία συμμάχων. Η λογική της ανύπαρξίας (ισχυρών) συμμάχων διατυπώθηκε από πολλά πρόσωπα του δημοσίου βίου. Σταχυολογώ δύο δηλώσεις.  Η πρώτη:

 “Δύσκολα κάποιος θα χαλάσει τις σχέσεις του με την Τουρκία για δικό μας θέμα” (ναύαρχος Αποστολάκης 12-8-2020).

 

Η δεύτερη:

 

Ο Τούρκος προέδρος δεν είναι απομονωμένος…Θεωρώ ότι οι άνθρωποι το ισχυρίστηκάν (στην Ελλάδα) το έκαναν για εσωτερική κατανάλωση”. (Θεωδόρα Μπακογίαννη τέως ΥΠΕΞ 25-26 / 7 / 2020).           

 

  Στον αντίποδα αυτής της λογικής ο Yasar Yakis πρώην ΥΠΕΞ της Τουρκίας τονίζει: “Η τρέχουσα κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο …ομοιάζει με αυτή του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου του 1912…όπου η Τουρκία ήταν σε πόλεμο με όλους…[η Τουρκία είναι απομονωμένη]… ”. (Ahval 13-8-2020).

 

 Eδώ υπάρχει η απόλυτη λογική ανακολουθία, αφού:  Ή έχουμε συμμάχους ή είμαστε απομονωμένοι. Τί από τα δύο ισχύει; Μήπως ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα; Μία προσεκτική ανάλυση δείχνει ότι οι χώρες οι οποίες συνυπογράφουν τον East Med Gas Forum (Αίγυπτος, Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Ιταλία, Ιορδανία, Παλαιστίνη) έχουν υιοθετήσει μία πολιτική ανάσχεσης της Τουρκίας, αλλά ο βαθμός ανάσχεσης διαφέρει από χώρα σε χώρα.

  Επίσης οι χώρες του MED-7 (Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Μάλτα, Ιταλία, Κύπρος, Ελλάδα) αντιδρούν στον τουρκικό επεκτατισμό (Διακύρηξη της Αζάξιο 11-9-2020).

Στις χώρες αυτές προστίθενται η Αυστρία, η Ολλανδία, η Αρμενία, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Συρία, οι κουρδικές οργανώσεις αλλά και φορείς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής (State Department και US Pentagon).

Όμως όλες αυτές οι δυνάμεις αν και αρνητικές στην τουρκική δράση στη περιοχή, βλέπουν με διαφορετικό τρόπο τόσο την επιβαλλόμενη αντίδραση στις τουρκικές ενέργειες, αλλά έχουν και διαφορετικές προτεραιότητες ως προς ποίες τουρκικές ενέργειες πρέπει να τεθούν υπό έλεγχο. Έτσι π.χ. η Συρία και οι Κούρδοι έχουν ως προτεραιότητα την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από τη βόρεια Συρία. Η Αίγυπτος έχει ως προτεραιότητα τον έλεγχο των τουρκικών κινήσεων στη Λιβύη. Το Ισραήλ ενδιαφέρεται για την ακύρωση του “Τουρκο-Λιβικού Συμφώνου” αλλά δεν απορρίπτει την ιδέα χερσαίου αγωγού φυσικού αερίου με την Τουρκία. Η Ιταλία δείχνει περιορισμένη ανοχή στις κινήσεις της Τουρκίας στη Λιβύη αλλά καμμία ανοχή στις αντίστοιχες κινήσεις της Άγκυρας στην ανατολική Μεσόγειο (εξ ού και η ισχυρή ιταλική συμμετοχή στην άσκηση ΕΥΝΟΜΙΑ 26-28 Αυγούστου 2020 μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Γαλλίας-Ιταλίας). Όμως η Ρώμη αντιτίθεται στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία λόγω οικονομικών συμφερόντων ιταλικών εταιρειών, θέση που υιοθέτεί και η Μαδρίτη.             

 Στον αντίποδα Γαλλία, Αυστρία, Ελλάδα και Κύπρος υιοθετούν την πλέον σκληρή γραμμή έναντι της Τουρκίας τόσο στο θέμα της ανατολικής Μεσογείου, όσο και του προσφυγικού.

