Blog

Η κοινοβουλευτική Άκρα Δεξιά την περίοδο της Μεταπολίτευσης

Η κοινοβουλευτική Άκρα Δεξιά την περίοδο της Μεταπολίτευσης

Η κοινοβουλευτική Άκρα Δεξιά την περίοδο της Μεταπολίτευσης

Η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο στο ελληνικό κοινοβούλιο τριών κομμάτων τα οποία εντάσσονται στον χώρο της λεγόμενης Άκρας Δεξιάς. Το φαινόμενο εισόδου κομμάτων με απόψεις και θέσεις που μπορεί να χαρακτηριστούν από συντηρητικές έως ακραίες και ριζοσπαστικές δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά έχει πανευρωπαϊκές διαστάσεις όπως αποδεικνύεται από το ποσοστό συγγενών κομμάτων στις Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Σουηδία. Κάποια εκ των παραπάνω άλλωστε συμμετέχουν σε κυβέρνηση συνεργασίας στη χώρα τους, υιοθετώντας όμως πιο μετριοπαθές πρόσωπο από αυτό που προεκλογικά επιδεικνύουν.

Πριν την ανάπτυξη όμως του κυρίως θέματος, κρίνεται επιτακτική η αποσαφήνιση κάποιων όρων – στην έκταση που επιτρέπει ένα άρθρο- προκειμένου να γίνει κατανοητό το πλαίσιο και οι θέσεις των ακροδεξιών κομμάτων. Αρχικά ο ορισμός Αριστερά- Δεξιά στο πολιτικό φάσμα έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου και διαφέρει κάποιες φορές από το ένα πολιτικό σύστημα στο άλλο. Επιπλέον λόγω της πτώσης του σοσιαλισμού και της παγκόσμιας επικράτησης του καπιταλισμού, των νέων πολιτικών ζητημάτων που έχουν εμφανιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο όπως η προστασία του περιβάλλοντος, τα δικαιώματα των ζώων και ο φεμινισμός, έχουν καταστήσει οι ιδεολογικές διαφορές των κομμάτων να γίνονται με νέους όρους. Τέλος, τα περισσότερα κόμματα στην εποχή μας έχουν γίνει πολυσυλλεκτικά καθώς στοχεύουν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ψηφοφόρων, περιορίζοντας την ιδεολογική τους ταυτότητα και αυξάνοντας την πολιτική πειθώ.

Στην Ελλάδα και στον δημόσιο πολιτικό λόγο, η αναφορά στην Άκρα Δεξιά περιλαμβάνει τους κομματικούς σχηματισμούς που κινούνται «δεξιότερα» του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως κόμμα της κεντροδεξιάς, προσηλωμένο στις ιδέες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ευημερίας. Ασπάζεται ως ιδεολογία αυτή του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού ο οποίος στοχεύει αφενός στην απελευθέρωση της οικονομίας από το κράτος και αφετέρου στην διαφύλαξη του κοινωνικού κράτους. Ήδη άλλωστε από το 1986 αναπροσδιορίστηκε ο ιδεολογικός και πολιτικός προσανατολισμός του κόμματος και από συντηρητικό έγινε φιλελεύθερο κόμμα με βλέψεις άντλησης ψηφοφόρων από το χώρο του Κέντρου.

Τα κόμματα της Άκρας Δεξιάς ανήκουν σε μια μεγάλη και πολυποίκιλη οικογένεια κομμάτων (far right, radical right, extreme right) και φαίνεται πως διαθέτουν στοιχεία από δύο διαφορετικές ιδεολογίες με αποτέλεσμα να εγκυμονεί ο κίνδυνος της μεταξύ τους ταύτισης: του συντηρητισμού και του φασισμού. Τα πρώτα ασπάζονται την επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες, ιδιαίτερα σε εκείνες που σχετίζονται με την οικογένεια, τη θρησκεία και το έθνος και είναι αντίθετα με την ανεκτικότητα, τη λατρεία του εαυτού, την πολυπολιτισμικότητα και τον υπερ-δικαιωματισμό. Από την άλλη τα κόμματα της φασιστικής ιδεολογίας υιοθετούν έναν «αντι-χαρακτήρα», θέτουν τον εαυτό υπό τον υπέρτατο ηγέτη και στην πιο ακραία μορφή υιοθετούν τον σωβινισμό με τη χρήση βίας για την επιβουλή των «ανώτερων» θέσεων. Η βιβλιογραφία διεθνώς ορίζει ως κοινό χαρακτηριστικό του χώρου την προσήλωση στο εθνικό κράτος και την αποστροφή στην παγκοσμιοποίηση, τη μετανάστευση και την διάρθρωση νέων κοινωνιών με ποικίλα θρησκευτικά και πολιτισμικά στοιχεία.

Στη Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία η είσοδος των ακροδεξιών κομμάτων δύναται να εντοπιστεί στο 1977, όταν το κόμμα Εθνική Παράταξις του Στέφανου Στεφανόπουλου έλαβε 349.988 ψήφους, ποσοστό 6,82% και εξέλεξε 5 βουλευτές. Βασικές θέσεις του κόμματος ήταν ο φιλομοναρχισμός και ο αντικομμουνισμός ενώ αποτελούνταν από ετερόκλητα στοιχεία φιλοβασιλικών, φιλοχουντικών και απογοητευμένων οπαδών της Νέας Δημοκρατίας και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Διαλύθηκε το 1981 κατόπιν διαφωνίας στη θέση που θα ακολουθούσε το κόμμα στην εκλογή του Προέδρου Δημοκρατίας.

