Ο Μη Επιτήδειος Διπλωμάτης;

Ο Μη Επιτήδειος Διπλωμάτης;

 

 

       H μελλοντική ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε λιγότερο από ένα χρόνο, που τελέσθηκε με την υπογραφή προσχώρησης της τη 16η Απριλίου 2003 στην Αθήνα, σε συνδυασμό με την αρνητική απάντηση που έλαβε η Άγκυρα από τις Βρυξέλλες κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης Συνόδου Κορυφής στην Κοπεγχάγη στις 12-13 Δεκεμβρίου 2003 όσον αφορά την προενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, διαμορφώνει ένα νέο σκηνικό στις σχέσεις Αθήνας-Άγκυρας και Λευκωσίας-Άγκυρας. Χωρίς να υπάρχουν ορατά και σημαντικά σημεία βελτίωσης των διμερών ελληνοτουρκικών σχέσεων και των κυπριακοτουρκικών επαφών[1], αναμφίβολα οι σχέσεις μεταξύ του τριγώνου Ελλάδας-Τουρκίας-Κύπρου εισέρχονται σε μια διαφορετική φάση.

 

Ατελέσφορα βήματα και φρούδες επιδιώξεις

 

    Η Τουρκία αισθάνεται -και σε μεγάλο βαθμό είναι- απομονωμένη και εγκλωβισμένη σε μια ανατροφοδοτούμενη κατάσταση που η ίδια δημιούργησε, χωρίς να υπάρχει τουλάχιστον προς το παρόν ένα εμφανές διέξοδο. Εξίσου, στο εσωτερικό της Τουρκίας βρίσκονται εν ισχύ πολλά και δισεπίλυτα προβλήματα, που αρχίζουν από την κάκιστη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας η οποία ακροβατεί πάνω σε τεντωμένο σκοινί και τελειώνουν στις σχέσεις του φιλοϊσλαμικού κόμματος με τη στρατιωτική εξουσία  Η ισχύς και η επιρροή του πανίσχυρου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (TGS) στην πολιτική ζωή της Τουρκίας παραμένει αμείωτη και συνεχίζει να δηλητηριάζει τις, ούτως ή άλλως, ισχνές δυνατότητες της Τουρκίας να εισέλθει στους κόλπους της Eνωμένης Ευρώπης. Στην Τουρκία συνεχίζουν να υπάρχουν δύο κέντρα εξουσίας, η νόμιμη κυβέρνηση που προήλθε από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002 με πολύ μεγάλο ποσοστό (34,3%), έχοντας συσπειρώσει τη λαϊκή αποδοκιμασία κατά των παλαιών και δοκιμασμένων πολιτικών κομμάτων (τα περισσότερα από τα οποία δεν κατάφεραν να εισέλθουν στην τουρκική εθνοσυνέλευση, απόρροια του απαγορευτικού ορίου του 10%) και η γραφειοκρατική θεσμική εξουσία, που ουσιαστικά μεταφράζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών αλλά κυρίως στη στρατιωτική εξουσία, με κύριο και νομικά κατοχυρωμένο το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Το δεύτερο είναι αυτό που αποφασίζει για τη σχεδίαση και υλοποίηση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Τουρκίας και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις, οι οποίες μετά -ευσχήμως τις περισσότερες φορές- παραδίδονται στην πολιτική εξουσία για την εφαρμογή τους, διαφορετικά επιβάλλονται στην πολιτική εξουσία.  Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο και τις περισσότερες φορές αντιπαραγωγικό και αντιφατικό δυαδικό σύστημα διοίκησης εμπεριέχονται και οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.

