Ιπποκράτης Δασκαλάκης: Προβληματισμοί στο Θέμα των Σκοπίων
Το θέμα που έχει ανακύψει από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μεταξύ της Ελλάδος και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) είναι σύνθετο, περιέχει αρκετά άλλα εμπλεκόμενα μέρη, διαθέτει ένα σχετικά μακροχρόνιο ιστορικό υπόβαθρο, έχει μετατραπεί σε κομβικό σημείο αδιέξοδης πολιτικής και διπλωματικής αναμέτρησης Αθηνών-Σκοπίων με κομματικές προεκτάσεις σε αμφότερες τις πλευρές και δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο γειτονικών λαών που ενδεχομένως να είχαν προχωρήσει προ πολλού σε μια πιο εποικοδομητική συνεργασία και σύσφιξη των σχέσεων.
Η αντιπαράθεση των δύο πλευρών δεν αφορά μόνο την ονομασία του κράτους των Σκοπίων όπως λανθασμένα γίνεται αντιληπτό από αρκετούς εξωτερικούς παρατηρητές. Η διαμάχη περιστρέφεται σε θέματα εθνικής ταυτότητας, χρήσεως συμβόλων, πολιτιστικής κληρονομίας που συνδυαστικά και με την ονομασία, ενδέχεται να υποδαυλίσουν μελλοντικές τριβές ή και συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών, κυρίως στο πλαίσιο της επιδίωξης αλυτρωτικών στόχων από τη μια ή και τις δύο χώρες. Οι κίνδυνοι αυτοί ελλοχεύουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε όλες τις περιπτώσεις: είτε δηλαδή οδηγηθούμε σε ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, είτε επιτευχτεί μια προβληματική και θνησιγενή λύση είτε ακόμη και στην περίπτωση επιτυχούς κατάληξης, εφόσον η μια εκ των δύο πλευρών επιδείξει κακή πρόθεση και απομάκρυνση εκ των συμφωνηθέντων. Η ελληνική πλευρά έχει κάθε λόγο να ανησυχεί από την μέχρι σήμερα συμπεριφορά της ηγεσίας των Σκοπίων, τη συνεχή προσπάθεια καπήλευσης της ιστορίας μας και κυρίως από τις αλυτρωτικές διαθέσεις που επιδεικνύει σημαντικό μέρος των πολιτικών προσώπων της σλαβομακεδονικής εθνότητας.
Δυστυχώς, η πλειονότητα των χωρών, υποκινούμενη από την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων, επιλέγοντας πολλάκις την ανώδυνη ή καιροσκοπική σύμπλευση με τις μεγάλες δυνάμεις και αδυνατώντας να κατανοήσει τις ελληνικές θέσεις μας, τάσσεται σε μεγάλο βαθμό υπέρ της απόψεων των Σκοπίων. Ενίοτε, η διεθνής κοινή γνώμη, καλοπροαίρετα, αδυνατεί να κατανοήσει τις ελληνικές ανησυχίες αποδεικνύοντας ότι ως χώρα δεν κατορθώσαμε να διεξαγάγουμε με την επιθυμητή επιτυχία την εκστρατεία πληροφόρησης για τις θέσεις μας. Τρανή απόδειξη η αναγνώριση των Σκοπίων ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», τουλάχιστον στις διμερείς σχέσεις, από την πλειονότητα των κρατών-μελών του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένων και των 4 από τα 5 μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ενδεχομένως οι τάσεις αναγνωρίσεως του ονόματος του κράτους αυτού από τη διεθνή κοινότητα να είναι μη αναστρέψιμες και η Ελλάδα να κινδυνεύει να βρεθεί πλήρως απομονωμένη στην επιμονή της για την ονομασία (όπως εσφαλμένα γίνεται αντιληπτή η διαμάχη).