  Η Ρωσία και η Γερμανία έχουν σαφέστατη φιλο-τουρκική στάση. Η  Ρωσία επικράτησε κατά κράτος στη Συρία και η εγκατάσταση αντιαεροπορικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς της επιτρέπει τον έλεγχο του εναερίου χώρου της Ανατολικής Μεσογείου συμπεριλαμβανομένου του FIR Λευκωσίας και τμήματος του ελληνικού FIR. Oι ρωσικές ειδικές δυνάμεις, σε μία επίδειξη ισχύος, προχώρησαν σε κοινές ασκήσεις με την Αίγυπτο και σε εικονική κατάλύψη της Διώρυγας του Σουέζ, γεγονός που αποτελεί καίριο πλήγμα στο γόητρο των ναυτικών δυτικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Βρετανίας) και επίσης έφθασαν στα σύνορα της Λιβύης. Παράλληλα η Μόσχα προχώρησε σε ανάπτυξη των σχέσεών της με τη Σαουδική Αραβία. 

  Όμως η μεγαλύτερη ρωσική επιτυχία δεν είναι στην Συρία ή την Αίγυπτο αλλά στην Τουρκία. Εκεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 16ης Ιουλίου 2016, ο προέδρος της Τουρκίας Ερντογάν θεώρησε υπέυθυνους τους οπαδούς του κινήματος Γκιουλέν και εμμέσως τις ΗΠΑ. Η ρωσική διπλωματία έκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για άλλο ένα χτύπημα στη Δύση.  Το γεγονός ότι η Τουρκία είχε καταρρίψει ένα ρωσικό αεροπλάνο, αλλά και το γεγονός της δολοφονίας του Ρώσου πρέσβυ στην Άγκυρα ξεχάστηκαν αμέσως από την Μόσχα. Τουρκία και Ρωσία έγιναν προνομιακοί εμπορικοί εταίροι, η Μόσχα αποφάσισε να δώσει στην Τουρκία αντιαεροπορικά συστήματα S-400 και να συμβάλει στην κατασκευή του πρώτου πυρηνικού εργοστασίου της Τουρκίας (παλαιό σχέδιο από τη δεκαετία του 1980 όπου τόσο οι γερμανικές, όσο και οι καναδικές εταιρείες αρνήθηκαν να υλοποιήσουν). Είναι πλέον σαφές ότι το 2020 δεν είναι 1987 ή 1996, αφού η είσοδος και εδραίωση της Ρωσίας στην περιοχή αλλάζουν τα δεδομένα. Η ρωσική διπλωματία εκμεταλλέυται πλήρως την ελληνο-τουρκική διαμάχη. Τυχόν σύγκρουση Ελλάδος-Τουρκίας θέτει σε αμφισβήτηση τη Συνθήκη της Λωζάννης αλλά και αυτή του Μοntreux. Η Ρωσία έτσι θα προσπαθήσει να αναθεωρήσει το καθεστώς των Στενών των Δαρδανελλίων και αν το επιτύχει ΜΕΤΑ θα πετάξει την Τουρκία σαν στημένη λεμονόκουπα. Άλλωστε η πρόσφατη εικονική κατάληψη του Σουέζ μπορεί να εφαρμοσθεί και βορειότερα.,,    

   Η ενεργειακή κατάσταση της ΕΕ χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάρτηση της από την Ρωσία. Το 2017 η ΕΕ κάλυπτε το 30% των αναγκών της σε πετρέλαιο και το 39% των αναγκών της σε φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Για ορισμένες όμως χώρες η εξάρτηση είναι μεγαλύτερη μεταξύ του 60%-100%. Η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία.

  Μόνο τα εκτιμώμενα αποθέματα φυσικού αερίου του Ισραήλ ανέρχονται σε 865,2 δισ κυβικά μέτρα (κύριες πηγές Δαλήτ, Δελφίνι, Ταμάρ και Λεβιάθαν), της Αιγύπτου ανέρχονται σε 850 δις κυβικά μέτρα (κύρια πηγή Ζοχρ). Στην ΑΟΖ της Κύπρου η εκτίμηση για τα αποθέματα αερίου είναι 227 δις κυβικά μέτρα. Η Κύπρος έχει χωρήσει την ΑΟΖ σε 13 οικόπεδα, αλλά η Τουρκία θεωρεί παρανόμως ότι τμήματα των οικοπέδων 1, 4, 5, 6 και 7 της ανοίκουν. Η Τουρκία έχει υιοθετήσει πολιτική κανονιοφόρων με συνεχή παραβίαση των χωρικών υδάτων.

