ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ 1/2
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ” το 1997
(Τεύχη 87 και 88)
Του Στρατηγού ε.α. Δ. ΣΚΑΡΒΕΛΗ
Ακαδημαϊκού – Επιτίμου Αρχηγού ΓΕΕΘΑ
Μετά δέκα και πλέον αιώνες, η ελληνική ιστορία θα χωρίζεται στο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέρος και το μετ΄αυτήν. Με αυτή τη φράση, πανεπιστημιακός δάσκαλος ήθελε, σε ομιλία του, να δώσει την πολύ μεγάλη για το Έθνος ιστορική διάσταση του συγκεκριμένου γεγονότος. Η ανθρώπινη ζωή είναι σύντομη με τα μέτρα της Ιστορίας, ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος μιας ορισμένης εποχής να συλλάβει σε όλη του την έκταση ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, τις επιδράσεις του και τις συνέπειές του. Είναι δε και εξαιρετικά δύσκολο να διευκρινίσει τα αίτια που το προκάλεσαν, όταν ο ίδιος είναι μέρος του γίγνεσθαι.
Σήμερα, όμως, ύστερα από εβδομήντα και πλέον χρόνια, είναι φυσικό να έχουν αποκρυσταλλωθεί οι απόψεις γύρω από το θέμα των “σφαλμάτων” αυτής της μεγάλης τραγωδίας του γένους. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, πολλές μελέτες και επίσης πολλές ερευνητικές εργασίες. Τα σφάλματα είναι πολλά και δεν είχαν στιγμιαίο χαρακτήρα, αλλά διάρκεια και εξελικτική πορεία μέσα στο χρόνο. Από αυτό συνάγεται ότι και οι υπεύθυνοι είναι πολλοί, διότι στη δραματική πορεία των γεγονότων είχαμε και εναλλαγή των προσώπων. Αν καταδικάστηκαν έξη – πέντε πολιτικοί και ένας στρατιωτικός – δεν σημαίνει ότι στα πρόσωπα αυτών εξαντλήθηκε η απονομή όλης της ευθύνης. Και πολλοί άλλοι ήσαν υπεύθυνοι, μόνο που οι έξη αυτοί ήσαν οι τελευταίοι διαχειριστές της εξουσίας, πολιτικής και στρατιωτικής, οι διαχειριστές της κατά το χρόνο της τραγωδίας. Χαρακτηριστικό είναι ένα σημείο της απολογίας του καταδικασθέντος εις θάνατο Αντιστρατήγου Γ. Χατζανέστη, Διοικητού της Στρατιάς Μικράς Ασίας, στην οποία ο Στρατηγός καταθέτει ότι εδιοίκησε τη Στρατιά για πολύ χρόνο, τους τελευταίους μόλις δυόμισι μήνες, ενώ οι προκάτοχοί του την είχαν διοικήσει για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα. Εννοούσε με αυτό ότι και άλλοι είχαν την ευθύνη, διότι τα αίτια της επί των ημερών του επελθούσης καταστροφής, είχαν δημιουργηθεί πριν ο ίδιος αναλάβει τη διοίκηση. Μάλιστα, παραλλήλισε το θέμα με το θάνατο του ασθενούς στα χέρια του τελευταίου γιατρού, στον οποίο και επιρρίπτεται ολόκληρη η ευθύνη, ενώ στο μοιραίο συνέβαλαν και άλλοι γιατροί, που είχαν προηγηθεί.
Βέβαια, είναι συζητήσιμο αν, το Έκτακτο Στρατοδικείο που καταδίκασε με την ποινή του θανάτου τους έξη (Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Θεοτόκη, Γ. Μπαλτατζή, Ν. Στράτο και Γ. Χατζανέστη), επεδίωξε τότε την πλήρη διερεύνηση των αιτίων και τον ακριβοδίκαιο επιμερισμό των ευθυνών ή απέβλεψε μάλλον στην εκτόνωση της δίψας του πλήθους για κολασμό, του ίδιου πλήθους που μετά την εκτέλεση της θανατικής ποινής έδειχνε αρκούντως μεταμελημένο και όπως γράφει ο Σ. Μαρκεζίνης στην “Πολιτική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδος”, ήταν σαν να έλεγε….”Ε ! Καλά ! Το ελέγαμεν μεν, αλλά όχι πάλιν και να τυφεκισθούν !”
