Επανορθώσεις. Μήπως η Ελλάδα ήταν στους ηττημένους και η Γερμανία στους νικητές του Πολέμου;
Οι παρακάτω σειρές γράφονται με αφορμή το εξαίρετο άρθρο του Σταύρου Λυγερού στο SLpress στις 8 Απριλίου. Δεν αποτελούν αντίλογο, κάθε άλλο, μάλλον για συμπλήρωμα προβληματισμού προορίζονται.
Να ξεκινήσουμε από την αρχή. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η Ελλάδα βρέθηκε με την πλευρά των νικητών. Για ειδικούς λόγους, που δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε, έτυχε ιδιαίτερης προσοχής στις διασκέψεις την επαύριο του πολέμου και ειδικά στην Διάσκεψη του Παρισιού που ασχολήθηκε με τις πολεμικές επανορθώσεις. Στην Διάσκεψη του Παρισιού για τις γερμανικές επανορθώσεις το 1946 επιδικάστηκε στην Ελλάδα το ποσό των 7,18 δισεκατομμυρίων δολαρίων της εποχής.
Το ποσό αυτό ήταν πιο σημαντικό αναλογικά με το πληθυσμιακό και οικονομικό βάρος της χώρας καθώς λήφθηκαν υπόψη πολλοί επιβαρυντικοί παράγοντες της γερμανικής κατοχής: τα θύματα της πείνας, το πλήθος των εκτελέσεων – εκτοπίσεων αμάχων, οι τεράστιες καταστροφές στο πλαίσιο των γερμανικών επιχειρήσεων ενάντια στους αντάρτες. Το ποσό αυτό θα καταβαλλόταν μέσα από ένα συνδυασμό τρόπων: μετρητά, πολύτιμα μέταλλα (ακόμα και στην ιδιοκτησία ιδιωτών), αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα, μεταφορικά μέσα κλπ. κλπ. Το αναγκαστικό δάνειο συμπεριλήφθηκε στις γερμανικές επανορθώσεις.
Να σταθούμε λίγο στα μεγέθη. Συγκριτικά η οικονομική στήριξη των ΗΠΑ στο κυβερνητικό στρατόπεδο στην περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου κόστισε στις ΗΠΑ δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Η πρώτη καταβολή στην Ελλάδα, με το Δόγμα Τρούμαν, ήταν 350 εκατομμύρια δολάρια. Με το σχέδιο Μάρσαλ, αργότερα, για την αποκατάσταση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και την στήριξη των αποικιοκρατικών δυνάμεων, η Γαλλία χρηματοδοτήθηκε με 2,3 δισεκατομμύρια, η Βρετανία με 3,3, η Ιταλία με 1,2 και η Δυτική Γερμανία με 1,4. Το τελικό ύψος του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν στο σύνολό του 12,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα παραπάνω μεγέθη αναφέρονται για να τονιστεί το σημαντικό ύψος των πολεμικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν στην Ελλάδα. Η δε συμφωνία που τις επιδίκασε ούτε έχει αναιρεθεί, ούτε έχει αναθεωρηθεί – ως προς τις εκτιμήσεις και τα μεγέθη ιδιαίτερα.
Ως εκ τούτου είναι μάλλον περιττή, ίσως και βλαβερή η συνεχής επανεξέταση στην Ελλάδα των Γερμανικών επανορθώσεων. Αυτές έχουν πιστοποιηθεί και προσδιοριστεί από επίσημες συμφωνίες και συμβάσεις. Ο τρόπος με τον οποίο θα εκφραστούν ας αφεθεί στις διακρατικές διαπραγματεύσεις Ελλάδας-Γερμανίας, μέσα στις οποίες θα εξειδικευθούν οι λεπτομέρειες. Η καταβολή του ποσού των επανορθώσεων έμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι την ρύθμιση ζητημάτων υπόστασης και αρμοδιοτήτων του γερμανικού κράτους. Με την είσοδο στην περίοδο του Ψυχρού πολέμου και την ανοικτή πλέον διαμάχη του δυτικού στρατοπέδου με την Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες το ζήτημα περιπλέχθηκε.
Στο απυρόβλητο η Γερμανία
Η ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας δημιούργησε δύο κρατικές οντότητες καμία από τις οποίες δεν επιθυμούσε να αναλάβει το βάρος των επανορθώσεων. Η δε ανάγκη επανεξοπλισμού της Γερμανίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ οδήγησε σε νέες αναβολές. Στη Συμφωνία του Λονδίνου στα 1953 -μέσα στο πλαίσιο των «διευκολύνσεων» προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (Ο.Δ.) Γερμανίας, αποφασίστηκε να μετατεθούν οι γερμανικές υποχρεώσεις μέχρι τη σύναψη νέας Συνθήκης με μια ενοποιημένη Γερμανία.
