Ή ταν ή επί τας

ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ ΜΕ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ «ΑΤΤΙΛΑ» ΕΠΙ ΘΥΡΑΙΣ.

Εδώ και πολλές δεκαετίες η Τουρκία διεκδικεί σταθερά και απροκάλυπτα κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα από την Ελλάδα και την Κύπρο, με όρους ισχύος (γαλάζια πατρίδα, γκρίζες νήσοι,  θαλάσσιες ζώνες, εναέριος χώρος, έλεγχος Κύπρου, Θράκη  κ.λπ.). Οι εν λόγω διεκδικήσεις υλοποιούνται με πολιτική πειθαναγκασμού που περιλαμβάνει εκφοβισμό (π.χ. casus belli), τεράστια ποικιλία διαρκών προκλήσεων με τις οποίες εθίζεται και συμβιβάζεται η ελληνική πλευρά, υβριδικές τακτικές (π.χ. παράνομοι μετανάστες, φωτιές, παράνομη αλιεία, κυβερνοασφάλεια), καθώς και τετελεσμένα (κατοχή του 37% της Κύπρου). Η αξιοπιστία της τουρκικής απειλής εδράζεται στις ισχυρές ένοπλες δυνάμεις της (ΤΕΔ), καθώς και στην σημαντική αμυντική βιομηχανία της, η οποία συμπράττει με αντίστοιχες βιομηχανίες προηγμένων χωρών  και εξάγει αμυντικό υλικό υψηλής τεχνολογίας. Επιπλέον επιχειρεί στρατηγική περικύκλωση της Ελλάδος με  στρατιωτική πρόσβαση στα Βαλκάνια και την Λιβύη.

Η στήριξη των παραδοσιακών συμμάχων της χώρας μας (ΕΕ – ΝΑΤΟ) έχει όρια και εκδηλώνεται κυρίως στο διπλωματικό πεδίο.  Οι καταδίκες και τα μέτρα των ΗΠΑ κατά της Τουρκίας δεν σχετίζονται άμεσα με τα ελληνοτουρκικά θέματα. Για τις ΗΠΑ προέχει η σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή και η παραμονή της Τουρκίας στην Δύση. Η ΕΕ καλύπτει φραστικά την Ελλάδα και την Κύπρο αλλά προβάλλεται διαρκώς η ανάγκη θετικής ατζέντας με την Τουρκία, ενώ οι διμερείς σχέσεις πολλών κρατών της ΕΕ με την χώρα αυτή συνεχίζονται απρόσκοπτα. Από πλευράς συγκλίσεως συμφερόντων η πλέον προσηνής χώρα είναι η Γαλλία. Οι στρατηγικοί περιφερειακοί άξονες συνεργασίας της χώρας μας με το Ισραήλ και πολλά Αραβικά κράτη είναι σκόπιμοι, η διεύρυνσή τους επιθυμητή και χρήσιμη αλλά δεν αναμένεται άμεση συνδρομή τους έναντι της τουρκικής απειλής. 

Ειδικότερα στο κυπριακό ζήτημα, η Τουρκία όχι μόνο δεν έχει μετακινηθεί από τον στρατηγικό της σκοπό, που είναι ο έλεγχος της Κύπρου, αλλά δημιουργεί, με διαχρονική ανοχή του ελληνισμού, τις συνθήκες οι οποίες θα καταστήσουν τις επιδιώξεις της αναπόφευκτες (π.χ. πλήρη εξάρτηση κατεχομένου τμήματος από την Τουρκία, κατοχικά στρατεύματα, αύξηση εποίκων, στρατιωτικές βάσεις, άνοιγμα Αμμοχώστου, έρευνες και γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ, μη αναγνώριση Κυπριακής Δημοκρατίας, υποστήριξη της «ισότιμης κυριαρχίας» κ.λπ.). Τουρκία και ψευδοκράτος αποτελούν ενιαίο μέτωπο, με την πρώτη να διακηρύσσει, ως «μητέρα πατρίδα» και εγγυήτρια δύναμη, ότι εάν θιγεί το παραμικρό συμφέρον των Τ/Κ, θα ξεσηκωθεί αμέσως ολόκληρη η Τουρκία.