Αλλά πως να επιμερισθούν δικαίως οι ευθύνες μέσα σ΄ένα κλίμα έντονων πολιτικών παθών, φανατισμού και έξαψης ; Ο πολιτικός διχασμός που είχε ενσκήψει πολύ πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, εξακολουθούσε να υπάρχει και κατ΄αυτήν σε όλη του την ένταση. Ας μη μας διαφεύγει ότι η δίκη διεξήχθη υπό επαναστατική διακυβέρνηση. Παράδοξο φαίνεται ότι ένας από τους κατηγόρους, και μάλιστα του καταδικασθέντος Στρατηγού Χατζανέστη, υπήρξε ο προκάτοχός του στη διοίκηση της Στρατιάς Μ.Α., Αντιστράτηγος Α. Παπούλιας, που σύμφωνα με όσα προαναφέρθησαν, δεν ήταν άμοιρος ευθυνών.
Ο επίλογος της τραγωδίας γράφτηκε αρχικά στα Μουδανιά, με την ομώνυμη Συνθήκη Ανακωχής (11 Οκτωβρίου 1922), όπου οι ίδιοι Σύμμαχοι, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί, που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμφώνησαν με τον Κεμάλ, άλλοτε εχθρό και τώρα φίλο, ερήμην μάλιστα της Ελλάδος, για το κλείσιμο της Μικρασιατικής εκστρατείας και την εκκένωση από τον ελληνικό στρατό της Ανατολικής Θράκης, μέχρι τον Έβρο ποταμό. Η Ελλάδα προσεχώρησε σ΄αυτή μετά διήμερον. Στη συνέχεια, με την Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάννης (Ιούλιος 1923) ολοκληρώθηκε ο επίλογος με τον οριστικό τερματισμό της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Την Ελλάδα εκπροσώπησε στη Λοζάννη ο μέγας πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο μεγάλος αυτός εθνικός οραματιστής, που υπέγραψε τον επίλογο του θέματος, είναι ο ίδιος που είχε γράψει και το προοίμιό του, με τη Συνθήκη των Σεβρών 910 Αυγούστου 1920). Διότι η ιστορία της Μικρασιατικής περιπέτειας έχει την αρχή της στη Συνθήκη των Σεβρών, δημιούργημα δικό του. Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών είχε ήδη αρχίσει να υλοποιείται με την αποστολή της 1ης Μεραρχίας στην περιοχή της Σμύρνης (Μάϊος 1919), με τη συγκατάθεση των Συμμάχων, που ήταν η απαρχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας, μιας εκστρατείας με άδηλη έκβαση. Για τη Συνθήκη των Σεβρών ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έχει δηλώσει : “Η αξία των όρων της Συνθήκης Εξηρτάτο από ένα μοναδικό στοιχείο, τον ελληνικό στρατό. Αν ο Ελ. Βενιζέλος και οι στρατιώτες του κατόρθωναν να επιβληθούν επί του Κεμάλ, έχει καλώς. Εάν όχι, τότε έπρεπε να αναζητήσουμε καλύτερες λύσεις. Την ειρήνη με την Τουρκία, έπρεπε, δια να την επιβάλουμε, να κάνουμε πόλεμο. Τη φορά αυτή οι Σύμμαχοι θα τον διεξήγαγον δι΄εντολοδόχου”. Ιδού λοιπόν τα αρχικά αίτια της συμφοράς. Εντολοδόχος η Ελλάδα, η οποία στη συνέχεια αφέθηκεμόνη από τους εντολείς Συμμάχους της, ιδιαίτερα από τη Γαλλία και την Ιταλία. Αξίζει να σημειωθεί η αρνητική στάση της Ιταλίας, παρά το γεγονός ότι ο δαιμόνιος πολιτικός μας είχε επιτύχει προγενέστερα μετά της Ιταλίας τη μυστική Συμφωνία Βενιζέλου – Τιττόνι (Ιούλιος 1919), που αφορούσε στο διαχωρισμό των εδαφών της Μ.