Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΜΙΩΝ

  Η  ΚΡΙΣΗ  ΤΩΝ  ΙΜΙΩΝ

   ΕΙΣΑΓΩΓΗ                            

       Η  κρίση  των  Ιμίων,  όπως αποκαλούνται  τα  πολιτικά  και  στρατιωτικά  γεγονότα  του  1996,  που  έφεραν  τις  Ελληνοτουρκικές  σχέσεις  στα  πρόθυρα  πολέμου  θα  αποτελέσει  για  τον   ιστορικό  του  μέλλοντος  θέμα   προς  διερεύνηση,  όταν  συγκεντρωθεί  το  απαιτούμενο  αρχειακό  υλικό  και  οι  μαρτυρίες  των  εμπλεκομένων, αποφορτισμένες  από  πολιτικές  και  στρατιωτικές  σκοπιμότητες  που  βαραίνουν  ακόμη  στο  Ελληνικό,  Τουρκικό και  Διεθνές  πολιτικό  σκηνικό.
      Στόχος  της  παρούσας  μελέτης  είναι  να  συμβάλει  στη  διερεύνηση  του  θέματος από  την  οπτική  γωνία  ενός  πρώην  αξιωματικού  του Ναυτικού  που  έζησε  την  κρίση  από  επιτελική  θέση.  Mε  τις  γνώσεις  και  την  εμπειρία  που  αποκόμισε,  καθώς  και  με  τη  βοήθεια  της  ισχνής  ακόμη  βιβλιογραφίας  για  το  θέμα,  θα  διατυπώσει  θέσεις  και   απόψεις  που  εκφράζουν  όχι  μόνο  τον  ίδιο,  αλλά  και  πλήθος  άλλων  στρατιωτικών  που  έζησαν  αυτή  την  εμπειρία  και  αποκόμισαν  «εθνική  πίκρα»  από  το  χειρισμό  της.  Ωστόσο  η  προσέγγιση  στο  θέμα  δεν  θα  γίνει  με  κριτήρια  συναισθηματικά,  αλλά  με  ορθολογική  τοποθέτηση  βασισμένη  στις  στρατιωτικές  και   πολιτικές  παραμέτρους  που  προκάλεσαν  τα  γεγονότα.
      Ως  αφετηρία   στο  θέμα  θα  θέσουμε  το  ερώτημα:  «πότε  μιλάμε  για  κρίση».   
      Μπορούμε  να  δεχθούμε  ότι  υφίσταται   κρίση  όταν  γίνεται  προσπάθεια  να  διαφοροποιηθούν  αρχές,  κανόνες  και  συμφωνίες   που έχουν  αποτυπωθεί  σε  συνθήκες μεταξύ  των  κρατών   και  βασίζονται   στο   Διεθνές  Δίκαιο. Αναφερόμενοι  στις  σχέσεις  Ελλάδας  και  Τουρκίας   θα  διαπιστώσουμε  ότι  τα  δύο  κράτη  ερμηνεύουν  διαφορετικά  τις  συνθήκες  που  τα  αφορούν  και  έχουν  διαφορετικές  προσεγγίσεις  στις  προβλέψεις  του  Δικαίου  της  Θάλασσας  και  στους  κανονισμούς  του  ICAO.
Οι  διαφορές  ανάγονται  στο  παρελθόν,  και  αρκετές  φορές  εξ  αιτίας  αυτών  έχουν  προκληθεί  κρίσεις.  Η  επίλυση  των  διαφορών,  ενώ  γενικά  φαίνεται  να  αποτελεί  επιθυμία  και  των  δύο  κρατών,  στην  ουσία  δυσχεραίνεται  από  ακραίες  δηλώσεις  των  ηγεσιών  τους  που   έχουν  αναγάγει  στα  μάτια  των  λαών  τους  τις  διαφορές /διεκδικήσεις  σε  ιερά  και  απαραβίαστα  «εθνικά  θέματα»,  τα  οποία   οι  εκάστοτε  πολιτικές  ηγεσίες  τους  χρησιμοποιούν  για  εκτόνωση  προβλημάτων   εσωτερικής  πολιτικής. 
     Οι  ειδικοί  έχουν  μελετήσει  τέτοιας  φύσεως  θέματα,  έχουν  κατηγοριοποιήσει  τις  κρίσεις  και  έχουν  προτείνει  λύσεις  για  την  αντιμετώπισή  τους.  Πρώτα  απ’  όλα  απαιτείται  να  υφίσταται  ένας μηχανισμός  χειρισμού  κρίσεων. 
Σήμερα,  ως  γενική  αρχή  ορθού  χειρισμού  μιας  κρίσης  και  επίλυσης  των  διαφορών  εμπλεκομένων  κρατών,  θεωρείται  εκείνη  που  προσφεύγει  στο  ισχύον  Διεθνές  δίκαιο  και  στις  αρχές  του  ΟΗΕ. Η  μεταπολεμική  εποχή  με   την  απειλή  των  θερμοπυρηνικών  όπλων  και  τον  ολέθριο  αντίκτυπό  τους   στην  Παγκόσμια  κοινότητα προσέδωσε  μεγαλύτερη  σημασία  στον  ορθό  τρόπο  με  τον  οποίο  πρέπει  να  γίνεται ο χειρισμός  μιας  κρίσης. Χαρακτηριστικό  παράδειγμα  επιτυχούς  αντιμετώπισης  κρίσης  είναι  η  περίπτωση  της  Κούβας  το  1963.  Ο  χειρισμός  της  από  τις  εμπλεκόμενες  υπερδυνάμεις,  ΗΠΑ  και  Σοβιετική  Ένωση  κατέληξε  στη  συμβιβαστική  λύση  της  απόσυρσης  των  Σοβιετικών  πυραύλων  από  την  Κούβα  και  αντίστοιχα  των  Αμερικανικών  από  την  Τουρκία.
Ο μηχανισμός  ορθού  χειρισμού  κρίσεων   δεν  αποτελεί  οπωσδήποτε  συνταγή  επιτυχίας  ούτε  βέβαια  a  priori  ειρηνικής  διευθέτησης  των  προβλημάτων,  εν  τούτοις  παρέχει   κατευθυντήριες  αρχές που  θα  πρέπει  να  ακολουθήσει  ένα  κράτος  ώστε   να  προσεγγίσει  το  προσδοκώμενο.
Τέτοιες  αρχές χειρισμού  κρίσεων  είναι:

  • Η  διατήρηση  υψηλού  επιπέδου  πολιτικού  ελέγχου  στις  στρατιωτικές  επιλογές
  • Η  ύπαρξη  χρονικών  παύσεων  μεταξύ  των  στρατιωτικών  ενεργειών.
  • Ο  συντονισμός  διπλωματικών  και  στρατιωτικών  ενεργειών 
  • Ο  περιορισμός  των  στρατιωτικών  κινήσεων  σε  εκείνες   που  σηματοδοτούν  για  τον  αντίπαλο  αποφασιστικότητα  και  είναι  κατάλληλες  για  περιορισμένης  φύσεως  στόχους  του  χειρισμού  κρίσεων.
  • Η  αποφυγή  στρατιωτικών  ενεργειών  που  πιθανώς  να  σημαίνουν  προετοιμασία  ευρείας  επιθέσεως
  • Η  επιλογή  πολιτικο-στρατιωτικών  ενεργειών  που  δείχνουν  διάθεση  για  εξεύρεση  λύσης  μέσω  διαπραγματεύσεων  και  όχι  λύση  στρατιωτική
  • Η  επιλογή  πολιτικο-στρατιωτικών  ενεργειών  που  αφήνουν  στον  αντίπαλο  δυνατότητα  εξόδου  από  την  κρίση  κατά  τρόπο  που  να  ικανοποιούνται  τα  θεμελιώδη  συμφέροντά  του.

 
ΠΟΤΕ  ΜΗΝ  ΚΑΝΕΙΣ  ΤΗΝ  ΠΡΩΤΗ  ΚΙΝΗΣΗ  ΧΩΡΙΣ  ΝΑ  ΕΧΕΙΣ  ΜΕΛΕΤΗΣΕΙ             ΤΗΝ  ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ.   ΔΗΛΑΔΗ,    ΠΩΣ   ΘΑ   ΕΞΕΛΘΕΙΣ   ΑΠΟ   ΤΗΝ  ΚΡΙΣΗ.

       Ένα  παράδειγμα  χειρισμού  κρίσεως  με  βάση  τα  προαναφερθέντα   είναι  η  ανακατάληψη  των  νήσων  FALKLANDS   και   S. GEORGIA  από  το  Ηνωμένο Βασίλειο  το  1982  όπως  περιγράφεται  κατωτέρω:

      ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ  ΚΡΙΣΕΩΣ  ΣΤΑ  ΝΗΣΙΑ  FALKLANDS  ΚΑΙ  S.GEORGIA 

      Στις  2  Απρ.  1982  οι  ένοπλες  δυνάμεις  της  Αργεντινής  κατέλαβαν  τα  νησιά  Falklands  και  την  επόμενη το  νησί  S. Georgia.  Η  επίθεση  της  Αργεντινής  έγινε  παρά  τις  εκκλήσεις του  Γενικού  Γραμματέα  του  ΟΗΕ,  του Προέδρου  του  Συμβουλίου  Ασφαλείας  του  ΟΗΕ  και  του  Προέδρου  των  ΗΠΑ  προς  την  κυβέρνηση  της  Αργεντινής  να αποφύγει  την  στρατιωτική  δράση
      Η  κατάληψη  των  νησιών  καταδικάσθηκε  άμεσα  από  το  Συμβούλιο  Ασφαλείας  του  ΟΗΕ  με  την  απόφαση  502.  Η  απόφαση  προέβλεπε  την  αποχώρηση  των  δυνάμεων  της  Αργεντινής  από  τα  νησιά  και  την  επίλυση  του  προβλήματος  με  ειρηνικά  μέσα. 
      Η  κυβέρνηση  του  Ηνωμένου  Βασιλείου  κατέστησε ευθύς  εξ αρχής  γνωστή  τη  θέση  της  για  αποδοχή  και  εφαρμογή  της  αποφάσεως  του  Συμβουλίου  Ασφαλείας  παρά  το  γεγονός  ότι τμήμα  των  εδαφών  του  είχε  καταλειφθεί  με  στρατιωτικές  ενέργειες.
      Ο  χειρισμός  της  κρίσεως  σε  υψηλό  επίπεδο   αναλήφθηκε  από  μια  μικρή  ομάδα  Υπουργών που  συνεδρίαζε  καθημερινά  υπό την  προεδρία  της  Πρωθυπουργού  Μ. Θάτσερ.  Ο Γενικός  Εισαγγελέας   του  κράτους  παρακολουθούσε  τις  συσκέψεις  όταν  εξετάζονταν   νομικά  θέματα  και  πάντοτε  στις  συσκέψεις  συμμετείχε  ο  Α/ΓΕΕΘΑ ως  ο  βασικότερος  σύμβουλος της  κυβερνήσεως  επί  στρατιωτικών  θεμάτων.  Η  ομάδα  αυτή  των  υπουργών  και  ο  Α/ΓΕΕΘΑ  εξασφάλιζαν το  συντονισμό  και   την  εφαρμογή   των  διπλωματικών,   οικονομικών   και  στρατιωτικών  αρχών   του  Ηνωμένου Βασιλείου.  Σε  στρατιωτικό  επίπεδο δόθηκε  με  σαφήνεια  ο  στόχος  των  επιχειρήσεών  αλλά  αφέθηκε  σ  αυτούς  η  επιχειρησιακή  πρακτική  υλοποίησής του. Ως  επικεφαλής  της  αεροναυτικής  δύναμης  των  επιχειρήσεων  ορίσθηκε  ο  Αρχηγός  του  Στόλου.  Αυτή  η  μικρή  και  σαφής  δομή  διοικήσεως  εξασφάλιζε  την  γρήγορη  αντίδραση  στα  γεγονότα  και  την κάλυψη  των  αναγκών της  στρατιωτικής  δύναμης.  Χαρακτηριστικά  αναφέρουμε  ότι, όταν  η  Πρωθυπουργός  Μ. Θάτσερ  διερευνώντας  την  προσωπικότητα  του  Αρχηγού  του  Στόλου, υπέβαλε  σ αυτόν  το  ερώτημα,  αν  πιστεύει  στη  νίκη,  εκείνος  απάντησε:  «μπορώ  να  βεβαιώσω  τον απόπλου της  αεροναυτικής  δύναμης  σε  τρεις  μέρες.»
      Η  κυβέρνηση  του  Ηνωμένου  Βασιλείου  επιδίωξε  παράλληλα   την  κατανόηση  του  προβλήματος  της  από  τα  κράτη -μέλη  της   Ευρωπαϊκής  Ένωσης,  από τους  συμμάχους  της  στο  ΝΑΤΟ  και τους  φίλους  της  στην  Κοινοπολιτεία.  Η  εξασφάλιση  διεθνούς υποστήριξης  είχε  κριθεί  ως  απολύτως  απαραίτητη,  ως   θέμα αρχής,   καθώς  θα  καταδείκνυε  στην  Αργεντινή  το  μέγεθος  της  απομόνωσής  της διεθνώς.
      Το  Ηνωμένο  Βασίλειο   δεν  περιορίστηκε   στις  διπλωματικές κινητοποιήσεις.  Με παράλληλες στρατιωτικές  ενέργειες,  σταδιακά  εφαρμοζόμενες,  ασκούσε  πίεση  στην 
Αργεντινή  ώστε  να  την  αναγκάσει  να  αποσύρει  τις  δυνάμεις  της  από  τα  νησιά  και   καθιστούσε  σαφή  την  πρόθεσή  της  να  τα  ανακαταλάβει  με  χρήση  βίας
      Στις  5  Απριλίου  1982 τρεις  μέρες  αργότερα  από  την  κατάληψη  των  νήσων  από  την  Αργεντινή    απέπλευσε    η  αεροναυτική  δύναμη του  Ηνωμένου   Βασιλείου  για  την   ανακατάληψή  τους.
      Στις  12  Απριλίου  Το  Ηνωμένο  Βασίλειο   επέβαλε  ζώνη  αποκλεισμού  των  πλοίων  της  Αργεντινής  200  ναυτικά  μίλια    γύρω  από τα νησιά  FALKLANDS 
      Στις  23  Απριλίου   προειδοποίησε  ότι  κάθε  προσέγγιση  δυνάμεων  της  Αργεντινής  και  παρεμβολή  τους  στην  αποστολή των  δυνάμεών  του  θα  αντιμετωπιζόταν  κατάλληλα.
      Στις   25  Απριλίου   ανακατέλαβε  την  νήσο  S.Georgia
      Στις   29  Απρ.  ανακοινώθηκε  ότι  όλα  τα  πλοία  της  Αργεντινής  που  παρακολουθούσαν  τις  Ναυτικές  δυνάμεις  του  Ηνωμένου   Βασιλείου   υπόκειντο  σε  επίθεση.
      Στις   30  Απρ.  ανακοινώθηκε  ότι  η  ευρύτερη  περιοχή  των  νησιών  αποτελούσε απαγορευμένη  ζώνη.
      Την  1η  Μαΐου  βομβαρδίστηκε  το  αεροδρόμιο  του  Port  Stanley.
      Στις  7  Μαΐου  προειδοποιήθηκε  η  Αργεντινή  ότι  κάθε  αεροσκάφος  η  πλοίο  της  που  θα  βρισκόταν  12  ναυτ. μίλια  έξω  από τις  ακτές  της  θα  θεωρείτο  εχθρικό. Η  ώρα των  στρατιωτικών  επιχειρήσεων  για  τα  FALKLANDS  είχε  σημάνει. 
      Η  σύντομη  αυτή  αναφορά  στην  κρίση   των  FALKLANDS  καταδεικνύει  τον  τρόπο  με  τον  οποίο  κινήθηκε  και  έδρασε  μια  ευρωπαϊκή  χώρα,   η  οποία  προς  επίλυση  «εθνικών  θεμάτων»,  όπως  θα  μπορούσε  να  χαρακτηρισθεί  το  συγκεκριμένο,  έδρασε   ευέλικτα,  δυναμικά  και  αποτελεσματικά  Εφάρμοσε    και  εξάντλησε    στην  ουσία  όλες  τις  δυνατότητες  που  της  παρείχαν  οι  διεθνείς  οργανισμοί,    αποσαφηνίζοντας  παράλληλα  τους  ρόλους  και  τις  αρμοδιότητες  των  πολιτικών  και  στρατιωτικών  φορέων  που  κλήθηκαν  να  συμμετάσχουν   στο  χειρισμό  για  τη  διευθέτηση  της  κρίσης 
     Oι απώλειες του Η.Βασιλείου από την επιχείρηση αυτή ήταν συνοπτικά περίπου 200 άνδρες, 5 πολεμικά πλοία, 1 μεγάλο πετρελαιοφόρο στόλου, 1 μεγάλο επιταγμένο φορτηγό πλοίο που μετέφερε ανταλλακτικά αεροπλάνων και ελικόπτερα, 10 πολεμικά αεροπλάνα και 25 ελικόπτερα διαφόρων τύπων.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά από το γεγονός τον Ιούλιο του 2007 γράφηκε στον διεθνή τύπο ότι 13 από τις 18 γεωτρήσεις που έγιναν στα νησιά FALKLANDS αποδείχτηκαν εκμεταλλεύσιμες με κοιτάσματα πετρελαίου μεγαλύτερα από αυτά της Bόρειας θάλασσας.