Στον αντίποδα το μέτωπο Ελλάδος – Κύπρου δεν εκπέμπει ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα αδιάσπαστης ενότητος. Δεν  υπάρχει επί παραδείγματι ελλαδική δήλωση (με το ηθικό δικαίωμα της μητέρας πατρίδος, το νομικό της εγγυήτριας δυνάμεως και το ρεαλιστικό του εθνικού συμφέροντος), πως κάθε πρόκληση ασφαλείας στην Κύπρο, θα εκλαμβάνεται ως πρόκληση κατά της ελληνικής επικράτειας. Το Δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται» θέτει την απομονωμένη, αδύναμη και πιεζόμενη Κύπρο προ των ευθυνών της και παρέχει βολικό «άλλοθι» για κάθε ελλαδική πολιτική αδράνεια και υπεκφυγή.

Η διαπραγματευτική βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, την οποία Ελλάς και Κύπρος στηρίζουν ανεπιφύλακτα,  δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι διασφαλίζει βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Ενδεχόμενα ψήγματα βιωσιμότητος θα προέκυπταν μόνο κατόπιν ελληνικής σθεναρής και νομίμου εμμονής σε σειρά αδιαπραγμάτευτων «κόκκινων γραμμών» προκειμένου να υπάρξει έναρξη διαπραγματεύσεων (π.χ. πλήρης εφαρμογή κοινοτικού κεκτημένου, Πρόεδρος πάντοτε Ε/Κ, άμεση αποχώρηση κατοχικών στρατευμάτων και του μεγαλυτέρου μέρους των εποίκων, επιστροφή Αμμοχώστου και Μόρφου, αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, λίαν ισχυρή μορφή Ομοσπονδίας, μη αλλοίωση πληθυσμιακής αναλογίας κ.λπ.). Η έλλειψη των προϋποθέσεων αυτών σε επικείμενες διαπραγματεύσεις, πρόκειται να παρασύρει τον ελληνισμό στην καλύτερη περίπτωση σε λύσεις τύπου «σχεδίου Ανάν».

Η μόνη λύση που συνάδει με τα συμφέροντα του ελληνισμού είναι η απαλλαγή από τον «Αττίλα» και η απελευθέρωση της νήσου από τα δεινά που έχει συσσωρεύσει αλλά την εν λόγω λύση δεν θα προσφέρουν οι σύμμαχοι ή οι διεθνείς οργανισμοί παρά μόνον η ικανή στρατιωτική ισχύς Ελλάδος και Κύπρου (ότι χάθηκε με αίμα δεν ανακτάται με επίκληση του Διεθνούς Δικαίου). Αυτού του είδους η λύση λείπει παντελώς από τις προθέσεις, τις δηλώσεις, τον σχεδιασμό και τους σκοπούς των κυβερνήσεων Ελλάδος και Κύπρου.  