Διεθνείς προσπάθειες διαμεσολάβησης δεν έχουν επιφέρει μέχρι στιγμής αποτελέσματα καθώς ειδικά στα θέματα της ονομασίας και εθνικής ταυτότητας, οι θέσεις των δύο χωρών απέχουν σημαντικά και η κοινή γνώμη σε αμφότερες δεν είναι έτοιμη για έναν επώδυνο συμβιβασμό. Επιπλέον, τα Σκόπια στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας εθνικής ταυτότητας δεν διστάζουν, κυρίως έμμεσα, να προβάλλουν ναρκωμένους αλυτρωτικούς στόχους που στοιχειώνουν την περιοχή, δυναμιτίζοντας τις προσπάθειες εξεύρεσης λύσης. Ενδεχομένως, τμήματα του πληθυσμού αυτής της χώρας να αισθάνονται, μέχρι ενός σημείου δικαιολογημένα, τα διλήμματα ανασφάλειας που ταλανίζουν μια νέα, εύθραυστη, εθνοτικά και θρησκευτικά διχασμένη χώρα, περικυκλωμένη συνάμα από ισχυρότερους γείτονες που διαθέτουν «υποθήκες» διεκδικήσεων.
Στο κείμενο αποφεύγω να χρησιμοποιήσω τον όρο «ελληνικών δικαίων» καθόσον τον θεωρώ αδόκιμο ως μη επιδεχόμενο διεθνούς αναγνώρισης (πλην ελαχίστων περιπτώσεων) και η επίκληση του δεν παράγει αποτελέσματα παρά μόνο στην περίπτωση που συνοδεύεται από την χρήση ή πειστική απειλή χρήσεως ισχύος και υπό προϋποθέσεις ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος. Παρά όμως τη συντριπτική ισχύ της Ελλάδος έναντι των Σκοπίων, αυτή δεν επαρκεί για να αναγκάσει τα δεύτερα να υποχωρήσουν έναντι των ελληνικών θέσεων. Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο σήμερα ότι, οι όποιες προσπάθειες ευρέσεως μιας συμβιβαστικής λύσεως προϋποθέτουν τις αμοιβαίες και επώδυνες υποχωρήσεις Αθηνών και Σκοπίων. Ο διεθνής παράγοντας θεωρεί σημαντική τη διευθέτηση του χρονίζοντος προβλήματος και επιβαλλόμενες τις αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στην κατεύθυνση αυτή θα συνεχίσει να ενασκεί πιέσεις, λιγότερο ή περισσότερο ισορροπημένες, προς αμφότερες τις πρωτεύουσες. Αυτή είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, χωρίς συναισθηματισμούς, αναποτελεσματικές επικλήσεις ιστορικών δικαίων και εθνικές εξάρσεις. Οι ενδεχόμενες λύσεις κινούνται μεταξύ της αποδοχής μιας αμοιβαίας αποδεκτής και επώδυνης συμβιβαστικής λύσεως ή της τήρησης άκαμπτης θέσεως από μία ή και τις δύο χώρες (άρα μη λύση του θέματος επί του παρόντος).
Κρίνεται σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι η επιλογή οποιασδήποτε εκ των δύο θέσεων δεν θεμελιώνει τον χαρακτηρισμό του «αδιάλλακτου», «εθνοπροδότη», «ακραίου εθνικιστή» ή «πειθήνιου οργάνου των ξένων δυνάμεων». Βαρύτατες κατηγορίες μπορεί να εκτοξευθούν μόνο κατά των πολιτικών προσώπων, όταν για λόγους κομματικού και προσωπικού συμφέροντος ή ακόμη και αποφυγής πολιτικού κόστους, επιλέγουν θέσεις και ενέργειες καταφανώς, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, επιζήμιες των εθνικών στόχων. Η διαφορά αντιλήψεων είναι αναπόφευκτη, ενίοτε και θεμιτή αλλά η αποφυγή χάραξης εθνικής γραμμής και η χρήση του προβλήματος ως ευκαιρίας να πληγούν οι πολιτικοί αντίπαλοι κινούνται μεταξύ ανευθυνότητας και αντεθνικής ενέργειας.
