Blog

Η Εξέλιξη της Τρομοκρατίας: Από την Πολιτική Βία στην Βία Τζιχάντ.

Η Εξέλιξη της Τρομοκρατίας: Από την Πολιτική Βία στην Βία Τζιχάντ.

 

Με αφορμή την επέτειο μνήμης της φρικτής τρομοκρατικής επίθεσης στο μετρό του Λονδίνου στις 07 Ιουλίου το 2005, ακολουθεί μια σύντομη ανάλυση σχετικά με την τρομοκρατία και τις μορφές που έχει λάβει διαχρονικά, με επίκεντρο το συγκεκριμένο περιστατικό.

Με τον όρο «τρομοκρατία» αναφερόμαστε σε μια μορφή πολιτικής βίας, η οποία έχει απασχολήσει αρκετά τους μελετητές σε πρακτικό, ηθικό και εννοιολογικό επίπεδο.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η έννοια αυτή δεν είχε πάντοτε αρνητικό πρόσημο. Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε ήταν μετά από την Γαλλική Επανάσταση, την περίοδο του Régime de la Terreur (1793-1794), για να περιγράψει την εκτεταμένη βία και τις μαζικές εκτελέσεις, με την χρήση της γκιλοτίνας, εναντίον όσων θεωρούνταν εχθροί της επανάστασης.

Η τρομοκρατία αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως μέσο αποκατάστασης της τάξης ύστερα από εξέγερση και συνδέθηκε με τα ιδανικά της αρετής και της δημοκρατίας.

Ωστόσο, κατά τον 19ο αιώνα, η τρομοκρατία αποκτά μη κρατικό χαρακτήρα και αρχίζει να σχετίζεται με τον αναρχισμό (anarchism). Βασικός στόχος της ήταν οι αυταρχικές αυτοκρατορίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Narodnanya Volya, μια επαναστατική σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση που έδρασε στην Ρωσική Αυτοκρατορία, στοχοποιώντας κυβερνητικά στελέχη με στόχο την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος.

Οι τρομοκράτες της εποχής εκείνης επικεντρώνονταν σε επιθέσεις εναντίον υψηλόβαθμων αξιωματούχων και μελών βασιλικών οικογενειών. Λόγω της φύσης των στόχων, η χρήση βίας ήταν σχετικά περιορισμένη και προϋπέθετε την αυτοθυσία των δραστών. Αν και αυτή η μέθοδος δεν αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική, ενέπνευσε μελλοντικά τρομοκρατικά κινήματα.

Το 1930, με την άνοδο του ολοκληρωτισμού (totalitarianism), η τρομοκρατία αρχίζει να υιοθετείται ξανά ως κρατική πρακτική, συνδεόμενη με μαζικές καταστολές από απολυταρχικά καθεστώτα. Ένα σημαντικό σημείο αναφοράς είναι η ‘Μεγάλη Τρομοκρατία’ ή ‘Η Μεγάλη Εκκαθάριση’ (1936-1938) κατά την διάρκεια της Σοβιετικής Ένωσης του Στάλιν, όπου περιλάμβανε πολιτικές διώξεις, συλλήψεις, εκτελέσεις και εξορίες όσων θεωρούνταν πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος. Ως αποτέλεσμα, εκατομμύρια άνθρωποι στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας (Γκούλαγκ) ή εκτελέστηκαν. Την ίδια στιγμή, η Ναζιστική Γερμανία, καταπίεζε και οργάνωνε μαζικές εκτελέσεις, κυρίως Εβραίων, χωρίς ωστόσο να χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατικό καθεστώς.