Θα  επιχειρήσουμε  μια  σύγκριση  της  παραπάνω επιχείρησης  με  την  ανάλογη  Ελληνο-Τουρκική  κρίση  στα  Ίμια. Τα  δύο  κράτη,  Ελλάδα  και Τουρκία,  δέσμια  μιας προπαγανδιστικής  πολιτικής  διαχείρισης  των  εθνικών  τους  θεμάτων,  οδηγήθηκαν και  τα  δύο  σε   δυσχερέστατη  θέση  με  αποτέλεσμα  οι  μεν  Τούρκοι  να  προπαγανδίσουν  διεθνώς  την  ύπαρξη  γκρίζων  ζωνών,  οι  δε  Έλληνες  να  χρεωθούν  μια  εθνική  ντροπή  από  τον  κακό  χειρισμό  της  εν  λόγω  κρίσης, η ακόμα χειρότερα να θέσουν υπό αμφισβήτηση τμήμα της εθνικής τους κυριαρχίας και να βλάψουν τα εθνικά τους συμφέροντα αν στο μέλλον αποδειχθεί ότι στον υποθαλάσσιο χώρο της ευρύτερης περιοχής υπάρχει εκμεταλλεύσιμος πλούτος π.χ. πετρέλαιο.
    

 

Α. Η  ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ  ΚΡΙΣΗ  ΣΤΑ  ΙΜΙΑ                         
 
            Α.1. ΠΟΡΕΙΑ  ΠΡΟΣ  ΤΗΝ  ΚΡΙΣΗ

            Στην εφημερίδα «ΣΗΜΕΡΙΝΗ» της Κυριακής 18 Ιουνίου 2006 δίδεται συνέντευξη από τον Περικλή Νεάρχου ο οποίος υπήρξε σύμβουλος του Α.Παπανδρέου επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου είχε πληροφορίες χρόνια πριν, για σχέδια της Άγκυρας να θέσει θέμα βραχονησίδων και γκρίζων ζωνών. Στην  εν  λόγω  συνέντευξη ο Π. Νεάρχου  επισημαίνει  ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε  αναφερθεί,  χωρίς πολλές λεπτομέρειες, σε παλαιότερη  συνέντευξή του στον Τύπο για την Τουρκική στρατηγική, ότι η Άγκυρα μεθόδευε νέους τρόπους για την προώθηση των παλαιών στόχων της. Είχε  πει ότι  μερικοί  μιλούσαν  στο παρασκήνιο για βραχονησίδες. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι μετά τον τερματισμό της διεθνούς διασκέψεως για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982, το νέο Δίκαιο ετέθη σε ισχύ το 1994 και επικυρώθηκε από την Ελληνική Βουλή το 1995.    
Τον  Νοέμβριο  του  1995  η  Ελληνική  Κυβέρνηση  μελετούσε  ένα  πρόγραμμα 
εποικισμού  μικρονησίδων  στο  Αιγαίο  με  κρατική  επιδότηση.  Ανακοινώθηκε  ότι  το  πρόγραμμα  αποσκοπούσε  στην  ανάπτυξη  μιας  μορφής  αγροτικού  τουρισμού.  Στην  πραγματικότητα,  βασιζόμενη  στο  Δίκαιο  της  Θαλάσσης   περί  υφαλοκρηπίδας  και  ζώνης  οικονομικής  εκμετάλλευσης    στόχευε  με  τον  εποικισμό  στην διασφάλιση των  εθνικών  της  συμφερόντων  .  Η  απαραίτητη  υποδομή  εποικισμού  θα  δημιουργείτο  στις  νησίδες  Τοκμάκια  Λέσβου,   Βάτος  Χίου  Αντικύθηρα  Κυθήρων,  Γαυδοπούλα  Κρήτης  και  Νίμος,  Στρογγυλή,  Φαρμακονήσι,  Καλόλιμνος  Δωδεκανήσου.  Ήδη,  πριν  ακόμη  το  πρόγραμμα  πάρει   ευρεία  προβολή,   500  Έλληνες  και  περισσότεροι  από  1200   ξένοι  υπήκοοι  είχαν εκδηλώσει  σχετικό ενδιαφέρον. Το  Νοέμβριο,  ο  Υπουργός  Αιγαίου  Α. Κοτσακάς  και  ο  Υφυπουργός  Εξωτερικών  Ε. Μπεντενιώτης  πραγματοποίησαν  περιοδεία  στο  Αιγαίο  επισκεπτόμενοι  με  ελικόπτερο  διάφορα  μικρονήσια  προκειμένου  να  ελέγξουν  και να  εκτιμήσουν  επιτόπου  την  κατάσταση (Σ.Βλάσσης σελ.9).
    Την 1η Νοεμβρίου 1995 μέλη και φίλοι του Πολιτιστικού-Μορφωτικού Συλλόγου Αποφοίτων Σχολών Υπαξιωματικών Πολεμικού Ναυτικού επιβιβάστηκαν στο ΠΓΥ ΕΒΡΟΣ του Πολεμικού Ναυτικού δηλώνοντας: «Θα υψώσουμε  τη γαλανόλευκη στα διαμάντια των θαλασσών μας, τις ακατοίκητες βραχονησίδες, που όπως διαπιστώσαμε κατά το ταξίδι τα περισσότερα από αυτά δεν είναι και τόσο βραχονησίδες, αλλά σπάνιας ομορφιάς νησιά με χλωρίδα και πανίδα, και ακόμα θα  εντοπίσουμε κατάλληλους χώρους για την κατασκευή στοιχειώδους υποδομής έτσι ώστε να γίνει δυνατή η ολιγοήμερη παραμονή επισκεπτών στις εσχατιές του ελληνικού χώρου…». Αυτά αναγράφονται στην εφημερίδα ΞΙΦΙΑΣ αρ. φύλλου 41 Οκτώβριος-Νοέμβριος 1995 την οποία εκδίδει ο Πολιτιστικός-Μορφωτικός Σύλλογος Αποφοίτων Σχολών Υπαξιωματικών Πολεμικού Ναυτικού. Υψώθηκε τότε η Ελληνική Σημαία στις βραχονησίδες Καλόλιμνος, Στρογγυλή, Φαρμακονήσι, Βάτος και Πασά. Οι ενέργειες αυτές του Συλλόγου εντάσσονταν σε συγκεκριμένο πρόγραμμα των Υπουργείων Εθνικής Αμύνης και Αιγαίου.
Τα όσα αναφέρει η προαναφερθείσα εφημερίδα επιβεβαίωσε στη                                                                                 «Διπλωματία (http://www.diplomatia.gr) ο τότε Υπουργός Αιγαίου Αντώνης Κοτσακάς: «Υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο για την αξιοποίηση πολλών βραχονησίδων του Αιγαίου. Βασιζόταν στη σκέψη ότι σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο σε ένα νησί αναγνωρίζεται υφαλοκρηπίδα, μόνον όταν στο έδαφος του ασκείται έστω και μικρή οικονομική δραστηριότητα. Το ζήτημα το είχαμε συζητήσει με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον και είχε εγκρίνει το σχέδιο. Έτσι σε συνεργασία με το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και τον τότε Υπουργό Γ.Αρσένη εκπονήθηκε με όλες τις λεπτομέρειες συγκεκριμένο πρόγραμμα που προέβλεπε την μεταφορά, σε μια σειρά από βραχονησίδες, ορισμένων υλικών που να καθιστούν εφικτή τη διαβίωση ακόμα και υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως δοχεία με καύσιμα θέρμανσης και εφόδια, κάποιες στοιχειώδεις εγκαταστάσεις στέγασης, καλύβες και άλλα. Σκοπός μας ήταν κυρίως να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον οικολογικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων όπως η Greenpeace και άλλες, ώστε τα νησιά να ζωντανέψουν κάπως…. Στον κατάλογο των νησιών περιλαμβανόταν τα Αντικύθηρα και η Γαυδοπούλα και όχι μόνο βραχονησίδες του Ανατολικού Αιγαίου. Το Υπουργείο Αμύνης είχε διαθέσει τα απαραίτητα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού προσωπικό και υλικά για την υλοποίηση του προγράμματος».         
Το  ΓΕΕΘΑ  δεν  γνώριζε  τίποτα  γι’  αυτήν  τη  δραστηριότητα.    Τέτοιες  πολιτικές  πρωτοβουλίες  σε  περιοχές  κακής  γειτονίας  και  διεκδικήσεων  από  την  άλλη  πλευρά  ενέχουν  πάντοτε  την  πιθανότητα  κρίσεως,  στο  χειρισμό  της  οποίας  εμπλέκονται  εκ  των  πραγμάτων  οι  Ένοπλες  Δυνάμεις  Συνεπώς  απαιτείται  τουλάχιστον  η  ενημέρωση  τους  για  τέτοιες  πολιτικές  προθέσεις. Από  την  άλλη  πλευρά,  οι  Τουρκικές  εφημερίδες  είχαν  αναγγείλει  ότι  σε  αντίδραση  προς  τα  έργα  υποδομής  των  Ελλήνων,  το  Τουρκικό  Ναυτικό  ετοιμαζόταν  να  «χαρτογραφήσει  πλήρως»  τις  βραχονησίδες  που  βρίσκονται  κοντά  στις  ακτές  της  Τουρκίας,  στο  Αιγαίο  (Κούρκουλας σελ.30).
Το  θέμα  των  κυριαρχικών  βλέψεων  της  Τουρκίας  σε  νησίδες  και  βραχονησίδες  της  περιοχής  της  Δωδεκανήσου  φαίνεται  ότι  ήταν  παλιά  ιστορία  για  την  Τουρκία.
Στο  τουρκικό  περιοδικό  «Ένας  Στρατιωτικός – Ένας  Διπλωμάτης»  εκδόσεως  2001  καταγράφεται  διάλογος  μεταξύ  του  πρώην  Αρχηγού  του  Τουρκικού  Ναυτικού  Ναυάρχου  Γ. Ερκαγιά  και  του  πρέσβη  Τ. Μαιτόκ.  Από  την  συζήτησή  τους προκύπτει  ότι  το  θέμα  των  νησιών  υπό  Τουρκική  διεκδίκηση   είχε  ξεκινήσει  το  1992  όταν  ο  Ναύαρχος  Γ. Ερκαγιά   ήταν  Αρχηγός  του  Στόλου. Τότε  είχε  γίνει  μια  έρευνα  από  τον  Διευθυντή  της  Τουρκικής  Ωκεανογραφικής  Υπηρεσίας  Πλοίαρχο  Yuce.  Οι  έρευνες  ήταν  γνωστές  στο  Τουρκικό  ΥΠΕΞ,  Τ/ΓΕΕΘΑ,  στην  Ωκεανογραφική  Υπηρεσία  και  στη  Διεύθυνση  του  Τουρκικού  Εθνικού  Κτηματολογίου.
Αργότερα  ο  Ναύαρχος  Γ. Ερκαγιά,  ως  Αρχηγός  του  Τουρκικού  Ναυτικού  ανέθεσε  σ’  έναν  Αξιωματικό  απόφοιτο  της  Τουρκικής  Στρατιωτικής  Ακαδημίας  έρευνα  με  το  ίδιο  αντικείμενο  και  η  νομική  ισχύς  της  μελέτης  έγινε  αποδεκτή  από  τις  Τουρκικές  Αρχές.  Έτσι  στην  κρίση  των  Ιμίων  η  περιοχή  στην  οποία  αναφερόταν  αυτή  η  θεωρία  τοποθετήθηκε  σ’  ένα  χάρτη  και  επεξηγήθηκε  στα  μέλη  του  Εθνικού  Συμβουλίου  Ασφαλείας,  στον  Πρόεδρο  της  Δημοκρατίας  και  στην   Κυβέρνηση.
Στο  χάρτη  φαινόταν   πως  το  1946  ο  Πρωθυπουργός  Σαράτσογλου  είχε  σημειώσει  τα  νησιά  που  δίνονταν  στην  Ελλάδα  με  την  ανάλογη  συνθήκη  και  θεωρούσε  ότι  τα  υπόλοιπα  παρέμεναν  στην  Τουρκία.  Ο  Πρόεδρος  Ι. Ινονού  αναφέρεται  ότι  είχε  συστήσει  στον  Σαράτσογλου    να  έρθει  σε   συνεννόηση  με  το  Τ/ΓΕΕΘΑ  Ο  Τούρκος  Α/ΓΕΕΘΑ  Στρατηγός  Φ.Τσακμάκ  είχε  εναντιωθεί  στη  θέση  αυτή  λέγοντας  ότι  αυτά  τα  νησιά  θα  φέρουν  μια  μέρα  τις  χώρες  αντιμέτωπες.  Ο  Πρωθυπουργός  Σαράτσογλου  έφερε  τότε  το  θέμα  στο  Υπουργικό  Συμβούλιο  και  δήλωσε  ότι  θα  το  έλυνε  με  τη  βοήθεια  του Ναυτικού.  Ετοιμάσθηκαν  πινακίδες  στις  οποίες  γραφόταν  «Εδώ  είναι  Τουρκικά  νησιά»  και  τοποθετήθηκαν  στα  διεκδικούμενα.
Λίγες  μέρες  αργότερα  ο  Ιταλός  Ακόλουθος  της  Πρεσβείας  στην  Άγκυρα  είχε  επισκεφθεί  το  ΓΕΕΘΑ  και  είχε  τονίσει  πως  η  πράξη  αυτή  αποτελούσε  πρόκληση  στα  κυριαρχικά  δικαιώματα  της  Ιταλίας  και ότι  η  Κυβέρνησή  του  είχε  ενοχληθεί.  Ο  Τούρκος  Α/ΓΕΕΘΑ  επέρριψε   την  ευθύνη  για  το  θέμα  στον  Πρωθυπουργό  και  όταν  συζητήθηκε  ότι  το  νησί  που  προκάλεσε  το  πρόβλημα  ήταν  η  Κάλυμνος,  δηλώθηκε  σαφώς  από  την  Τουρκική  πλευρά,  ότι  αυτό  ήταν  Ιταλικό.  Έτσι  πάρθηκαν  οι  πινακίδες  και  από  την  Κάλυμνο   και  από  τα  νησιά  που  βρίσκονται  απέναντι  από  το  Μποντρούμ.  Ανάμεσα  σ αυτά  ήταν  το   Γαιδουρονήσι  και  το  Φαρμακονήσι.  Κλείνοντας   τη  συζήτηση  ο  Ναύαρχος  Ερκαγιά  ανέφερε   ότι  στην  κρίση  των  Ιμίων  έδειξαν  μεγάλη  σοβαρότητα  και  αποφάσισαν  να μην  παραιτηθούν  από  την  προστασία  των  εδαφών  τους  έστω  και  με  πιθανότητα  πολέμου.            
      Στις  26  Δεκεμβρίου  1995  το  Τουρκικό  M/S  FIGEN  AGAT  προσάραξε  στις  βραχονησίδες  Ίμια. Η  άρνηση  του  καπετάνιου  του  πλοίου  να  δεχθεί  τις  υπηρεσίες  των  Ελληνικών  ρυμουλκών  που  πρότεινε  το  Λιμεναρχείο  Καλύμνου  και  ο  ισχυρισμός του  ότι  το  ναυάγιο  έγινε  σε  Τουρκικό  νησί  ανάγκασε  το  Ελληνικό   Υπουργείο  Εμπορικής  Ναυτιλίας  να  γνωστοποιήσει  το  θέμα  στο  Υπουργείο  των  Εξωτερικών. 
      Την  επομένη,  Τετάρτη  27  Δεκ.  διαβιβάσθηκε  τηλεφωνικά  από  το  Τουρκικό  Υπουργείο  Εξωτερικών  προς  την  Ελληνική  πρεσβεία στην  Άγκυρα  η εξής  δήλωση:  «ας  το  ρυμουλκήσει  όποιος  θέλει  να  το  ρυμουλκήσει,  αλλά  πρέπει  να  ξανασυζητήσουμε  το  θέμα».  Αυτή  η  στάση  υπαγορευόταν  από  τον  Τουρκικό  ισχυρισμό  ότι  τα  θαλάσσια  σύνορα  μεταξύ  αυτής  και  της  Ελλάδας  δεν  είχαν  ποτέ   προσδιοριστεί.  Έτσι  εξ  αφορμής  της  αποκολλήσεως  του  FIGEN  AKAT ήρθε  στην  επιφάνεια  το  θέμα  της  Τουρκικής  εδαφικής  διεκδίκησης  των  βραχονησίδων  στα  Ίμια.  
      Την  Πέμπτη  28  Δεκ  μετά  από    σειρά  τηλεφωνικών    συνομιλιών   μεταξύ  του  Τουρκικού  Υπουργείου  Εξωτερικών  και  της  Ελληνικής  Πρεσβείας  στην  Άγκυρα,    Ελληνικό   ρυμουλκό  ιδιοκτησίας  της  εταιρείας  Μάτσας  που  ναυλώθηκε  από  την  τουρκική  εταιρεία  «Διάσωση  Omus»  αποκόλλησε  το  πλοίο  και  το  οδήγησε στο  Τουρκικό  λιμάνι  του  Κιουλούκ  στην  απέναντι ακτή.
      Την  επομένη,  Παρασκευή  29  Δεκ.  το  Τουρκικό  ΥΠΕΞ  έστειλε  στην  Ελληνική
πρεσβεία  στην  Άγκυρα  ρηματική  διακοίνωση  που  ανέγραφε: «οι  νησίδες  Ίμια  αποτελούν  εσωτερικό  τμήμα  της  Τουρκικής  επικράτειας,  διοικητικά  υπάγονται  στην  επαρχία  Μούγλας  και  ανήκουν  στην  Νομαρχία  Αλικαρνασσού  (Μποντρούμ),  γεωγραφικά  ανήκουν  στο  χωριό  Καράκαγια  είναι  δε εγγεγραμμένες  στο  κτηματολόγιο  της  Νομαρχίας  Μούγλας.»
      Την  9η  Ιανουαρίου  1996  επιδόθηκε  η  Ελληνική  απάντηση  στην  Τουρκική  ρηματική  διακοίνωση  με  την  οποία  απορριπτόταν  ο  Τουρκικός ισχυρισμός  περί  κυριαρχίας  στα  Ίμια.
      Στις  16  Ιαν.  Το  Ελληνικό  Υπουργείο  Εξωτερικών  ζήτησε  από το  ΓΕΕΘΑ  να  λάβει  μέτρα  αυξημένης  επαγρύπνησης  στην  ευρύτερη  περιοχή  των  βραχονησίδων  για  κάθε  ενδεχόμενο. 
      Στις  18  Ιαν.  το  ΓΕΕΘΑ  έδωσε  με  τη  σειρά  του  εντολή  στο  ΓΕΝ  για  αυξημένη  επαγρύπνηση,  ενώ ενημέρωσε  τα  δυο  άλλα  επιτελεία  και  το  Υπουργείο Εξωτερικών  για  τα  μέτρα  που  είχαν  ληφθεί.
      Το  Σάββατο  20  Ιαν.  Το  «Εμπιστευτικό  Γράμμα»   ένα  φιλοκυβερνητικό  ενημερωτικό  δελτίο  που  κυκλοφορούσε  μόνο  σε  συνδρομητές  και  εκδιδόταν  στην  Αθήνα  αποκάλυψε  την  ανταλλαγή  των  ρηματικών  διακοινώσεων  με  αφορμή  το  ναυάγιο  στα  Ίμια  και  σχολίαζε  ότι  η  Τουρκία  για  πρώτη  φορά  έθετε   θέμα  εδαφικών  διεκδικήσεων. Η  διαρροή  της  πληροφορίας    συνέβη  μία  ημέρα  μετά  την  επιλογή  του  Κ.Σημίτη  ως  Πρωθυπουργού  από  την  Κοινοβουλευτική  ομάδα  του  ΠΑΣΟΚ.
      Στις  23  Ιαν.  ανακοινώθηκε  ότι  έγινε  σύσκεψη  στο  γραφείο  του  Πρωθυπουργού  με  συμμετοχή  των  Υπουργών  Εξωτερικών  και  Δημόσιας  Τάξης  και  εξετάσθηκε  «σοβαρό εθνικό  θέμα».
      Στις  24  Ιαν.  ο  ΑΝΤΕΝΝΑ  πρόβαλε  ως  πρώτο  θέμα  την  αλληλογραφία  που  ανταλλάχθηκε  σε  διπλωματικό  επίπεδο  γύρω  από  το  θέμα  της  προσάραξης  του  M/S  FIGEN   AGAT  στα  Ίμια.
      Την  επομένη,    25  Ιαν.   τέσσερις  κάτοικοι  της  Καλύμνου  με  επικεφαλής  το  Δήμαρχο  και  τηλεοπτικό  συνεργείο  πήγαν  στην  ανατολική  νησίδα  Ίμια  και  τοποθέτησαν  σε  ένα  πρόχειρο  ιστό  την  Ελληνική  σημαία.  Ειπώθηκε  χωρίς  να  δοθεί  συνέχεια  στο  θέμα  ότι  πίσω  από  αυτή  την  ενέργεια  βρισκόταν  ο  ΥΕΘΑ  Γ.Αρσένης.
      Ο  Έλληνας  ΥΠΕΞ  επιβεβαίωσε  σε  συνέντευξη  του  την  ανταλλαγή  των  ρηματικών  διακοινώσεων  και  δήλωσε  ότι  ήταν  η  πρώτη  φορά  που  προβλήθηκαν  από  Τουρκικής  πλευράς  εδαφικές διεκδικήσεις.
Το  Σάββατο  27  Ιαν.  ελικόπτερο  με  Τούρκους  δημοσιογράφους  από  τη  Σμύρνη  προσγειώθηκε  στην  Ανατ.  Ίμια,   απέσυραν  την  Ελληνική  σημαία και  τοποθέτησαν  την Τουρκική.  Το  περιστατικό  προβλήθηκε  από  την  Τουρκική  τηλεόραση.         
Στις  05/02/2004  δημοσιεύεται  στην  εφημερίδα  της  Χίου  «ΑΛΗΘΕΙΑ»  συνέντευξη  του Τούρκου δημοσιογράφου  που  είχε  στήσει  την  Τουρκική  Σημαία  στην  βραχονησίδα  Τζεζούρ  Οσέρτ. Στη  συνέντευξη  αυτή  αποκαλύπτει  στον  Έλληνα  συνάδελφό  του  Σ. Μπαλάσκα  ότι  η  Τουρκική  Σημαία  είχε  παραδοθεί  στα  γραφεία  της  εφημερίδας  του  στη  Σμύρνη  από  άτομο  του  οποίου  την  ταυτότητα  αποκάλυψε  στον  Έλληνα  δημοσιογράφο «off the  record» με  τη  δέσμευση όμως να  μην  το  δημοσιεύσει. Στην  ίδια  συνέντευξη αναφέρει  επίσης ότι κανένας δεν τους είχε πει ότι στη βραχονησίδα ήταν τοποθετημένη Ελληνική σημαία και να την αφαιρέσουν. Εκείνο που τους είχαν πει από την εφημερίδα ήταν να φωτογραφηθούν με την Τουρκική σημαία στο νησί. Αξίζει στο σημείο αυτό να καταγραφεί μια ακόμη μαρτυρία του ιδίου Τούρκου δημοσιογράφου στην ίδια συνέντευξη «Πήγα στο νησί ξανά όταν τέλειωσαν όλα. Βρήκα κάλυκες από σφαίρες, τα δύο κοντάρια. Ήμουνα ο πρώτος που πήγε στο νησί και ήθελα να είμαι και ο τελευταίος…..».