Στο μεταξύ διάστημα η Ο.Δ. της Γερμανίας προσπάθησε να εκτονώσει και να συγκαλύψει το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων μεταφέροντας το σε ατομικές αποζημιώσεις παθόντων στην διάρκεια της Κατοχής. Η προτεραιότητα δόθηκε σε ανθρώπους διωγμένους για την θρησκεία ή τα φυλετικά τους χαρακτηριστικά, Εβραίους κυρίως. Στο πλαίσιο αυτό, ως μέρος διακρατικών συμφωνιών της εποχής η Γερμανία κατέβαλε στην Ελλάδα στα 1960 το ποσό των 115 εκατομμυρίων μάρκων το οποίο και διατέθηκε σε ατομικές αποζημιώσεις.
Η γερμανική αυτή κίνηση αποσκοπούσε στο να δείξει ότι η γερμανική πλευρά ήταν πρόθυμη να πληρώσει τα θύματα της ρατσιστικής πολιτικής των ναζί και των διωγμών που αυτοί πραγματοποίησαν και όχι τις διακρατικές της υποχρεώσεις – τις πολεμικές δηλαδή επανορθώσεις. Εξάλλου στο γερμανικό νομικό σύστημα τα σχετικά εδάφια κάνουν πάντοτε λόγο για θύματα του ναζισμού και προσδιορίζουν σε φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους την αιτία των διωγμών. Με τον τρόπο αυτό το γερμανικό κράτος τοποθετείται στο απυρόβλητο και ακυρώνεται η ευθύνη του.
Η γερμανική τακτική για την αποφυγή των ευθυνών
Να σημειώσω εδώ ότι η γερμανική τακτική για την αποφυγή των ευθυνών προσαρμόζεται σε κάθε περίπτωση χώρας αξιοποιώντας -ή μάλλον στρεβλώνοντας- στοιχεία της επιμέρους ιστορίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι Γερμανοί -κράτος, ιστορικοί, επιστήμονες, δυστυχώς ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες επηρεασμένοι από την γερμανική θέση- τονίζουν τον ρόλο και τη δράση των ντόπιων δωσίλογων στις καταστροφές και στις δολοφονίες: τα Τάγματα Ασφαλείας κλπ. – όπως και επιμένουν να αναφέρονται σε εσωτερικές συγκρούσεις στα κατεχόμενα κράτη και να υπερτονίζουν τη σημασία τους.
Η ευθύνη της Γερμανίας σχετικοποιείται με τον τρόπο αυτό καθώς μάλιστα δε συνδέεται η γερμανική κυριαρχία και κατοχή με αυτά τα φαινόμενα. Διακρίνεται ο κίνδυνος να θεωρηθεί ο γερμανικός στρατός Κατοχής ως επέμβαση κυανόκρανων στο μέλλον! Ο αντίλογος στο παραπάνω σύστημα νομικής θωράκισης της γερμανικής πλευράς είναι αυτονόητος. Δεν ήταν το ναζιστικό κόμμα η δύναμη που κατέλαβε την Ελλάδα (και τα άλλα κράτη της Ευρώπης), ο γερμανικός στρατός και η γερμανική κυβέρνηση ήταν.
Δεν ήταν το ναζιστικό κόμμα που διαχειρίστηκε την λεηλασία της Ελλάδας, την καταστροφή των υποδομών της και την καταδίκη στην πείνα των κατοίκων της. Η γερμανική κυβέρνηση ήταν. Δεν ήταν το ναζιστικό κόμμα – έστω οι ιδιωτικοί του στρατοί και συμμορίες – υπεύθυνο για την καταστροφή εκατοντάδων χωριών, τις μαζικές εκτελέσεις των κατοίκων τους, τα μπλόκα στις συνοικίες των πόλεων, τα στρατόπεδα εξόντωσης, η γερμανική διοίκηση -του γερμανικού κράτους ήταν. Τώρα αν «παρασύρθηκαν» από τους ναζί ή όχι, δεν αφορά τα θύματα – ας τα βρούμε μεταξύ τους ως προς τους ενόχους.
Η Συμφωνία “τέσσερα συν δύο”
Δεν είναι επίσης τα όποια Τάγματα Ασφαλείας οι εισβολείς που κατέλαβαν την χώρα. Οι Γερμανοί την κατέλαβαν και τα Τάγματα Ασφαλεία και οι λοιποί δωσίλογοι ήταν εργαλεία και αποτελέσματα της κατάκτησης και του εγκληματικού συστήματος Κατοχής που το γερμανικό κράτος οργάνωσε και επέβαλε. Όπως και τα μικρά κοινωνικά στρώματα που ωφελήθηκαν από την οικονομία πολέμου (έργα, διαχείριση ανθρωπιστικής βοήθειας κλπ.)