Επί δεκαετίες οι Ελλαδικές και Κυπριακές κυβερνήσεις  απαξιώνουν την στρατιωτική ισχύ και την χρησιμότητά της ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, βυθίζοντας ταυτόχρονα σε τέλμα την αμυντική βιομηχανία, τα ναυπηγεία και την αναπτυξιακή επένδυση στην υψηλή αμυντική τεχνολογία. Αυτονόητες πρακτικές σε ολόκληρο τον κόσμο, αντιμετωπίζονται ακόμη ιδεοληπτικά, με την συνδρομή μάλιστα ενός «τοξικού» καθοδηγούμενου συνδικαλισμού. Απαγορεύεται για παράδειγμα η σύνδεση της αγοράς με την έρευνα των ΑΕΙ και ΑΣΕΙ (ιδιαίτερα στην αμυντική τεχνολογία) ή η συγκρότηση ιδιωτικών τριτοβαθμίων ιδρυμάτων (ελληνόγλωσσων ή και ξενόγλωσσων), τα οποία πέραν του οικονομικού κέρδους θα προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες ασφαλείας σε παραμεθόριες περιοχές. Η κατά καιρούς ενίσχυση των ΕΔ δεν αποτελεί προϊόν ολοκληρωμένης Εθνικής Στρατηγικής αλλά βεβιασμένης ανακλαστικής αντιδράσεως μετά από κάθε εχθρική πρωτοβουλία της απειλής.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εν γένει δεν επενδύει ενσυνείδητα στην αυτοβοήθεια, η οποία θωρακίζει αμυντικά την χώρα, εκτοξεύει την εθνική αποτροπή, ενδυναμώνει την εθνική διαπραγματευτική δυνατότητα και αυξάνει το ειδικό βάρος της χώρα μας εντός των συμμαχιών της.  Οι εκάστοτε δραστικές περικοπές στην άμυνα είναι οι μόνες που ψηφίζονται από όλα τα κόμματα. Η αυτοβοήθεια αντιμετωπίζεται σπασμωδικά και ως αναγκαίο κακό (κατά δήλωση του πρώην Υπουργού), καθ΄ όσον συμπεριλαμβάνει μακρόχρονο σχεδιασμό και μακροπρόθεσμα οφέλη  (δεν έχει προεκλογικό ορίζοντα) και ενέχει κομματικό κόστος (π.χ. αύξηση θητείας, εξοπλιστικά προγράμματα, εκπαίδευση εφεδρείας, δαπάνες για έρευνα, ξεβόλεμα ανεπαρκών «ημετέρων» από  θέσεις ευθύνης της αμυντικής βιομηχανίας, τήρηση δεοντολογίας και κατάργηση ρουσφετιών στις ΕΔ, αντιμετώπιση ιδεοληπτικών ισχυρών συνδικάτων,  γαλούχηση ενσυνειδήτων Ελλήνων πολίτων στην παιδεία και όχι «πολιτικώς ορθών πολιτών του κόσμου»  κ.λπ.). Θα ήταν ευτύχημα η διάψευση των διαπιστώσεων αυτών αλλά είναι τόσο πολλές οι περί του αντιθέτου σχετικές πολιτικές δηλώσεις, πράξεις και παραλήψεις ώστε δυστυχώς τις επιβεβαιώνουν εμφατικά.

Η Ελλάς διαιωνίζει έναν φαύλο κύκλο κατά τον οποίον η εκάστοτε ασυμμετρία στρατιωτικής ισχύος και η έλλειψη πολιτικής βουλήσεως για χρήση των ΕΔ όταν απαιτείται, οδηγούν σε κατευναστική πολιτική εν καιρώ ειρήνης, ενώ σε κρίσιμες στιγμές εντάσεως και κρίσεως,  οδηγούν σε πολιτική υπαναχώρηση, ζημιογόνες Συμφωνίες, αναξιοπιστία της αποτρεπτικής μας φήμης  και σε καταφυγή, δίκην επαίτου, σε έξωθεν «προστάτες». Οι τελευταίοι κατανοώντας ποια είναι η αδύναμη πλευρά, γνωρίζουν ποιον θα πιέσουν για λύσεις «βολικές» γι’ αυτούς και σίγουρα όχι δίκαιες.  Μετά από εθνικές κρίσεις με ατυχή έκβαση επακολουθεί βραχυχρόνια και ημιτελής καταφυγή στην αυτοβοήθεια και ο φαύλος κύκλος επαναλαμβάνεται με την εκ νέου απαξίωσή της.  Η λαϊκή παροιμία «το πάθημα γίνεται μάθημα» εδώ δεν ισχύει.

Για όσους σπεύσουν να προβάλλουν το γνωστό δίλλημα «βούτυρο ή κανόνια» καλό θα είναι να παραδειγματισθούν από ομοειδή πληθυσμιακά κράτη όπως η Ολλανδία, η Σουηδία, η Νορβηγία, το Ισραήλ, η Φινλανδία κ.λπ., στα οποία η πανίσχυρη και εξαγωγική αμυντική τους βιομηχανία δεν τους εμπόδισε να έχουν υψηλότατο δείκτη κοινωνικών παροχών αλλά αντιθέτως τους βοήθησε.