Α. που θα περιήρχοντο στις αντίστοιχες χώρες (Ελλάδα – Ιταλία), στην παραχώρηση από την Ιταλία των υπ΄αυτής κατεχομένων νήσων του Αιγαίου, πλην της Ρόδου και στην υποστήριξη από μέρους της των αξιώσεών μας επί της Βορ. Ηπείρου. Κατά δόλιο τρόπο η Συμφωνία καταγγέλθηκε αργότερα (1922) από την Ιταλία, στο κορύφωμα της καταστροφής. Ιταλία και Γαλλία, αφού βρήκαν λύσεις στα εδαφικά ζητήματά τους, τις οποίες και κατωχύρωσαν σε Συμφωνίες με τον Κεμάλ (Συμφωνία Ρώμης Μαρτίου 1921 και Συμφωνία Αγκύρας Οκτωβρίου 1921 αντίστοιχα), στη συνέχεια τον εβοήθησαν σημαντικά κατά των Ελλήνων, όπως έκαμαν και οι Μπολσεβίκοι της κομμουνιστικής πλέον Ρωσσίας, οι οποίοι είχαν υπογράψει με τον Κεμάλ τη Συνθήκη της Μόσχας (Μάρτιος 1921). Η Ιταλία υπήρξε και θα παραμένει ανταγωνίστριά μας στο χώρο των Βαλκανίων και δείγματα τούτου γευόμεθα και στις ημέρες μας. Οι προαναφερθείσες Συνθήκες και Συμφωνίες δεν απέφεραν στον Κεμάλ μόνο σημαντικό πολεμικό υλικό, αλλά του επέτρεψαν να αποσύρει στρατεύματα από τα βόρεια και νότια μέτωπά του και να τα προσανατολίσει έναντι των ελληνικών δυνάμεων, αποκτώντας με την πάροδο του χρόνου την αριθμητική υπεροχή.
Αλλά, ωσάν να μην έφθανε ο γεγονός ότι η Ελλάδα αφέθηκε μόνη, άνευ βοηθείας από τους Συμμάχους της, έχασε και τον πρωτεργάτη της ιδέας. Το μεγάλο όραμα της Συνθήκης των Σεβρών έχασε το μεγάλο οραματιστή του. Ο Ελ. Βενιζέλος, με το ένστικτο του πολιτικού, αναζήτησε αμαβάπτιστη στηλαϊκή εντολή, προ της μεγαλόπνοης εθνικής εξόρμησης. Παρά τη διορατικότητά του διαψεύσθηκε από το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920. Η προσφυγή στις εκλογές του καταλογίζεται από πολλούς ως μέγα λάθος του. Σημασία έχει ότι ο εμπνευστής αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από το προσκήνιο και η έμπνευση διολίσθησε σε άλλα χέρια, που δεν ήσαν τόσο στιβαρά, όσο τα δικά του. Αυτό σίγουρα αποτελεί μία από τις αιτίες που οδήγησαν στον όλεθρο. Αν ο ίδιος πηδαλιουχούσε την υλοποίηση των σχεδίων του, πολύ πιθανόν η εξέλιξη να ήταν διαφορετική ή τουλάχιστον όχι τόσο καταστροφική. Η άποψη ότι προσέφυγε στις εκλογές, διότι επεζήτησε να απαλλαγεί της τεράστιας ευθύνης για τη συνέχιση ενός μεγαλόπνοου σχεδίου με διαφαινόμενη αβέβαιη και ενδεχομένως ολέθρια κατάληξη, δεν ευσταθεί, δεδομένων του χαρακτήρος του, του πατριωτισμού του και του αγωνιστικού του πνεύματος. Επίσης δεν ευσταθεί η άλλη άποψη, ότι οι εκλογές ήταν σχέδιο των Συμμάχων, οι οποίοι προέβλεψαν το αποτέλεσμα και παρέσυραν σ΄αυτές τον Ελ. Βενιζέλο, προκειμένου να εύρουν σαν πρόσχημα διακοπής της συνεργασίας και της όποιας υποστήριξης προς την Ελλάδα, την επάνοδο στην εξουσία των φιλοβασιλικών και του Βασιλέως Κωνσταντίνου, προς τον οποίο βέβαια ήταν γνωστό ότι έτρεφαν μεγάλη αντιπάθεια, που είχε την πηγή της στα γεγονότα του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Πράγματι, με το δημοψήφισμα της 22ας Νοεμβρίου 1920, ο βασιλεύς επανήλθε, παρά τη δήλωση Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας, ότι η επαναφορά θα προκαλούσε “νέα δυσμενή κατάσταση όσον αφορά τις μεταξύ των Συμμάχων και της Ελλάδος σχέσεις”. Δεύτερο, λοιπόν, πολιτικό σφάλμα το δημοψήφισμα, είκοσι δύο ημέρες μετά το μέγα σφάλμα των εκλογών.
