Μελέτης Η. Μελετόπουλος: Ο πιο καλός ο μαθητής
Ακολούθως, μετά την τυπική διάλυση του αχανούς οθωμανικού κράτους το 1920, ο Μουσταφά Κεμάλ αποδύθηκε σε αγώνα συγκρότησης τουρκικού εθνικού κράτους στα ερείπιά του. Αυτό απαίτησε την γενοκτονία των Μικρασιατών Ελλήνων και των Αρμενίων. Ο Κεμάλ όμως συμπεριφέρθηκε βάναυσα και έναντι των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Το διάστημα 1920-21 δεν δίστασε να επιτεθεί σε γαλλικά και ιταλικά στρατεύματα, πριν τελικώς συνάψει συμμαχία μαζί τους.
Αμέσως μετά την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους Έλληνες, ο Κεμάλ στράφηκε προς την Κωνσταντινούπολη, την οποία κατείχαν ακόμα οι εξαντλημένοι από τον πόλεμο Άγγλοι. Η βρεταννική βουλή του απηύθυνε έκκληση να αφήσει την Πόλη ήσυχη, αλλά ο Κεμάλ έδωσε 48ωρη προθεσμία στους Άγγλους να αποχωρήσουν, άλλως απείλησε ότι θα τους βομβαρδίσει. Οι Άγγλοι υποχώρησαν και ο πρωθυπουργός Λόϋντ Τζώρτζ, ο νικητής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ταπεινωμένος παραιτήθηκε. Αυτή ήταν η κρίση του Τσανάκ, τον Οκτώβριο του 1922. Η Τουρκία επέστρεψε στην Ευρώπη ως κάτοχος μίας από τις σημαντικότερες πόλεις στον κόσμο αλλά και των Στενών, χάρις στην κοντόφθαλμη, ανθελληνική και δειλή στάση των Ευρωπαίων, που υπονόμευσαν την ελληνική εκστρατεία στην Μικρά Ασία.
Η περιφρονητική στάση των σουλτάνων και ακολούθως του Κεμάλ έναντι της πολύ ισχυρότερης Δύσης συνιστούσε ένα ψυχολογικό αντιστάθμισμα της οικονομικής και στρατιωτικής κατωτερότητας της Τουρκίας έναντι των δυτικών δυνάμεων. Οι Τούρκοι γνώριζαν ότι συνομιλούσαν με βιομηχανικές κοινωνίες με ισχυρές οικονομίες, υπερσύγχρονο εξοπλισμό και αποικίες, αλλά συμπεριφέρονταν με θράσος και αλαζονεία. Δηλαδή δεν μετέφραζαν την υλική κατωτερότητά τους σε στάση υποτέλειας. Επίσης φρόντιζαν πάντα να δείχνουν έτοιμοι να αλλάξουν στρατόπεδο εάν οι όροι τους δεν γίνονταν αποδεκτοί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι ισχυρές δυτικές δυνάμεις να συμπεριφέρονται στην Τουρκία με προσοχή και διαλλακτικότητα, και να επιδεικνύουν μεγαλύτερη προσοχή από ό,τι σε άλλες χώρες με ίση γεωπολιτική αξία. Βέβαια αυτή η πολιτική εμπεριείχε ρίσκο, και ενίοτε κατέληγε σε σοβαρές αποτυχίες.
Αυτήν ακριβώς την πολιτική αναπαράγει τώρα και ο Ερντογάν έναντι της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ένα μείγμα θράσους, αλαζονείας, εχθροπάθειας, υποτίμησης των άλλων κρατών. Συμπεριφέρθηκε με απύθμενο θράσος και αλαζονεία έναντι της ΕΕ, στην οποία επεδίωκε να εντάξει την χώρα του. Προκάλεσε βίαιη διπλωματική ρήξη με το Ισραήλ, επί δεκαετίες στενό στρατιωτικό σύμμαχο της Τουρκίας. Κατέρριψε ρωσσικό αεροσκάφος. Τελικώς, συγκρούσθηκε και με τις ΗΠΑ, την ισχυρότερη υπερδύναμη του πλανήτη. Δεν παραδίδει τον κρατούμενο αμερικανό πάστορα, θέτει υπό αμφισβήτηση το Ινσιρλίκ, σχηματίζει στον ΟΗΕ αντιαμερικανική συμμαχία, εμφανίζεται ως τιμωρός της Δύσεως εκ μέρους των ισλαμικών χωρών, εισβάλλει στην Συρία αγνοώντας τις αμερικανικές προειδοποιήσεις. Τέλος, απειλεί ευθέως και απροκάλυπτα την Ελλάδα, μία χώρα πυλώνα του δυτικού συστήματος ασφαλείας.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι ο γεωπολιτικός ανορθολογισμός του Ερντογάν θα έχει τελικώς ευνοϊκά αποτελέσματα για την χώρα του. Η Ευρώπη του έχει κλείσει οριστικά την πόρτα, το Ισραήλ ήρθε σε συνεννόηση με την Αίγυπτο, την Κύπρο και την Ελλάδα, οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν οικονομικό πόλεμο εναντίον του με αποτέλεσμα την κατάρρευση της τουρκικής λίρας. Ταυτόχρονα, παρά τους λεονταρισμούς του, έχει αποκλεισθεί από την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μπορεί Ερντογάν να λειτουργεί ως μαθητής της κεμαλικής σχολής, αλά η συγκυρία είναι διαφορετική από το 1922. Στην πραγματικότητα, βαδίζει σε ένα τεντωμένο σχοινί, και η πολιτική του έχει αβέβαιη έκβαση και πιθανό καταστροφικό αποτέλεσμα για τον ίδιον και την χώρα του.