Ένας ‘παλιός’ καινούργιος κόσμος!

Ένας ‘παλιός’ καινούργιος κόσμος!

Διανύουμε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται ιστορική και δικαίως. Oι τρομακτικές αλλαγές στους συσχετισμούς ισχύος και η αύξηση των παγκόσμιων ανταγωνισμών θα καθορίσουν την πορεία της ανθρωπότητας για τις επόμενες πολλές δεκαετίες. Η πολυπλοκότητα της σύγχρονης πλανητικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την πρωτοφανή αλληλεξάρτηση όλων των περιοχών του πλανήτη δεν αφήνουν περιθώρια για σταθερές. Οι μεγάλες στροφές της Ιστορίας, άλλωστε, συνοδεύονται πάντοτε από γεγονότα που διαψεύδουν βεβαιότητες και ψευδαισθήσεις.

Σήμερα, οι ανατροπές που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές σύστημα κάνουν τις γνωστές θεωρίες περί γραμμικότητας της Ιστορίας (ανοησίες τύπου ‘Φουκουγιάμα’), οι οποίες είχαν επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες στη Δύση, να μοιάζουν με ανέκδοτο.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτούργησε ως επιταχυντής μιας διαδικασίας ανακατανομής ισχύος, η οποία είχε ξεκινήσει τουλάχιστον μία δεκαετία πριν. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν από την αρχή εμφανής η προσπάθεια μέρους της Δύσης να αποδυναμώσει τη Ρωσία, μέσω ενός πολέμου φθοράς που θα την εξαντλούσε. Την ίδια στιγμή, η δεύτερη, με την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης, προσπάθησε από τη μία να εμποδίσει την περικύκλωσή της και από την άλλη να αυξήσει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα.

Το μέτωπο της Ουκρανίας, όμως, δεν είναι το μόνο στο οποίο εξαντλούνται οι σύγχρονες προκλήσεις. Στον καινούργιο κόσμο που δημιουργείται, νέες αναδυόμενες δυνάμεις επαναπροσδιορίζουν τη θέση τους και προσπαθούν να αλλάξουν ριζικά τους κανόνες του διεθνούς ‘παιχνιδιού’.

Πρωτοπόρος σε αυτήν την προσπάθεια είναι η Κίνα. Μία μοναδική περίπτωση στον κόσμο, μια υβριδική κρατική οντότητα, η οποία εκμεταλλεύεται τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα και τη διεθνή συγκυρία, επιδιώκοντας πλανητικό ρόλο. Και μάλιστα, όχι μόνο ως πρωταγωνιστής στο εμπόριο, όπου ενισχύει τη θέση της με υπερφιλόδοξα σχέδια όπως ο «δρόμος του μεταξιού», αλλά ακόμα και με την έντονη διεθνή στρατιωτική της παρουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συμμετοχή της τα τελευταία χρόνια σε περισσότερες από 20 ειρηνευτικές αποστολές μέσω του ΟΗΕ, με διάθεση πλέον των 40.000 στελεχών στρατιωτικού προσωπικού.

Ο τεράστιος δε ορυκτός της πλούτος, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών και σε άλλα μέρη του πλανήτη, όπως στην Αφρική, την κεντρική Ασία και τη Νότια Αμερική, της επιτρέπουν σχετική αυτονομία ή ακόμη και σχέσεις εξάρτησης με δυτικές χώρες, σε τομείς όπου η ίδια έχει το πάνω χέρι.

Η προσπάθεια της Κίνας να αμφισβητήσει ανοιχτά την πρωτοκαθεδρία των Αμερικανών δημιουργεί ένα κλίμα εκρηκτικό. Ο Αγγλοσαξονικός κόσμος παίρνει, βεβαίως, τα μέτρα του (βλέπε AUKUS), αλλά ο ανταγωνισμός είναι τόσο μεγάλος που θα δημιουργήσει νέες κρίσεις.