Πάραυτα, ήταν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όταν ο όρος ‘τρομοκρατία’ αποκτά μια πιο ξεκάθαρη σημασία. Εμφανίζονται νέες εκφάνσεις, όπως η επαναστατική βία κατά του κράτους, οι αντιαποικιακές εξεγέρσεις, ο αριστερός ακτιβισμός, αλλά και η κρατική τρομοκρατία. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η τρομοκρατία χρησιμοποιήθηκε πολιτικά από κρατικούς μηχανισμούς που χαρακτήριζαν τους αντιφρονούντες ως τρομοκράτες για να δικαιολογήσουν τις κατασταλτικές τους πρακτικές.

Τη δεκαετία του ’80 και του ’90, οι τρομοκρατικές επιθέσεις έγιναν πιο αδιάκριτες. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εμφανίστηκαν δύο νέες μορφές τρομοκρατίας: η ναρκο-τρομοκρατία, η οποία σχετίζεται με εγκληματικά δίκτυα και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών και η νέα τρομοκρατία.

Συγκεκριμένα, η νέα τρομοκρατία αναδείχθηκε ως σημαντική απειλή τη δεκαετία του ’90. Σύμφωνα με τον D. Rapoport (2001/2004), η νέα τρομοκρατία συνδέεται άμεσα με τη θρησκεία και αντιπροσωπεύει την «τέταρτη φάση» στην εξέλιξη του φαινομένου.

Η παλαιά τρομοκρατία χαρακτηριζόταν από σαφώς προσδιορισμένες οργανώσεις και κινήματα. Διέθετε ιεραρχική δομή με κεντρική διοίκηση, ενώ η επιλογή των στόχων ήταν ιδιαίτερα προσεκτική, σχεδόν χειρουργική. Οι ομάδες έκαναν χρήση συμβατικών όπλων, με σκοπό την προώθηση πολιτικών ή εθνικιστικών στόχων, επιδιώκοντας τη διαπραγμάτευση, την άσκηση πίεσης προς την κυβέρνηση ή ακόμη και την πολιτική αλλαγή.

Αντίθετα, η νέα τρομοκρατία στηρίζεται σε χαλαρότερες διασυνδέσεις, κυρίως μέσω κυτταρικών δομών και δικτυακής οργάνωσης, που ευνοούν τη διατήρηση της ανωνυμίας και της αποκέντρωσης. Χαρακτηρίζεται από αδιάκριτες επιθέσεις με αυξημένη φονικότητα και σε ορισμένες περιπτώσεις, συνοδεύεται από την απειλή χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής. Τέλος, υποκινείται κυρίως από θρησκευτικά και μυστικιστικά κίνητρα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα νέας τρομοκρατίας αποτελεί η Al-Qaeda. Με ηγέτη τον Osama Bin Landen και αργότερα τον Ayman al-Zawahiri, έγινε γνωστή κυρίως για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, αλλά έχει ιστορικό θανατηφόρων και αδιάκριτων επιθέσεων και πριν από αυτήν την περίοδο. Ενδεικτικά, περιλαμβάνονται οι βομβιστικές επιθέσεις κατά των αμερικανικών πρεσβειών στην Τανζανία και την Κένυα (1998), καθώς και η επίθεση στο αντιτορπιλικό USS Cole (2000). Επιπλέον, εξέδωσε τη διακήρυξη του Παγκόσμιου Ισλαμικού Μετώπου για Ιερό Πόλεμο (Τζιχάντ) κατά των Εβραίων και των Σταυροφόρων (1998).

Η Al-Qaeda θεωρείται χαρακτηριστικό παράδειγμα νέας τρομοκρατίας, διότι δεν διαθέτει σαφή εδαφική σύνδεση ούτε κρατική υποστήριξη. Παρά τη σουνιτική-ουαχαμπιτική καταγωγή της, δεν αντιπροσωπεύει κάποια εθνοτική ομάδα, ενώ δεν διατηρεί ιεραρχική οργάνωση. Η ιδεολογική της προσέγγιση είναι καθαρά θρησκευτική και τα πολιτικά της αιτήματα είναι ασαφή.

 

Ορισμοί της Τρομοκρατίας

Η τρομοκρατία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κινήσεων, ατόμων και ενεργειών σε διαφορετικά ιστορικά και γεωγραφικά πλαίσια.

