Γιατί ηττήθηκε η Ελλάδα στα Ίμια – Στρατιωτικός συσχετισμός και πολιτική βούληση
Γιατί ηττήθηκε η Ελλάδα στα Ίμια – Στρατιωτικός συσχετισμός και πολιτική βούληση
Έχουν συμπληρωθεί 25 χρόνια από την κρίση των Ιμίων. Διόλου αδικαιολόγητα, η κρίση βιώθηκε τραυματικά από την ελληνική κοινωνία, καθώς το αποτέλεσμά της εισπράχθηκε ως “εθνική ήττα”. Παρά τη σχετική ομοφωνία ότι επρόκειτο για εθνική ήττα, η χώρα δεν έχει προχωρήσει από τότε οργανωμένα στα “lessons learned”.
Και μόνο η 15ετής παραμέληση των Ενόπλων Δυνάμεων αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Οι προειδοποιήσεις ότι με τη στάση της αυτή η Ελλάδα προ(σ)καλούσε νέο γύρο στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία ήταν εξαρχής ξεκάθαρες. Η Ελλάδα έχασε στα Ίμια την ευκαιρία να “αγοράσει” δεκαετίες σχετικής ηρεμίας στο Αιγαίο, ή τουλάχιστον να διασφαλίσει ότι η αντιπαράθεση δεν θα λάμβανε “θερμό” χαρακτήρα.
Τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έχουν ακουστεί πολλά. Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί εκτείνονται από το περίφημο “και τι θέλατε, να κάνουμε πόλεμο;”, μέχρι το ότι η Ελλάδα διέθετε τακτικό πλεονέκτημα και έπρεπε να επιλέξει τη σύγκρουση για να καταγάγει νίκη. Έχοντας παρακολουθήσει μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης, έχοντας συμμετάσχει στη συγγραφή μονογραφίας για την κρίση, αλλά και έχοντας έκτοτε μιλήσει με εμφανείς και αφανείς πρωταγωνιστές, ο υπογράφων θεωρεί ότι μπορεί να καταθέσει την άποψή του. προσεγγίζοντας το ζήτημα με στρατηγικούς όρους.
Από επιχειρησιακή άποψη, μάλλον εύκολα τεκμηριώνεται ότι η Ελλάδα διέθετε προβάδισμα σε μια σύγκρουση. Υπό τις προϋποθέσεις όμως ότι: α) θα αναλάμβανε την πρωτοβουλία, β) θα επέλεγε τη χρονική στιγμή και γ) θα υπήρχε πολιτική ηγεσία που θα αντιλαμβανόταν τη στρατηγική λογική και θα εμφανιζόταν χωρίς δισταγμούς, επιδιώκοντας την στο συντομότερο δυνατό χρόνο επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού και στηρίζοντας την απόφαση μέχρι το τέλος.
Διευκρινίζεται εκ προοιμίου, ότι σε περίπτωση που δεν συνέτρεχε έστω μία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η παρακάτω ανάλυση δεν ισχύει. Θα μπορούσε, μάλιστα, να οδηγήσει τη χώρα σε ακόμα πιο επικίνδυνη κατάσταση. Ας δούμε τις προϋποθέσεις όμως πιο αναλυτικά.
Ίμια και δυνατότητες απάντησης
Για την πρώτη προϋπόθεση το πλεονέκτημα το έχει σε μια σύγκρουση αυτός που θα χρεωθεί το πρώτο πλήγμα. Δεν αναφέρεται “αυτός που θα επιλέξει τον τόπο και τον χρόνο”, διότι την πρώτη επιλογή την είχε κάνει η Τουρκία. Η κρίση είχε ξεσπάσει και βρισκόμασταν στο στάδιο της διαχείρισής της. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα μπορούσε να δώσει τελεσίγραφο απόσυρσης των δυνάμεων της Τουρκίας από τη μία βραχονησίδα.
Διεθνώς θα εξηγούνταν το τελεσίγραφο από το ότι η κατάληψη εθνικού εδάφους δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητη. Επίσης, ότι τορπίλιζε την προοπτική διπλωματικής απεμπλοκής, λόγω του τετελεσμένου που δημιουργούσε. Δεν υπάρχει σοβαρό αντεπιχείρημα με βάση την “θεωρία των διαπραγματεύσεων” που να θεωρεί ορθολογική ενέργεια την προσέλευση στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης υπό το βάρος τετελεσμένου.
Η Ελλάδα είχε θεωρητικώς τρεις δυνατότητες απάντησης: 1) ανακατάληψη του εδάφους, 2) εξαφάνιση της βραχονησίδας με αεροπορικό πλήγμα και 3) επιχείρηση εξισορρόπησης του τετελεσμένου με την κατάληψη κάποιας τουρκικής βραχονησίδας σε κάποιο άλλο σημείο, εάν δεν υπήρχε προφανής στόχος πλησίον των Ιμίων.