     Η χώρα μας προσπαθεί με ειλικρινές προθέσεις να αποβεί αρωγός της Τουρκίας στην προσπάθεια της τελευταίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό και φιλελευθερισμό της τουρκικής κοινωνίας. Η Τουρκία αντίθετα, προβαίνει σε πολύ διστακτικά και αμφιλεγόμενα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση που ουσιαστικά δε συμβάλλουν στον εξευρωπαϊσμό ούτε του  τουρκικού λαού, ούτε της πολιτικής σκηνής, παράγοντες προαπαιτούμενοι για την πλήρη αποδοχή τής στην Ε.Ε. Η Τουρκία επιπλέον συνεχίζει να κατέχει παράνομα το 38% του κυπριακού εδάφους και να προβαίνει σε κινήσεις μεγαλύτερου και στενότερου εναγκαλισμού των κατεχομένων μη συμβάλλοντας στην επίλυση του κυπριακού αδιεξόδου, κάτι που θεωρείται εξίσου απαραίτητο για την άρση των πολιτικών εμποδίων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.. Η Άγκυρα εξακολουθεί να προκαλεί τόσο την Αθήνα όσο και τη Λευκωσία με σωρεία ανθελληνικών πράξεων, που περιλαμβάνουν δηλώσεις πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων, παραβάσεις και παραβιάσεις του Εθνικού Εναέριου Χώρου και παρενοχλήσεις πολιτικών αεροσκαφών, εισόδους τουρκικών πολεμικών πλοίων σε ελληνικά χωρικά ύδατα και παρενοχλήσεις αλιέων, συνειδητή άρνηση σεβασμού και εφαρμογής των διμερών και πολυμερών συνθηκών, και γενικότερα μια πολιτική που ανταγωνίζεται την Ελλάδα και την Κύπρο. Η Τουρκία δε σταματά να προσπαθεί να πετύχει τους μεγαλεπήβολους στρατηγικούς σκοπούς της, που ουσιαστικά είναι η αναγνώριση της Τουρκίας ως περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, την Εγγύς και Μέση Ανατολή και τον Καύκασο, με αντίστοιχη μείωση του κύρους και της εμβέλειας της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία απαιτεί από τα όμορα και γειτνιάζοντα κράτη στο ανωτέρω γεωγραφικό πλαίσιο τον απόλυτο σεβασμό προς αυτήν και την αναγνώριση της περιφερειακής ισχύος τής, αποσκοπώντας στην επιβολή των τουρκικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Η Άγκυρα στην προσπάθεια αυτή δεν παύει να χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα -πχ. το ξαφνικό ενδιαφέρον της για τους Τουρκομάνους του Ιράκ-, παρερμηνεύοντας σκοπίμως και παραγνωρίζοντας όταν τη συμφέρει το διεθνές παραδεκτό δίκαιο, τις πολυμερείς συνθήκες -σε πολλές από τις οποίες η ίδια είναι συμβαλλόμενη- και τις διμερείς συμφωνίες που έχει υπογράψει. Δυστυχώς για την Άγκυρα κάτι τέτοιο δεν έχει επιτευχθεί, καθώς τα κράτη που την περιβάλλουν και που βρίσκονται στο στόχαστρο της Τουρκίας αντιδρούν στην άνευ όρων αποδοχή της τελευταίας ως περιφερειακό δυνάστη, με αποτέλεσμα η Άγκυρα να συγκρούεται με τους γείτονες της προσπαθώντας να επηρεάσει πολιτικές και οικονομικές καταστάσεις και να επιτύχει τους σκοπούς της.

   Η Αθήνα και η Λευκωσία αποτελούν μια μόνιμη τριβή για την Άγκυρα καθώς, όχι μόνο αρνούνται να τους επιβληθεί ένα παράνομο και άδικο καθεστώς δουλείας και υποτέλειας, αλλά γιατί ανάμεσα στις χώρες στις οποίες προσπαθεί να επιβληθεί η Τουρκία στα ανωτέρω γεωγραφικά σταυροδρόμια, τα δύο κράτη αποτελούν τα πλέον ανεπτυγμένα, με εύρωστες οικονομίες και ισχυρό εμπόριο, με δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις και παγιωμένους θεσμούς, με προσήλωση σε φιλευρωπαϊκές σταθερές αξίες, με μεγάλες και διευρυμένες διεθνείς σχέσεις και ισχυρούς εταίρους και φίλους. Η Τουρκία σε αυτό το πλαίσιο προσπαθεί και εφευρίσκει συνεχώς νέα προβλήματα για να πιέσει τις δύο χώρες σε υποχωρήσεις και εκχωρήσεις κυρίαρχων δικαιωμάτων πέρα από το πνεύμα και το γράμμα του διεθνούς δικαίου και των καλώς νοούντων  διεθνών σχέσεων. Η πολιτική της Τουρκίας όμως είναι στείρα και αντιπαραγωγική καθώς, ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία θα προχωρήσουν σε τέτοιες υπαναχωρήσεις από τις ήδη δεδηλωμένες θέσεις τους, ούτε προτίθενται βέβαια να εγκαταλείψουν δικαιώματα και πρακτικές που είναι νομικά κατοχυρωμένες στο διεθνές δίκαιο.

