H Toυρκία και ο Ενδεχόμενος Πόλεμος στο Ιράκ

H Toυρκία και ο Ενδεχόμενος Πόλεμος στο Ιράκ

 

H Toυρκία μετά την Κοπεγχάγη

 

Η απόφαση που ελήφθη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης στις 12 και 13 Δεκεμβρίου 2002 για τη μελλοντική συμπερίληψη της Τουρκίας στα υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση κράτη, δημιουργεί δίχως άλλο μια νέα προοπτική για τη γείτονα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει επ’ ουδενί ότι η Τουρκία πρέπει να θεωρεί εαυτόν ως πλήρες μέλος της κοινότητας. Πρέπει εξάλλου να προσπαθήσει πολύ να εκπληρώσει τόσο τα οικονομικά κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ του 1992 όσο και τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης του 1993.

 

Η Τουρκία μέχρι στιγμής βρίσκεται στο σωστό δρόμο για την εκπλήρωση των κριτηρίων αυτών προωθώντας όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις, κυρίως νομοθετικού περιεχομένου, που θα της επιτρέψουν να πληροί τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης του 1993. Παρόλα αυτά, στον τομέα των οικονομικών κριτηρίων η τουρκική οικονομία, αν και αρχικά είχε δείξει σημάδια ανάκαμψης και συγκράτησης του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων -υπό τις κατευθυντήριες οδηγίες του «τσάρου» της οικονομίας, Υπουργού Οικονομικών Κεμάλ Ντερβίς, πρώην Αντιπροέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας-, τώρα με την αλλαγή στην κυβερνητική πολιτική υπάρχουν ενδείξεις ότι η αρχική προσπάθεια έχει χαραμιστεί και ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει προβεί στη δημαγωγική πολιτική των πλουσιοπάροχων φιλολαϊκών υποσχέσεων (και μόνον), με σκοπό να χειραγωγήσει και να προσεταιρισθεί για ψηφοθηρικούς λόγους όσο το δυνατόν περισσότερο το πλήθος, κάτι που δεν ανταποκρίνεται διόλου όμως στις δυνατότητες της τουρκικής οικονομίας. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη κρίση και η ενδεχόμενη σύγκρουση στο Ιράκ ενδέχεται να περιορίσει ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες της τουρκικής οικονομίας.

 

Τουρκική πολιτική ενόψει της σύγκρουσης

 

Με τις αμερικανικές και συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις να αυξάνονται ραγδαία στην ευρύτερη Μεσοανατολική ζώνη και την πολιτική πίεση να μεγαλώνει κατακόρυφα, φαίνεται ότι η απόφαση για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης κατά του Ιράκ με παραστάτη τις ΗΠΑ είναι ήδη προαποφασισμένη και χρονικά τοποθετημένη για το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου, όταν οι κλιματολογικές συνθήκες θα είναι οι πλέον πρόσφορες. Η αρχική τοποθέτηση της φιλοευρωπαϊκής κυβέρνησης της Άγκυρας ήταν τόσο κατά της ανάληψης της στρατιωτικής δράσης όσο και της συμπερίληψης στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας ή της παροχής διευκολύνσεων στις συμμαχικές δυνάμεις. Η Τουρκία δεν ξεχνά άλλωστε ότι, παρόλη την καλή σχέση που διατηρεί με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, δεν παύει να είναι χώρα της Εγγύς Ανατολής που διατηρεί άρρηκτους δεσμούς με τις χώρες της Μέσης Ανατολής με τις οποίες μοιράζεται το κοινό θρησκευτικό πνεύμα. Επιπλέον η Τουρκία είναι μέλος του Οργανισμού της Ισλαμικής Ένωσης στον οποίο συμμετέχουν και όλα τα κράτη της Μέσης Ανατολής και συνορεύει με πολλά ισλαμικά κράτη συμπεριλαμβανομένου του Ιράκ. Ως εκ τούτου, δε θα μπορούσε εύκολα να συμπαραταχθεί με τους δυτικούς συμμάχους κατά του Ιράκ χωρίς να κινδυνεύσει να χαρακτηρισθεί αρνητικά για αυτήν την πράξη από κράτη με τα οποία έχει πολλούς στενούς δεσμούς καθώς και εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα. Πέραν αυτών η Τουρκία έχει να επιλύσει αρκετά διμερή και πολυμερή προβλήματα που ταλανίζουν τις σχέσεις της με τα γειτονικά κράτη, όπως την ορθολογιστική διαχείριση και κατανομή των υδάτινων πόρων -ένα θέμα που είναι εξαιρετικά σημαντικό για όλα τα Μεσανατολικά κράτη-, τα θέματα των εθνοτικών μειονοτήτων και ειδικά των Κούρδων που διαβιούν τόσο στην Τουρκία όσο και στο Ιράκ, Ιράν και Συρία, τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, την ισλαμική τρομοκρατία, τις μουσουλμανικές μειονότητες και τη διαφορετική προσέγγιση στο Ισλάμ κ.α. Επομένως η Τουρκία δε θα μπορούσε να συγκρουστεί με το Ιράκ στρατιωτικά, ούτε να συμπεριληφθεί στο δυτικό στρατόπεδο, χωρίς να φοβάται ότι τα ανωτέρω θέματα θα λάβουν αρνητική τροπή για την ίδια και θα αποτελέσουν την αφορμή για όξυνση στις σχέσεις της με τις άλλες χώρες.