Σύμφωνα με τον Alex P Schmid, στο βιβλίο του “The Routledge Handbook of Terrorism Research”:

“Η τρομοκρατία αναφέρεται, αφενός, σε ένα δόγμα για την υποτιθέμενη αποτελεσματικότητα μιας ιδιαίτερης μορφής πολιτικής βίας που προκαλεί φόβο και καταναγκασμό και, αφετέρου, σε μια συνωμοτική πρακτική υπολογισμένης, επιδεικτικής, άμεσης βίαιης δράσης χωρίς νομικούς ή ηθικούς περιορισμούς, η οποία στοχεύει κυρίως αμάχους, με σκοπό την πρόκληση ψυχολογικού και προπαγανδιστικού αποτελέσματος σε ευρύτερο ακροατήριο.”

Παρά την ποικιλομορφία, δεν υπάρχει διεθνώς αποδεκτός νομικός ορισμός. Ο ΟΗΕ, ωστόσο, ορίζει ως τρομοκρατική:

“(…) οποιαδήποτε ενέργεια, επιπλέον των ενεργειών που ήδη ορίζονται από τις υφιστάμενες συμβάσεις για πτυχές της τρομοκρατίας, τις Συμβάσεις της Γενεύης και το ψήφισμα 1566 (2004) του Συμβουλίου Ασφαλείας, που αποσκοπεί στην πρόκληση θανάτου ή σοβαρής σωματικής βλάβης σε πολίτες και άμαχους, όταν ο σκοπός μιας τέτοιας πράξης, λόγω της φύσης ή του πλαισίου της, είναι ο εκφοβισμός ενός πληθυσμού ή η εξαναγκασμός μιας κυβέρνησης ή ενός διεθνούς οργανισμού να προβεί ή να απάσχει από την τέλεση οποιασδήποτε πράξης”

Άρα, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μια ενέργεια ως τρομοκρατική εφόσον:

  • Περιλαμβάνει την απειλή ή χρήση βίας.
  • Η βία να γίνεται στο όνομα ενός πολιτικού ή ιδεολογικού στόχου.
  • Συνήθως, τα θύματα να είναι άμαχοι ή απλοί πολίτες.
  • Να προκαλέσει φόβο ή πανικό.
  • Να εκτελείται από μη κρατικούς ή παρακρατικούς φορείς.

Τα αίτια της Τρομοκρατίας

Η σύνθεση μιας ενιαίας ερμηνείας για τις αιτίες της τρομοκρατίας και της πολιτικής βίας είναι μια περίπλοκη προσπάθεια. Οι τρομοκρατικές ενέργειες δεν περιορίζονται σε ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό φάσμα ή τύπο διακυβέρνησης. Χρησιμοποιούνται από ποικίλες ομάδες και άτομα, με διαφορετικά κίνητρα και επιδιώξεις.

Η τρομοκρατία είναι προϊόν μιας σύνθετης και πολύπλευρης δυναμικής, ριζωμένης σε κοινωνικούς, πολιτικούς, ψυχολογικούς και στρατηγικούς παράγοντες. Σύμφωνα με την Martha Crenshaw (1981), οι ρίζες της τρομοκρατίας μπορούν να διακριθούν σε τρία βασικά επίπεδα: κατάσταση, στρατηγική και ατομική συμμετοχή.

  1. Κατάσταση (Situation)

Στο πεδίο των παραγόντων, οι άμεσοι “πυροδοτητές” (triggers) περιλαμβάνουν τις πολιτικές δυσαρέσκειες, τη στρατιωτική παρουσία, την καταπάτηση θεσμικών δομών και τις κοινωνικές ανισότητες. Παράλληλα, οι υποκείμενες αιτίες αναπτύσσονται ως μακροχρόνιες δυνάμεις που ενισχύουν την επιθυμία για αλλαγή ή εκδίκηση.