Στην ελληνική πραγματικότητα, η πλευρά της τήρησης άκαμπτης θέσεως, δεν αποδέχεται τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» (με ή χωρίς γεωγραφικούς προσδιορισμούς) ή ανάλογων επιθετικών προσδιορισμών. Θεωρεί ότι ο χρόνος εργάζεται υπέρ των ελληνικών θέσεων και το αδύναμο αυτό κρατίδιο θα περιέρχεται συνεχώς σε δυσμενέστερη κατάσταση κυρίως λόγω των εθνοτικών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Υπό τις πιεστικές αυτές συνθήκες, τα Σκόπια θα αναγκαστούν, αργά ή γρήγορα, να προβούν στις επιζητούμενες υποχωρήσεις έναντι των Αθηνών (άρνηση «μακεδονικού» ονόματος και αντίστοιχης εθνικής ταυτότητας, αποφυγή καπήλευσης συμβόλων, καταδίκη αλυτρωτικών θέσεων) ή ακόμη και να καταρρεύσουν χωρίς σημαντικές επιπτώσεις για τη χώρα μας. Κανείς δεν μπορεί, μετά βεβαιότητας, να αποκλείσει μια παρόμοια ευνοϊκή εξέλιξη. Ουδείς όμως μπορεί να βεβαιώσει ότι ακόμη και σε περίπτωση διάσπασης, σε σλαβικό και αλβανικό τμήμα, το πρώτο δεν θα εξακολουθεί να εμμένει στις απόψεις περί της ονομασίας και εξ ανάγκης ύπαρξης να καταστεί ένα πλήρες προτεκτοράτο της Άγκυρας. Ακόμη και μια πλήρης εξαφάνιση του εκ του χάρτη δε σημαίνει ότι θα ήταν ευνοϊκή για τη χώρα μας καθώς το δημιουργούμενο κενό μάλλον θα καλυφθεί από τις υπόλοιπες γειτονικές χώρες με συνεπακόλουθες αναζωπυρώσεις εδαφικών διεκδικήσεων, αλυτρωτικών στόχων και μεταναστευτικών ρευμάτων. Αναμφίβολα οι υποστηρικτές της άκαμπτης θέσεως, ευαγγελίζονται την υποχώρηση των Σκοπίων -προτού το κράτος αυτό επέλθει σε κατάσταση αποσύνθεσης- στα θέματα ονόματος και ταυτότητας και την εν συνεχεία φυσική του προσέγγιση προς τη φιλική (αλλά μέχρι τότε άκαμπτη και μη έχουσα διεκδικήσεις επί αυτού) Ελλάδα.
Στο σενάριο αυτό συχνά λησμονείται το κόστος μιας τέτοιας άκαμπτης πολιτικής για την Αθήνα. Η επί 25 και πλέον χρόνια διαμάχη με τα Σκόπια αναμφισβήτητα εξήντλησε σημαντικό διπλωματικό «κεφάλαιο» της χώρας και περιόρισε τις δυνατότητες να διαδραματίσουμε ένα πιο σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια. Σίγουρα το κόστος αυτό δεν ήταν τόσο δυσβάστακτο, όπως οι οπαδοί της συμβιβαστικής λύσεως μάλλον υπερβολικά επισημαίνουν, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί «βαρίδιο» και να μειώνει αισθητά την ελληνική «ήπια ισχύ» στην περιοχή προς όφελος άλλων, βαλκανικών και μη, χωρών. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ειδικά την παρούσα περίοδο και υπό συνθήκες οικονομικής αδυναμίας, προέχει η εστίαση όλων των προσπαθειών μας έναντι του μοναδικού ζωτικού αντιπάλου μας, την Τουρκία. Για να είμαστε όμως αντικειμενικοί, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι οι βάσεις του δυσεπίλυτου προβλήματος ετέθησαν το 1949-1952, από την κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Την εποχή εκείνη, η Δύση (ΗΠΑ) επέβαλε στην και τότε, στρατιωτικά και οικονομικά εξαρτημένη Αθήνα, την τήρηση χαμηλών τόνων, προτάσσοντας τη ζωτική απειλή που προέρχονταν από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και τα οφέλη της προσέλκυσης του Βελιγραδίου.