   Η αντίδραση τμήματος της διεθνούς κοινότητας υπήρξε έντονη. Η Γαλλία, και η Ιταλία έχουν πολλές φορές καταδικάσει τις τουρκικές ενέργειες. Οι ΗΠΑ ζήτησαν στις 20-8-2019 την διακοπή των τουρκικών γεωτρήσεων στην ΑΟΖ της Κύπρου. Είχε προηγηθεί η ΕΕ η οποία στις 4-5-2019 είχε καταδικάσει τις τουρκικές ενέργειες και στις 20 Ιουνίου επέβαλε κυρώσεις στην Τουρκία για τις δραστηριότητές της. Η Βρετανία με δήλωση του Foreign Office της 16-5-2019 καλεί την Τουρκία να απέχει από ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ.

  Στον αντίποδα των ανωτέρω θέσεων τόσο η Μόσχα όσο και το Βερολίνο σιωπούν. Η Ρωσία δεν έχει κανένα λόγο να δει τη μείωση των εξαγωγών της στην ΕΕ και έτσι δεν είναι τυχαίο ότι κατά το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων ο Υπουργός Ενέργειας της Ρωσίας φέρεται να δήλωσε τον Αύγουστο ότι η Μόσχα εξετάζει την οικονομική βιωσιμότητα κοινών ρωσο-τουρκικών ενεργειακών σχεδίων στην ανατολική Μεσόγειο. Επίσης το Βερολίνο δεν έχει κανένα λόγο να αλλάξει τη στενή ενεργειακή συνεργασία του με τη Μόσχα. Δεν είναι τυχαία η απουσία του Επιτρόπου Ενέργειας της ΕΕ από την τελετή της υπογραφής στις 20-3-2019 του αγωγού East-Med μεταξύ Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ. Επίσης οι γερμανικές εταιρείες ενέργειας είναι απούσες από την περιοχή σε αντίθεση με τις γαλλικές, αμερικανικές και ιταλικές (αν παραμείνει η ΕΝΙ). Σε αυτά τα πλαίσια η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ανακοίνωσε στις 14-11-2019 ότι από το 2021 η Τράπεζα θα παύσει τη χρηματοδότηση έργων σε σχέση με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Η ανακοίνωση αυτή λίγες μέρες μετά την ανάληψη καθηκόντων από τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την γερμανίδα Ursula Von der Leyen αποτελεί πλήγμα στη προσπάθεια της Ελλάδας και της Κύπρου να αναδειχθούν στην νέα ευρωπαϊκή ενεργειακή σκακιέρα αφού παγώνουν τη χρηματοδότηση του East-Med, καθώς και του αγωγού Poseidon ο οποίος θα συνέδεε τον East-Med με τα δίκτυα της ΕΕ και για την σκοπιμότητα του οποίου ήδη από τις 9-5-2019 είχε εκφράσει επιφυλάξεις η ιταλική κυβέρνηση. Είναι λοιπόν σαφές ότι το παίγνιο ισχύος τώρα αρχίζει και η εξέλιξή του θα είναι άγνωστη. 

  Τέλος το Βερολίνο θεωρεί την Τουρκία προνομιακό εταίρο τόσο λόγω της ιστορικής σχέσης των δύο χώρων, όσο και λόγω του τρέχοντος προσφυγικού ζητήματος (τα περίπου 4.000.000 προσφύγων που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος δεν πρέπει να εισέλθουν μαζικά στην Ευρώπη), αλλά παράλληλα οι οικονομικές σχέσεις είναι αναπτυγμένες. Οι τουρκικές εξαγωγές στη Γερμανία το 2019 ανήλθαν σε $16,6 δις και οι γερμανικές εξαγωγές στη Τουρκία ανήλθαν σε $19,2 δις. Στη τουρκική αγορά δραστηριοποιούνται πλέον των 7.000 γερμανικών επιχειρήσεων, ενώ στη Γερμανία διαμένουν πλέον των 4.000.000 τούρκων πολλοί εξ αυτών έχουν δικαίωμα ψήφου στις γερμανικές εκλογές. Υπό αυτές τις συνθήκες το Βερολίνο τονίζει ότι “η Ελλάδα θα στηριχθεί όπου έχει δίκαιο” (δήλωση Γερμανίδας καγκελλαρίου Α. Μέρκελ 28-8-2020).