Η φιλοϊσλαμική κυβέρνηση του Γκιούλ θα κινδύνευε να απολέσει έστω και λίγο από τη μεγάλη δημοτικότητα που απολαμβάνει εάν αποφάσιζε να προσφέρει διευκολύνσεις στους Αμερικανούς χωρίς να τους αντισταθεί, έστω και εικονικά. Ο Σαντάμ Χουσείν όταν αναφέρεται στην ενδεχόμενη επιχείρηση κατά του Ιράκ δεν παύει να μιλάει για ιερό πόλεμο κατά των απίστων καλώντας όλους τους ισλαμιστές να πολεμήσουν κατά των δυτικών. Μια τέτοια έκκληση έχει μεγάλη απήχηση στο εσωτερικό της Τουρκίας, παρόλη τη φιλοδυτική και φιλοευρωπαϊκή εικόνα που προσπαθεί να προβάλλει η Άγκυρα. Σε τελευταία ανάλυση ο Χουσείν απευθύνεται στον ισλαμικό κόσμο της Τουρκίας που ενδέχεται να διαφωνήσει ριζικά με τις αποφάσεις της θεσμικής εξουσίας στην Άγκυρα. Επιπλέον, μια κυβέρνηση όπως της Τουρκίας, που αναρριχήθηκε στην εξουσία με μια τόσο μεγάλη διαφορά κάνοντας χρήση σχεδόν αποκλειστικά της (φιλο)ισλαμικής εικόνας της και επικαλούμενη τη διαφορετικότητά της από τα υπόλοιπα αμιγώς κοσμικά κόμματα, δε θα μπορούσε να αποβάλλει αυτήν την εικόνα τόσο γρήγορα και ξαφνικά συμπλέοντας με τους δυτικούς κατά ενός αδελφικού ισλαμικού κράτους, το οποίο επικαλείται -δικαίως ή αδίκως, δεν έχει σημασία- ιερό πόλεμο κατά των απίστων, χωρίς να κινδυνεύσει να απολέσει την υποστήριξη από το εκλογικό σώμα που την ανάδειξε.

 

Παροχή βοήθειας έναντι –βαρύτιμων- ανταλλαγμάτων

 

Η τουρκική κυβέρνηση πιθανόν να προσπάθησε σε πρώτη φάση να μη συμπεριληφθεί η χώρα τους στα κράτη από τα οποία οι ΗΠΑ θα ζητούσαν παροχές και διευκολύνσεις, πριν και κατά την εμπλοκή των τελευταίων κατά του Ιράκ, κάτι το οποίο ήταν ούτως ή άλλως δύσκολο να αποτραπεί λόγω της ιδιαίτερης διμερής σχέσης της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και των απορρεουσών πολιτικών, οικονομικών, αμυντικών και εμπορικών υποχρεώσεων της πρώτης με τη δεύτερη, τη συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, της γεωστρατηγικής της θέσης (βάσεις, αεροδρόμια, λιμάνια) σε σχέση με την επικείμενη επίθεση και τη γειτνίασή της με το Ιράκ και συνολικότερα με την ευρύτερη ζώνη των επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή. Ουσιαστικά η Τουρκία δεν είχε τη δυνατότητα και το σθένος να αντισταθεί επί μακρού χρονικού διαστήματος σε μια συντονισμένη πίεση από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της.

Η δεύτερη εκδοχή που φαίνεται να είναι πιο αληθοφανής είναι η πιθανότητα η τουρκική κυβέρνηση να προσπάθησε να αποτρέψει για μεγάλο χρονικό διάστημα την παθητική της συμμετοχή της στις επιχειρήσεις κατά του Ιράκ με την προσφορά διευκολύνσεων στους συμμετέχοντες. Η κυβέρνηση της Άγκυρας προσπαθούσε να αποσπάσει, κυρίως από τις ΗΠΑ αλλά και από τους άλλους συμμάχους της, όσο το δυνατόν περισσότερα ανταλλάγματα για αυτήν τη συμμετοχή της, κάτι που κατάφερε να κερδίσει με την προσφορά από τις ΗΠΑ μεγάλου ποσού για την υπενοικίαση βάσεων και την άδεια διέλευσης, υπέρπτησης και ελλιμενισμού των αμερικανικών και μη δυνάμεων. Αναμφίβολα η οικονομική αυτή επιτυχία δε θα είναι η τελευταία ανταμοιβή της Τουρκίας καθώς η Άγκυρα θα προσπαθήσει να αποσπάσει από τις ΗΠΑ και τους υπόλοιπους συμμάχους τους και άλλα επικερδέστερα ανταλλάγματα, όπως προγράμματα παραγωγής ή συμπαραγωγής οπλικών συστημάτων, προνομιακές εκχωρήσεις (πλεονάζοντος και μη) αμυντικού υλικού, δυνατότητες αγοράς οπλικών συστημάτων ή εξαρτημάτων υψηλής τεχνολογίας με προνομιακούς τρόπους αποπληρωμής τα οποία δε θα διατεθούν σε άλλες χώρες (ειδικά σε αυτές που περιβάλλουν την Τουρκία και θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για αυτήν), καθώς και υποσχέσεις για την ευνοϊκή αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της με ξένες άμεσες επενδύσεις, τόνωση του τουρισμού, επιχειρηματικές ανταλλαγές, διαγραφή ή μείωση αλλοδαπών χρεών, κτλ.

Πάνω από όλα όμως η Τουρκία θα προσπαθήσει να αποσπάσει τη σύμφωνη γνώμη και τις υποσχέσεις των ΗΠΑ και άλλων κρατών ότι θα ρυθμιστούν με τον πλέον προσφορότερο τρόπο οι απαιτήσεις της έναντι των άλλων κρατών, με απώτερο σκοπό την επικράτηση της ίδιας και την αυτοαναγόρευσή της σε εντολοδότη και περιφερειακή δύναμη. Οι απαιτήσεις αυτές πολλές φορές συμπεριλαμβάνουν εξαιρετικώς ευαίσθητα θέματα για τις γείτονες χώρες, όπως κυρίαρχα-εδαφικά, μειονοτικά, περιουσιακά, ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. Αυτό θα σήμαινε την (αμέριστη;) υποστήριξη και συμπαράσταση των ΗΠΑ στα διμερή και πολυμερή προβλήματα που έχει η Τουρκία με τις γείτονες χώρες.

Μια τέτοια πολιτική αφορά άμεσα και τη χώρα μας, καθώς η Τουρκία θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει την αμερικανική υποστήριξη για την άσκηση πίεσης και επιρροής στην Ελλάδα για την ταχεία επίλυση των διμερών εκκρεμών προβλημάτων, με τρόπο που να εξυπηρετεί (σχεδόν) απόλυτα τα τουρκικά συμφέροντα. Η Άγκυρα θα προσπαθήσει να εξαργυρώσει με τον καλύτερο τρόπο την δουλοπρεπή της συμπεριφορά προς τις ΗΠΑ και τους υπόλοιπους δυτικούς συμμάχους. Αυτό εγκυμονεί κινδύνους για τη χώρα μας καθώς, σε περίπτωση που αναληφθεί η επιχείρηση κατά του Ιράκ, θα πρέπει να αναμένονται πιέσεις από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο όχι μόνο εκχώρησης αντίστοιχων εκδουλεύσεων από την Ελλάδα αλλά και αποπληρωμής των χρεών τους προς την Τουρκία. Υφίσταται η πιθανότητα η Ελλάδα να δεχτεί μεγάλες πιέσεις εκ μέρους των ΗΠΑ και διαφόρων ευρωπαϊκών δυνάμεων για την ικανοποίηση τουρκικών (παράλογων) αιτημάτων που να παραγνωρίζουν τα ελληνικά συμφέροντα.

 

 

 

Τουρκία και μεταπολεμικό Ιράκ

 

Μέχρι στιγμής η τουρκική κυβέρνηση έχει συγκατατεθεί στην παροχή διευκολύνσεων και παροχών σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί η επέμβαση των ΗΠΑ κατά του Ιράκ. Είναι άγνωστο ένα αυτή η υπόσχεση θα κρατηθεί και με τι αντάλλαγμα. Είναι επίσης άγνωστο αν η Τουρκία θα προχωρήσει στην εμπλοκή στρατιωτικών τμημάτων της σε ενδεχόμενη επίθεση των ΗΠΑ κατά του Ιράκ με σκοπό, αφενός την απόσπαση μεγαλύτερων ωφελημάτων σε μορφή ανταλλάγματος από τις ΗΠΑ, και αφ’ ετέρου την προσπάθειας ανάμιξης στα εσωτερικά του Ιράκ μετά το τέλος της σύρραξης. Η Τουρκία θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από την ενδεχόμενη επέμβαση στο Ιράκ, έχοντας κατά νου τη συμπερίληψή της στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων στο μεταπολεμικό Ιράκ, όπως και να επηρεάσει το σκηνικό έτσι ώστε το καθεστώς που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση του να διάκειται φιλικώς προς την Τουρκία και αν είναι δυνατόν να μπορεί η Άγκυρα να διαμορφώνει και να επηρεάζει ανάλογα τις πολιτικές δυνάμεις στο Ιράκ.

Η Τουρκία θα προσπαθήσει, σε περίπτωση που εμπλακεί στρατιωτικά, να καταλάβει, και αν είναι δυνατόν να συγκρατήσει, την περιοχή της Μοσούλης και της Κιρκούκ, πετρελαιοπαραγωγικά εύφορες περιοχές που πάντοτε εποφθαλμιούσε. Η Τουρκία ποτέ δεν εγκατέλειψε τις μύχιες σκέψεις της για αυτές τις περιοχές που αν βρίσκονταν υπό τον έλεγχό της θα την καθιστούσαν πολύ ισχυρότερη οικονομικά -και συνεπώς πολιτικά- αφού θα αποκτούσε πρόσβαση σε εξαγωγές υδρογονανθράκων. Ως αποτέλεσμα, θα αναβαθμιζόταν σε πετρελαιοεξαγωγική χώρα με αντίστοιχα οφέλη για αυτήν, όσον αφορά την επιρροή και ισχύ τόσο στον οργανισμό πετρελαιοπαραγωγικών χωρών όσων και γενικότερα στη Μέση Ανατολή.

Η κυβέρνηση στην Άγκυρα θα προσπαθήσει να απαγορεύσει την κατάληψη των δύο ανωτέρω περιοχών από τους Κούρδους του Ιράκ που διαβιούν βόρεια σε αυτό. Η ενδεχόμενη επέμβαση των ΗΠΑ πιθανότατα να κινητοποιήσει τους Κούρδους του Ιράκ, που αντιστοιχούν περίπου στο 20-25% του πληθυσμού του, με σκοπό να συμβάλλουν άμεσα στην κατάρρευση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσείν, που στο παρελθόν έχει βάναυσα καταστείλει εξεγέρσεις τους, καθώς και να συμπεριληφθούν στις διαπραγματεύσεις για τη μελλοντική πολιτική εξέλιξη του Ιράκ. Οι δύο προαναφερόμενες περιοχές βρίσκονται πολύ κοντά στις ασφαλείς περιοχές που διαβιούν οι Κούρδοι. Η Μοσούλη, αν και βρίσκεται βορειότερα του 36ου παράλληλου, είναι υπό τον έλεγχο των Ιρακινών δυνάμεων που έχουν παραχωρήσει σε αντάλλαγμα άλλες περιοχές για διαβίωση των Κούρδων νοτιότερα του 36ου παράλληλου. Είναι πολύ πιθανό κατά τη διάρκεια μια μεγάλης επίθεσης κατά του Ιράκ και όταν οι δυνάμεις του θα είναι απασχολημένες με την απόκρουση της εισβολής, τα κουρδικά πολιτικά κόμματα του PUK και του KDP να επιχειρήσουν μια κατάληψη των περιοχών αυτών, με απώτερο σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν ως διαπραγματευτικό χαρτί στις μεταπολεμικές ανακατατάξεις. Η βασική τους επιδίωξη θα είναι η ίδρυση ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν (μέσω της απόσπασης εδαφών από τα γειτονικά κράτη, συμπεριλαμβανομένων της Τουρκίας) όπως και η καλυτέρευση της θέσης των Κούρδων στο μετα-Σανταμικό Ιράκ.

Μια τέτοια ενδεχόμενη κίνηση, που θα καθιστούσε την Τουρκία όμηρο των Κούρδων, θα προσπαθήσει να αποτρέψει η Άγκυρα με μια αστραπιαία στρατιωτική επιχείρηση προστατεύοντας τα ζωτικά της συμφέροντα. Γι΄ αυτό το λόγο η Άγκυρα βρίσκεται ήδη σε επαφή τόσο με την ηγεσία του PUK όσο και του KDP με σκοπό, αφενός μεν να τους βολιδοσκοπήσει για τις κινήσεις τους, και αφετέρου να αποτρέψει την κατάληψη της Μοσούλης και του Κιρκούκ και κάθε απόπειρα ανακύρηξης ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, κάτι που θα άνοίξει τους ασκούς του Αιόλου για την Τουρκία. Η Άγκυρα θα προσπαθήσει επίσης να χειραγωγήσει τα δύο αυτά ανεξάρτητα κουρδικά κόμματα και να ελέγξει τόσο τις πολιτικές τους κινήσεις όσο και τις στρατιωτικές. Δε θα διστάσει επίσης να χρησιμοποιήσει το ένα εναντίον του άλλου, ερμηνεύοντας με τον καλύτερο τρόπο τη βρετανική πολιτική του διαίρει και βασίλευε. Άλλωστε στο παρελθόν το έχει πράξει με μεγάλη επιτυχία προβαίνοτας σε αρωγή τόσο του ενός όσο και του άλλου, με σκοπό να στρέψει το ένα κουρδικό κόμμα εναντίον του άλλου και να μειώσει τη στρατιωτική τους δύναμη από την οποία κινδύνευε και η ίδια, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο να ενώσουν τις δυνάμεις τους με το PKK, Εργατικό Κουρδικό Κόμμα, το οποίο δραστηριοποιούνταν στην Τουρκία, για την ανακήρυξη του κράτους του Κουρδιστάν και να αποτελέσουν ισχυρότερη απειλή στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας. Οπωσδήποτε ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν το χειρότερο για την Τουρκία. Αντιθέτως η Τουρκία χρησιμοποίησε και τα δύο προαναφερόμενα κόμματα με τις αντίστοιχες στρατιωτικές δυνάμεις τους για να πλήξει την στρατιωτική ισχύ του PKK.

Σε πρόσφατο ταξίδι του στην Τουρκία ο Μπαρζανί συζήτησε τις προοπτικές της ένοπλης σύγκρουσης στο Ιράκ δηλώνοντας ότι δε θα αναμιχθεί στην επερχόμενη επιχείρηση και ότι δε θα προβεί στην ανακήρυξη ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν αφαιρώντας τμήματα εδαφών από το Ιράκ. Επίσης ξεκαθάρισε ότι οι Κούρδοι του Ιράκ είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς της Τουρκίας και οι τελευταίοι δε θα πρέπει να αναμένουν καμία (στρατιωτική) βοήθεια από τους Κούρδους του Ιράκ. Ανέφερε ότι το KDP θα σεβαστεί μια πολυμερή (νόμιμη) επέμβαση στο Ιράκ ενώ θα θεωρήσει ως απειλή μια μονομερή επιχείρηση, ειδικά από την Τουρκία ή το Ιράν. Βέβαια αυτά που ισχυρίζεται ο Μπαρζανί τον δεσμεύουν τη στιγμή που τα είπε και αυτονόητο είναι ότι δε δεσμεύουν το PUK. Άλλωστε, όντας προσκεκλημένος της Άγκυρας, πως θα μπορούσε να προβεί σε άλλου είδους δηλώσεις χωρίς να κινδυνεύει;

 

Οι βλέψεις του Ιράν

 

Το Ιράν σκοπεύει, εάν του δοθεί η ευκαιρία, να αναμιχθεί και αυτό στη σύγκρουση με πρόσχημα να προστατεύσει τη μειονότητα των μουσουλμάνων Σιϊτών που διαβιούν νοτιότερα του 33ο παράλληλου. Η κοινότητα των Σιϊτών που αντιπροσωπεύει περίπου το 55% των Αράβων του Ιράκ υπήρξε πάντοτε το μήλον της Έριδος μεταξύ Ιράκ και Ιράν. Το Ιράκ καταπίεζε τα μειονοτικά, κυρίως θρησκευτικά, δικαιώματα των Σιιτών και αυτό έδινε την ευκαιρία στο Ιράν να αναμιγνύεται στα εσωτερικά του απαιτώντας προστασία από τη διεθνή κοινότητα, κάτι που επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό με τη δημιουργία της απαγόρευσης πτήσεων Ιρακινών αεροσκαφών κάτω από τον 33ο παράλληλο.

Επί της ουσίας όμως το Ιράν θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί τη στρατιωτική σύγκρουση στο Ιράκ για να καταλάβει αιφνιδιαστικά την αμφισβητούμενη υδάτινη δίοδο Shatt al-Arab η οποία αποτελούσε το αγκάθι στις σχέσεις Βαγδάτης και Τεχεράνης κατά τον οκταετή πόλεμο (1980-88) μεταξύ Ιράκ-Ιράν. Το Ιράν επίσης θα προσπαθήσει να καταλάβει στρατιωτικά εδάφη του Ιράκ. Αναμφίβολα σε μια μεγάλη και γενική σύγκρουση κατά την οποία οι δυνάμεις του Ιράκ θα είναι πολύ απασχολημένες με την απόκρουση της εισβολής, και φοβούμενο την κατάληψη της υδάτινης αυτής λεωφόρου από την Τουρκία ή/και τα κουρδικά κόμματα, το Ιράν θα επιχειρήσει να προκαταλάβει τη δίοδο. Το Ιράν θα επιχειρήσει μια τέτοια στρατιωτική εισβολή προσπαθώντας να αποτρέψει αντίστοιχες επιχειρήσεις της Τουρκίας ή των Κούρδων, φοβούμενο ότι οι τελευταίοι θα προβούν στην ανακήρυξη του κράτους του Κουρδιστάν προσπαθώντας να αποσπάσουν εδάφη και από το Ιράν.