 

Σε πορεία απομόνωσης

 

     Το στρατιωτικό κατεστημένο στην Άγκυρα δεν αντιλαμβάνεται ότι όσο συνεχίζει να κυριαρχεί και να επιβάλλει τις απαιτήσεις του στους εκάστοτε πολιτικούς της Άγκυρας, τόσο απομακρύνει την ήδη δύσκολη πορεία της Τουρκίας από τις Βρυξέλλες. Ο επί σειρά πολλών ετών (κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) επιτήδειος ουδέτερος και οξυδερκής διπλωμάτης έκτοτε, είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό απομονωμένος από τη διεθνή κοινότητα και εκτεθειμένος σε σωρεία εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων που χρήζουν άμεσης και ουσιαστικής επίλυσης. Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι τεταμένες λόγω του πολέμου στο Ιράκ και της πιθανής έκδοσης ψηφίσματος από το Κογκρέσο που θα αναγνωρίζει τη γενοκτονία των Αρμενίων, οι Βρυξέλλες νιώθουν ότι τα νομοθετικά πακέτα (6) της μεταρρύθμισης που είναι απαραίτητα για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελλιπή, η οικονομία της Τουρκίας, παρά τη σημαντική αύξηση του ΑΠΕ, επιζεί χάρης στις επείγουσες και μαζικές αιμοληψίες από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τις οποίες οι ΗΠΑ φροντίζουν να καταβάλλονται. Άρα η εξάρτηση της Τουρκίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ μεγάλη, χωρίς να συμπεριλάβουμε την ανάγκη της πρώτης να προμηθεύεται και να συμπαραγάγει αμυντικό εξοπλισμό από την τελευταία. Οι σχέσεις της Τουρκίας με το μεταπολεμικό  Ιράκ είναι ακόμα αδιευκρίνιστες και πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας νέας αναζωπύρωσης του Κουρδικού και της αναβάθμισης αυτών στην πολιτική σκηνή του μεταπολεμικού Ιράκ. Οι Κούρδοι πρόσφατα απαίτησαν την απόσυρση της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης, περίπου 800 ανδρών, που μαζί με την αντίστοιχη των Αμερικανών και των Άγγλων βρίσκεται στο Β. Ιράκ από το 1996 με δικαιολογία τη φύλαξη των ιρακινοτουρκικών συνόρων από τρομοκρατικά στοιχεία και από παράνομη μετανάστευση, καθώς τα δύο  μεγάλα κουρδικά κόμματα βρίσκονταν τότε σε εμφύλιο πόλεμο. Οι Κούρδοι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει πλέον λόγος ύπαρξης αυτής, καθώς το 1997 επανασυμφιλιώθηκαν το KDP με το PUK. Οι επαφές δε της Άγκυρας με τα υπόλοιπα κράτη  της Μέσης Ανατολής είναι χλιαρές λόγω της ρευστής κατάστασης στο Ιράκ, της μη διευθέτησης μεταξύ των κρατών των υδάτινων και άλλων πλουτοπαραγωγικών πόρων στην περιοχή, του Μεσανατολικού, της στρατιωτικής συνεργασίας του Ισραήλ με την Τουρκία που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των άλλων αραβικών μουσουλμανικών κρατών, και της στερεότυπης και δικαιολογημένης αντίληψης που υπάρχει και που καλλιεργεί συνεχώς η Τουρκία ότι αποτελεί το πλέον προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ στην περιοχή, το μοναδικό αξιόπιστο συνομιλητή της δύσης και το μοναδικό ισλαμικό κοσμικό κράτος της Μέσης Ανατολής που δεν κινδυνεύει να περιπέσει σε ισλαμικό φανατισμό. Ακόμα και οι σχέσεις με το Ισραήλ, που αποτελούν αιτία για να τραυματίζονται οι αραβο-τουρκικές επαφές, δεν είναι οι καλύτερες καθώς η ανακοινωθείσα απόφαση του Ισραήλ να θέσει σε επαναλειτουργία των επί 55 έτη ανενεργό αγωγό πετρελαίου Μοσούλης-Χάϊφας σημαίνει ότι η Τουρκία θα στερηθεί της στρατηγικής αξίας αγωγό Κιρκούκ-Γιουμουρταλίκ, που προσφέρει στην Άγκυρα πέρα από διαμετακομιστικά τέλη και αυξημένη γεωστρατηγική σημασία. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Βρυξέλλες παραμένουν εξίσου ρευστές, αφενός λόγω της αργόσυρτης διαδικασίας φιλελευθεροποίησης της τουρκικής κοινωνίας και αφετέρου λόγω των αμφιλεγόμενων κινήσεων για τη νομοθετική και εκτελεστική εφαρμογή των διατάξεων που θα επιτρέψουν στην Τουρκία να εκδημοκρατίσει περισσότερο το τουρκικό έθνος.