 Α.2. Η  ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ  ΔΥΟ  ΚΡΑΤΩΝ

       α. ΤΟΥΡΚΙΑ
       Από  τον  Σεπτέμβριο  του  1995  η  Τουρκία  βρισκόταν  σε  πολιτική  κρίση.  Ο  συνασπισμός  των  Σοσιαλδημοκρατών  και  του  κόμματος  του  Ορθού  Δρόμου είχε  καταρρεύσει.  Οι  εκλογές  της  24ης  Δεκεμβρίου  είχαν  φέρει  πρώτο  το  κόμμα  της  Ευημερίας  του  Ν.Ερμπακάν.  Φόβος  είχε  κυριεύσει  το  Τουρκικό  κατεστημένο.  Ο  Ν. Ερμπακάν  αναζητούσε συμμάχους  για  να  σχηματίσει  κυβέρνηση.  Η  Τανσού Τσιλλέρ  σ’  αυτή  τη  φάση  λειτουργούσε σαν  υπηρεσιακός  Πρωθυπουργός.
Το  Τουρκικό  κατεστημένο  αναζητούσε  αγωνιωδώς  τρόπους  στήριξης  στην  εξουσία  της  Τ.Τσιλλέρ  ώστε   να  αποφευχθεί   η  ανάληψη  της  εξουσίας  από τον  Ν.Ερμπακάν.  Η  κρίση  στα  Ίμια  παρουσιαζόταν  σαν  μια  πρώτης  τάξεως  ευκαιρία  να  ισχυροποιηθεί  η  θέση  της  Τ.Τσιλλέρ.  Και  προς  την  κατεύθυνση  αυτή  έμελλε  να  εργασθεί  μεγάλη  μερίδα  του  Τουρκικού  κατεστημένου.
      
Οι  ΗΠΑ  στα  πλαίσια  των  προσπαθειών  τους  για  εξομάλυνση  των  ελληνοτουρκικών σχέσεων  είχαν  αναλάβει  πρωτοβουλίες  προς την  κατεύθυνση  της  εξέτασης    όλων  των  Ελληνοτουρκικών    διαφορών  ως  πακέτο.  Οι  πρωτοβουλίες  αυτές  των  ΗΠΑ  ικανοποιούσαν  την  Τουρκική  διπλωματία  η  οποία  στο  πνεύμα  του  ανατολίτικου  παζαριού  επιθυμούσε    να  τεθούν  όσο  το  δυνατόν  περισσότερα  προβλήματα  προς  συζήτηση  σε  μια  πιθανή  τράπεζα  διαπραγματεύσεων.
      
Η  κρίση  στα   Ίμια  προσφερόταν  ως  άριστη  ευκαιρία  για  την   Τ.Τσιλλέρ  να 
ισχυροποιήσει  την  πολιτική  της  θέση  προσβλέποντας  στο  κέρδος που  θα  αποκόμιζε   από  το  πολιτικό  παιχνίδι  που  παιζόταν  στην Τουρκία  αλλά  και  από  την  Τουρκική  διπλωματία  με  το να  θέσει   άλλο  ένα  προς  διαπραγμάτευση  ζήτημα    στα  υπάρχοντα  στο  Αιγαίο. Συγκεκριμένα με  την  αφορμή  των  Ιμίων,  πρόβαλε  τη  θέση  επανεξέτασης  του  καθεστώτος  νησίδων  και  βραχονησίδων  στο  Αιγαίο  αμφισβητώντας  τα  κυριαρχικά  δικαιώματα  της  Ελλάδας  επ΄αυτών. 

Είναι  γνωστό  ότι  η  Τουρκική  πλευρά  δίδει  διαφορετική  ερμηνεία  στη  συνθήκη  του  Ouchy  στις  18-10-1912,  στη  συμφωνία  του  Λονδίνου  στις  30-5-1913,  στη  Συνθήκη  ειρήνης  των  Αθηνών  στις  14-11-1913,  στην  απόφαση  των  έξι  κρατών  στις  13  και  14-2-1914  που  αργότερα  απορρίφθηκε  από  την  Οθωμανική  αυτοκρατορία,  στη  Συνθήκη  της  Λωζάνης  στις  24-7-1923  και  στη  Συνθήκη  των  Παρισίων

       β.  ΕΛΛΑΔΑ
Η  εισαγωγή  και  νοσηλεία  στο  Ωνάσειο  του  Α.Παπανδρέου  είχε  σηματοδοτήσει  την μάχη  των  διαδόχων.  Στις  15  Ιανουαρίου  1996  ο  Α.Παπανδρέου  παραιτήθηκε  από  Πρωθυπουργός
       Στις   19  Ιαν.  εκλέχθηκε  από  την  κοινοβουλευτική  ομάδα  του  ΠΑΣΟΚ  ως   Πρωθυπουργός  ο  Κ.Σημίτης.  Ο  κύκλος  της  διαδοχής  δεν  είχε  κλείσει  καθώς  απέμεναν  ακόμη  η  απαιτούμενη  ψήφος  εμπιστοσύνης  προς τη  νέα  υπό  τον  Κ.Σημίτη κυβέρνηση  αλλά  και  η  εκλογή  του νέου  προέδρου  του ΠΑΣΟΚ.
       Τα  γεγονότα  αυτά  μονοπωλούσαν  το  ενδιαφέρον  της  κοινής  γνώμης.  Η  περίοδος  αυτή  δημιουργούσε  σε  αρκετά  πολιτικά  πρόσωπα  αίσθημα  ανασφάλειας  για  το  πολιτικό  τους  μέλλον.
 
 
      Α.3.   Η  ΣΤΑΣΗ  ΤΩΝ  ΗΠΑ 
      
Μετά  την  κρίση  των  Ιμίων  κυκλοφόρησε  σε  επανέκδοση  ο  χάρτης  του  Αμερικανικού  Ναυτικού  υπ’  αριθμόν  5441/5  Οκτωβρίου 1996,  στον  οποίο  αναγραφόταν   Vrachoi  Imia  (Greece)  με  υποσημείωση  ότι  τα  γεωγραφικά  ονόματα  και  ο  τρόπος  γραφής  τους  δεν  σημαίνουν  κατ’  ανάγκη  αναγνώριση  από  τις  ΗΠΑ  του  πολιτικού  καθεστώτος  σ’  αυτά.  Η Αμερικάνικη  Υπηρεσία  Χαρτών   (προ  της  κρίσεως)  κυκλοφόρησε  την  τέταρτη  έκδοση  του  χάρτη  υπ’  αριθμόν  54407  με  την  ένδειξη  Sovereignity  undetermined  στις  27  Ιανουαρίου  1996   (Κυριαρχία  μη  καθορισμένη)    (Λυμπέρης σελ. 530).
      Την  1η  Φεβρουαρίου  1996  ο  εκπρόσωπος  του  Υπουργείου Εξωτερικών  των  ΗΠΑ  δήλωσε: «οι  ΗΠΑ  δεν  αναγνωρίζουν  Ελληνική  η  Τουρκική  κυριαρχία  στα  Ίμια (Καρντάκ)  και  πιθανολογείται  ύπαρξη  και  άλλων  νησίδων  στην  ίδια  κατάσταση» (Λυμπέρης σελ.529).
Την Πέμπτη 19 Ιουνίου 1997 ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου Ken Bacon επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός ναυτικού χάρτη που εκδόθηκε στα τέλη του 1996 από την Ομοσπονδιακή Υδρογραφική Υπηρεσία των ΗΠΑ και απεικόνιζε τα Ίμια ως περιοχή της Ελλάδας. Λίγες ώρες  όμως αργότερα ο ίδιος δήλωνε «Στην χθεσινή μου ενημέρωση κατά λάθος είπα ότι το νησί του Αιγαίου Ίμια ανήκει στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα την κυριαρχία επί του νησιού διεκδικούν η Ελλάδα και η Τουρκία. Αποτελεί πάγια θέση της Αμερικής να μην παίρνει θέση σε διεκδικήσεις κυριαρχίας ή συνοριακές διαφορές  άλλων κρατών.   
     Τα  γεγονότα  αυτά  δεν  είναι  δυνατόν  να  μην δημιουργούν έντονους  προβληματισμούς  και  τούτο  διότι  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  της  υπερδύναμης   ήταν  σε  θέση  να  γνωρίζει  και όφειλε  να  γνωρίζει  το  καθεστώς  των  βραχονησίδων  αφού  είχε  υπογράψει  την  Συμφωνία  των  Παρισίων  του  1947. 
 