Το προσωπικό των ΕΔ είναι αξιόπιστο, ορθά γαλουχημένο και ικανό για υπερβάσεις αλλά δεν αποτελεί πανάκεια. Εξ άλλου είναι άξιες της τύχης τους οι χώρες που σε κρίσιμες στιγμές συγκαλύπτουν τα κενά που έχουν συσσωρεύσει στις ΕΔ, εναποθέτοντας τις εθνικές ελπίδες σε ήρωες, σε υπερβάσεις και σε από μηχανής Θεούς. Για να μην αοριστολογούν οι εκάστοτε «επαϊοντες», ο απαιτούμενος εξοπλισμός (ποσοτικός – ποιοτικός), η υποστήριξη αυτού, το αριθμητικό μέγεθος του εκπαιδευμένου προσωπικού με υψηλό φρόνημα και οι ηγεσίες τους σε Ελλάδα και Κύπρο, θα πρέπει να διασφαλίζουν  ταυτόχρονα τις ακόλουθες δυνατότητες, με έναν αποδεκτό βαθμό ρίσκου:

  1. Οι κυπριακές και ελλαδικές δυνάμεις επί της Κύπρου, αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις αντίστοιχες εχθρικές επί της νήσου.
  2. Οι αεροναυτικές δυνάμεις Ελλάδος και Κύπρου απαγορεύουν την ενίσχυση της Κύπρου με εχθρικό στρατιωτικό προσωπικό και υλικό.
  3. Οι ελληνικές ΕΔ αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις ΤΕΔ σε ολόκληρη την επικράτεια και εξουδετερώνουν τον σχεδιασμό τους.
  4. Οι ελληνικές ΕΔ αντιμετωπίζουν επιτυχώς στα βόρεια σύνορα της χώρας κάθε θέμα ασφαλείας.

Οι συμμαχίες είναι σκόπιμες και πρέπει να επιδιώκονται αλλά η Ιστορία και η εθνική εμπειρία αποδεικνύουν ότι δεν επαρκούν. Όσο τα ανωτέρω κριτήρια πληρούνται ανεπαρκώς και με μη αποδεκτό βαθμό ρίσκου, ο προαναφερθείς φαύλος κύκλος θα υφίσταται και οι τύχες του έθνους θα ρίπτονται στον τζόγο μίας ρωσικής ρουλέτας. Όσο τα ανωτέρω κριτήρια δεν πληρούνται, η Ελλάς θα εξακολουθεί την κατευναστική της πολιτική, υπονομεύουσα το μέλλον των αγέννητων γενεών Ελλήνων, με σταδιακή εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, υπό τις επευφημίες των συμμάχων, για την «στρατηγική μας ψυχραιμία» και την «καθοριστική συμβολή μας στην σταθερότητα της περιοχής». Εάν αυτό μας αξίζει ας αποδεχθούμε συλλογικά το μοιραίο (με την καθοριστική αρωγή του δημογραφικού και μεταναστευτικού ζητήματος). Εάν όχι οι συμπολίτες οφείλουν να υπερβούν την δύσκολη καθημερινότητα και να υποδείξουν δημοκρατικά αλλά αποφασιστικά τον δρόμο στις διστακτικές ηγεσίες τους. Σε μία χώρα με πολιτικές ηγεσίες δέσμιες των δημοσκοπήσεων, η μείωση του πολιτικού κόστους, με πρωτοβουλία των ψηφοφόρων, είναι ίσως η τελευταία ελπίδα αναθεωρήσεως των στρατηγικών επιλογών και προτεραιοτήτων της χώρας.

                                                             13 – Ιουλίου – 2021

                                               Αντιναύαρχος ε.α. Β. Μαρτζούκος ΠΝ

                                                        Επίτιμος Διοικητής Σ.Ν.Δ.

                                                        Αντιπρόεδρος ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση