Μπορεί να αναπτυχθεί η ελληνική αμυντική βιομηχανία;
Μπορεί να αναπτυχθεί η ελληνική αμυντική βιομηχανία;
Δεν θα παρουσιάσω το σύνολο της – εξαιρετικής– ομιλίας του κ. Ροζολή (εδώ ολόκληρη), οποίος, χωρίς να πλατειάσει, μας εξήγησε με απολύτως κατανοητό τρόπο την κατάσταση των ελληνικών επιχειρήσεων παραγωγής πολεμικού υλικού, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και τις λύσεις που προτείνει ο ΣΕΚΠΥ. Θέλω μόνο να επισημάνω δύο σημεία της ομιλίας του, τα οποία θεωρώ ιδιαιτέρως σημαντικά.
Το πρώτον είναι η έλλειψη ειδικού νομικού πλαισίου και θεσμικής θωρακίσεως της εγχωρίου παραγωγής πολεμικού υλικού, κατά το πρότυπο όλων των συμμαχικών μας χωρών. Πέραν της ανυπαρξίας προβλέψεων προτιμήσεως της ελληνικών βιομηχανιών στις προμήθειες των Ενόπλων Δυνάμεων & Σωμάτων Ασφαλείας, απουσιάζει πλήρως ο μακροχρόνιος προγραμματισμός που θα συνδέσει τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας με την εγχώριο έρευνα και ανάπτυξη και, τελικώς, με την βιομηχανία μας.
Ανεξάρτητη Αρχή Πολεμικής Βιομηχανίας
Όμως, για να συμβούν αυτά θα πρέπει να υπάρξει ένας ειδικός κυβερνητικός φορέας και όχι απλώς μια Διεύθυνση στο ΓΕΕΘΑ. Απαιτείται τουλάχιστον η σύσταση μιας Γενικής Γραμματείας στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας ή, κατά προτίμηση, παρά τω Πρωθυπουργώ, προικοδοτημένη με όλες τις απαραίτητες αρμοδιότητες συντονισμού, αλλά και λήψεως αποφάσεων προκειμένου να επιλυθούν όλα τα συσσωρευμένα προβλήματα, αλλά και να αντιμετωπίζεται με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα κάθε θέμα που προκύπτει. Προσωπικώς, θα προτιμούσα την σύσταση μιας Ανεξαρτήτου Αρχής Πολεμικής Βιομηχανίας, η οποία ανεπηρέαστη από τον πολιτικό κύκλο θα έχει πλήρεις αρμοδιότητες:
- Εποπτείας των επιχειρήσεων παραγωγής πολεμικού υλικού.
- Μακροχρονίου προγραμματισμού προμηθειών -σε συνεργασία με τα Επιτελεία Ενόπλων Δυνάμεων & Σωμάτων Ασφαλείας – και αναπτύξεως όλων των σχετικών προγραμμάτων τεχνολογικής έρευνας και αναπτύξεως πρωτοτύπων κάθε μέσου ή/και υλικού που έχουν ανάγκη οι Ένοπλες Δυνάμεις και η πολιτική προστασία.
- Δημιουργίας ειδικού πλαισίου χρηματοδοτήσεως των επιχειρήσεων παραγωγής πολεμικού υλικού και χρηματοδοτικών μέσων τόσο για επενδυτικούς σκοπούς όσο και για την προώθηση των πωλήσεών τους εκτός Ελλάδος.
Ιδεοληψίες και για την άμυνα
Το δεύτερο σημείο της ομιλίας του κ. Ροζολή, το οποίο κρίνω σκόπιμο να επισημάνω είναι η αρνητική εικόνα και στάση της κοινωνίας έναντι της πολεμικής βιομηχανίας. Πρόκειται σαφώς για ένα αριστερόστροφο κοινωνικό ανακλαστικό, από το οποίο δεν πάσχει μόνον η χώρα μας, αλλά ακόμη και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μόλις προσφάτως άλλαξε στάση αντιλαμβανόμενη την σημασία της ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας.
Αν η ελληνική πολεμική βιομηχανία είχε αναπτυχθεί όσο ήταν – και παραμένει – εφικτό οι κοινωνικές δαπάνες του κράτους θα ήταν πολύ μεγαλύτερες αφού θα ήταν πολύ μικρότερο το βάρος των αμυντικών δαπανών. Και, βεβαίως, πολύ μεγαλύτερο θα ήταν το όφελος των χιλιάδων εργαζομένων στην βιομηχανία αυτή.
Όμως, δυστυχώς, οι ιδεοληψίες επικρατούν πάσης λογικής! Απτό παράδειγμα η απόφαση της Συγκλήτου του ΕΜΠ που απαγορεύει την συνεργασία των Τμημάτων του Ιδρύματος με επιχειρήσεις παραγωγής πολεμικού υλικού! Όπως είπε ο κ. Ροζολής, «ευτυχώς υπάρχουν και τα περιφερειακά πολυτεχνεία…», που δεν πάσχουν από τις αγκυλώσεις του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Τα δύο προβλήματα που περιέγραψα έχουν έναν κοινό παρονομαστή: Το τεράστιο θεσμικό μας έλλειμμα. Αν η χώρα είχε ένα άλλο πολιτικό σύστημα, στο οποίο δεν κυριαρχεί η ανικανότητα και η μικρόνοια, η ύπαρξη ειδικού κυβερνητικού φορέως της πολεμικής βιομηχανίας θα ήταν αυτονόητη. Αν το φλύαρο σύνταγμά μας δεν εμπόδιζε την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, πολλώ δε μάλλον αν δεν απαγόρευε την πραγματική αυτονομία των ΑΕΙ, δεν θα υπήρχε Σύγκλητος να αποφασίσει ότι απαγορεύει την συνεργασία των ερευνητών με την πολεμική βιομηχανία, πράγμα που αποτελεί σαφή παραβίαση θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών, αλλά και της ακαδημαϊκής δεοντολογίας.
Κλείνω με μια ακόμη παρατήρηση, όπως προέκυψε από ερώτηση που συσχέτιζε τα προβλήματα της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας με την προτίμηση πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων σε προμήθειες από την αλλοδαπή, επειδή αυτές συνοδεύονται από παχυλές μίζες. Όπως ορθώς απάντησε ο κ. Ροζολής, η ανικανότητα είναι η κύρια αιτία του προβλήματος και όχι η διαφθορά.
Άλλωστε, διαφθορά υπάρχει και σε άλλες χώρες, υπάρχει και σε άλλα πεδία ασκήσεως κρατικής πολιτικής ενώ μίζες θα μπορούσαν να προκύψουν και από εγχώριες συμβάσεις, με πολύ μεγαλύτερη ευκολία και πολύ μικρότερο κίνδυνο. Ας μην αναζητούμε, λοιπόν, συνωμοσιολογικές ερμηνείες, οι οποίες, ακόμη και αν ισχύουν ουδόλως προσφέρουν στην επίλυση του πραγματικού προβλήματος, το οποίο συνίσταται σε δύο λέξεις: Θεσμικό έλλειμμα!