      

      Α.4.   Η  ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ  ΕΝΩΣΗ

      Η  Ευρωπαϊκή  Ένωση πριν  και  κατά  τη  διάρκεια  της  κρίσεως απουσίασε   εντυπωσιακά (Σημίτης σελ.67). 
      Εκ  των  υστέρων  το  Ευρωπαϊκό  Κοινοβούλιο  εξέδωσε  ψήφισμα  με  342  ψήφους  έναντι  21,   κατά  των  προκλητικών,  όπως  τις  χαρακτήρισε,  ενεργειών  της  Τουρκίας  εις  βάρος  της  Ελλάδας,  ενός Κράτους  μέλους  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης.  Σύμφωνα  με  το ψήφισμα  «οι  νησίδες  Ίμια  ανήκουν  στα  Δωδεκάνησα» με  βάση  τις  συνθήκες  του  1923, 1932  και  1947. Το  Ευρωπαϊκό  Κοινοβούλιο  επισήμανε  επίσης  «την  επικίνδυνη  παραβίαση  από  την  Τουρκία  των  κυριαρχικών  δικαιωμάτων  της  Ελλάδας»  και  την  κάλεσε  να  συμμορφωθεί  «με  τις  διεθνείς  συνθήκες»  και  να  απέχει  από  εχθρικές  ενέργειες  και  απειλές. 
Πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  το  Ευρωπαϊκό  Κοινοβούλιο  μερικούς  μήνες  νωρίτερα  είχε επικυρώσει  την  τελωνειακή  σύνδεση  της  Τουρκίας  με  την  Ευρωπαϊκή  Ένωση.                Πρέπει  ακόμη  να  επισημανθεί  ότι  στο  Συμβούλιο  για  τη  σύνδεση  Ευρ. Ένωσης  και  Τουρκίας  το  Μάρτιο  του  1995  είχε  τονιστεί  ότι  «αποτελούσε  κεφαλαιώδους  σημασίας  ζήτημα  η  ενθάρρυνση  καλής  γειτονίας  της  Τουρκίας  με  τα  κράτη-μέλη  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης».  Στο  ψήφισμα  του  Ευρ. Κοινοβουλίου  της  16ης  Φεβρουαρίου  1996  τονιζόταν  ότι  «αυτές  οι  προνομιακές  σχέσεις  μεταξύ  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης  και  της  Τουρκίας  πρέπει  αυτομάτως  να  αποκλείουν  κάθε  επιθετικότητα  στρατιωτικής  φύσεως». 
      Είχε  προηγηθεί  η  δήλωση  του  Ιταλικού  Υπουργείου  Εξωτερικών  της  6ης   Φεβ.  ότι  η  Ιταλοτουρκική  συμφωνία  του  1932  εξακολουθούσε  να  ισχύει. Ακολούθησε  και  δεύτερη  Ιταλική  ανακοίνωση  από τη θέση  της  Ευρωπαϊκής  Προεδρίας  της,    στις  8 Φεβ. 1996 ότι  με  βάση  τις υπάρχουσες  συνθήκες  οι βραχονησίδες  Ίμια  έχουν  μεταβιβαστεί  στην  Ελλάδα.

.                     
      Α.5.  Ο  ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ  ΤΗΣ  ΚΡΙΣΕΩΣ

      α. ΤΟΥΡΚΙΚΗ  ΠΛΕΥΡΑ
 
      Η  ύψωση  της  Ελληνικής  σημαίας  από  το  πλήρωμα  του  Ελληνικού  πολεμικού  πλοίου στην  ανατολική  Ίμια  και  αργότερα  η  εγκατάσταση  φρουράς  για  τη  φύλαξή   του  προκάλεσε σοβαρές  αντιδράσεις  από  τη  μεριά    της  Τουρκίας.  Η  τοποθέτηση  της σημαίας  από  προσωπικό  των  ενόπλων  δυνάμεων  έπαιρνε  διαφορετική  σημασία  και  βαρύτητα  από  ότι   η  τοποθέτηση  της  σημαίας  από  ένα  δήμαρχο  η  δημοσιογράφους,  καθώς  σύμφωνα  με  το  διεθνές  δίκαιο  η  πράξη  αυτή  συνιστούσε  επιθετική  ενέργεια.  Έτσι,  ενεργοποιήθηκε  το  Τουρκικό  δικαίωμα  για  ανάληψη  επιχειρήσεων  αυτοάμυνας,  αφού  κατ΄αυτούς  τα  Ίμια  αποτελούν  Τουρκικό  έδαφος. 
      Στις   29  Ιαν.  η  Τουρκία  εξέδωσε  ρηματική  διακοίνωση.  Την  ίδια  μέρα  συνεκλήθη  το  Συμβούλιο  Εθνικής  Ασφαλείας  της  Τουρκίας  με ειδική  σύνθεση  υπό  την  προεδρία  της  Πρωθυπουργού  Τ.Τσιλλέρ.  Σύμφωνα  με  τα  αναγραφόμενα  στο  Turkish  Review  of  Balkan  studies  Annual  2001  στη  συνάντηση  έλαβαν  μέρος  εκτός  της  Πρωθυπουργού,  ο Υπουργός  Εξωτερικών  Ν.Μπαικάλ  ο  Αρχηγός  του  Ναυτικού  Ναύαρχος  Γ. Ερκαγιά,  ο  Υπαρχηγός  ΓΕΕΘΑ  Στρατηγός  Τ.Μπίρ,  ο  Γενικός  Γραμματέας  του   Συμβουλίου  Εθνικής  Ασφαλείας  Στρατηγός  Ι.Κιλίτς,  ο  Αρχηγός  των  Υπηρεσιών  πληροφοριών  Πρέσβης  Σ.Κιοκσάλ  και  ο  Υφυπουργός  Εξωτερικών  Πρέσβης  Ο.Οϋμέν. Η  σύσκεψη  διήρκεσε  τρεις  ώρες  σε  φορτισμένο  κλίμα  καθώς  το  θέμα  που  είχε  προκύψει  απαιτούσε  άμεση  δράση  στις  επόμενες,  μία  το  πολύ  δύο  μέρες,  είτε  με  διπλωματικά  είτε  με  στρατιωτικά  μέσα.  Η  Πρωθυπουργός  και  ο  Υπουργός  Εξωτερικών  επέμεναν  να εκτελεσθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή, ενόσω διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις σε διπλωματικό επίπεδο, ώστε οι διαπραγματευόμενοι να βρεθούν προ τετελεσμένων γεγονότων.  Ένα  ελικόπτερο  που  είχε  πετάξει  πάνω  από  τα  Ίμια  ανέφερε  την  ύπαρξη  Ελλήνων  στρατιωτών  στη  βραχονησίδα.  Ο  Υφυπουργός  Εξωτερικών  Ο.Οϋμέν  βεβαίωσε  την  Πρωθυπουργό  ότι  η  νομική  θέση  της  Τουρκίας  για  το  θέμα  είναι  ισχυρή.  Σε  ερώτηση  «πόσο  σημαντικά  είναι  τα  Ίμια  για  την  Τουρκία»  οι  διπλωμάτες  εξήγησαν  ότι  οι  βραχονησίδες  αυτές  είναι  ένα  τμήμα  από  άλλες  150  παρόμοιες  με  το  ίδιο  διπλωματικό  καθεστώς.  Η  συζήτηση  επεκτάθηκε και  στην  υφαλοκρηπίδα  και  στο  ιδιοκτησιακό  καθεστώς  των  νησιών.  Υπογραμμίσθηκε  ότι  πίσω  από  το  θέμα  της  κυριαρχίας  στα  Ίμια  ήταν  το  θέμα  των  12  ναυτικών  μιλίων  χωρικής  θάλασσας  και  συνεπώς  ο  ιδιοκτήτης  των  βραχονησίδων  θα  είχε  πλεονέκτημα  κατά  την  χάραξη  των  θαλασσίων  συνόρων  στην  περιοχή.
Συζητήθηκαν  όλα  τα  σενάρια  στην  περίπτωση  στρατιωτικής  δράσεως  καθώς  και  οι  πιθανές  επιπτώσεις.  Συζητήθηκε  η  πιθανότητα  μικρής  μάχης.  Ο  πρέσβης  Ι.Μπατού  πρότεινε  την  αποστολή  στρατιωτών  στην  Δυτ.  Ίμια  που  δεν  υπήρχαν  Έλληνες  στρατιώτες.  Το  γεγονός  ότι  υπήρχαν  δυο  βραχονησίδες  και  στη  μία  δεν  υπήρχαν  Έλληνες  στρατιώτες  προσέφερε  μια  άριστη  ευκαιρία  στους  Τούρκους  προκειμένου  να  αποφασίσουν.  Σύμφωνα  με  τον  Ι.Μπατού  η  σπουδαιότητα  αυτής  της  λύσεως  βρισκόταν  στο  γεγονός  ότι  ελαχιστοποιούσε  το  ρίσκο  ένοπλης  συρράξεως  και  έφερνε  τα  δύο  κράτη  στην  ίδια  θέση.
Στη  σύσκεψη  αυτή,  η  παραπάνω  πρόταση  δεν  κρίθηκε  εφαρμόσιμη.  Όμως στην  επόμενη  που  πραγματοποιήθηκε  την  άλλη  μέρα  στο  ΓΕΕΘΑ  υιοθετήθηκε  και οριστικοποιήθηκαν  οι  ακόλουθες αποφάσεις:

  • Σε  διπλωματικό  επίπεδο  να  ζητηθεί  από  την  Ελλάδα  η  αποχώρηση  των  πλοίων  των  στρατιωτών  και  της  σημαίας  δηλαδή  η  επιστροφή  στο  καθεστώς  «status  quo  ante».
  • Να  σχεδιαστούν  στρατιωτικές  επιχειρήσεις, ώστε  στην  περίπτωση  αποτυχίας  των  διπλωματικών  προσπαθειών,  να  προβλέπουν  την  αποβίβαση  στρατιωτών  με  τη  σημαία  στην  Δυτ. Ίμια  που  δεν  υπήρχαν  Έλληνες.  Την  επόμενη  μέρα  αν  δεν  είχε  υπάρξει  πρόοδος  στο  διπλωματικό  επίπεδο  να  καταλαμβάνονταν  και τα  Ανατ.  Ίμια.

        Μετά  τη  συνεδρίαση  του  Συμβουλίου  Ασφαλείας  η  Πρωθυπουργός  Τ.Τσιλλέρ
ενημέρωσε  τον  Πρόεδρο  της  Δημοκρατίας  Σ.Ντεμιρέλ.  Ακολούθησε  σύσκεψη  του  Υπουργικού  Συμβουλίου  ενώ  το θέμα  της  κρίσεως συζητήθηκε  στην  Τουρκική  Εθνοσυνέλευση.
      Οι  ξένοι  πρέσβεις  κλήθηκαν  στο Υπουργείο  Εξωτερικών  για  ενημέρωση.
      Το  βράδυ  της  29ης  Ιαν.  βρίσκονταν  στην  ευρύτερη  περιοχή  των  Ιμίων   δύο 
 Πυραυλάκατοι  και  τέσσερα    σκάφη  της  Τουρκικής  Ακτοφυλακής (αντίστοιχη  του     
δικού  μας  Λιμενικού  Σώματος ).
      Τις  πρώτες  πρωινές  ώρες  της  30ης  Ιαν.  κατέπλευσαν  στην  περιοχή  και  δύο  Φρεγάτες  ώστε  η  παρουσία  Ναυτικών  Μονάδων  να  είναι  αντίστοιχη  των  Ελληνικών.  Μία  τρίτη  Φρεγάτα  βρισκόταν  εν  πλώ  στο  Αιγαίο  για  να  συμμετάσχει  σε  άσκηση  του ΝΑΤΟ.
       Τις  μεσημεριανές  ώρες  της  30ης  Ιαν.  Τουρκικό  πλοίο  επιβεβαίωσε  την  παρουσία  Ελλήνων   βατραχανθρώπων   στα  Ανατ Ίμια.
      Την  ίδια  μέρα  30  Ιαν.  ο  Έλληνας  πρέσβης  στην  Άγκυρα  συναντήθηκε  με  τον  Υφυπουργό  Εξωτερικών  Ο.Οϋμέν  και  απαίτησε  να  σταματήσει  η  παραβίαση  των  Ελληνικών   χωρικών  υδάτων  και  του  εθνικού  εναέριου  χώρου  επισημαίνοντας  τον  κίνδυνο.  Ο  βοηθός  Υφυπουργός  Εξωτερικών  πρέσβης  Ι.Μπατού  κάλεσε  τούς πρέσβεις  ή  τους  επιτετραμμένους των Ευρωπαϊκών  χωρών  και  τους  παρουσίασε  την  Τουρκική εκδοχή  για  την  κρίση.  (Κούρκουλας  σελ.51).
      Το  απόγευμα  άρχισε  η  διαμεσολαβητική  δραστηριότητα  Αμερικανών  αξιωματούχων.  Στην  Άγκυρα  οι  συνομιλητές  των  Αμερικανών  ήταν  η  Πρωθυπουργός  Τ.Τσιλλέρ,  ο  Υπουργός και  Υφυπουργός  Εξωτερικών  Ν.Μπαικάλ  και  Ο.Οϋμέν  καθώς   και  ο  Πρόεδρος  της  Δημοκρατίας  Σ. Ντεμιρέλ.  Από  την  εξέλιξη  των  γεγονότων  προκύπτει  ότι  η  Τουρκική  πλευρά  δέχθηκε  μεν  την διαμεσολάβηση  αλλά  έθεσε  και  το  χρονικό  όριο  μέσα  στο  οποίο  θα  διαρκούσαν  οι  διαπραγματεύσεις.  Γι’  αυτό  και  λίγο  πριν  τα  μεσάνυχτα  της  30ης  Ιαν.  τόσον  ο  Πρόεδρος  της  Δημοκρατίας  όσο  και  η  Πρωθυπουργός   « ροκάνιζαν»  τον  χρόνο  και  απέφευγαν  την  επικοινωνία  με  τους  Αμερικανούς  διαμεσολαβητές  αφού  τους  είχαν γνωστοποιήσει  ότι  απέρριπταν  τις  Ελληνικές  προτάσεις.
      Η  θέση  της  Τουρκίας  όπως  μεταφέρθηκε  από  την  Τ.Τσιλλέρ  στον  Πρόεδρο  Κλίντον   ήταν:  «αυτά  τα  πλοία  θα  φύγουν, αυτή  η  σημαία  θα  φύγει  αυτός  ο  στρατιώτης  θα  φύγει»  [Κούρκουλας σ.52 ].
        Μετά  την  έξοδο  του  Ελληνικού  Στόλου  αποφασίσθηκε  κατ’  αντιστοιχία  η  αύξηση  της  παρουσίας  και  των  Τουρκικών  Ναυτικών  Μονάδων  στο  Αιγαίο. Έτσι  τις  βραδινές  ώρες  εξήλθαν  από  τα  στενά  των  Δαρδανελίων  και  κινήθηκαν  προς  νότο  δυο  Φρεγάτες  τρία  Αντιτορπιλικά  και  τέσσερις  Πυραυλάκατοι.  Το  μέγεθος  της   Τουρκικής  δυνάμεως  ήταν  οπωσδήποτε  μικρότερο  της  αντίστοιχης  Ελληνικής.
      Μέχρι  αργά  το  βράδυ  ο  Ρ.Χόλμπρουκ  είχε  αμέτρητες  επαφές  με  την   Πρωθυπουργό  Τ.Τσιλλέρ  και  τον  Υφυπουργό  Ο.Οϋμέν.  Αυτό  που  ουσιαστικά  έλεγε  ο Χόλμπρουκ  προς  την  Άγκυρα  ήταν  «σας  ζητάμε  να  κάνετε  λίγη  υπομονή,  μπορούμε  να   διαβεβαιώσουμε  ότι  θα  αποσυρθούν  οι  Ελληνικές  δυνάμεις,  αλλά  αυτό  δεν  μπορεί  να  γίνει τώρα  όσο  η  Ελληνική  Κυβέρνηση  δεν  έχει  πάρει  ψήφο  εμπιστοσύνης». Στο  ερώτημα  της  Άγκυρας,  πόσο πρέπει  να  περιμένουν  ο  Χόλμπρουκ  απάντησε   «περίπου  δύο  εβδομάδες». [Κούρκουλας σ. 53 ]
      Μία  ώρα  πριν  τα  μεσάνυχτα  της  30ης  Ιαν. γνωστοποιήθηκε  στον  Χόλμπρουκ  η απόρριψη  των  Ελληνικών  προτάσεων  για  αποκλιμάκωση  της  κρίσης καθώς  οι  Τούρκοι  επέμεναν  στην αποχώρηση  και  της  σημαίας.
      Στις  0300  τα  ξημερώματα  της  31ης  Ιαν.  ο  Υπουργός  Εξωτερικών  της  Τουρκίας Ν.Μπαικάλ  ανακοίνωσε  από  την  Τουρκική  τηλεόραση   ότι  «στις  01.40  άνδρες  των  υποβρυχίων  καταδρομών πήγαν  στον  βράχο  που  είναι  δίπλα  από  τον  βράχο  που  είχαν  εγκατασταθεί  οι  Έλληνες   στρατιώτες  και  ύψωσαν  την  Τουρκική  Σημαία»  [Κούρκουλας σ. 53 ].