Ενδεικτικά γεγονότα, όπως η “Ματωμένη Κυριακή” στη Βόρεια Ιρλανδία, λειτουργούν ως καταλύτες. Επιπλέον παράγοντες, όπως η ταχεία αστικοποίηση, η τάση προς εκσυγχρονισμό, η αδυναμία της διοίκησης και η κοινωνική ανοχή, διαμορφώνουν ένα πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση τρομοκρατικών ενεργειών.

  1. Στρατηγική επιλογή (Strategy)

Η τρομοκρατία υιοθετείται ως στρατηγική κίνηση από κινήματα που προωθούν πολιτικούς ή ιδεολογικούς σκοπούς. Στόχος τους είναι να προκαλέσουν φόβο, να αυξήσουν την αναγνωσιμότητά τους, να προσελκύσουν υποστήριξη ή να εξουδετερώσουν ανταγωνιστικές οργανώσεις. Σε συνθήκες όπου η νόμιμη πολιτική δράση φαίνεται αναποτελεσματική ή απαγορεύεται, η τρομοκρατία προβάλλεται ως μια ελκυστική και λειτουργική επιλογή.

  1. Ατομική συμμετοχή (Individual Participation)

Σε ατομικό επίπεδο, αν και έχει τεθεί το ερώτημα περί ύπαρξης «τρομοκρατικής προσωπικότητας», τα περισσότερα ευρήματα δείχνουν το αντίθετο, ότι τα άτομα που εντάσσονται σε τρομοκρατικές οργανώσεις είναι στις περισσότερες περιπτώσεις φυσιολογικά, δηλαδή κανονικοί άνθρωποι.

Πολλοί έχουν προηγούμενη εμπειρία σε μη βίαιες μορφές πολιτικής δράσης και μεταβαίνουν στην τρομοκρατία ως επόμενο βήμα. Παρά τον υψηλό προσωπικό κίνδυνο που συνεπάγεται η τρομοκρατική δράση, άτομα με «εθισμό στην αδρεναλίνη» αποφεύγονται από τις τρομοκρατικές οργανώσεις, καθώς θεωρούνται κίνδυνος για την ασφάλεια της ομάδας.

Η έντονη ομαδική συνοχή, που βασίζεται στην απομόνωση, την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της πίστης και της δράσης. Συχνό φαινόμενο είναι η απανθρωποποίηση των θυμάτων, ειδικά στην αδιάκριτη τρομοκρατία.

Συνεπώς, οι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνητικής καταστολής, της αδυναμίας των θεσμών, των πολιτικών αδιεξόδων, του κοινωνικού αποκλεισμού, και της στρατηγικής οργάνωσης, αλληλοεπιδρούν. Η ψυχοπάθεια περιορίζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά η τρομοκρατία, ως συλλογικό φαινόμενο, δεν είναι δυνατόν να αναχθεί σε μία και μόνη αιτία. Η ύπαρξη «προβληματικών» ατόμων δεν είναι αρκετή.

Τότε, λοιπόν, πως εξηγείται η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της 11ης Σεπτεμβρίου?

 Υπάρχει και η Ιδεολογική Συνιστώσα.

Η θρησκευτική τρομοκρατία ενισχύεται από την πίστη στην υπερβατική επιβράβευση.

Ο Sam Harris, στο σύγγραμμά του “The End of Faith” (2004), υποστηρίζει ότι οι δράστες τις 11ης Σεπτεμβρίου ενήργησαν με βάση την πεποίθηση ότι θα επιβραβευθούν στον Παράδεισο, όχι λόγω υποκείμενων ψυχικών νοσημάτων, αλλά λόγω της ακλόνητης πίστης τους.