Σήμερα η Δύση, πιέζει για επίτευξη λύσεως προβάλλοντας την αναγκαιότητα της αποφυγής ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης της πραγματικά προβληματικής περιοχής και επιζητώντας την ενίσχυση της νατοϊκής παρουσίας. Συγχρόνως, η Ουάσιγκτον φαίνεται ότι ανησυχεί και για μια ενδεχόμενη επιστροφή της Ρωσίας στην περιοχή και επιθυμεί να κλείσει και τα τελευταία «παράθυρα ευκαιρίας» με την ένταξη και των Σκοπίων στη Συμμαχία. Παρά τις δραματικές προειδοποιήσεις, εκτιμώ ότι η παρούσα κατάσταση μπορεί να διατηρηθεί ως έχει για ορισμένο ακόμη χρονικό διάστημα χωρίς σοβαρό κίνδυνο αποσταθεροποίησης της περιοχής με κατάλληλες ενέργειες των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκτιμώ επίσης ότι δεν θα πρέπει να θεωρείται πιθανή η ενάσκηση υπέρμετρων πιέσεων κατά της χώρας μας καθώς το θέμα δεν ενέχει υψηλή προτεραιότητα ούτε για την Ουάσιγκτον ούτε για τις Βρυξέλλες. Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μάλλον ανατριχιάζουν στη σκέψη της μελλοντικής διεύρυνσης με χώρες των δυτικών Βαλκανίων. Ακόμη όμως και στο θέμα της εισδοχής στην Ατλαντική Συμμαχία και ως ένδειξη καλής θελήσεως της χώρας μας, υπάρχει πληθώρα ενδεχόμενων ελιγμών που μπορούν να εξασφαλίσουν την παροχή ικανοποιητικών εγγυήσεων ασφαλείας προς τα Σκόπια. Βέβαια οποιοδήποτε χειρονομία καλής θελήσεως, ενδεχομένως να αδυνατίζει την αποτελεσματικότητα της άκαμπτης πολιτικής μας και να οδηγεί την ΠΓΔΜ στην εμμονή της ασυμβίβαστης στάσης. Συνοψίζοντας, η άκαμπτη θέση μας δεν εγγυάται την τελική επίτευξη των στόχων μας αλλά μάλλον δημιουργεί ένα «εχθρικό» κρατίδιο (ανεξαρτήτως ονομασίας) στα βόρεια σύνορα μας ενώ δαπανά πολύτιμο «διπλωματικό κεφάλαιο» και δημιουργεί προβλήματα στην ελληνική πολύμορφη διείσδυση στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα όμως μάλλον δεν φαίνεται ότι επί του παρόντος θα επιφέρει δυσβάστακτο κόστος στη χώρα μας.
Ούτε όμως η συμβιβαστική προσέγγιση εγγυάται την αγαστή συνεργασία με την οντότητα, υπό τη νέα ονομασία της που θα εμπεριέχει τη λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγα της. Σε μια ιδανική εξέλιξη, η συμβιβαστική λύση συνδυαζόμενη με την επίδειξη καλής θελήσεως θα οδηγήσουν σταδιακά στην απάλειψη των τριβών του παρελθόντος ενώ η γειτνίαση και οι μακροχρόνιες επαφές θα ενισχύσουν τις σχέσεις των δύο λαών. Πιθανόν όμως και το ενδεχόμενο της ενδυνάμωσης των εθνικιστικών στοιχείων που έχοντας εκπληρώσει μέρος των στόχων τους και καθοδηγούμενα από λαϊκιστές πολιτικούς θα εγείρουν νέες διεκδικήσεις και θα εφευρίσκουν σημεία τριβής με την Ελλάδα. Η επίτευξη ενός «έντιμου» συμβιβασμού επιβάλει την επίλυση του συνόλου των εκκρεμών ζητημάτων κατά τρόπο που δεν θα επιδέχεται αμφιβολίες και άκαιρες διεκδικήσεις. Από μέρος των επικριτών της συμβιβαστικής λύσης