Ενδεικτική της ανησυχίας και του μεγέθους του ανταγωνισμού μεταξύ της Δύσης και του Ασιατικού δράκου είναι η τοποθέτηση του πρώην Υπουργού Εξωτερικών και συμβούλου ασφαλείας των ΗΠΑ Χένρυ Κίσινγκερ σε φόρουμ του ινστιτούτου Μακέιν το 2021, όπου ανέφερε συγκεκριμένα ότι «οι εντάσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα απειλούν τον πλανήτη ολόκληρο και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άνευ προηγουμένου σύγκρουση ανάμεσα στους δύο στρατιωτικούς και τεχνολογικούς γίγαντες». Είναι χαρακτηριστικό ότι τα σημερινά πλεονεκτήματα της Κίνας δεν τα είχε ούτε η Σοβιετική Ένωση στην ψυχροπολεμική περίοδο!

Με απλά λόγια, ο πλανητικός ρόλος της Κίνας αναβαθμίζεται συνεχώς και κρίνεται πλέον από τις ΗΠΑ ως η μεγαλύτερη απειλή. Η θέαση ενός μέλλοντος όπου η νέα αυτή παγκόσμια δύναμη μπορεί να επισκιάσει την κυριαρχία των ΗΠΑ θα μπορούσε δυνητικά να φέρει ακραίες αντιδράσεις.

Η συγκυρία φέρνει στο νου τη λεγόμενη «παγίδα του Θουκυδίδη», όρο που επινόησε ο Γκράχαμ Άλλισον για την περίπτωση που μια ισχυρή κυρίαρχη δύναμη αντιλαμβάνεται την άνοδο μιας άλλης ως απειλή και μοιραίως οδηγείται σε σύγκρουση μαζί της. Κατ’ αντιστοιχία με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αιτία του οποίου ήταν η αυξανόμενη δύναμη των Αθηνών, που ανησύχησε και εξώθησε τους Λακεδαιμονίους σε πόλεμο.

Αυτά είναι τα δεδομένα που φαίνεται να οδηγούν τη διοίκηση Τράμπ στη δημιουργία συνθηκών συνεννόησης με τη Ρωσική πλευρά. Στην ιστορική συνάντηση Τράμπ-Πούτιν, με τις πρωτοφανείς εικόνες, που δεν έχουμε δει ποτέ στις αμερικανορωσικές ή αμερικανοσοβιετικές σχέσεις, φάνηκε ξεκάθαρα η μεγάλη στροφή της υπερδύναμης.

Φυσικά δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο στην ιστορία της διεθνούς πολιτικής. Πολύ πρόσφατα, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι  ΗΠΑ έχοντας αντιληφθεί τη συγκρουσιακή τάση μεταξύ Ρώσων και Κινέζων – η οποία έχει βαθύτατους γεωπολιτικούς και ιστορικούς λόγους – προσέγγισαν την Κίνα, ώστε να μείνει μόνο ένα μέτωπο ανοιχτό. Η πρωτοβουλία και ο συντονισμός της προσπάθειας ανήκαν στον Πρόεδρο Νίξον και τον τότε σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Κίσινγκερ, οι οποίοι έδρασαν κάτω από άκρα μυστικότητα, παρακάμπτοντας ακόμα και το Υπουργείο Εξωτερικών λόγω των κοντόφθαλμων αντιλήψεων που επικρατούσαν εκεί. Η θέση των ΗΠΑ ενισχύθηκε επιτυγχάνοντας δραστική αλλαγή στην ισορροπία ισχύος.

Μια αντεστραμμένη κίνηση «Νίξον» ίσως παρατηρούμε και σήμερα. Κίνηση που ο Πρόεδρος Τράμπ προσπαθεί να περάσει προβάλλοντας μεν τις καλές του προθέσεις και μια ρητορική ειρηνικής διευθέτησης προς όφελος όλων, χωρίς όμως να αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της ισχύος των ΗΠΑ που του δίνει πάντοτε  πλεονέκτημα ελιγμών. Είναι χαρακτηριστικός ο έντονος συμβολισμός της πτήσης ενός βομβαρδιστικού (από αυτά που χτύπησαν το Ιράν) και υπερσύγχρονων μαχητικών της Αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας πάνω από το κεφάλι του Ρώσου Προέδρου.

Οι γενικότερες συνθήκες οδηγούν, επίσης, τις ΗΠΑ στη δημιουργία νέων υποσυστημάτων ασφαλείας, με ισχυρούς και αποφασισμένους συμμάχους στο επίκεντρο, που θα τις απαλλάσσουν από την ανάγκη παρουσίας παντού. Αυτό αφορά και την Ελλάδα, μιας και η συγκυρία είναι κατάλληλη για τη διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή.

Η απόπειρα σύνδεσης Ινδίας, ΗΑΕ, Σ. Αραβίας, Ισραήλ, Κυπριακής Δημοκρατίας και Ελλάδος αποτελεί μέρος αυτού του σχεδιασμού, σε μία σαφώς ανταγωνιστική κίνηση ως προς τους ενεργειακούς σχεδιασμούς και τη χάραξη νέων εμπορικών δρόμων, απέναντι στον «δράκο» της Ασίας.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η συνεργασία του Ισραήλ με τις ισχυρές Αραβικές χώρες, κάτι που ενισχύει το Ισραήλ, αλλά και τα δυτικά συμφέροντα, σε βάρος της Ανατολής. Εδώ βρίσκεται και η εξήγηση για το καθόλου τυχαίο γεγονός της επίθεσης της Χαμάς το 2023, λίγες μόλις εβδομάδες πριν την επισημοποίηση των συμφωνιών του Αβραάμ, οπότε και ξεκίνησε η νέα κρίση στην Παλαιστίνη και η ανθρώπινη τραγωδία που μέχρι σήμερα λαμβάνει χώρα στην περιοχή.

Το πεδίο, πάντως, στο οποίο τα γεγονότα θα αποδειχθούν καθοριστικά για την περιοχή είναι, κατά τη άποψη του γράφοντος, το έδαφος της Συρίας. Εκεί θα κριθεί και ο ρόλος της Τουρκίας, για τον οποίο ο Χακάν Φιντάν δείχνει τελευταία εξαιρετικά ανήσυχος, ιδίως όσον αφορά τις κινήσεις των Κούρδων και τη συνεχή ενίσχυσή τους από τη Δύση. Εκεί θα κριθεί, επίσης, και η παρουσία της Ρωσίας στη Μεσόγειο, αν και το πιθανότερο είναι ότι αυτό έχει ήδη συμφωνηθεί στις διαπραγματεύσεις των ‘Μεγάλων’.

Στην ανάλυση των γεγονότων είναι νομίζω περιττό να αναφερθούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία εκτός από πολιτικός – γεωπολιτικός νάνος που ήταν πάντοτε, γίνεται πλέον και αδύναμος κρίκος στο οικονομικό πεδίο. Γι’ αυτό και στη διαπραγμάτευση των αξιωματούχων της με τον Ντόναλντ Τραμπ κάθε πιθανό σενάριο ήταν σενάριο ήττας.

Και εδώ, πλέον, ερχόμαστε στον ρόλο που προαλείφεται για τον Ελληνισμό. Στην Ανατολική Μεσόγειο υπάρχουν δύο ελληνικά κράτη και ο χώρος που καταλαμβάνουν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ενιαίος. Ενώ, η ευρύτερη παρουσία του Ελληνισμού σε κοινωνικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό επίπεδο, τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και στην Αφρική και την εγγύς Ανατολή προσφέρει τεράστια δυναμική.

Εφόσον Ελλάδα και Κύπρος δείξουν την απαραίτητη αποφασιστικότητα και ενισχύσουν τις συμμαχίες τους, μιας και είναι η πυγμή που γεννά συμμάχους και όχι η διστακτικότητα, τότε, και μόνο τότε, θα είναι σε θέση να παρέχουν εγγυήσεις στην περιοχή. Έτσι μόνο θα αποτελέσουν κρίσιμο πυλώνα στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας και με αυτόν τον τρόπο θα ακυρώσουν τα αυτοκρατορικά σχέδια της Τουρκίας.