Συγκεκριμένα αναφέρει:

«Γιατί δεκαεννέα μορφωμένοι, μεσοαστοί άνδρες θυσίασαν τη ζωή τους για να σκοτώσουν χιλιάδες άλλους; Γιατί πίστευαν ότι έτσι θα πάνε κατευθείαν στον Παράδεισο. Είναι σπάνιο να βρίσκεις ανθρώπινη συμπεριφορά που να εξηγείται τόσο πλήρως και ικανοποιητικά.» (σελ. 29)

Η έντονη θρησκευτική ή ιδεολογική πεποίθηση μπορεί να λειτουργήσει ως τελικός καταλύτης για την βίαιη δράση, όχι επειδή τα άτομα παρουσιάζουν ψυχικές ανωμαλίες, αλλά εξαιτίας της πεποίθησης ότι πραγματοποιούν μια ηθικά ανώτερη και “θεία αποστολή”.

Σύμφωνα με τον Gus Martin, θρησκευτική τρομοκρατία είναι:

«Η τρομοκρατία που υποκινείται από την απόλυτη πεποίθηση ότι μια αλλόκοσμη δύναμη έχει εγκρίνει και έχει διατάξει την εφαρμογή τρομοκρατικής βίας για τη μεγαλύτερη δόξα της πίστης…

Συνήθως διεξάγεται για την υπεράσπιση αυτού που οι πιστοί θεωρούν ως τη μία αληθινή πίστη».

Γενικά, η Τρομοκρατία, ως πολιτικό-θρησκευτική βία, έχει διαχρονική διάσταση, με μακρά ιστορία και δεν πρόκειται για κάτι το οποίο αρχίζει από τον 20ο αιώνα. Ο D. Rapoport στο έργο του “Fear and Trembling” παρουσιάζει παραδείγματα, όπως οι Ασασίνοι στο Ισλάμ του Μεσαίωνα.

Η θρησκεία στις ημέρες μας διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στην τρομοκρατική δράση, είτε ως κύριο είτε ως υποστηρικτικό κίνητρο.

Όταν η τρομοκρατική οργάνωση έχει τη θρησκεία στον πυρήνα του προγράμματός της, η θρησκεία δεν είναι απλώς ένα πρόσχημα ή μέσο. Αντίθετα, καθορίζει το ίδιο το πολιτικό, κοινωνικό και επαναστατικό πλαίσιο δράσης της. Για παράδειγμα, η ιδεολογία της Αλ-Κάιντα βασίζεται σε θρησκευτικές ερμηνείες, οι οποίες καθορίζουν τους στόχους και τη στρατηγική της. Ο αγώνας της δεν περιορίζεται σε εδαφικές ή εθνοτικές αξιώσεις, αλλά η θρησκεία είναι το κέντρο που δικαιολογεί τις πράξεις της και καθορίζει την ηθική της προοπτική. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η θρησκεία λειτουργεί ως κατευθυντήρια αρχή και όχι ως πρόσχημα για πολιτικά αιτήματα.

Όταν η θρησκεία λειτουργεί ως υποστηρικτικό κίνητρο, είναι παρών στο προσκήνιο, χωρίς να αποτελεί τον κύριο λόγο δράσης της οργάνωσης. Ο πυρήνας του προγράμματος είναι πολιτικός ή εθνοτικός, όπως, η διεκδίκηση εθνικής ανεξαρτησίας ή αυτονομίας. Η θρησκεία χρησιμοποιείται ως συνδετικός κρίκος για να κινητοποιήσει μέλη, να ενοποιήσει την ομάδα και να δώσει ηθική νομιμοποίηση στη δράση της. Για παράδειγμα, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις καθολικών και προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία. Η κύρια σύγκρουση ήταν πολιτική-εθνοτική, αλλά η θρησκεία ήταν το στοιχείο που διαμόρφωνε ταυτότητες, έδραζε τη συλλογική ταύτιση και ενίσχυε τον κοινωνικό καταμερισμό. Άρα, η θρησκεία εδώ είναι εργαλείο, όχι η βάση της ιδεολογίας.