επισημαίνεται το ενδεχόμενο της συνέχισης της παραποίησης της ελληνικής ιστορίας και της προσπάθειας κλοπής εθνικών και πολιτιστικών συμβόλων με αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου, το κρατίδιο αυτό να εμφανίζεται ως ο συνεχιστής της μακεδονικής ιστορίας. Καίτοι μια συμβιβαστική λύση θα πρέπει να εμπεριέχει ξεκάθαρες και επίσημες τοποθετήσεις επί των θεμάτων αυτών εκ μέρους των Σκοπίων, η υποστήριξη της εθνικής κληρονομιάς και πολιτισμού είναι ένας αέναος αγώνας που η χώρα μας θα πρέπει να διεξάγει στο διηνεκές εφόσον δεν επιθυμεί να δει άλλους (και δεν είναι μόνο τα Σκόπια) να σφετερίζονται την ιστορία της ή ακόμη χειρότερο να απολέσει την ταυτότητα της στον ύπουλο «μύλο» της παγκοσμιοποιήσεως. Αναγκαία λοιπόν η επιλογή ενός ονόματος έναντι όλων, η άνευ υποσημειώσεων επίσημη διευκρίνιση της εθνικής ταυτότητας του γειτονικού λαού και η πλήρης καταδίκη και αποκήρυξη αλυτρωτικών βλέψεων με παράλληλο σεβασμό της ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού.
Καίτοι προσωπικά δεν θα ήθελα να δω στα βόρεια σύνορα μας ένα κρατίδιο με την ονομασία «Χ Μακεδονία/Μακεδονική Ψ», θεωρώ υπερβολική έως και φοβική, την επίκληση απειλής κατά της χώρας μας όπως αυτή προβάλλεται από τους υποστηρικτές της άκαμπτης θέσεως. Εκτιμώ ότι σε τελευταία ανάλυση, ανησυχία πρέπει να διακατέχει τους σφετεριζόμενους την ξένη ονομασία καθώς ουδείς μακροπρόθεσμα μπορεί να εγγυηθεί την μη, εκ μέρους του ισχυροτέρου (Ελλάδος), επιδίωξη επανένταξης -με οποιονδήποτε τρόπο- ιστορικών εδαφών. Καθόσον μάλιστα, ο ένας εκ των δύο λαών που κατοικεί τα συγκεκριμένα εδάφη σήμερα (Σλάβοι), επιθυμεί -κατά μια ανάγνωση- να εμφανίζεται ως υποσύνολο (έστω και διακριτό) του γειτονικού πανάρχαιου έθνους (ελληνικό) που στην πλειονότητα των ιστορικών χρόνων κατείχε την ευρύτερη περιοχή. Δηλαδή, το νεοσύστατο αυτό κρατίδιο, υπό την ονομασία που θα περιέχει τη λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγα της, θα είναι πάντα υποκείμενο (λόγω θέσεως, μεγέθους αλλά και ιστορίας) στην ελληνική «ήπια ισχύ» τουλάχιστον. Η μακροπρόθεσμη επιτυχία της Ελλάδος θα είναι αυτή ακριβώς η ειρηνική επιβολή και συστράτευση αυτού του κρατιδίου -ανεξαρτήτως ονόματος- στην ελληνική ζώνη επιρροής. Εκτιμώ ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι που καθιστούν αυτή την προοπτική εφικτή, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής μιας πολύπλευρης σταθερής πολιτικής και συμβιβαστικής επίλυσης των εκκρεμοτήτων πριν αυτά δρομολογήσουν μια δυναμική μακροχρόνιας αντιπαλότητας. Το ζητούμενο δεν είναι η δημιουργία στα βόρεια σύνορα μας μιας εχθρικής οντότητας, έστω και κατακερματισμένης, ούτε ενός νέου Κοσόβου αλλά ενός μικρού κράτους που θα θεωρεί την Ελλάδα ως τον φυσικό σύμμαχο, προστάτη και υπόδειγμα ανάπτυξης, θεσμών και πολιτισμού.