Τέλος οι ΗΠΑ αναβαθμίζουν την Ελλάδα σε πολλούς τομείς ειδικότερα:  

1-Αύξηση στρατιωτικής παρουσίας σε Λάρισσα, Στεφανοβίκειο, Κρήτη, Αλεξανδρούπολη),

2-Σχεδιασμός νέων επενδύσεων σε ενέργεια, ναυτιλία, μεταφορές κλπ.

3-Αναβάθμιση πιστολιπτικής ικανότητας ελληνικής οικονομίας από οίκους αξιολόγησης,

4-Εξαίρεση ελληνικών προϊόντων από αμερικανικούς δασμούς που επιβάλλονται σε προϊόντα χωρών της ΕΕ

  Όμως από την άλλη πλευρά δεν θέλουν να απωλέσουν το οικόπεδο Τουρκία και έτσι ακολουθουν μία πολιτική ισορροπιών.            

  Είναι λοιπόν σαφές ότι οι ακραίες δηλώσεις περί ανυπαρξίας συμμάχων δεν αντανακλούν την πραγματικότητα.

 

4. Ο διάλογος ante portas.

Ο επερχόμενος διάλογος δεν πρέπει να φοβίζει. Διάλογος υπήρξε στη δεκαετία του 1970 ο οποίος οδήγησε στο Πρωτόκολλο της Βέρνης (1976). Διακόπηκε την περίοδο 1981-1987 και μετά την κρίση του 1987 οδηγηθήκαμε στο Νταβός και στη Συμφωνία Παπούλια-Γιλμάζ (1988). Μετά την κρίση του 1996 ακολούθησε η διπλωματία των σεισμών (1999-2000) και οι εξήντα γύροι διαπραγματεύσεων / διερευνητικών επαφών (2003-2016), οι οποίοι διακόπησαν μετά το αποτυχημένο πραξικόποιμα στην Τουρκία.     

 Ο νέος γύρος διερευνητικών επαφών που θα οδηγήσει σε διάλογο πρέπει να αρχίσει αφού προηγουμένως η Ελλάς έχει υπογράψει συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας με τη Γαλλία την Ινδία και την Ιαπωνία. Η Ινδία έχει ενοχληθεί τα μάλλα από την στρατηγική σχέση Τουρκίας-Πακιστάν και από το ρόλο της Άγκυρας στο Κασμίρ. Επίσης το Τόκυο λόγω του ελληνικού εμπορικού στόλου και του ρόλου του στην Ασία θα μπορούσε να αποτελέσει ιδανικό εταίρο.    

 

5. Ελληνικές αδυναμίες

   Η διαχρονική δημογραφική ατροφία, και η αποβιομηχάνιση, δεν είναι οι μόνες ελληνικές αδυναμίες. Η υπερβολική γραφειοκρατία έχει καταστρέψει τον όποιο δυναμισμό των Ελλήνων. Γι’ αυτό άλλωστε οι Έλληνες προοδεύουν στο εξωτερικό και όχι στο εσωτερικό. Μεταξύ 1974-2018 ψηφίστηκαν 3.946 νόμοι (εξ αυτών οι 223 ήταν φορολογικοί νόμοι) και εκδόθηκαν 11.633 ΠΔ (Προεδρικά Διατάγματα). Δημιουργήθηκε νομολογία 226.116 σελίδων. Το εάν η κρατική μηχανή και ο ιδιωτικός τομέας λειτούργησαν καλύτερα και πιό αποτελεσματικά είναι γνωστό. Ας αναφέρουμε δύο παραδείγματα:

  Η ναυπηγική βιομηχανία στην Ελλάδα ανέλαβε στη δεκαετία του 1980 την κατασκευή αρματαγωγών. Στη δεκαετία του 1990 ανέλαβε τη κατασκευή φρεγατών και στη δεκαετία του 2000 ανέλαβε τη ναυπήγηση υποβρυχίων και πυραυλακάτων. Όλα τα προγράμματα ολοκληρώθηκαν με τεράστιες χρονικές καθυστερήσεις και υπερβάσεις στο αρχικό κόστος.    