Ο ρόλος του στρατού παραμένει αποφασιστικός όσον αφορά την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόσφατα, σε συμπόσιο που διοργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο υπό την αιγίδα των ενόπλων δυνάμεων με τίτλο «Παγκοσμιοποίηση και Διεθνής Ασφάλεια», ο υπαρχηγός του τουρκικού ΓΕΕΘΑ, Μπουγιουκανίτ, αφού απαξίωσε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως παρηκμασμένη πολιτική δύναμη, ανέφερε ότι δε θα έχει μέλλον χωρίς την τουρκική συμμετοχή και ότι θα πρέπει να αποδεχθεί την Τουρκία έτσι όπως είναι, με όλα τα χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν και την κάνουν ξεχωριστή από την υπόλοιπη Ευρώπη. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο στρατηγός Οζγκιόκ, αρχηγός ΓΕΕΘΑ, που δήλωσε πως η Τουρκία στενοχωρήθηκε γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνείται να συμπεριλάβει το φιλοκουρδικό Kadek στη λίστα με τις τρομοκρατικές οργανώσεις, κάτι που συμβαίνει ήδη στην Τουρκία με το δικαιολογητικό ότι αποτελεί συνεχιστή της τρομοκρατικής πολιτικής -κατά την Άγκυρα- του PKK. Την ίδια στιγμή, έχει απαγορευτεί από τον Απρίλιο του 2003 η λειτουργία του φιλοκουρδικού κόμματος Hadep (που μετείχε παρά ταύτα στις εκλογές του Νοεμβρίου 2002) το οποίο και βρίσκεται τώρα στη διαδικασία της αλλαγής της ονομασίας του για να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει υπό άλλη μορφή, ενώ το άλλο φιλοκουρδικό, το Dehap, κινδυνεύει να βρεθεί και αυτό εκτός άδειας λειτουργίας. Και οι δύο αυτές κινήσεις που προέρχονται από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας λόγω της φοβίας του ότι κινδυνεύει η Τουρκία από ένοπλη στάση και αλλοίωση του εθνοτικού στοιχείου της, πυροδοτούν αντιδράσεις στους κόλπους των Βρυξελλών καθώς βλέπουν ότι μια από τις ουσιαστικότερες απαιτήσεις και προϋποθέσεις των Βρυξελλών για απόλυτο σεβασμό των μειονοτήτων και των δικαιωμάτων αυτών δε βρίσκει ανταπόκριση στην Άγκυρα.