Φυσικά καμία από τις δύο προσεγγίσεις δεν εγγυάται την επιτυχία του στόχου αυτού. Απλά η άκαμπτη θέση και η αποφυγή της λύσεως φαίνεται -σήμερα- ότι απομακρύνει ακόμη περισσότερο τον επιζητούμενο στόχο της ειρηνικής και σταδιακής συνεργατικής πρωτοκαθεδρίας μας στην περιοχή. Στον αντίλογο ότι το αλβανικό στοιχείο δεν θα επιτρέψει ποτέ μια τέτοια εξέλιξη (πρωτοκαθεδρία της Ελλάδος), θα αντιπροτείνω ότι η ελληνική μακροχρόνια πολιτική, ασχέτως των αντιδράσεων, πρέπει να αποβλέπει στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική επικυριαρχία επί όλων των γειτόνων μας στη βαλκανική χερσόνησο ως υποκατάστατο της «Μεγάλης Ιδέας». Η ιστορία έχει αποδείξει ότι ακόμη και υπό δυσμενέστερες συνθήκες είχαμε σημαντικές επιτυχίες στο χώρο αυτό που προσδίδει και το «στρατηγικό βάθος» του Ελληνισμού. Σίγουρα, η εμφάνιση του εθνικισμού των βαλκανικών χωρών του 19ου αιώνα αποτελεί εμπόδιο στους σχεδιασμούς αυτούς, αλλά νέες μορφές διείσδυσης εμφανίζονται συνεχώς και η Ελλάδα διαθέτει τεράστια «κεφάλαια» που μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει.
Συνοπτικά παρουσιάστηκαν οι δύο πόλοι των αντικρουόμενων προσεγγίσεων για το πρόβλημα με τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα εκάστης. Η τελική επιλογή της ελληνικής θέσεως φυσικά και παρουσιάζει ενδιάμεσες τοποθετήσεις μεταξύ των δύο άκρων που περιγράφηκαν. Βασική προϋπόθεση η χάραξη, στήριξη και εφαρμογή μιας εθνικής γραμμής από την πλειονότητα των πολιτικών κομμάτων. Φυσικά στην εθνική αυτή προσπάθεια, ακόμη και για διαπραγματευτικούς λόγους, η εμφάνιση ανυποχώρητων θέσεων κρίνεται εποικοδομητική και ενισχυτική όταν όμως πίσω της υποκρύπτεται μια ειλικρινής διακομματική προσέγγιση ίσως και «διανομή ρόλων». Πάντοτε παραμένει και η ακραία -όσο και επικίνδυνη- επιλογή της υπονόμευσης της ύπαρξης αυτού του κράτους, σε συνεργασία με λοιπές γειτονικές δυνάμεις. Εκτιμώ ότι μια τέτοια επιλογή πρέπει να αποκλειστεί καθόσον μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες συνέπειες καίτοι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων όλες οι επιλογές είθισται να τοποθετούνται -φανερά ή σιωπηλά- στην τράπεζα των συνομιλιών.
Ενδεχομένως στην προσπάθεια της εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσεως, η Αθήνα να πρέπει κατάλληλα να εγείρει και γενικότερες επιδιώξεις προς τις μεγάλες δυνάμεις. Παραδείγματος χάρη, σε περίπτωση συμφωνίας, οι δηλώσεις Σκοπίων και Αθηνών, περί μη εδαφικών και λοιπών διεκδικήσεων και του απαραβίαστου των συνόρων, θα μπορούσαν να τύχουν της επιβεβαίωσης όλων των βαλκανικών χωρών και για το σύνολο της ευρύτερης περιοχής υπό την εγγύηση των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με αντίστοιχη αναφορά στο σύνολο των Συνθηκών (Λωζάννης, Ρώμης κλπ) που διέπουν την ειρηνική συνύπαρξη των τελευταίων δεκαετιών. Ακόμη και η πολυαναμενόμενη -από αρκετούς- είσοδος των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ θα αποτελούσε μια άριστη ευκαιρία για παρόμοιες ξεκάθαρες, σταθεροποιητικές δηλώσεις (ακόμη και στην περίπτωση που αυτή λάβει χώρα άνευ επιλύσεως του προβλήματος και υπό προσωρινή ονομασία), μη τρέφοντας όμως ψευδαισθήσεις περί των ορίων όλων αυτών των δηλώσεων και μη λησμονώντας την κεφαλαιώδη σημασία της «αυτοβοήθειας». Σε κάθε περίπτωση, τυχόν ελληνικές αναπόφευκτες υποχωρήσεις, στο θέμα της ονομασίας, θα πρέπει να συνοδεύονται όχι μόνο από ξεκάθαρες σκοπιανές ικανοποιητικές τοποθετήσεις επί των υπολοίπων σημείων τριβής αλλά και από έμπρακτες και σε διάφορους τομείς, θετικές υπέρ της Ελλάδος θέσεις των λοιπών συμμάχων χωρών. Η κυβέρνηση, έχουσα τη συμπαράσταση της αντιπολίτευσης, θα πρέπει με ιδιαίτερη προσοχή και λεπτότητα να διαπραγματευθεί τα «αντισταθμιστικά οφέλη».