Η ανακατάληψη της τουρκικής βραχονησίδα ήταν εξ ορισμού επιλογή που θα διακινδύνευε πιθανότατα μεγάλο αριθμό φίλιων απωλειών και θα κλιμάκωνε την κρίση με τρόπο μη συμβατό προς τα ελληνικά συμφέροντα. Ο βομβαρδισμός της βραχονησίδας θα κλιμάκωνε νομοτελειακά την κρίση. Κατά συνέπεια η επιλογή αυτής της ενέργειας σήμαινε ότι η Ελλάδα είχε αποφασίσει σύγκρουση με την Τουρκία. Οπότε, καλό θα ήταν να επιλέξει την ώρα εκδήλωσης της επίθεσης και να μη διστάσει να αντιμετωπίσει άμεσα την όποια τουρκική απάντηση.
Στρατιωτικές ισορροπίες
Ασφαλέστερη επιλογή θα ήταν η επιθετική ενέργεια κατάληψης τουρκικού εδάφους προς εξισορρόπηση του τουρκικού τετελεσμένου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή θα ήταν μια ενέργεια που δεν θα μπορούσε να προκαλέσει κλιμάκωση και σύγκρουση. Στρατιωτικά, είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα είχε κατορθώσει στο ναυτικό πεδίο να αποσπάσει σαφές τακτικό πλεονέκτημα. Η λεπτομερής αναφορά περί του πως και του γιατί, ξεφεύγει από τη λογική του παρόντος άρθρου. Οπότε λαμβάνεται για τους σκοπούς της ανάλυσης ως δεδομένο.
Τις νυχτερινές ώρες και μάλιστα σε κάκιστες καιρικές συνθήκες η τουρκική Αεροπορία δεν επιχειρούσε σε αντίθεση με τα ελληνικά Mirage 2000 και τα F-4 Phantom, κάνοντας το ελληνικό πλεονέκτημα ακόμα μεγαλύτερο τις νυχτερινές ώρες. Απόφαση δυναμικού ξεκαθαρίσματος της κατάστασης θα έστελνε τα κατάλληλα μηνύματα για το μέλλον. Παράλληλα, θα επέσπευδε δραματικά την παρέμβαση των ΗΠΑ, την οποία διακαώς επιθυμούσε η ελληνική πλευρά. Στο διπλωματικό επίπεδο στη συνέχεια, η δουλειά του όποιου Χόλμπρουκ και Κρίστοφερ θα είχε πολύ διαφορετικά δεδομένα. Η Ελλάδα δεν θα είχε “διαπραγματευθεί” υπό το βάρος στρατιωτικού τετελεσμένου, όπως συνέβη.
Η επιφυλακτική στάση του τουρκικού Γενικού Επιτελείου στην προοπτική κλιμάκωσης της σύγκρουσης είναι ένδειξη ότι η στρατηγική και τακτική κατάσταση στρατιωτικά δεν ήταν ευνοϊκή για τους Τούρκους. Ο στρατηγός Ισμαήλ Χακί Καρανταγί που είχε την αρμοδιότητα να εκτιμήσει στρατιωτικά την κατάσταση, είχε κάθε δίκιο να είναι επιφυλακτικός. Όμως…
Ο παράγοντας που έκρινε την έκβαση της κρίσης ήταν πολιτικός. Η Τουρκία αποδεικνύεται ότι είχε “διαβάσει” πολύ καλά την ελληνική πολιτική ηγεσία και εκμεταλλεύθηκε τη μεταβατική περίοδο στην οποία βρισκόταν πολιτικά η Ελλάδα. Το ρίσκο που ανέλαβε η Τανσού Τσιλέρ δεν ήταν αμελητέο. Όμως της βγήκε κι αυτό έχει καταγράψει η ιστορία, μαζί με την πολλαπλώς ανερμάτιστη στάση της ελληνικής κυβέρνησης.
Η Ελλάδα
Αν από ελληνικής πλευράς υπήρχαν ορθολογικοί δρώντες και ένας οργανωμένος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης, οι επιλογές θα ήταν διαφορετικές. Τολμώ δε να ισχυριστώ, ότι η κατάσταση συνιστούσε μια ευκαιρία “αγοράς ηρεμίας” στο Αιγαίο και γενικότερα στη στρατιωτική διάσταση των ελληνοτουρκικών, ιδίως στο πεδίο της ναυτικής ισχύος, για πολλά χρόνια.