Οι εξελίξεις δίνουν για μία ακόμη φορά στην Ελλάδα την ευκαιρία να αναβαθμίσει το ρόλο της. Ο χάρτης στην περιοχή ανασχεδιάζεται και εμείς πρέπει να είμαστε στους κερδισμένους της επόμενης μέρας. Δεν είναι πια ζήτημα επιλογής αλλά επιβίωσης.

Κι όμως, ενώ η γείτων κινείται σε τροχιά σύγκρουσης, εδώ προκρίνεται ο κατευνασμός και η επικοινωνιακή διαχείριση που μόνο χειρότερα μπορούν να κάνουν τα πράγματα. Οι νέες προκλήσεις δεν μοιάζουν, δυστυχώς, ικανές να πείσουν το πολιτικό προσωπικό της χώρας να θέσει τα ζητήματα ασφαλείας σε προτεραιότητα. Δεν έχει βρεθεί ακόμα τρόπος να πειστούν οι «άριστοι» του τόπου ότι υπάρχει κάτι πάνω απ’ τη μικροπολιτική και την καριέρα.

Στην ελληνική πολιτική σκηνή υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια ένα περίεργο μείγμα «αριστεροδεξιών» προσεγγίσεων με συγκεκριμένο αφήγημα στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, που δημιουργεί εύλογες απορίες λόγω μιας περίεργης ερμηνείας της έννοιας του εθνικού συμφέροντος, ακολουθούμενης από έντονη διάθεση κατευνασμού. Διανθισμένη, μάλιστα, με ψευδοεπιστημονικές, δήθεν ρεαλιστικές, ‘πραγματιστικές’ τοποθετήσεις. Κόμματα, πολιτικοί, «διανοούμενοι» και γνωστά ιδρύματα προτείνουν με επιμονή μια τέτοια  κατεύθυνση, εφευρίσκοντας κατά καιρούς διάφορες φορτισμένες φράσεις όπως για παράδειγμα η «στρατηγική ψυχραιμία» (όρος μη επιστημονικός που δημιουργεί σύγχυση), ισχυριζόμενοι ότι έτσι τάχα υπερασπίζονται την ειρήνη.

Οι πιθανότητες, όμως, να αποφύγεις την κρίση και τον πόλεμο αυξάνουν όταν δείχνεις αποφασιστικότητα, όχι όταν υποχωρείς. Γιατί με τη συνεχή υποχώρηση έρχεται μια στιγμή, που ο χώρος τον οποίο αφήνεις στον καταπατητή στενεύει τόσο τον δικό σου, που δεν έχεις πλέον άλλη επιλογή από τη σύγκρουση. Μόνο που αυτή έρχεται τελικά με δυσμενέστερους όρους. Άπειρα τα ιστορικά παραδείγματα!

Η συνεχής αναφορά δε στο διεθνές δίκαιο δείχνει τη βαθύτερη  έλλειψη κατανόησης των όρων λειτουργίας του διεθνούς συστήματος. Το Διεθνές Δίκαιο από μόνο του δεν μπορεί να επιβληθεί απέναντι στις προσπάθειες αναθεώρησής του, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει καμία αρχή που να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο για την εφαρμογή του. Ρυθμιστικοί παράγοντες των διεθνών σχέσεων είναι τα συμφέροντα των κρατών και οι συσχετισμοί ισχύος.

Αυτό που, συνεπώς, επικρατεί στο τέλος δεν είναι το Διεθνές Δίκαιο, αλλά το δίκαιο του ισχυρού. Γι αυτό το λόγο, όποιος θέλει να είναι με τη διεθνή νομιμότητα δεν φτάνει να το δηλώνει, αλλά πρέπει και να μπορεί να την επιβάλλει. Μέσα από μια ολοκληρωμένη στρατηγική, στο πλαίσιο ενός εθνικού οράματος.

Σήμερα που κρίνεται η μοίρα των χωρών της περιοχής, ο Ελληνισμός έχει μία και μόνη επιλογή.. να αναλάβει τον ιστορικό του ρόλο. Όπως αρμόζει σε μια χώρα με τέτοια ναυτική παράδοση και ιστορική παρουσία!