Παράλληλα η κυβέρνηση πρέπει να εντείνει τις ενέργειες προσέγγισης του λαού των Σκοπίων σε όλους τους τομείς διευκρινίζοντας ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος των προσπαθειών, η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να ενδιαφέρεται και υποστηρίζει τη χώρα αυτή ενώ θα εξαντλήσει τις δυνατότητες αγαστής συνεργασίας σε όλους τους τομείς εκτιμώντας ότι η εξεύρεσης λύσεως, παρά τα δυσεπίλυτα προβλήματα, αποτελεί θέμα χρόνου καθώς αμφότερες διακατέχονται από φιλικά αισθήματα. Σε αυτήν την κατεύθυνση προηγούμενες αλλά και πρόσφατες συνεργασίες σε θέματα ενέργειας, συγκοινωνιών, εμπορίου, τουρισμού, στρατιωτικής διπλωματίας και γενικότερων διμερών επαφών κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και πρέπει να ενταθούν. Παράλληλα όμως προσπάθεια ενημέρωσης για τις εθνικές θέσεις, συνοδευόμενη με επίθεση «αγάπης και στήριξης» προς τα Σκόπια πρέπει να εντατικοποιηθεί προς όλες τις χώρες και οργανισμούς.
Συχνά γίνεται αναφορά και στην ανάγκη διεξαγωγής δημοψηφίσματος για την έγκριση οποιασδήποτε λύσεως. Η καταφυγή σε δημοψήφισμα, παρά τη θελκτικότητα και την έκφραση της άμεσης δημοκρατίας δεν αποτελεί πάντα την βέλτιστη επιλογή. Όμως η μονόπλευρη δήλωση καταφυγής στη λύση αυτή (προβάλλεται από τα Σκόπια) χρησιμοποιείται ως μέσο έμμεσης δήλωσης αδυναμίας περαιτέρω υποχωρήσεων καθώς αυτές θα απορριφθούν από τη λαϊκή βούληση. Παρόμοιες επιλογές αναγκαστικά συμπαρασύρουν και την άλλη πλευρά σε παρόμοια στάση και οι ευκαιρίες συμβιβασμού ελαττώνονται σημαντικά.
Συγχρόνως δεν πρέπει να ξεφεύγει της προσοχής μας ότι οι αθροιστικές και σε βάθος χρόνου υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς, χωρίς δυστυχώς την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων, επιδρούν αρνητικά στο γόητρο της χώρας καθώς προσδίδουν την εντύπωση της αδυναμίας εμμονής στους στόχους μας. Πράγματι η ελληνική θέση έχει αποδεχθεί μια αξιοσημείωτη υποχώρηση (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων-erga omnes, για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή συζήτηση) χωρίς να έχουμε αντίστοιχη ανταπόκριση από την άλλη πλευρά ή την αναμενόμενη αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα. Η ελληνική αυτή θέση (αναγράφεται στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών) αποτελεί μάλλον το μέγιστο των παραχωρήσεων στο θέμα της ονομασίας χωρίς βέβαια να επιλύονται και τα υπόλοιπα, εξίσου σημαντικά, προβλήματα.