 
      β.  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΠΛΕΥΡΑ 

 

      1.  ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ  ΠΛΑΙΣΙΟ  ΕΛΛΑΔΑΣ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΧΕΙΡΙΣΜΟ  ΚΡΙΣΕΩΝ  
      Όλα τα προηγμένα κράτη σήμερα έχουν μηχανισμούς που  παρακολουθούν,  διαμορφώνουν  και  επιλύουν  τις  κρίσεις  ανάλογα  με  τις  επιδιώξεις  τους.  Η  χώρα  μας  σύμφωνα  με  το  νόμο  2292/95  έχει  το  ΚΥΣΕΑ  έχει  τις  ακόλουθες  αρμοδιότητες:   
      1.2  Η  ευθύνη  για  την  άμυνα  της  χώρας  ανήκει  στην  κυβέρνηση  η  οποία  καθορίζει  την  Πολιτική  Εθνικής  Άμυνας  και  ασκεί  την  διοίκηση  των  Ενόπλων  Δυνάμεων.
      1.3  Κύριο  όργανο  για τη  λήψη  αποφάσεων  σε  ζητήματα  που  αφορούν  την  άσκηση της παραπάνω  πολιτικής  και  γενικά  την  Εθνική  Άμυνα  της  χώρας  είναι  το Κυβερνητικό  Συμβούλιο  Εξωτερικών  και  Άμυνας (Πρωθυπουργός,  ΥΠΕΞ,  ΥΕΘΑ,  Αν.ΥΠΕΞ, Υπ. Εσωτερικών,  ΥΠ  Ενέργειας,  ΥΠΕΧΩΔΕ,  ΥΠΕΘΟ,  Οικονομικών,  Δημ. Τάξης  και  ο  Α/ΓΕΕΘΑ.
      3.1  Το  ΚΥΣΕΑ  επί  θεμάτων  Εθνικής  Άμυνας  έχει τις  παρακάτω  αρμοδιότητες:
    Διαμορφώνει  την  Πολιτική  Εθνικής  Άμυνας  της χώρας   με  εκτίμηση  μακράς   προοπτικής.
Αποφασίζει  για  την  οργάνωση  του  Συστήματος  Χειρισμού  Κρίσεων  παρέχοντας  κατευθυντήριες  οδηγίες  προς  το  Υπουργείο  Εθνικής  Άμυνας  τα  συναρμόδια  Υπουργεία και  λοιπούς  εμπλεκόμενους  φορείς.
Προβαίνει  σε  έκτακτες  καταστάσεις  κρίσεων  και  εκδίδει  κατευθυντήριες  οδηγίες
Αποφασίζει  την  κήρυξη  και  άρση  μέτρων  και  σταδίων  συναγερμού  για  την  μερική  η  γενική  κινητοποίηση  της  χώρας  και  την  εφαρμογή  και  άρση  των  Κανόνων  Εμπλοκής  των  Ενόπλων  Δυνάμεων.  Εκχωρεί  κατά  την  κρίση  του  αρμοδιότητες  σχετικά  με  τα  παραπάνω  για  την  άμεση  αντιμετώπιση  εκτάκτων  καταστάσεων  η  επεισοδίων.
Καθορίζει  την  πολιτική  και  τις  προτεραιότητες  συλλογής  και  εκμετάλλευσης  στρατηγικών  πληροφοριών  που  ενδιαφέρουν  την  Εθνική  Άμυνα.
   Καθορίζει  την  πολιτική  συμμετοχής  των  εμπλεκομένων  φορέων  στην  δοκιμή  εφαρμογής  των  σχεδίων  της  Πολιτικής  Σχεδίασης  Έκτακτης  Ανάγκης.

   8.4  Το  Συμβούλιο  Άμυνας  [ ΣΑΜ ]  ΥΕΘΑ,  ΥΦΕΘΑ,  Α/ΓΕΕΘΑ,  Α/ΓΕΣ,  Α/ΓΕΝ,  Α/ΓΕΑ  είναι  το  ανώτατο  όργανο  από  το  οποίο  ο  ΥΕΘΑ  βοηθείται  στην  άσκηση  των  αρμοδιοτήτων  του  για:

  • Εκτιμήσεις  επί  καταστάσεων  που  παρουσιάζονται  στο  εγγύς  η  ευρύτερο  περιβάλλον  και  είναι  δυνατόν  να  επηρεάσουν  την  ασφάλεια  η  τις  σχέσεις  της  χώρας  με  όμορα  κράτη. 
  • Θέματα  που  απαιτούν  άμεση  αντίδραση  σε  επεισόδια,  η  έκτακτες  καταστάσεις  που  μπορεί να  οδηγήσουν  σε  κρίση   
  • Την  ανάθεση  της  Επιχειρησιακής  Διοικήσεως  δυνάμεων  των  τριών  κλάδων  των  Ενόπλων  Δυνάμεων  στον  Α/ΓΕΕΘΑ

      .
Θα  εξετάσουμε  στη  συνέχεια  πώς  έγινε  ο  χειρισμός  της  κρίσης  από  την  Ελλάδα.
 
 
2.   Ο  ΤΡΟΠΟΣ  ΧΕΙΡΙΣΜΟΥ  ΤΗΣ  ΚΡΙΣΕΩΣ
  
      Στις  10.30  της  28ης  Ιαν.  1996  άνδρες  του  Περιπολικού  «ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ»   του  Πολεμικού  Ναυτικού   αφαίρεσαν  την  Τουρκική  ενώ  άνδρες  του  Περιπολικού  ΑΝΤΩΝΙΟΥ  τοποθέτησαν  την  Ελληνική  σημαία  στα  Ανατ.  Ίμια.  Η  ενέργεια  αυτή  καμωμένη  από  τις  Ένοπλες  Δυνάμεις απαιτούσε  έγκριση  του  ΚΥΣΕΑ  η  οποία  δεν  είχε  δοθεί,  ο  δε  Πρωθυπουργός  της  χώρας  δεν  γνώριζε  τίποτα  (Σημίτης σελ.59).  Για  το  ίδιο  θέμα   ο  Υπουργός  Άμυνας  δήλωσε  στον  Πρωθυπουργό: «η  εντολή  που  έδωσα  ήταν  να  φύγει  η  Τουρκική  σημαία»  (Σημίτης σελ.60)  ενώ  ο  Α/ΓΕΕΘΑ  καταγράφει  στο  βιβλίο  του  ότι  ο  ίδιος  επιδοκίμασε  την  απόφαση  του  Α/ΓΕΝ  για  την  αφαίρεση  της  Τουρκικής  και  τοποθέτηση  της  Ελληνικής  σημαίας  και  ενημέρωσε  τον  Υπουργό  Άμυνας  (Λυμπέρης σελ.559).   Ο  Υπουργός  Άμυνας  εξέφρασε  την  δυσφορία  του  για  το  γεγονός  (Λυμπέρης σελ.560).  Εν  τούτοις  ο  Γ.Αρσένης  δεν  τροποποίησε   την  απόφαση  του  Α/ΓΕΕΘΑ,  αν  και  είχε  δικαίωμα  και  υποχρέωση  να  το  κάνει  αν  δεν  συμφωνούσε  ή  αν  ήταν  αντίθετη  με  τις  εντολές  που  είχε  δώσει. 
      Τις  μεσημεριανές  ώρες  της  ίδιας  ημέρας  σε  σύσκεψη  της  στρατιωτικής  και  πολιτικής   ηγεσίας  του  Υπουργείου  Εθνικής  Άμυνας  αποφασίσθηκε  η  λήψη  στρατιωτικών  μέτρων  που   αποσκοπούσαν  στην  ετοιμότητα  των  Ενόπλων  Δυνάμεων.  Αποφασίσθηκε  επίσης  να  παραμείνει  η  σημαία  στα  Ανατ.  Ίμια  και  να  αποβιβασθεί  μια  ομάδα  βατραχανθρώπων  για  τη  φύλαξή  της. (Λυμπέρης σελ. 560).  Για  την  Δυτ. Ίμια  που  δεν  υπήρχε  σημαία  δεν  αποφασίστηκε  τίποτα.  Οι  βατραχάνθρωποι  αποβιβάσθηκαν  στα  Ανατ.  Ίμια  περί  την  20.45  Η  πολιτική εντολή  της   ημέρας  αυτής  (28ης  Ιανουαρίου»  ήταν:  « Αρχηγέ  νύχτα  θα  τους  βγάλεις  στην  βραχονησίδα  και  νύχτα  θα  τους  πάρεις  πίσω  στο  πλοίο»  (Λυμπέρης σ. 560,561 ).Ί
      Την  επόμενη,  29  Ιαν.  στις  05.30  το  πρωί  οι  βατραχάνθρωποι  κατόπιν  πολιτικής   εντολής  επανήλθαν  στο  πλοίο (Λυμπέρης σ. 561 ).  Περί  ώραν  10.00  της  ίδιας  μέρας  με  εντολή  του  Α/ΓΕΕΘΑ  κατόπιν  γνωμοδοτήσεως   του  ΣΑΓΕ  οι βατραχάνθρωποι  επανήλθαν  στα  Ανατ.  Ίμια.  Είχε  προηγηθεί  προσπάθεια   Τουρκικού  φουσκωτού  σκάφους  να  προσεγγίσει  την βραχονησίδα.  Στους  Έλληνες   βατραχανθρώπους  που  αποβιβάσθηκαν  στη  βραχονησίδα  είχαν  δοθεί  εντολές 

  • Να  παρεμποδίσουν  την  αποβίβαση  ξένων.
  • Να  χρησιμοποιήσουν  βία  σε  περίπτωση  αυτοάμυνας  και  μη  συμμόρφωσης  αυτών  που  τυχόν  επιδιώξουν  αποβίβαση.
  • Να  αποτρέψουν  την  προσέγγιση  προσγειώσεως  Τουρκικού  ελικοπτέρου  το  οποίο  θα   επεδίωκε  προσγείωση  στη  βραχονησίδα.
  • Να  βάλλουν  προειδοποιητικές  βολές.

      Για  ενίσχυση  της  αμυντικής  ικανότητας  νησιωτικών  χώρων  στα  Δωδεκάνησα  από  τις   απογευματινές  ώρες  της  29ης Ιαν. ετοιμάσθηκε  δύναμη  ταχείας  ενίσχυσης  από  προσωπικό  των  Ειδικών   Δυνάμεων  Αττικής.  Ο  τρόπος  μεταφοράς  τους  ήταν  με  ελικόπτερα  του  Σ.Ξ  η  και  C-130  (Λυμπέρης σ.563 ).
      Εγκρίθηκαν  από τον  ΥΕΘΑ (αν και απαιτείτο  έγκριση από το  ΚΥΣΕΑ), κανόνες  εμπλοκής   για  ρίψη  προειδοποιητικών  βολών  και  ίση  ανταπόδοση  σε  προκλήσεις  Τούρκων  στροφής  των   πυροβόλων  και  ραντάρ  πυροβολικού  προς  τα  πλοία  μας  και σε  ηλεκτρονικές  παρεμβολές  (Λυμπέρης σ.563 ). Σημειώνει  ο  Ναύαρχος  Χ.Λυμπέρης  στο  βιβλίο του (σελ. 563)  «Η   αποδέσμευση  ορισμένων  Κανόνων  Εμπλοκής  επιπέδου  ΚΥΣΕΑ  έγινε  με  πρωτοβουλία  μου  και   στη  συνέχεια  ζητήθηκε  η  πολιτική  έγκριση  του  Υπουργού  Αμύνης  η  οποία  πάντοτε  δινόταν» .
      Το  βράδυ  της  29ης  Ίαν.  στην  περιοχή  της  Δωδεκανήσου  βρισκόταν  ένα Αντιτορπιλικό,   μια  Φρεγάτα,  μια   Πυραυλάκατος,  δύο  Κανονιοφόροι,  τρία  Περιπολικά,  και  μια  Τορπιλάκατος . Το  πρωί  της  30ης  Ίαν.  Και  περί  ώρα  09.00  ο  ΥΕΘΑ  ενέκρινε  τις  ακόλουθες   εισηγήσεις  του  ΣΑΓΕ  (Λυμπέρης σ.564). 

  • Να  τροποποιηθεί  το  σχήμα  ελέγχου-διοίκησης  και  ο  ΑΓΕΕΘΑ  να  αναλάβει  απ’  ευθείας   την  επιχειρησιακή  διοίκηση  των  ακολούθων  δυνάμεων  των  τριών  κλάδων  Στρατιά,  ΑΣΔΕΝ,  ΓΕΝ  και  ΑΤΑ .Τον  επιχειρησιακό  έλεγχο  θα  διατηρούσαν  οι  επικεφαλής  των  παραπάνω  σχηματισμών.
  • Να  συνεχισθεί  η  Ελληνική  ναυτική  παρουσία  στο  Ανατ.  Αιγαίο  σε  αντίστοιχο  επίπεδο  της Τουρκικής  και  να  ενισχυθεί  η  ναυτική  περιπολία  στην  περιοχή  των  Ιμίων.
  • Η  Πολεμική  Αεροπορία   να  εκτελεί  από  αέρος  αναγνωρίσεις  για  συμπλήρωση  της  εικόνας  επιφανείας.
  • Να  αυξηθεί  η  ετοιμότητα  των  Ενόπλων  Δυνάμεων για  αντιμετώπιση  στρατιωτικής   ενέργειας.