Την δεκαετία του 1980 κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή το δίπολο Νέας Δημοκρατίας- ΠΑΣΟΚ. Τα δύο κόμματα στις εκλογές τόσο του 1981 όσο και του 1985 έλαβαν συνολικά ποσοστό 83,94% και 86,66% αντίστοιχα με την είσοδο στη βουλή να περιορίζεται στο ΚΚΕ – και στις δύο εκλογές- και στο ΚΚΕ Εσωτερικού με 1 βουλευτή το 1985. Τα κόμματα που ανήκαν στο ευρύτερο δεξιό χώρο έμειναν εκτός κοινοβουλίου.

Το επόμενο κόμμα του δεξιού χώρου που εισήλθε στη Βουλή ήταν αυτό του πρώην υπουργού της Νέας Δημοκρατίας και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου, η Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗ.ΑΝΑ). Ενστερνιζόμενο στοιχεία τόσο από το συντηρητισμό όσο και από τον φιλελευθερισμό, ιδρύθηκε το 1985 αλλά δεν μπόρεσε να αποκτήσει πολιτική ισχύ και μόνιμη θέση στο κομματικό σύστημα. Συγκεκριμένα εξέλιξε 1 βουλευτή στις πρώτες εκλογές του 1989 και πάλι 1 στις εκλογές του 1990, ο οποίος και στήριξε την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Η δεκαετία του 1990 δεν εμφάνισε αλλαγές σε σχέση με την προηγούμενη στην κομματική εκπροσώπηση και απαρτία της βουλής. Το 1993 ο πρώην υπουργός και μετέπειτα πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, αφού αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία ίδρυσε την Πολιτική Άνοιξη (ΠΟΛ.ΑΝ) στην οποία προσχώρησαν βουλευτές από το πρώην κόμμα του ενώ κεντρικοί άξονες της πολιτικής του ήταν τα εθνικά θέματα. Ανοίγοντας μία παρένθεση, την ίδρυση της ΠΟΛ.ΑΝ χαιρέτησε ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Και αυτό το κόμμα της Δεξιάς είχε μικρή διάρκεια βίου καθώς διαλύθηκε το 2004. Πρόλαβε όμως να εισέλθει ως τρίτη δύναμη στη βουλή το 1993 με 10 βουλευτές.

Το 2007 ήταν η σειρά του κόμματος Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός (ΛΑ.Ο.Σ) να εισέλθει στην εθνική αντιπροσωπεία, να παραμείνει σε αυτή έως το 2012 και να λάβει μέρος στην κυβέρνηση συνεργασίας με Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Ο ΛΑ.Ο.Σ χαρακτηρίστηκε από λαϊκισμό, αντιμεταναστευτικό λόγο ενώ πολλές φορές επικαλούνταν την ορθοδοξία και ασκούσε έντονη κριτική στο χειρισμό των εθνικών θεμάτων.

Η οικονομική κρίση και η είσοδος της Ελλάδας στη ζώνη εποπτείας της τρόικας, η εφαρμογή μνημονίων και η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού αποτελούν σημείο τομής στην πολιτική και εκλογική ιστορία της Ελλάδας. Η ιστορική αυτή συγκυρία είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση νέων δυνάμεων οι οποίες στήριξαν το πρόγραμμα τους στην αγανάκτηση και την ανέχεια των πολιτών. Ο λαϊκισμός ξεπέρασε και αυτόν της δεκαετίας του 1980 και έφερε στη βουλή κόμματα και από τα δύο άκρα. Στα κόμματα της Άκρας Δεξιάς συγκαταλέγονται η Χρυσή Αυγή, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η Ελληνική Λύση. Σαφέστατα το πρώτο κόμμα υπήρξε και το πιο ακραίο καθώς καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση το 2020. Τα άλλα δύο κόμματα παρουσίασαν σχεδόν παρόμοια με το ΛΑ.Ο.Σ πολιτική ατζέντα.

Συμπερασματικά, η Άκρα Δεξιά ορίζεται ως ο πολιτικός χώρος που βρίσκεται «δεξιά» της Δεξιάς και αποτελείται από ένα μεγάλο εύρος κομμάτων με διαφορές στις θέσεις και τα προγράμματα τους. Τα κοινά σημεία είναι αφενός η πίστη στο εθνικό κράτος ως η ιδανική πολιτική οργάνωση και αφετέρου η αντιπαλότητα προς το διεθνισμό και την πολυπολιτισμικότητα. Η άνοδος των ποσοστών της τείνει να προβληματίζει τα λεγόμενα «συστημικά» κόμματα και ΜΜΕ τα οποία σε πλείστες περιπτώσεις επιρρίπτουν ευθύνες στα ίδια τα κόμματα αλλά και στους ψηφοφόρους που τα προτιμούν. Πρέπει όμως να εντοπιστούν τα βαθύτερα αίτια του φαινομένου όχι μόνο σε ελληνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη βελτίωση των θεσμών και της ποιότητας της Δημοκρατίας, την επαναπροσέγγιση της μεταναστευτικής πολιτικής και την οικονομική ανάπτυξη.

Μιλτιάδης Β. Παρλάντζας, ΜSc, MA

 

Σημειώσεις