 Τρομοκρατία Τζιχάντ

Η τρομοκρατία που πρεσβεύει την τζιχάντ αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο στο ευρύτερο φάσμα της πολιτικής βίας. Ο όρος «τζιχάντ» προέρχεται από την αραβική λέξη ‘jahada’, που μεταφράζεται ως «αγώνας» ή «προσπάθεια». Παρόλο που στη Δύση, ο όρος αυτός συχνά συσχετίζεται με τον «ιερό πόλεμο», το Ισλάμ αναγνωρίζει δύο βασικές μορφές:

Την Μεγάλη Τζιχάντ, όπου είναι ο εσωτερικός και προσωπικός αγώνας του πιστού για την πνευματική καθαρότητα και την ηθική συμπεριφορά «στον δρόμο του Αλλάχ».

Και την Μικρή Τζιχάντ, όπου δίνεται στον πιστό το δικαίωμα στην ένοπλη άμυνα για την προστασία της γης του Ισλάμ (Dar al-Islam).

Ωστόσο, δεν μπορεί να βρεθεί άμεση και σαφής σύνδεση της πολιτικής βίας με το Ισλάμ, μόνο μέσω της έννοιας της τζιχάντ. Οι αιτίες είναι πιο σύνθετες και περιλαμβάνουν:

  • Θρησκευτική κατήχηση, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ριζοσπαστικοποίηση.
  • Ψυχολογική προδιάθεση σε συνδυασμό με πολιτικές ή κοινωνικές συνθήκες.
  • Η έλλειψη διαχωρισμού μεταξύ κράτους και θρησκείας στο Ισλάμ, που δημιουργεί μια δομική ευαισθησία προς τη βίαιη πολιτικοθρησκευτική ρητορική.

Γενικά, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην λογική της πράξης αυτοκτονίας από τον ίδιο τον δράστη, η οποία παρουσιάζεται όχι ως πράξη απόγνωσης, αλλά ως μορφή θυσίας και εξιλέωσης, μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αφήγησης του «ιερού πολέμου».

Οι επιθέσεις της 7ης Ιουλίου 2005 στο Λονδίνο

Στις 7 Ιουλίου 2005, το Λονδίνο βίωσε το πρώτο μεγάλο κύμα θρησκευτικής τρομοκρατίας, συγκεκριμένα τρομοκρατίας Τζιχάντ. Εκείνη την ημέρα, τέσσερις βομβιστές αυτοκτονίας έπληξαν το σύστημα μαζικής μεταφοράς της πόλης, σκοτώνοντας 52 ανθρώπους και τραυματίζοντας 770.

Οι τρεις πρώτες εκρήξεις σημειώθηκαν στις 08:50 το πρωί, στο υπόγειο μετρό του Λονδίνου, σε τρεις διαφορετικούς σταθμούς: Aldgate, Edgware-Road και Russell-Square. Η τέταρτη έκρηξη ακολούθησε στις 09:47, σε λεωφορείο που εκτράπηκε στην Tavistock-Square.

Και οι τέσσερις δράστες σκοτώθηκαν στις επιθέσεις, γεγονός που δυσχέρανε τον εντοπισμό τους. Η πρώτη σημαντική ανακάλυψη ήρθε όταν πλάνα ασφαλείας κατέγραψαν τέσσερις άνδρες με μεγάλες τσάντες πλάτης να κινούνται μαζί στον σταθμό King’s Cross. Επιπλέον, εντοπίστηκαν πλάνα τους στο Luton,  32 μίλια βόρεια, όπου είχε μείνει παρκαρισμένο το αυτοκίνητό τους, μέσα στο οποίο βρέθηκαν αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί.

Ένας από τους δράστες, ο Hasib Hussain, μόλις 18 ετών, ζούσε στο Leeds, αλλά νοίκιαζε δικό του διαμέρισμα, το οποίο ήταν γεμάτο υλικά για εκρηκτικά. Εκεί εντοπίστηκαν δακτυλικά αποτυπώματα και δεδομένα κινητού τηλεφώνου, που οδήγησαν στην ταυτοποίηση των τεσσάρων βομβιστών: Mohammed Sidique Khan, Shehzad Tanweer, Hasib Hussain και Germaine Lindsay.