Σε κάθε περίπτωση ο πολιτικός μας κόσμος πρέπει να δει το πρόβλημα των Σκοπίων ως μια εθνική υπόθεση που δεν επιδέχεται κομματικούς χειρισμούς, με οφέλη και κόστη που θα πρέπει να αναληφθούν ισομερώς από τα κόμματα που θα συμπορευθούν σε μια ελάχιστη κοινή γραμμή. Η πολυπλοκότητα του θέματος πρέπει να γίνει κατανοητή από τον ελληνικό λαό και να αποφευχθεί πάση θυσία η χρήση ανέφικτης συνθηματολογίας, λαϊκίστικων επιχειρημάτων και κυρίως διχαστικών πρακτικών σε «ενδοτικούς» και «πατριώτες». Ήδη η ελληνική πλευρά έχει αποδεχθεί ένα αρκετά ρεαλιστικό συμβιβασμό στο θέμα της ονομασίας (που εκφράζει μάλλον την πλειονότητα του πολιτικού κόσμου) επί του οποίου και θα πρέπει να επιμείνει εστιάζοντας στην επίτευξη μόνιμης και ξεκάθαρης λύσης σε όλα τα επιμέρους εξίσου σημαντικά ζητήματα.
Σίγουρα ουδεμία προσέγγιση δεν εγγυάται την επιζητούμενη επιτυχία στο συγκεκριμένο θέμα αλλά τουλάχιστον πρέπει να υπάρξει σύμπλευση ως προς τον τελικό εθνικό στόχο. Ο τελικός εθνικός αντικειμενικός στόχος στη περιοχή των Βαλκανίων πρέπει να είναι η πολιτική, διπλωματική, οικονομική και πολιτιστική πρωτοκαθεδρία μας. Εστιάζοντας στην πραγμάτωση του στόχου αυτού μπορεί να αποδεχθούμε τακτικές υποχωρήσεις ακόμη και σε βασικά ζητήματα όπως αυτό της ονομασίας. Προϋπόθεση ότι η οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση που θα αποδεχθούμε να επιλύει όλα τα υπάρχοντα διμερή προβλήματα (εξυπακούεται ότι θα απαιτηθούν αμοιβαίοι συμβιβασμοί), να μηδενίζει τις πιθανότητες μελλοντικών τριβών με το γειτονικό κράτος και να δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις και γόνιμο έδαφος της ελληνικής διείσδυσης. Επίσης, καίτοι αναγνωρίζω τη σκοπιμότητα εκμετάλλευσης «παραθύρων ευκαιρίας» είμαι επιφυλακτικός προς τις επιβαλλόμενες λύσεις μέσω εξωτερικών πιέσεων, εκβιασμών, ανέφικτων χρονοδιαγραμμάτων και διαδικαστικών μεθοδεύσεων (ή παγιδεύσεων) τύπου «σχεδίου Ανάν».
Ελπίζουμε ότι ο ελληνικός πολιτικός κόσμος θα επιδείξει την επιβαλλόμενη (πρωτόγνωρη) ωριμότητα και υπευθυνότητα στην επίλυση αυτού του πραγματικά δύσκολου προβλήματος καίτοι η μέχρι τώρα συμπεριφορά του δεν μας καθιστούν αισιόδοξους. Ολοκληρώνω επαναλαμβάνοντας την εκτίμηση μου ότι καίτοι η πολυπλοκότητα του προβλήματος δεν επιτρέπει τον μετά βεβαιότητας προσδιορισμό της βέλτιστης λύσεως και η ορθότητα της επιλογής θα κριθεί μόνο σε βάθος χρόνου, η επίτευξη μιας πλήρους αμοιβαίας αποδεκτής λύσης που θα αντιμετωπίζει όλες τις εκκρεμότητες, έστω και με τη χρήση σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό, αποτελεί το καλύτερο δρόμο που προωθεί τα εθνικά μας συμφέροντα στη σφαίρα του εφικτού και του ρεαλισμού.