Το σκηνικό στη Μέση Ανατολή σήμερα προσομοιάζει την κατάσταση στην Τουρκία στα τέλη του 1900. Τότε η Τουρκία -και σήμερα το Ιράκ- ήταν ο μελλοθάνατος ασθενής πάνω από το σώμα του οποίου πάλευαν τα Βαλκανικά κράτη και κυρίως οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Ρωσία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία), -σήμερα οι ΗΠΑ και κάποιες από τις άλλες προαναφερόμενες δυνάμεις- για τη μοιρασιά της λείας, δηλαδή των εδαφικών τμημάτων της Τουρκίας. Σήμερα η ίδια μάχη γίνεται όχι για την κατάληψη τμημάτων εδαφών του Ιράκ αλλά για την αλλαγή του καθεστώτος του Ιράκ, και δια μέσου του νέου την ποδηγέτηση της εξουσίας στη Βαγδάτη και τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών του Ιράκ. Τότε οι Μεγάλες Δυνάμεις χρησιμοποιούσαν τα Βαλκανικά κράτη ως εντολοδόχους τους, καθώς ήταν εγγύτερα της περιοχής, με αντάλλαγμα μικρές εδαφικές (προσωρινές) δωροδοκίες εις βάρος ενός Βαλκανικού κράτους έναντι του άλλου. Τώρα που η τεχνολογική επανάσταση στις στρατιωτικές επιχειρήσεις επιτρέπει την εξ αποστάσεως επίθεση δε χρειάζονται πάντοτε οι «Μεγάλες Δυνάμεις» την επιστράτευση «μισθοφορικών κρατών» για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα και έτσι μειώνεται το «κόστος» της όλης επιχείρησης.

Ο κίνδυνος για την Ελλάδα προέρχεται από την προσπάθεια της Τουρκίας να εκμεταλλευθεί για ίδιον όφελος την εισβολή στο Ιράκ. Σκοπός της είναι να καταλάβει στρατιωτικά εδάφη του Ιράκ, και κυρίως πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές, έτσι ώστε να αναβαθμίσει την ισχύ της στο θέμα των υγρών καυσίμων (και της χρήσης των υδάτων), να επεκτείνει την κυριαρχία της μέσα σε αυτό, να καταστρέψει τις κουρδικές στρατιωτικές δυνάμεις και να εξολοθρεύσει τους πληθυσμούς τους -εξαλείφοντας έτσι την πιθανότητα να προβούν σε προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους-, καθώς και να προσφέρει τις βάσεις της και άλλες διευκολύνσεις σε ΗΠΑ και συμμάχους με ανταλλάγματα μεγάλα αμυντικά συμβόλαια, οικονομική αρωγή και υποσχέσεις για ευνοϊκή αντιμετώπιση των προβλημάτων της με τους γείτονες. Με λίγα λόγια, θα προσπαθήσει να πετύχει το αιώνιο όνειρό της, να αναγορευθεί δηλαδή με δυτική υποστήριξη και ανοχή σε επικυρίαρχη περιφερειακή δύναμη και μοναδικό «προστάτη» και αντιπρόσωπο των δυτικών συμφερόντων τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία, κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει επιτύχει.

 

Διδάκτορος Ιστορίας, πλήρες μέλους του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου (IISS) και Στρατηγικού Αναλυτή της Ελληνικής Εταιρείας Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ.)

Αφήστε μια απάντηση