Όλοι είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βρετανία. Η πόλη Beeston τέθηκε υπό αστυνομική έρευνα, μέχρι να διαπιστωθεί ο τρόπος με τον οποίο ριζοσπαστικοποιήθηκαν. Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμα, ο Mohammed Sidique δήλωσε:

«Είμαστε σε πόλεμο και είμαι στρατιώτης. Τώρα θα γευτείτε και εσείς την πραγματικότητα αυτής της κατάστασης».

Η έρευνα αποκάλυψε ότι οι επιτιθέμενοι χρησιμοποίησαν νέο τύπο εκρηκτικών, με βάση πιπερίνη (από μαύρο πιπέρι) και υπεροξείδιο του υδρογόνου, υλικά τα οποία είναι εύκολα διαθέσιμα.

Το περιστατικό έθεσε υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της MI5, καθώς δύο από τους δράστες (Mohammed και Tanweer) ήταν ήδη γνωστοί στις αρχές, αλλά δεν θεωρήθηκαν υψηλής προτεραιότητας, παρότι είχαν ταξιδέψει στο Πακιστάν το 2004 για εκπαίδευση με την Al-Qaeda.

Οι αποτυχημένες επιθέσεις της 21ης Ιουλίου 2005

Δύο εβδομάδες αργότερα, σημειώθηκαν τέσσερις νέες απόπειρες βομβιστών αυτοκτονίας (Oval, Warren Street, Hackney, Shepherd’s Bush). Αυτή τη φορά, οι εκρήξεις απέτυχαν, χωρίς θύματα. Οι δράστες επέζησαν και καταζητήθηκαν.

Η έρευνα εντόπισε τους υπόπτους μέσω κινητών τηλεφώνων και μαρτυριών. Ο Hussein Osman διέφυγε προσωρινά στο Παρίσι με πλαστό διαβατήριο, μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, φορώντας μπούρκα, αλλά συνελήφθη τελικά στην Ιταλία. Οι υπόλοιποι, Muktar Said, Yassin Omar και Ramzi Mohammed, εντοπίστηκαν σε διαμερίσματα του Λονδίνου και του Birmingham.

Βρέθηκαν δεσμοί με το Τζαμί Finsbury Park και τον ριζοσπαστικό ιεροκήρυκα Abu Hamza, ο οποίος εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης στη Νέα Υόρκη. Μετά από οκταήμερο ανθρωποκυνηγητό, και οι τέσσερις συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν για συνωμοσία με σκοπό τη δολοφονία, λαμβάνοντας ελάχιστη ποινή φυλάκισης 40 ετών.

Η τρομοκρατική επίθεση της 7ης Ιουλίου 2005 στο Λονδίνο αποτέλεσε κομβικό σημείο για την κατανόηση της τρομοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη. Μέχρι τότε, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε αντιμετωπίσει κυρίως εθνικιστική και πολιτική τρομοκρατία, όπως αυτή του IRA. Η επίθεση της 7/7 έφερε στο προσκήνιο τη θρησκευτικά υποκινούμενη τρομοκρατία της Τζιχάντ, δείχνοντας ότι η απειλή δεν περιοριζόταν πλέον σε διεθνείς στόχους, αλλά έπληττε ευθέως τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις.

Θεωρείται τομή ανάμεσα στην «παλαιά» τρομοκρατία, η οποία ήταν κυρίως πολιτικο-εθνικιστική, και στη «νέα», που είναι θρησκευτικο-ιδεολογική. Σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για την ευρωπαϊκή τζιχαντιστική τρομοκρατία, η οποία συνεχίστηκε με επιθέσεις στη Μαδρίτη (2004), στο Παρίσι (2015) και στις Βρυξέλλες (2016), αποδεικνύοντας ότι το φαινόμενο είναι διαρκές και διασυνδεδεμένο.

Σημαντική διάσταση αυτής της επίθεσης ήταν ότι οι δράστες ήταν γηγενείς, γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παρ’ όλ’ αυτά, ριζοσπαστικοποιήθηκαν μέσω της θρησκευτικής κατήχησης, όπως προαναφέρθηκε, στο τζαμί του Finsbury Park από τον Abu Hamza, και έλαβαν εκπαίδευση από την Αλ Κάιντα στο Πακιστάν. Αυτό αποκάλυψε το φαινόμενο της εγχώριας τρομοκρατίας και ανέδειξε τον κίνδυνο της εσωτερικής ριζοσπαστικοποίησης, καταρρίπτοντας την αντίληψη ότι η τρομοκρατία εισάγεται αποκλειστικά από το εξωτερικό. Οι δράστες φαίνεται να υιοθέτησαν τη «Μικρή Τζιχάντ» ως ένοπλο και ιερό πόλεμο, προκειμένου να υπερασπιστούν και να εκδικηθούν για την πίστη τους.

Παράλληλα, οι βομβιστές χρησιμοποίησαν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς με εύκολα και προσβάσιμα υλικά, γεγονός που κατέδειξε ότι πλέον η κατασκευή βομβών μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς περίπλοκα στρατιωτικά δίκτυα, αυξάνοντας τον κίνδυνο μίμησης.

Σε κοινωνικό και ψυχολογικό επίπεδο, εντάσσονται στο παραπάνω μοτίβο: νέοι άνδρες, συχνά αποξενωμένοι και περιθωριοποιημένοι, που βρίσκουν σκοπό μέσω μιας βίαιης ιδεολογίας. Η ύπαρξη προπαγανδιστικών βίντεο και η παρουσία μικρών πυρήνων καταδεικνύουν πώς η τρομοκρατία λειτουργεί και ως μηχανισμός προσέλκυσης και αναπαραγωγής, κυρίως μέσω του διαδικτύου, αλλά ακόμη και μέσω ηλεκτρονικών παιχνιδιών (π.χ. Steam, Roblox)

Η επίθεση αμφισβήτησε την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών ασφαλείας, καθώς δύο από τους δράστες ήταν ήδη γνωστοί στις αρχές, αλλά δεν παρακολουθήθηκαν επαρκώς. Η αποτυχία πρόληψης οδήγησε σε αναδιάρθρωση της MI5 και ενίσχυση των μέτρων εσωτερικής επιτήρησης.

Το χτύπημα στο Λονδίνο, μια παγκόσμια οικονομική και πολιτική πρωτεύουσα, είχε τεράστιο συμβολικό και ψυχολογικό αντίκτυπο, ενισχύοντας το κλίμα φόβου, το αίσθημα πολέμου μεταξύ Δύσης και Ισλάμ και επηρεάζοντας την πολιτική της Βρετανίας και της Ε.Ε. σε ζητήματα μετανάστευσης, επιτήρησης και αντιτρομοκρατικής στρατηγικής.

Τέλος, καταδεικνύει πώς η τζιχαντιστική αφήγηση εκμεταλλεύεται κοινωνικές ρωγμές και δημιουργεί «στρατιώτες» μέσα στις ίδιες τις χώρες-στόχους, ενώ προαναγγέλλει την έκρηξη επιθέσεων της περιόδου 2014–2017, όταν το Ισλαμικό Κράτος χρησιμοποίησε παρόμοια δίκτυα για τρομοκρατικές ενέργειες στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, τη Νίκαια και αλλού.

Μαριτίνα Βεζυρτζή

Πολιτικός Επιστήμονας, Αναλύτρια Διεθνών Συγκρούσεων και Ασφάλειας

Μέλος του ΕΛΙΣΜΕ