Επίσης, ατυχώς για μας, στην εποχή που αναφερόμεθα ήταν ακόμη έκδηλα τα σημάδια του πολιτικού διχασμού που είχε εμφανισθεί πριν μερικά χρόνια 91915) και είχε οδηγήσει στη διάσπαση του κράτους, με τη λειτουργία δύο Κυβερνήσεων (1916) μιας στην Αθήνα και μιας στη Θεσσαλονίκη (η δεύτερη γνωστή ως Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης υπό τον Ελ. Βενιζέλο). Τα έντονα πολιτικά πάθη και το αμοιβαίο μίσος που εδημιούργησαν μεταξύ των δύο παρατάξεων (βενιζελικών και βασιλικών) και που έφθασε ακόμη και σε δολοφονική απόπειρα κατά του Ελ. Βενιζέλου, και μάλιστα αμέσως μετά την υπογραφή της μεγαλειώδους Συνθήκης των Σεβρών, είχαν και τις πρακτικές επιζήμιες προεκτάσεις τους στην κρατική μηχανή και στο στράτευμα, αλλά και στους πολιτικούς ηγέτες, σε βαθμό που δεν τους άφηναν να προσδιορίσουν εκάστοτε ορθώς το εθνικό συμφέρον, παρασυρόμενοι και αυτοί είτε από το φανατισμό τους, είτε από τους φανατισμένους οπαδούς τους. Ιδιαίτερα όσον αφορά στο στράτευμα, η υπό ημερομηνία 14 Μαϊου 1921 έκθεση του Διοικητού της Στρατιάς Μ.Α. Αντιστρατήγου Α. Παπούλα προς τον τότε Υπουργό των Στρατιωτικών, αναγράφει ότι….”Παραδόξως όμως, υπό του νέου καθεστώτος ήρξατο η αθρόα επαναφορά τούτων ανεξαιρέτως (σημ. : εννοεί αποστρατευθέντες και αποταχθέντες αξιωματικούς) ως ει ενεργείτο εκταφή και ανάστασις νεκρών”. Με αυτήν την αναταραχή στο στράτευμα, λόγω της επαναφοράς σ΄αυτό κομματικών φίλων, αποτέλεσμα παρεμβατισμού λόγω της πολιτικής μισαλλοδοξίας, ξεκινούσε η Στρατιά για τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921. Ο ελληνικός λαός στην πιο κρίσιμη καμπή της νεώτερης ιστορίας του βρέθηκε διχασμένος, αδύναμος, μέσα στην έξαψη των πολιτικών του παθών, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών. Αυτός ο διχασμός και οι βλαπτικές συνέπειές του, πως νη μη καταλογισθούν στα νοσηρά αίτια, που υπέσκαψαν τη θέληση του έθνους.