      Στις  10.45 της  30ης  Ιανουαρίου   πραγματοποιήθηκε  σύσκεψη  στο  γραφείο  του Πρωθυπουργού  στη   Βουλή  με  συμμετοχή  των  Υπουργών  Εθνικής  Οικονομίας,  Άμυνας,  Εξωτερικών,  Εσωτερικών,  Τύπου,  και  τον  Α/ΓΕΕΘΑ.  Θέμα  ήταν  η  αξιολόγηση  της  κατάστασης  και  η  λήψη   αποφάσεων  στη  διαχείριση  της  κρίσης.  Ο  Πρωθυπουργός  ζήτησε  να  μείνουν  τα  πράγματα  ως  έχουν  και  να  αποφευχθούν  ενέργειες  κλιμάκωσης  της  κρίσης.  Μάλιστα  παρακάλεσε  τους   Υπουργούς  Εξωτερικών  και  Άμυνας  να  χρησιμοποιήσουν  χαμηλούς  τόνους  στις  συνεντεύξεις   τους  προς  τα  ΜΜΕ  και  να  κινηθούν  σε  πνεύμα  αποκλιμακώσεως.
      Το  μεσημέρι  δόθηκε  συνέντευξη  από  τους  Υπουργούς  Εξωτερικών  και  Άμυνας  όπως είχε  αποφασισθεί  νωρίτερα  στη  σύσκεψη  υπό  τον  Πρωθυπουργό.  Είχε  προηγηθεί  δήλωση  του   Πρωθυπουργού  «Αν  η  Τουρκία  αποσύρει  τα  πλοία  της  τότε  και  εμείς  θα  αποσύρουμε  τα  δικά  μας» .  Ο  Γ.Αρσένης  μεταξύ  άλλων  δήλωσε  «Δεν  επιθυμούμε  την  κλιμάκωση της   κρίσης….ζητάμε  η  Τουρκία  να  απομακρύνει  τις  δυνάμεις  της  από  την  περιοχή.  Η βραχονησίδα   φρουρείται  από  δυνάμεις  εσωτερικής  ασφαλείας» .  Ο  Θ.Πάγκαλος  προσέθετε  «Δεν  επιθυμούμε   την  ένταση  η  οποία  έχει  προκληθεί  από  την  παρουσία  στρατιωτικών  μονάδων  της  Τουρκίας.  Με  την  απομάκρυνση  το  κλίμα  θα  βελτιωθεί» .
Παρά’  όλα  αυτά  την  ίδια  ώρα  το  ΓΕΕΘΑ  διέταζε  τα  Γενικά  Επιτελεία  να
υλοποιήσουν   τις  αποφάσεις  που  είχαν  ληφθεί  το  πρωί  της  ίδιας  ημέρας  στο
Συμβούλιο  Άμυνας  υπό  τον  Γ.Αρσένη  ο  οποίος  δεν  θεώρησε  σκόπιμο  να  τις
ακυρώσει  παρά  τις  αποφάσεις  που  πάρθηκαν  στη  σύσκεψη  με  τον  Πρωθυπουργό.
Έτσι  στις 13.30 περίπου απέπλευσαν  και αναπτύχθηκαν  στο  Αιγαίο  τρεις   Φρεγάτες
ένα  Αντιτορπιλικό,  τέσσερις Πυραυλάκατοι,  δύο  Υποβρύχια,  τέσσερα  Αρματαγωγά,
ένα Πετρελαιοφόρο, ένα  πλοίο  γενικής  υποστηρίξεως  και ένα πλοίο συλλογής πληροφο-
ριών. Τον   απόπλου  των  πλοίων  πρόβαλαν  οι  τηλεοπτικοί  σταθμοί.
      Απογευματινές  ώρες  της  ίδιας  μέρας  διατάχθηκε  η  επιστροφή  της  Φρεγάτας  «ΥΔΡΑ»  που   συμμετείχε στις επιχειρήσεις  του  ΝΑΤΟ  στη  Βοσνία  και  η  δίωρη  ετοιμότητα  επιστροφής  των   C-130  που  συμμετείχαν  στις  ίδιες  επιχειρήσεις.  Κανένας  στο  ΥΕΘΑ  δεν  έλαβε  υπ’  όψη  του  το  μήνυμα  που  εξέπεμπε  αυτή  η  εντολή.                      
      Εκείνες  τις  ώρες  άρχισε  η  διαμεσολαβητική  δραστηριότητα  των  Αμερικανών  Αξιωματούχων  την  οποία  είχε  ζητήσει  η  Ελλάδα  (Σημίτης  σελ. 67).  Οι  ΗΠΑ  είχαν  συμφέρον  να  μην  διαφοροποιηθεί  το  status  quo  στην  περιοχή  για  να  μην  διαταραχθούν  οι  σχέσεις  τους  ούτε  με  την  Ελλάδα  ούτε  με  την  Τουρκία.  Οι  ισορροπίες  έπρεπε  να  κρατηθούν  γιατί  και  τα  δύο  κράτη,  το   καθένα  για  διαφορετικούς  λόγους  είναι  σημαντικά  για  τις  ΗΠΑ.  Δεν  επιθυμούσαν  την  αποδυνάμωση  της  νοτιοανατολικής  πτέρυγας  του  ΝΑΤΟ  σε  περίπτωση  συρράξεως  Ελλάδας  Τουρκίας  ενώ  γνωρίζοντας  την  αδυναμία  της  Ευρωπαϊκής  Ενώσεως  εύρισκαν  μια  καταπληκτική  ευκαιρία  να  δηλώσουν  την  επικυριαρχία  τους.  Πιθανόν  και  να  αποθάρρυναν  τον  Κ.Σημίτη  να  απευθυνθεί  στην  Ευρωπαϊκή  Ένωση. Στην  Αθήνα  οι  συνομιλητές  των  Αμερικανών  ήταν  ο  Πρωθυπουργός  Κ.Σημίτης  ο  Υπουργός Άμυνας  Γ.Αρσένης  και  ο  Υπουργός  Εξωτερικών   Θ.Πάγκαλος  στον  οποίο  είχε  αναθέσει  ο  Πρωθυπουργός  την  επίτευξη  συμφωνίας  με  τους  Τούρκους  μέσω  του  κ.  Χόλμπρουκ.  Ο  Ρ.Χόλμπρουκ  Υφυπουργός  Εξωτερικών  των  ΗΠΑ  προωθούσε  την  λύση,   «όχι  πλοία,  όχι  στρατιώτες,  όχι  σημαίες  και  επιστροφή  στο  status  quo  ante».  Με  την  θέση  αυτή  συμφωνούσαν  οι  Τούρκοι.  Ο  Έλληνας  διαπραγματευτής  Θ. Πάγκαλος  συμφωνούσε  με  την  απόσυρση  των  πλοίων  και  των  στρατιωτών  αλλά  διαπραγματευόταν  το  θέμα  της  σημαίας  προφανώς  γιατί  εκεί  διέβλεπε  πολιτικό  κόστος  για  την  κυβέρνηση.  Οι  συνεννοήσεις  γίνονταν  εν  κρυπτώ  από  την  στρατιωτική  ηγεσία  αλλά  και  από  τα  άλλα  μέλη  της  κυβέρνησης.       
      Περί  ώρα  21.00  εντοπίσθηκε  στην  περιοχή  των  Δαρδανελίων  Τουρκική  δύναμη   αποτελούμενη  από  δύο  Φρεγάτες,  τρία  Αντιτορπιλικά  και  τέσσερις  Πυραυλακάτους  που  κατευθύνονταν  προς  νότο.
      Στις  23.30  της  ίδιας  μέρας,  κατά  δήλωση  του  Γ.Αρσένη  ο  Αμερικανός  Υπουργός  Εξωτερικών  W.Perry  και  ο  Αμερικανός  Α/ΓΕΕΘΑ  Salikasvilly  του γνωστοποίησαν  την  αρνητική  Τουρκική   απάντηση  στην  Ελληνική  πρόταση  αποκλιμακώσεως  της  κρίσεως  που  είχε  διαμορφωθεί  και  η  οποία  προέβλεπε  αποχώρηση  των  πλοίων  των  δύο  κρατών  και  του  Ελληνικού αγήματος  από  τα  ανατ. Ίμια  Οι  Τούρκοι  επέμεναν  και  ζητούσαν  και  την  απομάκρυνση  της  Ελληνικής  σημαίας.  Ο  Γ.Αρσένης  πριν   εισέλθει  στη   σύσκεψη  της  Κυβερνητικής  Επιτροπής  τα  μεσάνυχτα της  30ης  Ιαν.  γνώριζε  τις  Τούρκικές   θέσεις  τις  οποίες  δεν  είχε  κοινοποιήσει  στην  στρατιωτική ηγεσία (Λυμπέρης σ.572).  Θεωρείται  βέβαιο  ότι  την  ίδια  ώρα  ο  Ρ.Χόλμπρουκ  είχε  ενημερώσει  και  τον  Θ.Πάγκαλο  για την  Τουρκική  αρνητική  απάντηση. 
Στοιχειώδης  ορθολογική  αξιολόγηση  της  κατάστασης  θα  οδηγούσε  στο  συμπέρασμα  ότι  εφόσον  η  Τουρκία  δεν  συμφωνούσε  με  αυτούς  τους  όρους  πρόβαλε  πλέον  ως  φυσιολογική  η  επιδίωξη  από  μέρους  της  να  ενεργήσει  για  να  ανατρέψει  το  ελληνικό  προβάδισμα  εγκαθιστώντας  σύμβολό  της  σε  Ελληνικό  έδαφος  ώστε  να  υπάρξει  εξίσωση  και  σ’αυτό  το  σημείο  (Βλάσσης σελ. 16).  Προκύπτει  ότι  ο  Θ.Πάγκαλος  που  φαίνεται  ότι  δεν  χρησιμοποίησε  τον  έμπειρο  μηχανισμό  του  Υπουργείου  Εξωτερικών  σ’αυτές  τις  διαπραγματευτικές  του  δραστηριότητες  «δεν  είχε  καταλάβει».  Αντί  οτιδήποτε  άλλου  αποφάσισε  να  δώσει  συνέντευξη  στο  MEGA  για  να  καθησυχάσει  τον  Ελληνικό  λαό.  Από  τί  άραγε;   
      Την  31η  Ιαν. στις  00.30  συνεκλήθη  σύσκεψη  της  Κυβερνητικής  Επιτροπής  στο  γραφείο του Πρωθυπουργού  στη  Βουλή. Στη  σύσκεψη συμμετείχαν  ο Πρωθυπουργός,  ο  ΥΠΕΞ,  ο  ΥΕΘΑ,  ο  Υπουργός  Εθνικής  Οικονομίας,  ο  Υπουργός  Εσωτερικών,  ο  Υπουργός  Τύπου,  ο  Α/ΓΕΕΘΑ  και  δύο  σύμβουλοι  του  Πρωθυπουργού.  Ο  ΥΠΕΞ  απουσίαζε  σε  συνέντευξη  σε  τηλεοπτικό  σταθμό.  Ο σύμβουλος  του  Πρωθυπουργού  ανέλαβε  να  τον  ειδοποιήσει  και  τότε  όλος  ο  Ελληνικός  λαός  ενημερώθηκε   δια  στόματος  του  δημοσιογράφου  ότι  γίνεται  σύσκεψη  για  τα  Ίμια  στη  Βουλή  και  αναζητείται  ο  Υπουργός  Εξωτερικών  ο  οποίος  κατέφθασε  περί  την  πρώτη  πρωινή  στη  Βουλή.  Το  θέαμα  ήταν  αποκαρδιωτικό.(Λυμπέρης  σελ.572).  Εάν  ο  Πρωθυπουργός  ήταν  εκείνος  που  ενέκρινε  την  παρουσία  του  Θ.Πάγκαλου  στη  συνέντευξη  (Σημίτης σελ.64)  τότε  έχει  μέρος  της  ευθύνης  και  αυτός.  Ο  Πρωθυπουργός  άρχισε  την  ενημέρωσή  του  με  το  τηλεφώνημα του  Προέδρου  Κλίντον  που  είχε  γίνει  περί  τις  22 .15  Αναφέρθηκε  ακόμα  στη  συνομιλία   που  είχε  με  τον  πρέσβη  των  ΗΠΑ  κ.  Νάιλς  ο  οποίος  του  είχε  υποδείξει  την  ανάγκη  διαπραγμάτευσης  Ο  Γ.  Αρσένης  επιβεβαίωσε:  «ο  πρέσβης  των  ΗΠΑ  κ.  Νάιλς  μας  προτρέπει  να  τα  βρούμε  με  τους  Τούρκους  μέσω  διαπραγματεύσεων» (Σημίτης σ.64,65)
       Όταν  έφθασε  ο  Πάγκαλος  από  το  ΜΕGA ο  Πρωθυπουργός  τον  ρώτησε:  «πού  βρίσκεται  η  διαπραγμάτευση  με  τους  Αμερικανούς».  Απάντηση  Πάγκαλου:  «‘Έχουμε  συμφωνήσει  για  την  απομάκρυνση  των   πλοίων  και  του  αγήματος  όχι  όμως  για  τη  σημαία.  Οι  Τούρκοι  και  οι  Αμερικανοί  επιμένουν   να  απομακρυνθούν  το  πρωί  μαζί  με  το  άγημα  και  τα  πλοία,  και  εμείς  τους  ζητάμε  κάποια   χρονική  καθυστέρηση  ολίγων  ημερών  την  οποία  και  δεν  αποδέχονται.  (Λυμπέρης σ.572 ).   Στην  αρχή  της  συζητήσεως  όπως  αναφέρει  ο  Πρωθυπουργός  στο  βιβλίο  του (Σημίτης σ.64)   «ο  κ.  Αρσένης  προς  έκπληξη  όλων  των  παρευρισκομένων  μεταφέροντας  πρόταση  της  ηγεσίας  των  Ενόπλων  Δυνάμεων  την  οποία  φαίνεται  να  υιοθετούσε   και  ο ίδιος  ρώτησε,  μήπως  ήταν  σκόπιμο  να  μεταφερθούμε  στο
Υπουργείο  Άμυνας. Το  αρνήθηκα.  Θα  ήταν  λάθος  μήνυμα». Προσθέτει  στο  βιβλίο  του  ο  Σημίτης  ότι  ο  Αρσένης  είπε: «η  σειρά  των  ενεργειών  εμπλοκής  μπορούν  να  εγκριθούν  μόνο  από  το  ΚΥΣΕΑ  και  πρέπει  να  λάβουμε  τις  σχετικές  αποφάσεις». Είναι  απορίας  άξιο  γιατί  ο  Γ.Αρσένης που  όπως  προκύπτει  δεν  γνωστοποίησε  στους  παρευρισκομένους  την  πληροφορία  που  του  είχε  διαβιβάσει  ο  Αμερικανός  Υπουργός  Άμυνας  Perry  ότι  οι  Τούρκοι  απέρριψαν  τις  Ελληνικές  προτάσεις  και  ότι  αφού  επιμέναμε   για  τη  σημαία  οι  Τούρκοι  κάτι  θα  έκαναν   τις  επόμενες  ώρες  έθετε  αυτή  την  ώρα  τέτοιου  είδους  προτάσεις.
      Περί  την  01.00  της  31ης  την  ώρα  που συνεδρίαζε  η  Κυβερνητική  Επιτροπή,  το  Κέντρο  Επιχειρήσεων  του  ΓΕΕΘΑ  διαβίβαζε  στα  Κέντρα  Επιχειρήσεων  των  τριών  κλάδων  των  Ενόπλων  Δυνάμεων  ότι  «επίκειται  Τουρκική  επίθεση  σε  μια  ώρα.  Πιθανός  στόχος  το   Φαρμακονήσι»..Την  πληροφορία  αυτή  διαβίβασε  ο  Γ.Αρσένης  στον  Υφυπουργό  Ν.Κουρή  ο οποίος  την  μετέφερε  στο  Εθνικό  Κέντρο  Επιχειρήσεων το  οποίο  με  τη  σειρά  του ενημέρωσε   τα  Γενικά  Επιτελεία  (Λυμπέρης σ.574 ).  Μπορούμε  να  συμπεράνουμε  ότι  ο  Γ.Αρσένης  είχε  λάβει  την  πληροφορία  μέσω  της Ελληνικής  πρεσβείας  στην  Ουάσιγκτον  ότι  «ο  Ελληνοαμερικανός  λομπίστας  Α.Μανάτος  αποκάλυψε  πως  σύμφωνα  με  πληροφορίες  του  οι  Τούρκοι  επρόκειτο  να  αποβιβαστούν  σε  κάποιο  νησί».  Την  πληροφορία  αυτή  φαίνεται  ότι  δεν  έθεσε  προς  συζήτηση  στη  σύσκεψη.  Την  ίδια  ώρα  ο  Α/ΓΕΕΘΑ  έδωσε  εντολή  στον  Α/ΓΕΝ   να  στοχοποιηθούν  όλα  τα Τουρκικά  πλοία.
      Εν  τω  μεταξύ  αναπτύχθηκε  ένας   προβληματισμός  για  θέματα,  όπως  το  πόσο  σοβαρό θα  ήταν  αν  απέσυραν  τη  σημαία, ποια  ήταν  η  πιθανότητα  Ελληνικής  νίκης  επί  της  Τουρκίας  αλλά  και  για  την  άποψη  του  Αμερικανού  Α/ΓΕΕΘΑ  Salikasvilli  που  εξέφρασε   στον  Γ.Αρσένη  ότι  οι  Αμερικανοί  δεν έβλεπαν  ως  μείζον  θέμα,  αν  το  άγημα  με  την  αποχώρησή  του   έπαιρνε   μαζί  του  και  τη  σημαία.  Μέσα σ’  αυτό  το  κλίμα  ο  Α/ΓΕΕΘΑ  ορθά  επισήμαινε  πόσο σοβαρό  πλήγμα  θα  ήταν  για  τις   Ένοπλες  Δυνάμεις  και  όχι  μόνο  για  αυτές   να  αποσυρθεί  η  Σημαία  σ’αυτή  τη  φάση   και  ζητούσε  επιμόνως  κανόνες  εμπλοκής  που  θα  του  επέτρεπαν  το  πρώτο  χτύπημα,   χωρίς  όμως  να  του  δίδονται.  Αναφέρει  ο  Π. Κονδύλης:  «Η  στρατηγική  σημασία  του  πρώτου  πλήγματος  διόλου  δεν  εμπεριέχει  κάποια  έμμεση  παρότρυνση  να  ξεκινήσει  κανείς  πόλεμο  από  λεβεντιά  ή  στα  καλά  καθούμενα,  σημαίνει  μόνον  ότι  αν  ένας  εμπόλεμος  διαθέτει  επαρκή  μέσα  για  ένα  καίριο  πρώτο  πλήγμα  πρέπει  να  το  χρησιμοποιήσει  έφ’ όσον  θέλει  να  κερδίσει  έναν  πόλεμο  με  δεδομένες  τις  σύγχρονες  και  υπερσύγχρονες  τεχνολογικές  συνθήκες».  Ας  σημειωθεί  ότι  ενώ  ο  ίδιος  ο  Γ.Αρσένης  είχε  ζητήσει  από  τον  Α/ ΓΕΕΘΑ  νωρίτερα  να  έχει  έτοιμο  σχετικό  εισηγητικό  προς ΚΥΣΕΑ  τώρα  του  απαντούσε:  «Αρχηγέ  άφησε  τώρα  τους  κανόνες  εμπλοκής  εδώ  έχουμε  διαπραγματεύσεις».(Λυμπέρης σελ.573).
      Την  31  Ιαν.  και  ώρα  01.35  τηλεφώνησε  ο  Α/ΓΕΝ  στον  Α/ΓΕΕΘΑ  και  τον  πληροφόρησε  ότι  δυο  Τουρκικά  ελικόπτερα  τύπου  BLACK  HAWK  υπερίπταντο  των  Ιμίων.
      Ο  Α/ΓΕΕΘΑ  μετέφερε  την  πληροφορία  αυτή  στον  Πρωθυπουργό  με την  εκτίμηση  ότι  πιθανώς   θα  επιχειρηθεί  αεραπόβαση.  Ο  Υφυπουργός  Ν. Κουρής  τηλεφώνησε  στο  γραφείο  του Πρωθυπουργού  από  το  κόκκινο  τηλέφωνο  στο  οποίο  απάντησε   ο ίδιος  ο  Πρωθυπουργός  και   ζήτησε  την  έγκριση  για  κατάλληλο  κανόνα εμπλοκής.  Ο  Πρωθυπουργός  πήρε  την  γνώμη  του  Γ.Αρσένη  για  χτύπημα,  στο   οποίο ο  δεύτερος  τάχθηκε  αρνητικά.  Στη  συνέχεια  ο  Πρωθυπουργός  έδωσε  στον  Α/ΓΕΕΘΑ  το  τηλέφωνο  να  μιλήσει  με  τον  Υφυπουργό. Ο  κανόνας  εμπλοκής  που  έδωσε ο  Α/ΓΕΕΘΑ  στον  Υφυπουργό  ήταν:  «κατά  την  αιώρηση  των  ελικοπτέρων  να  ρίπτονται  φωτοβολίδες,  και  εφ’ όσον επιμένουν,   προειδοποιητικές  βολές.   Και  αν  ανοίξει  σκάλα  για  αποβίβαση  τότε  να  καταρριφθούν  τα  ελικόπτερα».  Την  εντολή  αυτή άκουγαν  όλοι  οι  παρευρισκόμενοι  στο  γραφείο  του  Πρωθυπουργού.  Αργότερα  αποδείχτηκε  ότι  τα  ελικόπτερα δεν  ήταν  αυτού  του  τύπου  αλλά  ανθυποβρυχιακά,  γεγονός  που  προκάλεσε  την  αγανάκτηση  του  Πρωθυπουργού  (Λυμπέρης σ. 575 ).
      Στις   03.35  έγινε  γνωστό  ότι  οι  Τούρκοι  είχαν  αποβιβάσει  βατραχανθρώπους  και  είχαν  υψώσει  την  Τουρκική  σημαία  στα  Δυτ.  Ίμια  Παρά  το  γεγονός  ότι  ο  Χόλμπρουκ  το  επιβεβαίωσε  στον  Θ.Πάγκαλο  κρίθηκε  σκόπιμο  να  επιβεβαιωθεί  και  από  την  δική  μας  πλευρά.  Επειδή  ο  έλεγχος  της  βραχονησίδας  με  προβολέα  από  περιπολικό  σκάφος  δεν  ήταν  αποτελεσματικός   διατάχθηκε  το  ΓΕΝ  να  στείλει  το  ελικόπτερο  της  Φρεγάτας  να  ερευνήσει.  Το  ελικόπτερο  επιβεβαίωσε  περί  την  04.50  την  ύπαρξη  των  Τούρκων  στρατιωτών  και  της   Τουρκικής  Σημαίας. 
Περί  την  05.00  ενημερώθηκε ο  Πρωθυπουργός  ο  οποίος  εν  τω  μεταξύ  είχε  συγκαλέσει  το  ΚΥΣΕΑ. 
      Στο  ΚΥΣΕΑ  συζητήθηκε  το  ενδεχόμενο  της  εφαρμογής  στρατιωτικών  σχεδίων  που  υπάρχουν  γι’  αυτές  τις  περιπτώσεις  αλλά  η  πρόταση  απορρίφθηκε  γιατί  θα  μπορούσε  να  οδηγήσει  σε   μεγαλύτερη  εμπλοκή.  Τελικά  το  ΚΥΣΕΑ  κατέληξε  σε  συμφωνία  απεμπλοκής « όχι  πλοία όχι  στρατιώτες  όχι  σημαίες»  και  επαναφορά  στο  «status  quo  ante».  Η  απόφαση  επισφραγίσθηκε   με  το  τραγικό  γεγονός  της  πτώσεως  του  ελικοπτέρου  της  Φρεγάτας  και  τον  θάνατο  των τριών  μελών  του  πληρώματός  του.

      ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
  
      Ως  προς  τον  τρόπο  χειρισμού  της  κρίσης από  την  Τουρκία διαπιστώνεται  ότι  το 
Συμβούλιο  Εθνικής  Ασφαλείας  της  Τουρκίας  συνεδρίασε  και  αποφάσισε,  όπως  όφειλε  να  πράξει,  για  να  αντιμετωπίσει  μια  επερχόμενη  κρίση  η  έστω  μια  κρίση  που  το  ίδιο  προκάλεσε   επιδιώκοντας  την  εξυπηρέτηση  των  εθνικών  του  συμφερόντων.  Ο  χειρισμός  της  κρίσεως  από  τους  Τούρκους  υπήρξε  άψογος.  Η  Τουρκία  έχει  στο  ενεργητικό  της  ένα  εξαιρετικό  επιχειρησιακό  επίτευγμα.  Έχει  ενοποιήσει  λειτουργικά  τις  διπλωματικές  της  επιδιώξεις  με  τη  λειτουργία  και  τη  δράση  των  στρατιωτικών  της  μέσων.   
      Από  τη  μεριά  της  Ελλάδας  το  ΚΥΣΕΑ,  αρμόδιο  όργανο  χειρισμού  των  κρίσεων  δεν  συνεδρίασε  παρά  μόνο  στο  τέλος  της  κρίσεως  για  να  λάβει  την  απόφαση  της αποχώρησης.  Δεν  συγκροτήθηκε  κανένα  Κυβερνητικό  Συμβούλιο  για  να  χειρισθεί  την  κρίση.  Δεν  χρησιμοποιήθηκε  η  γνώση  και  εμπειρία  Ελλήνων  διπλωματών.  Το  ουσιώδες  δεν  ήταν  αν  οι  συνεδριάσεις  πραγματοποιούνταν  στο  Εθνικό.  Κέντρο  Επιχειρήσεων  αφού  δεν  επρόκειτο  να  πολεμήσουμε.  Δεν  προσφύγαμε  σε  κανένα  Διεθνή   Οργανισμό  ούτε  και στην  Ευρωπαϊκή  Ένωση.  Αρκεσθήκαμε.  στην  διαμεσολάβηση  των  Αμερικανών  αλλά  και  εκεί  κατά  τρόπο   επιπόλαιο. 
Η  κατεύθυνση  που  έδωσε  ο  Πρωθυπουργός  στη  συνεδρίαση  της  Πολιτικής  Επιτροπής  το  πρωί  της  30ης  Ιαν.  «να  μείνουμε  όπως  είμαστε  και  να  αποφευχθούν  ενέργειες   κλιμάκωσης»   ενώ  έδιδε  ένα  σαφές  στίγμα  των  προθέσεων  της  Κυβέρνησης  δεν  προσδιόριζε  πολιτικό  στόχο  τον  οποίο  οφείλαμε  να  έχουμε  και  να  επιδιώκουμε,  είτε  με  τους  πολιτικούς  χειρισμούς  της  κυβέρνησης  είτε  με  στρατιωτικούς,  αν  οι  πρώτοι  αποτύγχαναν.  Η  επιμονή  διατήρησης  του  «status  quo»  σε  μια  περιοχή  δεν  έχει  κανένα  νόημα  αν  περιορίζεται  μόνο  στη  χρήση  πολιτικών  μέσων  καθόσον  δεν  περιέχει  την  πρακτική  επιβολή  της  διεκδίκησης. 
        Δεν  δόθηκαν  σαφείς  εντολές  προς  τις  Ένοπλες  Δυνάμεις  ούτε  διατηρήθηκε  υψηλό   επίπεδο  πολιτικού  ελέγχου  στις  στρατιωτικές  επιλογές  (πρώτη  αρχή  του  χειρισμού  κρίσεων).
      Δεν  υπήρξαν  παύσεις  στον  ρυθμό  των  στρατιωτικών  ενεργειών  (δεύτερη  αρχή  του   χειρισμού  κρίσεων).
      Δεν  υπήρξε  συντονισμός  διπλωματικών και  στρατιωτικών  κινήσεων  (τρίτη  αρχή  του   χειρισμού  κρίσεων). 
Δεν  υπήρξαν  στρατιωτικές  κινήσεις  συγκεκριμένες  που  να  είναι  κατάλληλες  για  τους   περιορισμένης  φύσεως  στόχους  του  χειρισμού  κρίσεων-αποκλιμάκωσης  (τέταρτη  αρχή  του χειρισμού  κρίσεων).  Βέβαια  στην  περίπτωση  των  Ιμίων  δεν υπήρξαν  καν  στόχοι
Ενώ  οι  δηλώσεις,  τόσο  του  Πρωθυπουργού  όσο  και  των  Υπουργών   Εξωτερικών  και  Άμυνας  επιβεβαίωναν  τις  προθέσεις  της  κυβερνήσεως  για  αποκλιμάκωση,  οι   στρατιωτικές  κινήσεις  που  διατάσσονταν  με  την  έγκριση  του  ίδιου  του  Υπουργού  Άμυνας   (απόπλους  του  Στόλου  από  τους  Ναυστάθμους  και  ανάπτυξή  του  στο  Αιγαίο,  αποχώρηση  της   Φρεγάτας  ΥΔΡΑ  από  τη  συμμετοχή  της  στις  Νατοϊκές  επιχειρήσεις  στη  Βοσνία  και   επιστροφή  της  στην  Ελλάδα)  έδιδαν  το  στίγμα της  κλιμάκωσης  και  εκλαμβάνονταν  από  τον   αντίπαλο  ως  προετοιμασία  ευρείας  επιθέσεως  (πέμπτη  αρχή  του  χειρισμού  κρίσεων). 
Η  γενική   κινητοποίηση  των  Ενόπλων  Δυνάμεων  που  διατάχθηκε  αργότερα  είχε  το  ίδιο  αποτέλεσμα  όπως και  η  μερική  επιστράτευση  στα  νησιά  του  ανατολικού  Αιγαίου.
            Υπήρξαν  πολιτικές  ενέργειες  που  έδειχναν  διάθεση  αναζήτησης πολιτικής λύσεως  μέσω   διαπραγματεύσεων  και  όχι  στρατιωτικής  (έκτη  αρχή  του  χειρισμού  κρίσεων)  αλλά  δεν  υπήρξαν   αντίστοιχες  στρατιωτικές  που  να υποστηρίζουν τις  πολιτικές ενέργειες  Και  βέβαια  πώς  να  υπάρξουν  αφού  ούτε  πολιτικός  έλεγχος  στις  στρατιωτικές  ενέργειες  υπήρχε,  ούτε  συντονισμός.
      Τέλος  δεν  υπήρξε  επιλογή  πολιτικο-στρατιωτικών  ενεργειών  που  άφηναν  στον  αντίπαλο  την  δυνατότητα  εξόδου  από  την  κρίση  με  παράλληλη  ικανοποίηση  των  θεμελιωδών   συμφερόντων  του  (έβδομη  αρχή  του  χειρισμού  κρίσεων).
      Οι  ενέργειες  της  Ελληνικής  πλευράς  τόσο  για  τους  Τούρκους  όσο  και  για  οποιοδήποτε  τρίτο  μάτι  που  παρακολουθούσε  την  κρίση,  έδειχναν  ότι  η  Ελλάδα  άλλα  έλεγε και  άλλα   έπραττε  Τα  στρατιωτικά  μέτρα  που  λαμβάνονταν  από την   Ελλάδα (χωρίς  την  έγκριση  του  ΚΥΣΕΑ)  υποχρέωναν  την    Τουρκία  να  κινητοποιηθεί.   Η  κινητοποίηση  των  Τουρκικών  ναυτικών  δυνάμεων,  που  πάντως  ήταν  μικρότερη  της   κινητοποίησης  των  Ελληνικών,  οδήγησε  τις  Ελληνικές  Ένοπλες  Δυνάμεις  σε  πλήρη  ανάπτυξη.  Διατάχθηκε   επιστράτευση  στα  νησιά  του  ανατολικού  Αιγαίου.  Όλα  με  την  έγκριση  του   Υπουργού  Άμυνας  κατά  τη  στιγμή  που η  Ελληνική  πλευρά   είχε  συμφωνήσει  σ’  ένα  πλαίσιο  διαπραγματεύσεων  και  είχε  διαβεβαιώσει  τους  διαμεσολαβητές  ότι  επιθυμούμε  την  ειρηνική  λύση  της  κρίσεως. Είχαμε  μπει  πλέον  σε  ένα  φαύλο  κύκλο
      Η  αφαίρεση  της  Τουρκικής  σημαίας  από προσωπικό   των  Ενόπλων  Δυνάμεων, την  οποία   είχαν  τοποθετήσει  Τούρκοι  δημοσιογράφοι  με   μια  προβοκατόρικη  ενέργεια,   αποτέλεσε   το  πρώτο  και  βασικότερο  λάθος.  Την  σπουδαιότητα  μιας  τέτοιας  ενέργειας  γνώριζαν  οι  Ελληνικές  αρχές  και  γι’  αυτό  είχαν  θέσει  ως  προϋπόθεση  την  έγκριση  του  ΚΥΣΕΑ.  Ο  Υπουργός  Άμυνας  ή  το  Συμβούλιο  Άμυνας  δεν  υποκαθιστά  το  ΚΥΣΕΑ. Αυτή  η  υπέρβαση  αρμοδιοτήτων  αλλά  περισσότερο  οι  πειραματισμοί με  τα  εθνικά  σύμβολα  (ύψωση  σημαίας, υποστολή  σημαίας  κ.ο.κ.)  ίσως  θα  έπρεπε  να  προβληματίσει  όλη  την  πολιτική  ηγεσία  αυτού  του  τόπου,  γιατί  αποπνέει  μια  εθνική  ανασφάλεια  ως  προς  τα  κυριαρχικά  μας  δικαιώματα.  Θα  έπρεπε  τάχα  να  υψώνουμε  σε  κάθε  σημείο  της  επικράτειάς  μας  και  μια  σημαία  δηλωτική  της  κυριαρχίας  του  τόπου  μας;  Λήφθηκε  υπ΄ όψη  ότι  κάτι  τέτοιο  θα  μπορούσε  να  ερμηνευθεί  από  τους  «απέναντί»  μας  και  όχι  μόνο απ΄αυτούς, ως  ένδειξη αντιφατικότητας  σχετικά  με την  ιδιοκτησία  της  περιοχής;  Ακόμα  τι  θα  γινόταν  αν  εμείς  με  τη  λογική  της  υψώσεως  της  σημαίας  και  εγκατάστασης  φρουράς  για  τη  φύλαξη  της,  βάζαμε  σημαία  και  φρουρά  σε  κάθε  βραχονησίδα  που  τοποθετούσαν  Τουρκική  σημαία  οι  δημοσιογράφοι  της  ΧΟΥΡΙΕΤ  ή  ο  απέναντι  χότζας;.
      Η  Ελληνική  κυβέρνηση  επιθυμούσε  ειρηνική  επίλυση  της  κρίσεως.  Τρεις  φορές  επισημαίνει  ο  Κ.Σημίτης  στο  βιβλίο  του  (σελ. 63,65,66)  ότι  το  πρόβλημα  ήταν  πολιτικό  και  ως  τέτοιο  έπρεπε  να  αντιμετωπισθεί.  Η  Κυβερνητική  Επιτροπή  συμφώνησε  σε  συγκεκριμένο  σχέδιο  αποκλιμάκωσης  που  είχαν  προτείνει  οι Αμερικανοί   και  ανατέθηκε  στον  Θ.Πάγκαλο  να  υλοποιήσει  τη  συμφωνία.  Αφού  οι  Τούρκοι  απέρριψαν  τις  προτάσεις  Πάγκαλου  τί  θα  έπρεπε  τάχα  να  πράξει  ως  Υπουργός  Εξωτερικών,  αντί  να  δίνει  συνέντευξη    στο   ΜEGA ;   Ο  Γ.Αρσένης  αφού  πληροφορήθηκε  από  τους  Αμερικανούς  την  απόρριψη των  προτάσεών  μας  από  τους  Τούρκους   και  προειδοποιήθηκε  από  τον  Υπουργό  Εξωτερικών  Perry  ότι  αφού  επιμένουμε  στο  θέμα  της  σημαίας  οι  Τούρκοι  κάτι  θα  κάνουν  τις  επόμενες  ώρες  (εφ.  ΠΑΡΟΝ  της  8ης  Φεβ.)  μήπως  όφειλε    να  πράξει  κάτι   κι  αυτός  συναινώντας  με  την  ειλημμένη  κυβερνητική  απόφαση   περί   αποκλιμάκωσης;.  Αντίθετα,  αυτενεργώντας  ερήμην   του  ΚΥΣΕΑ  και  του Πρωθυπουργού   φάνηκε  να    χρησιμοποιεί   τις  Ένοπλες  Δυνάμεις.  Εύλογο  το  ερώτημα:  Για  ποιόν  τάχα  σκοπό;  Ούτε  ο  Γ.Αρσένης  ούτε  ο  Θ.Πάγκαλος  μας  τον  αποκάλυψαν.
      Εν  τούτοις,   και  γνώση   και   προγενέστερη  εμπειρία υπήρχε  στα  περισσότερα  στελέχη  αυτής  της  κυβέρνησης  αλλά  και  στον  Α/ΓΕΕΘΑ  για  τέτοιας  φύσεως  θέματα. 