Προς εξήγηση της λογικής αυτής, το παράδειγμα της στρατηγικής του Ισραήλ στους πολέμους με τους Άραβες είναι αποκαλυπτικό: Η αποτροπή του Ισραήλ περιελάμβανε και επιθετικό στοιχείο. Μέσω πολέμων στους οποίους είχε την πρωτοβουλία (σ.σ. ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ του 1973 έχει καταγραφεί ως στρατηγικός αιφνιδιασμός του εβραϊκού κράτους), το Ισραήλ αποκαθιστούσε την “πειστικότητα” της αποτροπής του “αγοράζοντας” σημαντική περίοδο ηρεμίας.
Αυτή η περίοδος αξιοποιείτο για περαιτέρω στρατιωτική ενίσχυση αλλά και ανάπτυξη της οικονομίας που θα έδινε την ευκαιρία υποστήριξης εξοπλιστικών προσπαθειών. Θεωρώντας “ζήτημα εθνικής επιβίωσης” την αντιπαράθεση με τους Άραβες, κατάφερε επί εφτά σχεδόν δεκαετίες να αρνείται στους αντιπάλους του την επίτευξη των στόχων τους. Παράλληλα δούλεψε συστηματικά για τη διαίρεσή τους, αλλά πρόσφερε και κάποια κίνητρα για να προωθήσει την εξομάλυνση των σχέσεων. Με υπομονή και επιμονή, έφτασε η στιγμή όπου το στρατηγικό περιβάλλον διαμορφώθηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε οι Ισραηλινοί να θεωρούνται οι σημαντικότεροι εταίροι των Αράβων απέναντι στην πρόκληση του Ιράν.
Μεταφέροντας αυτό το υπόδειγμα στην περίπτωση των Ιμίων και ευρύτερα των ελληνοτουρκικών σχέσεων παρατηρούμε ότι η Ελλάδα έχασε μεγάλη ευκαιρία να επιφέρει σημαντικό πλήγμα στον αντίπαλο και να αγοράσει μεγάλο διάστημα ηρεμίας στο στρατιωτικό επίπεδο. Για να είχε συμβεί αυτό, όμως, η συνολική εικόνα που εξέπεμπε η Ελλάδα εκείνα τα χρόνια έπρεπε να είναι διαφορετική. Και εάν ήταν διαφορετική ίσως είχε αποτρέψει τους Τούρκους από το να στήσουν την κρίση.
Ενέργειες και παραλείψεις
Αυτό που αξιοποιήθηκε από την τουρκική πολιτική ηγεσία και ανέλαβε το ρίσκο εμπλοκής σε θερμό επεισόδιο, δεν ήταν η στρατιωτική υπεροπλία της. Ήταν η στηριζόμενη σε υπαρκτά στοιχεία εκτίμηση για την κοσμοθεωρία του νέου πρωθυπουργού και ειδικότερα για τις ψευδαισθήσεις του στα ελληνοτουρκικά. Αυτές προέκυπταν καθαρά και από βιβλίο που είχε εκδώσει. Από τις πρώτες ώρες της κρίσης, ο ανερμάτιστος τρόπος διαχείρισής της με παραβίαση στοιχειωδών κανόνων, απέδειξε την ορθότητα της εκτίμησης που επικράτησε στην Άγκυρα. Αυτό συνέτεινε στη σκλήρυνση της τουρκικής στάσης και στην κατάληψη της δεύτερης Ίμιας.
Αρχηγός ΓΕΕΘΑ που μεταβαίνει οπουδήποτε αλλού πέραν του Κέντρου Επιχειρήσεων για σύσκεψη, όπως και οι επικοινωνίες μέσω κινητών τηλεφώνων, αποδείκνυαν ότι η στρατιωτική ηγεσία είχε διακοσμητικό ρόλο και η στρατιωτική ισχύς δεν ήταν καν στο καλάθι των επιλογών της κυβέρνησης, ώστε να ενισχύσει διπλωματικά την Ελλάδα στον χειρισμό της κρίσης. Το συμπέρασμα ήταν αυταπόδεικτο. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν πανικόβλητη με το κακό που τη βρήκε και παραβιάζοντας ακόμα και στοιχειώδεις κανόνες, δεν έβλεπε τίποτε άλλο μπροστά της πλην την με κάθε κόστος αποκλιμάκωση. Εξ ου και οι ειλικρινείς ευχαριστίες του Σημίτη “προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ”.
Η επιτυχής αντιμετώπιση μιας κρίσης είναι κάτι ευρύτερο της στρατιωτικής ισορροπίας δυνάμεων. Όμως, η διατάραξη αυτής της ισορροπίας υπέρ του αντιπάλου διευκολύνει την καταφυγή του σε στρατιωτικά μέσα. Στην δε κρίσιμη στιγμή, η κάθε ηγεσία με τις ενέργειες και τις παραλείψεις της, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ίδια την κατάσταση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει…
Slpress.gr