Οι πολιτικοί ηγέτες που διαδέχθηκαν τον Ελ. Βενιζέλο στην εξουσία, ευθύς εξ αρχής προσέφυγαν εις τους ομολόγους τους των συμμάχων χωρών, για την υποστήριξη των συμφερόντων της χώρας, για τον εξευμενισμό τους σχετικά με την επάνοδο του βασιλέως και για τη συμπαράστασή τους στη μικρασιατική εκστρατεία, αλλά τα αποτελέσματα ήσαν απογοητευτικά. Αναφέρεται τούτο για να καταδειχθεί, ότι η ελληνική παρουσία εκτός Ελλάδος είχε άλλη βαρύτητα στο πρόσωπο του Ελ. Βενιζέλου και άλλη στου Δ. Γούναρη ή και οποιουδήποτε άλλου για τη συγκεκριμένη εποχή. Προφανώς οι Σύμμαχοι από κάποιο χρονικό σημείο και μετά (εκλογές του Νοεμβρίου 1920) εθεώρησαν ότι είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους προς το συγκεκριμένο άνθρωπο, τον Ελ. Βενιζέλο και ότι ουδέν ώφειλαν στους διαδόχους του. Με άλλα λόγια, εξέλειπε η προσωπική σχέση στον κρίσιμο χρόνο, έπαυσε αυτή να επηρεάζει τις εξελίξεις, πολύ δε περισσότερο να τις επισκιάζει, όπως είχε συμβεί πολλές φορές προηγουμένως. Άλλος ο μαγνητισμός που ασκούσε ο Ελ. Βενιζέλος, άλλη η παρουσία των διαδόχων του. Το προσωπικό στοιχείο έπαυσε να βαραίνει στην πλάστιγγα των ελληνικών συμφερόντων. Δεν ήταν θέμα πατριωτισμού, μόρφωσης και διοικητικών ικανοτήτων, ήταν θέμα πολιτικής ακτινοβολίας, η οποία, αν δεν έλειπε εξ ολοκλήρου από τους διαδόχους του Ελ. Βενιζέλου, δεν ήταν της εμβέλειας της δικής του.
Ο Γ. Κλεμανσώ, πρωθυπουργός της Γαλλίας και κύριος συντελεστής της νίκης του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου στο δυτικό μέτωπο, έχει πει ότι…..”ο πόλεμος είναι πολύ σημαντική υπόθεση, ώστε να την εμπιστευθούμε στα χέρια των στρατιωτικών”. Ουδείς βέβαια αμφιβάλλει ότι τον πόλεμο αποφασίζουν οι πολιτικές ηγεσίες. Οι πολιτικοί είναι αυτοί που πρέπει να καθορίσουν και τον πολιτικό σκοπό ή σκοπούς του πολέμου και να τον υποστηρίξουν με όλα τα μέσα (με ανθρώπινο δυναμικό, οικονομικά, διπλωματικά κ.λ.π). Η Στρατιωτική ηγεσία επωμίζεται τα της στρατιωτικής προπαρασκευής και της διεξαγωγής του πολέμου. Αυτή καθορίζει τους στρατιωτικούς στόχους, που η επίτευξή τους θα ικανοποιήσει τον πολιτικό σκοπό. Αν εξετάσουμε αυτό το σχήμα στην περίπτωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, διότι ίσχυε και τότε, έχουμε πολλά να παρατηρήσουμε.