Αν ανατρέξουμε  στην  περίφημη  κρίση  του  1987  θα  διαπιστώσουμε  ότι  οι  Ένοπλες  Δυνάμεις,   που   είχαν  αρθεί   πάλι  σε  ύψιστο  σημείο   ετοιμότητας  με  αξιοζήλευτο  επαγγελματισμό    και  είχαν  αναπτυχθεί  στο  Αιγαίο  για  να   απαγορεύσουν  στους  Τούρκους  τις   έρευνες  στην  Ελληνική  υφαλοκρηπίδα, παρά  το γεγονός  ότι  στο  Αιγαίο  δεν  βρισκόταν  κανένα  τουρκικό  πολεμικό  πλοίο  εκτός  των  δύο  συνοδών  του  ερευνητικού,   ανακλήθηκαν,  γιατί  είχαμε  και  τότε  δεχθεί  τις  αξιώσεις  του  Τούρκου  Πρωθυπουργού  Τ.Οζαλ,  που  βρισκόταν  μάλιστα  στο  Λονδίνο και  διεμήνυε:   «ούτε  η   Ελλάδα  ούτε  η  Τουρκία  θα  έκαναν  έρευνες  πετρελαίων  στο  Αιγαίο  έξω  από  τα  χωρικά  τους  ύδατα».  Για  ποιο  λόγο  άραγε  κινητοποιήθηκαν  οι  Ένοπλες  Δυνάμεις  της  χώρας  μας  τότε; .Δεν  εισέπραξαν  τάχα  απαξίωση  όταν  πάνοπλοι  βγήκαν  να  αντιμετωπίσουν  έναν  απόντα  αντίπαλο;   Έστω  κι  αν  παρακάμψουμε  το  γεγονός   ότι  η  Τουρκική  πλευρά    επέβαλλε  τελικά  τη  θέση  της,  δεν  μπορούμε  να  παραγνωρίσουμε  τον  τρόπο  με  τον  οποίο  ο  τότε  Πρωθυπουργός  Α.Παπανδρέου  βγάζοντας  εθνικές  κορώνες   έσυρε   τις  Ένοπλες  Δυνάμεις  σε  ένα  δονκιχωτικό  κυνηγητό  ανεμόμυλων. Τέτοια  ευαίσθητα  εθνικά  θέματα  έχουν  καταντήσει  για  τον  τόπο,  για  τα  κόμματα,  για  τα  ΜΜΕ,  ταμπού.  Έτσι  οι  λαϊκισμοί  και  οι  πατερναλιστικές  τάσεις  του  τότε  πρωθυπουργού, αποσόβησαν  το  αυτονόητο  ορθολογικό  ερώτημα. Πόσα  χρήματα, πόσο  ανθρώπινο  δυναμικό, πόση  ενέργεια  κατασπαταλήθηκε, και  με  ποιο  αποτέλεσμα;.
      Με  κανένα  τρόπο  δεν  θα  υποστηρίξουμε  ότι   η  παραπάνω  πολιτική  στάση  χαρακτηρίζει   μόνο  το  ένα  και  όχι  και  το  άλλο  κόμμα   εξουσίας.  Επειδή  με  την  ίδια  «εθνική  ευαισθησία»….  πολιτεύονταν  είτε  ως  Κυβέρνηση,  είτε  ως  Αντιπολίτευση.
      Ίσως  με  τέτοιου  τύπου  εμπειρίες  κάποια  μέλη  της  κυβέρνησης  έλπιζαν  να  αποκομίσουν  κέρδη  πολιτικά  εμπλέκοντας  τη  χώρα  σε  εθνικές  περιπέτειες  τις  οποίες  δεν  ήταν  ικανοί  να  αντιμετωπίσουν.  Αν  προσέξουμε  το  χρονικό  των  γεγονότων  θα  διαπιστώσουμε  ότι  ο  όλος  χειρισμός της  κρίσεως  δίνει  την  εικόνα  μιας  κυβέρνησης  στην  οποία,  όσοι  είχαν χρέος   να  συναποφασίζουν , είδαμε  να  αυτενεργούν  και  να  «καπελώνουν»  τη  συλογικότητα  με  οπορτουνιστικές  εσωστρέφειες.  Είδαμε  επίσης  ότι αποποιήθηκαν  και  τότε  με  δηλώσεις  τους  και  αργότερα  σε  συνεντεύξεις  τους  ή  σε  συγγράμματά  τους,  τις  ευθύνες  που  τους  αναλογούσαν,   τις  οποίες  επέρριψαν  στις  Ένοπλες  Δυνάμεις  και  στον  Α/ΓΕΕΘΑ  παρασιωπώντας  τις  ευθύνες  του  πολιτικού  τους  προϊσταμένου. 
      Η  πλέον  ιταμή  πρόκληση  προς  τις  Ένοπλες  δυνάμεις  και  την  ηγεσία  τους  από  τη  μεριά  των  πολιτικών  ήταν  η  εις  βάρος  τους  μομφή    ότι  δεν  περιφρούρησαν  και  τα  Ανατ. Ίμια  με  αποτέλεσμα  να  μπορέσουν  οι  Τούρκοι  να  αποβιβασθούν  σ αυτά.  Προβληματιζόμαστε  πάνω  σ’αυτό  γιατί  είδαμε  ότι  τα  γεγονότα  των  Ιμίων  δεν  περιεπλάκησαν  από  την  αποβίβαση  των  Τούρκων  στην  Ανατ.  Ίμια.  Αντίθετα  το  γεγονός  αυτό  αποτελεί  τον  τελευταίο  κρίκο  της  κρίσης  στην  περιοχή  και  συνέβη  ενώ  ήδη  η  Ελληνική  πολιτική  ηγεσία  είχε  συμφωνήσει  στην  Αμερικάνικη  πρόταση  αποκλιμάκωσης.  Η  μη  επιτυχής  στρατιωτική  περιφρούρηση  τους  ενέχει  περισσότερο  πολιτική  ευθύνη  και  διπλωματική  καχεξία  διότι  τα  διαπραγματευτικά  παζάρια,  όπως  γίνονταν,  σηματοδοτούσαν  στους  Τούρκους αδυναμία  της  Ελληνικής  πλευράς,  γι’ αυτό  οι  Τούρκοι  έκριναν  ότι  με  μια  επιχείρηση  πρόκλησης  και  αποφασιστικότητας  θα  βρίσκονταν  σε  πλεονεκτικότερη διαπραγματευτική  θέση  και  de  facto  θα  πρόβαλαν  το  θέμα  των  «γκρίζων  ζωνών».  Και  έτσι  λειτούργησαν.  Η  Ελληνική  διπλωματία  θα  έπρεπε  να  είχε  υπόψη  της  την  Τουρκική  τακτική  και  από  άλλες  Ελληνοτουρκικές  εμπλοκές  αλλά  κυρίως  από  τον  δεύτερο  Αττίλα  στην  Κύπρο  που  εκτελέστηκε  στη  φάση  των  διαπραγματεύσεων. Όταν  λοιπόν  κάποιος  όπως  η  πολιτική  ηγεσία  αποκόβει  από  το  σύνολο  ενός  προβλήματος  ένα  κομμάτι  και  το  χρησιμοποιεί  επιλεκτικά  για  να  συγκαλύψει  ευθύνες  που  πρώτιστα  της  αναλογούν  μας  επιτρέπει  να  διερωτηθούμε  για  την  ασφαλή  πολιτική  πλεύση  της  χώρας  σε  κρίσιμες  περιστάσεις.
        Γιατί  τελικά  δεν  μπόρεσε  να  λειτουργήσει  το  ΚΥΣΕΑ  σ’  αυτή  τη  φάση;.  Όσοι  έζησαν  τα  γεγονότα,  είτε  ως  ένστολοι  είτε  ως  απλοί  πολίτες  αλλά  με  πολιτική  σκέψη,  μπορούν  να  καταλάβουν  πώς ύψιστα  εθνικά  θέματα  γίνονται  αντικείμενα  καπηλείας  για  εσωτερικές  μικροπολιτικές  και  κομματικές  σκοπιμότητες.
Φαίνεται   ότι  ο  Αμερικανός  διαμεσολαβητής  ήταν  σαφής  από  την  αρχή  όχι  πλοία  όχι  στρατιώτες  όχι  σημαίες  επιστροφή  στο  status  quo  ante.  Η Ελληνική  πλευρά  στρουθοκαμήλιζε.  Είχε  πολιτικό  κόστος  γι’αυτήν  η  αφαίρεση  της  σημαίας  και  προσπαθούσε  να  κερδίσει  χρόνο.  Η  ουσία  όμως  ήταν  στο  έδαφος,  στην  κυριαρχία  και  όχι  στη  σημαία.  Αυτό  δεν  φαινόταν  να  την  απασχολεί.  Δεν  επιθυμούσε,  είπε, να  θυσιάσει  ψυχές  για  μια  βραχονησίδα  της  Ελλάδας.  Οι  Ελληνικές  Ένοπλες  Δυνάμεις  όμως  δεν  είχαν  αντίρρηση  να  θυσιαστούν  υπερασπίζοντας  την  Ελληνική  κυριαρχία  και  μάλιστα  τρία  στελέχη  τους  θυσιάστηκαν.  Ποιους  τάχα  εξέφραζε  η  κυβέρνηση  σε  εκείνη  τη  συγκυρία;
Η  τελευταία  δήλωση  του  Αμερικανού  διαμεσολαβητή  μετά  την  εγκατάσταση  των  Τούρκων  στρατιωτών  στα  Δυτ. Ίμια   «εάν  δεν  βάλετε  εναντίον  των  Τούρκων,  αυτοί  έχουν  διαταγή  να  μην  βάλουν  εναντίον  των  Ελλήνων.  Με  την  αναχώρηση  της  Ελληνικής  ναυτικής  δυνάμεως  και  της  Ελληνικής  σημαίας  οι  Τουρκικές  δυνάμεις  θα  κάνουν  το  ίδιο.  Η  πλευρά  που  θα  ανοίξει  πυρ  πρώτη  θα  βρει  απέναντι  της  τις  ΗΠΑ» (Turkish  Review  of  Balkan  Studies  Annual  2001),  έδωσε  στην  Ελληνική  κυβέρνηση  το  άλλοθι  για  την  ταπεινωτική  της  απόφαση.      
Συνεκτιμώντας  όλο  το  χρονικό  των  Ιμίων  θα  αναρωτηθούμε  για  ποιο  λόγο  ο  Πρωθυπουργός  στην  ομιλία  του  στη  βουλή  εξέφρασε  τις  ευχαριστίες  του  στους  Αμερικανούς  (Σημίτης σελ΄72).  Από  τον  τρόπο  που αντέδρασε  η  κοινή  γνώμη, το Κοινοβούλιο  και  ο  Τύπος,  ο  Ελληνικός  λαός  ένοιωσε  δυσαρέσκεια  θεωρώντας  αυτό  το  «ευχαριστώ»   ως  ένδειξη  υποτέλειας  και  αδυναμίας  της  Ελληνικής  πλευράς  να  διαχειριστεί  ένα  εθνικό  ζήτημα,  ζητώντας  την  παρέμβαση  «προστάτη»  στον  οποίο  οφειλότανε  και  αποδόθηκε  αυτό  το  ευχαριστώ.  Αν  λάβουμε   υπόψη  ότι  βρισκόμαστε  σε  εποχές  που  η  Ελλάδα  ανήκει  πλήρως  στην  Ευρωπαϊκή  Ένωση  φαίνεται  για  τους  Έλληνες  σαν  μια  οπισθοδρόμηση  σε  μεταπολεμικές  κυβερνήσεις  και  μάλιστα  από  ένα  Πρωθυπουργό  με  την  σφραγίδα  του  Ευρωπαϊστή.  Αν  το  ευχαριστώ  το  εκλάβουμε  ως  προσωπική  έκφραση  ενός  πολιτικού  απέναντι  σε  κάποια  δύναμη  που  σε εκείνη  τη  φάση  υποστήριξε  την  αδυναμία  του  για  την  επίλυση  του  ζητήματος  μπορούμε  να  πούμε  ότι  αυτό  το  προσωπικό  του  ευχαριστώ  δεν  θα  έπρεπε  να  ειπωθεί  με  την  ιδιότητα  ενός   Πρωθυπουργού.
Η  φυσική  ηγεσία  των  Ενόπλων  Δυνάμεων   δεν  τήρησε  τα  προβλεπόμενα.  Ο  Α/ΓΕΕΘΑ  και  οι  Αρχηγοί   των  Γενικών  Επιτελείων  έπρεπε  να  επιμείνουν  στην  έγκριση  από  το  ΚΥΣΕΑ  όσων  μέτρων   συναγερμού  και  κανόνων  εμπλοκής  προβλέπονταν.  Δεν  επέμειναν  και  τούτο  διότι  θεώρησαν   ότι  η  παρεχόμενη  έγκριση  του  ΥΕΘΑ  στις  συνεδριάσεις  του  Συμβουλίου  Άμυνας ήταν  αρκετή.  Δημιούργησαν  έτσι  στις  Ένοπλες  Δυνάμεις  με  τα  μέτρα  που  έπαιρναν   και  τις  διθυραμβικές  εντολές  που  εξέδιδαν  μια  επιθετική  ψυχολογία  η  οποία  όμως με  τη  θλιβερή  κατάληξη  της  κρίσεως  προκάλεσε  έντονο  αίσθημα  εθνικής  ταπείνωσης. 
 

Σήφης  Μανουσογιαννάκης 
   Αντιναύαρχος  Π.Ν. (ε.α)

 

            Υ.Γ.  Τι  ήταν  όμως  το  Συμβούλιο  Άμυνας  και  ποιες  αρμοδιότητες  είχε  το  αναφέραμε  περιγράφοντας  το  θεσμικό  πλαίσιο  της  χώρας  μας. Το  1994  που  αναθεωρήθηκε  ο  νόμος  660/77  που  αφορούσε  στην  οργάνωση  του  ΥΕΘΑ  δεν  ακολουθήθηκε  το  πρότυπο  της  οργάνωσης  των  Υπουργείων  Άμυνας  των  δυτικο-ευρωπαϊκών  κρατών  μελών  του  ΝΑΤΟ  στο  οποίο  είμαστε  μέλη  και  μεταξύ  των  άλλων  θα  εξασφαλιζόταν  και  η  διαλειτουργηκότητά του,   αλλά  αυτοσχεδιάσαμε.  Τρεις  νέοι  θεσμοί   δημιουργήθηκαν.  Το  Συμβούλιο  Άμυνας  [ΣΑΜ]  το  Επιτελείο  του  Υπουργού  και  η  Γενική   Διεύθυνση  Εξοπλισμών  [ΓΔΕ].  Και  οι  τρεις  απέτυχαν  καθώς  το  ΣΑΜ  λειτούργησε  σαν   υποκατάστατο  του  ΚΥΣΕΑ  (Ίμια)  οι  δε  άλλοι  δυο  κατάντησαν  φωλιές  κρατικοδίαιτων   ημετέρων  των  πολιτικών  κομμάτων. 

Αφήστε μια απάντηση