 Η αεροπορική βιομηχανία αποτελεί επίσης σημαντική περίπτωση ανάλυσης των ενδογενών ελληνικών αδυναμιών. Το 2019 η ετήσια παραγωγή της Lockheed Martin ήταν 134 μαχητικά F-35. Στον αντίποδα η ΕΑΒ άρχισε τον εκσυγχρονισμό 5 ανθυποβρυχιακών Ρ-3Β τον Ιούλιο του 2016 και κατάφερε να εκσυγχρονήσει 1 αεροπλάνο το Μάϊο του 2019 σε διάστημα 34 μηνών! Όταν η αμερικανική πολεμική βιομηχανία παράγει από το μηδέν σε ένα έτος 134 μαχητικά stealth η ελληνική χρειάζεται 34 μήνες για να εκσυγχρονήσει ένα αεροπλάνο ναυτικής συνεργασίας! Ας εξάγει ο κάθε αναγνώστης τα συμπεράσματά του..    

 

6. Συμπεράσματα.

  Στη νεότερη ιστορία της η Ελλάς ήλθε αντιμέτωπη με τον τουρκικό παράγοντα την περίοδο 1844-1930, την περίοδο 1950-1974 και την περίοδο 1974-2020. Στη πρώτη περίοδο (1844-1930) στόχος της ελληνικής πολιτικής ήταν η απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού. Στη δεύτερη περίοδο (1950-1974) στόχος ήταν η ένωση Ελλάδος-Κύπρου. Στη τρίτη περίοδο (1974-2020) στόχος ήταν η υπέρασπιση του Αιγαίου και η αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της περιοχής προς όφελος της ελληνικής οικονομίας. Και στις τρεις περιόδους η Ελλάδα βάσισε την πολιτική της στο δίκαιο, παραβλέποντας το αρνητικό ισοζύγιο ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας, αλλά και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των χωρών της περιοχής και των Μεγάλων Δυνάμεων. Η διαχρονική εμμονή στο δίκαιο οδήγησε στις ήττες του 1897, του 1922 και του 1974.

Για να μην επαναληφθεί η ιστορία η Ελλάς πρέπει πλέον να επενδύσει στους συντελεστές εσωτερικής ισχύος της τη δημογραφία και την οικονομία. Απαιτείται η δημογραφική αναγέννηση του ελληνισμού την περίοδο 2020-2040 με αύξηση των γεννήσεων του γηγενούς πληθυσμού. Επιβάλλεται η ανόρθωση της οικονομίας με μαζικές ξένες επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας με υψηλές αποδοχές. Η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας οφείλει να είναι προτεραιότητα. Ο επανεξοπλισμός των ενόπλων δυνάμεων αλλά και η ριζική αναδιάταξη του στρατεύματος αποτελούν προτεραιότητες. Τέλος η Τουρκία δεν πρέπει να γίνει πυρηνική δύναμη έως το 2040.

  Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι διαχρονικά η κύρια αιτία του τουρκικού επεκτατισμού δεν είναι η όποια ανοχή ή υποστήριξη των όποιων Μεγάλων ή περιφερειακών Δυνάμεων στα τουρκικά σχέδια, αλλά η ελληνική αδυναμία και ο ελληνικός περί δικαίου ρομαντισμός. Ας διδαχθούμε από την ιστορία αν ό,τι είναι αληθές είναι και εθνικό. Η Ελλάς πρέπει να αυξήσει το πληθυσμό της, το εθνικό της προϊόν και τη στρατιωτική ισχύ της αν θέλει να έχει καλές πιθανότητες επιβίωσης στον 21ο αιώνα.

 

(*) Δίδάσκει στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Τουρκικών Σπουδών, σε στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές. Μέλος ΕΛΙΣΜΕ.         



[1] Βλέπε G. Horton: “Η Μάστιγα της Ασίας”, εκδόσεις Μήνωας, 2016, σελ. 22-31. 

[2] Βλέπε: Γ. Βαληνάκη: “Η Ελλάς των Τεσσάρων Θαλασσών”, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 2020, σελ. 18.

Αφήστε μια απάντηση