Η πολιτική ηγεσία, που προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, ήταν σε όλη τη διάρκεια της διετίας, μέχρι της καταστροφής, σε συνεχή αμφιβολία, αν θα έπρεπε να συνεχίσει την εκστρατεία, τον πόλεμο ή να τον σταματήσει. Εφέρετο κάθε φορά ωσάν να ευρίσκετο προ διλήμματος και τελικά ωσάν να εσύρετο στον πόλεμο. Αυτό δεν συνέβη μόνο όταν πρωτοανέλαβε την πολιτική εξουσία, αλλά και μετέπειτα, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια. Όταν δε ομιλούμε για την πολιτική εξουσία, πρέπει να έχουν υπόψη μας ότι, μετεκλογικά και μέχρι της καταστροφής, δηλαδή σε διάστημα ολιγώτερο των δύο ετών (Νοέμβριος 1920 – Σεπτέμβριος 1922) εκυβέρνησαν τον τόπο έξη κυβερνήσεις, με πρωθυπουργούς, κατά σειράν τους Δ. Ράλλη, Ν. Καλογερόπουλο, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτο, Ν. Πρωτοπαπαδάκη και Ν. Τριανταφυλλάκο. Μάλιστα η κυβέρνηση του ενός εξ αυτών (Ν. Στράτου) είχε διάρκεια μόλις δύο ημερών. Αναλόγως κάθε φορά άλλαζαν και οι υπουργοί και όχι μόνον. Με τέτοια πολιτική ρευστότητα και εναλλαγή προσώπων στο εσωτερικό μέτωπο, πως να μην επηρεάζεται δυσμενώς και το πολεμικό μέτωπο ;
Υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι άπαξ και η νέα κυβέρνηση, αυτή που προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, επέλεξε τη συνέχιση της εκστρατείας και έθεσε σαν σκοπό τον εξαναγκασμό του Κεμάλ να υπογράψει ειρήνη, αποδεχόμενος τις προβλέψεις της Συνθήκης των Σεβρών, σκοπός που υπαγόρευε στη στρατιωτική ηγεσία την κατανίκηση και το στρατιωτικό εκμηδενισμό των νεοτούρκων, θα έπρεπε να συνδράμει τη Στρατιά Μ.Α. με όλα τα μέσα, ιδιαίτερα με την επιστράτευση νέωνκλάσεων και να επιδιώξει πάση θυσία το σκοπό. Αντί αυτού απωλέσθη χρόνος έξη μηνών, δώρο στον Κεμάλ, που του επέτρεψε να ισχυροποιηθεί πολιτικά και κυρίως στρατιωτικά. Ιδού πως περιγράφει αυτή την πολιτική αδράνεια ο Ι. Πολιτάκης, Υποστράτηγος ε.α., στο σύγγραμμά του “Στρατιωτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος” : “Ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβριος πέρασαν μέσα στον πυρετό της προεκλογικής περιόδου. Την 1η Νοεμβρίου εκλογές. Ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος πέρασαν με τα επινίκεια, με γιορτές και με ανασχηματισμούς κυβερνητικούς. Ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος σε συζητήσεις με τους Συμμάχους. Και τον Μάρτιο 91921) αποφάσισε η νέα κυβέρνηση να ξαναρχίσει επιχειρήσεις με τις προϋπάρχουσες δυνάμεις, χωρίς να έχει προβεί σε καμία επιστράτευση. Και τότε βρήκε ο ελληνικός στρατός μπροστά του ένα νέο τουρκικό στρατό, οργανωμένο και επαρκώς εξοπλισμένο. Ο Κεμάλ είχε επωφεληθεί απο τους έξη μήνες αδρανείας μας, για να προχωρήσει δραστήρια στην ανάπτυξη και στερεοποίηση των δυνάμεών του”. Και βέβαια, δεν αναφέρει και το δημοψήφισμα της 22ας Νοεμβρίου και τους εορτασμούς για την επάνοδο του βασιλέως Κωνσταντίνου.
Αλλά και η οικονομική υποστήριξη προς τη Στρατιά Μ.Α. ήταν ανεπαρκής. Η χώρα είχε εξαντληθεί οικονομικά από τη συνεχή μακροχρόνια πολεμική της δραστηριότητα, από το 1912, με την έναρξη του Α΄Βαλκανικού Πολέμου. Οι ανάγκες ήσαν δυσβάσταχτες και η έκδοση ακαλύπτου χαρτονομίσματος, η επιβολή νέων φόρων και η τελική διχοτόμηση του χαρτονομίσματος (1922) ουδέν απέφεραν. Μάλιστα μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου συνέβη και η αναστολή των πιστώσεων υπό των συμμαχικών κυβερνήσεων. Επί ημέρες στο μέτωπο, κατά την εξόρμηση προς Άγκυρα, οι μαχητές εσυντηρούντο με βρασμένο σιτάρι, τα “κόλλυβα του Γούναρη”, όπως το αποκαλούσαν.