Η λήξη του πολέμου πιστοποιήθηκε με την Συμφωνία “τέσσερα συν δύο” στις 12 Σεπτεμβρίου του 1990. Συνθήκη για την τελική ρύθμιση του ζητήματος της Γερμανίας, όπως επίσημα ονομάστηκε. Οι τέσσερις χώρες που εκπροσωπούσαν το συμμαχικό στρατόπεδο ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία (διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης), η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία. Από την άλλη πλευρά υπέγραψαν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας οι οποίες, σύμφωνα με την Συνθήκη θα ενώνονταν σε ενιαίο γερμανικό κράτος.
Στη Συνθήκη δε γινόταν μνεία των υποχρεώσεων της Γερμανίας ως προς τις πολεμικές αποζημιώσεις και δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι ακύρωνε τις προηγούμενες συμφωνίες πάνω στο ζήτημα αυτό. Η πρώτη και ουσιαστική που επικαλείται η γερμανική πλευρά σήμερα είναι ότι η συμφωνία των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων στην διευθέτηση του γερμανικού ζητήματος έκλεινε το οποιοδήποτε θέμα αφορούσε το κάθε μέλος της συμμαχίας. Στην ουσία η γερμανική πλευρά διατείνεται ότι οι τέσσερις σύμμαχοι υπέγραψαν και για λογαριασμό της Ελλάδας, της Πολωνίας ή όποιου άλλου συμμαχικού κράτους.
Το καθήκον της ελληνικής πλευράς για τις επανορθώσεις
Η θέση αυτή είναι διπλωματικά και πολιτικά επικίνδυνη καθότι εκχωρεί στοιχεία ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε τρίτο κράτος – έστω δύναμη. Η Ελλάδα τοποθετείται έτσι σε ειδικό χώρο «κρατών περιορισμένης ευθύνης» για λογαριασμό των οποίων και ερήμην τους μπορούν να υπογράφουν οι ισχυροί της Γης. Ορίζεται ως «κράτος υπό κηδεμονία» αναιρώντας de facto την ανεξαρτησία του. Είναι περιττό να επισημάνουμε τους πολιτικούς, εθνικούς κινδύνους που περικλείει μια τέτοια άποψη. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι τα επιχειρήματα της γερμανικής πλευράς έχουν τύχει αμφισβήτησης και από επίσημους φορείς του γερμανικού κράτους, όπως η νομική υπηρεσία της Γερμανικής Βουλής. Τα παραπάνω πιστοποιούν ένα ουσιαστικό ζήτημα. Η ελληνική πλευρά έχει όλα τα νόμιμα και κατοχυρωμένα δικαιώματα για να διεκδικήσει τις οφειλόμενες γερμανικές αποζημιώσεις.
Μπορεί να το κάνει διακρατικά, μπορεί να το πράξει μέσω διεθνών οργανισμών, μέσω διεθνών δικαστηρίων, μέσα από ευρεία ενημέρωση της κοινής γνώμης. Αρκεί να το πράξει….. Εδώ είναι το πρόβλημα…. Διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν πράττουν όσα μπορούν και όσα πρέπει να πράξουν. Διακατέχονται από μια φοβία. Αρνούνται να πιστέψουν ότι η Γερμανία έχασε τον πόλεμο και ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στους νικητές. Ακόμα και όταν ζητούν κάτι σχετικό από τη Γερμανία το ζητούν με την ιδιότητα του ικέτη. Από την επίσκεψη του Ανδρέα Παπανδρέου στη Βόννη τον Φεβρουάριο του 1965 (ζήτησε δάνειο (!) αντί του αναγκαστικού κατοχικού δανείου που διεκδικεί η Ελλάδα) ως τις δια της Τράπεζας της Ελλάδας παρεμβάσεις (Ζολώτας 1955, Αγγελόπουλος 1964 κλπ.) και ως τις χωρίς επαύριο (και μάλλον για εσωτερική προεκλογική κατανάλωση) διακοινώσεις της ελληνικής πλευράς, η διεκδίκηση δεν έχει τίποτε το συνεκτικό και τίποτε το συγκεκριμένο.
Είναι άλλο πράγμα να ζητάς ελεημοσύνη διεκτραγωδώντας τα πάθη του ελληνικού λαού στην Κατοχή και άλλο να απαιτείς ως νικητής τα όσα ο ηττημένος που εισέβαλε στην χώρα σου σου οφείλει. Το να διαδηλώνεις δε στην Γερμανική Πρεσβεία, ελάχιστο νόημα έχει. Ας ξεκινήσουν οι διεκδικήσεις από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Αυτό πρέπει να κάνει το καθήκον του.
Επανορθώσεις: Μήπως η Ελλάδα ήταν στους ηττημένους και η Γερμανία στους νικητές του Πολέμου;