    Οι πρόσφατες μαζικές και κατάφωρες παραβιάσεις και παραβάσεις των τουρκικών αεροσκαφών στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια των ελληνικών ασκήσεων «Τρίαινα» και μετέπειτα αποτελούν απόδειξη του εκνευρισμού και της ασφυξίας της Άγκυρας λόγω της διεθνούς απομόνωσής που βρίσκεται κυριολεκτικά μεσοπέλαγα με τρικυμιώδη θάλασσα χωρίς σανίδα σωτηρίας. Στα μέσα Ιουνίου 2003 η Άγκυρα ακόμα και ύστερα από πολλές πιέσεις και υποσχέσεις, απέτυχε να πείσει τις πολιτικές ηγεσίες στα μουσουλμανικά κράτη Αζερμπαϊτζάν, Πακιστάν και Μαλαισία, που συμμετέχουν στους κόλπους του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης και στον οποίο η επιρροή της Αθήνας και της Λευκωσίας είναι πολύ περιορισμένη, να δεχτούν την αναβάθμιση της συμμετοχής των κατεχομένων σε αυτόν και την αναγνώρισή τους ως ανεξάρτητο κράτος. Η απάντηση των ηγεσιών των κρατών αυτών ήταν ότι αποδέχονται τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε. ως μοναδικό νόμιμο τρόπο επίλυσης του πολιτικού προβλήματος του Κυπριακού. Κάτι τέτοιο μειώνει την τουρκική δυνατότητα για διπλωματική επιρροή σε αυτά τα κράτη, ειδικότερα στον Καύκασο που αποτελεί περιοχή μεγάλου ενδιαφέροντος για την Ελλάδα, και αποδεικνύει ότι οι κενές και αδύναμες υποσχέσεις της Άγκυρας για οικονομική αρωγή, αντίστοιχες αυτών τις δεκαετίας του 1990 με τον Οζάλ στο τιμόνι της Τουρκίας και για πολιτική υποστήριξη στα δικά τους αντίστοιχα προβλήματα (π.χ. Κασμίρ, για το Πακιστάν και την Ινδία), δεν είναι ικανές να πείσουν τις κυβερνήσεις των κρατών αυτών αφού γνωρίζουν πόσο έωλλες είναι αυτές οι υποσχέσεις. Το πρόσφατο επεισόδιο στην Σουλεϊμανίγια στο Βόρειο Ιράκ με τη σύλληψη 11 τούρκων στρατιωτών από αμερικανικό λόχο αλεξιπτωτιστών και την κατάσχεση του υλικού τους χωρίς την εμφανή έκφραση συγνώμης από τις ΗΠΑ, όπως ανέμενε η τουρκική κοινή γνώμη, προκάλεσε ένταση στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις η οποία, σε συνδυασμό με τις πιέσεις που ασκούνται στην Άγκυρα για την επίλυση του Κυπριακού με την αποδοχή του σχεδίου Αννάν ως διαπραγματευτικής βάσης, δημιουργεί τριβές στον επί σειρά πολλών ετών  στρατηγικό εταίρο των αμερικανών στην Μέση Ανατολή. Είναι άγνωστο αν θα καταφέρει η τωρινή φιλομουσουλμανική κυβέρνηση στην Άγκυρα να εξομαλύνει ταχέως και χωρίς άλλες περιπλοκές τις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και τις Βρυξέλλες, να προχωρήσει σε βαθιές και ριζοσπαστικές τομές στην πολιτική σκηνή στην Τουρκία και στο τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, με σκοπό να πληροί τα κριτήρια για την έναρξη του προενταξιακού διαλόγου με την Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το τέλος του επόμενου έτους και ταυτόχρονα να μη θίξει – τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό- τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του σώματος των αξιωματικών στην Τουρκία, έτσι ώστε να μην τους εξαναγκάσει σε μια ακόμη ανοιχτή ή συγκαλυμμένη συνταγματική εκτροπή.

 

Του Ευάγγελου Τέμπου, Διδάκτορος Ιστορίας, πλήρες μέλους του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου (IISS) και Στρατηγικού Αναλυτή της Ελληνικής Εταιρείας Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ.)

 

 


 


[1] Η πρόσφατη σύναψη τελωνειακής σύνδεσης Τουρκίας-κατεχομένων που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2003 με επιμονή του Ντεκτάς παρόλη την αρχική αντίδραση και προσπάθεια αναβολής της από  την κυβέρνηση της Τουρκίας αναμφίβολα θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο και θα θα δημιουργήσει επιπρόσθετα εμπόδια στην ευρωπαική πορεία της Τουρκίας.

Αφήστε μια απάντηση