Μετά από όσα προαναφέρθησαν, δεν μπορεί να γίνει λόγος και για τη διπλωματική υποστήριξη της μικρασιατικής εκστρατείας. Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια των κυβερνητών, ιδιαιτέρως του Δ. Γούναρη, η διπλωματία ουδέν επέτυχε, πλην ενίοτε της φραστικής υποστήριξης και συμπάθειας της Αγγλίας, που όμως, όπως εξελίσσοντο τα πράγματα, δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Όπως σχολιάζεται σε ιστορικές εργασίες, και οι Άγγλοι τελικά δεν ήθελαν εμφανώς από κάποιο σημείο και μετά να εναντιωθούν προς τους μουσουλμάνους Τούρκους, με το σκεπτικό της αποφυγής αντιδράσεων από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των κτήσεών τους, κυρίως των Ινδιών.
Την πολιτική ηγεσία βαρύνει και η εκλογή της πιο ακατάλληλης στρατιωτικής ηγεσίας στο πρόσωπο του Αντιστρατήγου Γ. Χατζανέστη, στην πιο κρίσιμη φάση της εκστρατείας. Και φυσικά η αποτυχημένη επιλογή δεν έχει σχέση με τον πατριωτισμό και την επαγγελματική μόρφωση του επιλεγέντος, αλλά μάλλον με τον διο τον χαρακτήρα του και τις αντιδράσεις που προκαλούσε στο στράτευμα, ιδιαίτερα μεταξύ των αξιωματικών. Η νέα ηγεσία εστερείτο της έξωθεν καλής μαρτυρίας.
Επίσης, η παρουσία στο μέτωπο, στο Επιτελείο της Στρατιάς Μ.Α., όλων των αρρένων μελών της βασιλικής οικογένειας καταλογίζεται στα σφάλματα της πολιτικής ηγεσίας που το επέτρεψε. Η σκέψη ότι η παρουσία του βασιλέως και των λοιπών μελών θα ήταν ευεργετική, όπως κατά τους βαλκανικούς πολέμους, δεν ήταν ορθή, διότι ούτε αντιστοιχία της μικρασιατικής εκστρατείας προς την βαλκανική υπήρχε στα στρατιωτικά θέματα, ούτε, και το κυριώτερο, η τόσο έντονη αντίθεση βασιλικών – βενιζελικών, που τώρα κατέτρωγε το φρόνημα αξιωματικών και οπλιτών υπήρχε τότε (1912-13). Είναι δε γνωστή και η απειθαρχία του βασιλόπαιδος Ανδρέου, ως Διοικητού του Β΄Σώματος Στρατού, για την οποία παραπέμφθηκε αργότερα σε δίκη.
Ο πολύς, λοιπόν, Κλεμανσώ πολύ σωστά είχε διατυπώσει το προαναφερθέν απόφθεγμά του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και οι πολιτικοί δεν κάνουν λάθη και δεν αποτυγχάνουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάποια φάση της όλης εκστρατείας η κυβέρνηση και κυρίως τα μέλη της, Δ. Γούναρης και Π. Πρωτοπαπαδάκης, μέσα στην τόση απόγνωσή τους, αναζήτησαν στο πρόσωπο του Ι. Μεταξά τον Αρχιστράτηγο της Μικράς Ασίας, καίτοι ήταν γνωστό ότι αυτός ευθύς εξ αρχής είχε ταχθεί εναντίον της εκστρατείας. Ο Ι. Μεταξάς είχε πάντοτε την άποψη ότι ο πειθαναγκασμός του Κεμάλ να υπογράψει ειρήνη με τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών ήταν αδύνατος…..”διότι η τουρκική αντίστασις θα μετετίθετο περαιτέρω εις το εσωτερικόν”. Και φυσικά…..”θα έπρεπε να καταληφθεί ολόκληρος η Μικρά Ασία δια να πεισθούν οι νεότουρκοι να συνθηκολογήσουν”. Αυτή ήταν η άποψη του Ι. Μεταξά ο οποίος εθεωρούσε…..”ανεπαρκή την Ελλάδα δια την κατάληψη ολοκλήρου του νέου τουρκικού κράτους και πάντως δεν έβλεπε το τέρμα του διεξαγομένου πολέμου”. Και προσθέτουμε, αυτό που ήδη έχει γραφεί, ότι η Ελλάδα είχε πλέον απωλέσει και τη συγκατάθεση των Συμμάχων στις πολεμικές δραστηριότητές της.