Οι Προβληματισμοί του Προέδρου, Μάρτιος 2013
Αγαπητά Μέλη,
Η πρόσφατη συνάντηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος – Τουρκίας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί συνολικά ως θετική. Εν τούτοις παραμένει η επιφύλαξη του ακριβούς περιεχομένου των επί μέρους συμφωνιών χαμηλής πολιτικής που υπεγράφησαν και κυρίως ο τρόπος εφαρμογής των. Η ανησυχία πηγάζει από την διαπίστωση ότι η απουσία Εθνικής Στρατηγικής (δηλαδή ο συντονισμένος και μακροπρόθεσμος τρόπος χρήσεως του συνόλου των παραγόντων ισχύος του έθνους προς εκπλήρωση των Εθνικών Συμφερόντων), καταδικάζει την εκάστοτε Κυβέρνηση στην σύναψη επί μέρους τεχνοκρατικών συμφωνιών, που υπηρετούν το εκάστοτε συγκυριακό επίπεδο ελληνοτουρκικών σχέσεων, με κίνδυνο αποκλίσεων από τα ευρύτερα Εθνικά μας Συμφέροντα (υπενθυμίζεται επί παραδείγματι, η κατά το παρελθόν υιοθετηθείσα συγκυριακή πολιτική, όπως αποκαλείται «τουρκική», η θρησκευτική μειονότητα στην Θράκη, στο σύνολό της). Ο κίνδυνος επιτείνεται όταν οι διμερείς διαπραγματεύσεις και τελικές συμφωνίες πραγματοποιούνται μεταξύ γεωπολιτικά ανισοβαρών κρατών, διότι στις περιπτώσεις αυτές ευνοείται κατά κανόνα ο ισχυρός.
Σε ότι αφορά τα ζωτικά Εθνικά Συμφέροντα υπάρχει καχυποψία και ανησυχία. Ουδείς γνωρίζει τι συζητήθηκε μεταξύ των δύο πρωθυπουργών κεκλεισμένων των θυρών. Μέχρι στιγμής η κυβερνητική προεκλογική υπόσχεση ανακηρύξεως της ΑΟΖ δεν πραγματοποιείται (μακάρι να αναμένεται η φημολογούμενη συνολική σχετική ευρωπαϊκή πρωτοβουλία), ενώ βάσει της τρέχουσας πολιτικής τους, οι ΗΠΑ αποθαρρύνουν τις «μονομερείς ενέργειες» και συνιστούν συνεκμετάλλευση των υποθαλασσίων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων με την Τουρκία. Πέραν των εκατέρωθεν εξαγγελιών, κρίνεται ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει διαρκή ελληνοτουρκική κρίση, η οποία εύκολα είναι δυνατόν να κλιμακωθεί, αφού δεν έχει μεταβληθεί κάποιο από τα ακόλουθα δεδομένα:
– Υφίσταται σημαντική διαφορά γεωπολιτικού δυναμικού (π.χ. δημογραφική, στρατιωτική, οικονομική, τεχνολογική κ.λ.π.), μεταξύ των δύο χωρών, η οποία διαρκώς διευρύνεται.
– Η Τουρκία διατηρεί αμείωτες τις περιφερειακές της φιλοδοξίες και οι διεκδικήσεις της θίγουν την εθνική μας ακεραιότητα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
– Η αναθεωρητική Τουρκία προκαλεί απροκάλυπτα και ποικιλοτρόπως, στα πλαίσια της πολιτικής πειθαναγκασμού που ακολουθεί, ενώ η χώρα μας κατευνάζει, διατηρώντας την παθητικότητα και «ψυχραιμία» του αδυνάτου.
– Για τις Η.Π.Α. (και για το ΝΑΤΟ ) η Τουρκία παραμένει πολύτιμος σύμμαχος και συνεπώς δεν αντιμετωπίζουν τις τουρκικές διεκδικήσεις νομικά αλλά πολιτικά. Η Ε.Ε. δεν εγγυάται σαφώς την εθνική μας ακεραιότητα και δεν είναι βέβαιον ότι θα υποστηρίξει πλήρως τα εθνικά μας δίκαια, σε περίπτωση σχετικών διαπραγματεύσεων, λόγω της ευρείας εμπλοκής της με την Τουρκία (πολιτική, οικονομική, εμπορική, ενεργειακή, μεταναστευτική).
– Η Τουρκία αποκτά στρατιωτική ισχύ μεγέθους περιφερειακής δυνάμεως και ταυτόχρονα η πολιτική μας ηγεσία, επικαλούμενη την οικονομική κρίση, αποδυναμώνει ανησυχητικά τις Ε.Δ., με τάσεις επιδεινώσεως και πάντως σε ανακολουθία με τις αποστολές που αυτή η ίδια τους αναθέτει.
Ίσως κατά τα τελευταία έτη οι υφιστάμενες μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας, υπό την απειλή πολέμου, να ευρίσκονται «εν υπνώσει» κατά ευνοϊκό γι αυτήν τρόπο (χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, γκρίζες ζώνες, Κυπριακό, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, έρευνα και διάσωση κ.λ.π.) αλλά δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να αντιληφθεί κάποιος, ότι η ανάγκη εκμεταλλεύσεως των υποθαλασσίων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, προκαλεί δυναμική και κινητικότητα η οποία αναπόφευκτα θα εξαναγκάσει την χώρα μας να παύσει την πολιτική μεταθέσεως των προβλημάτων και να λάβει αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή θα προκύψει το δίλημμα είτε εκχωρήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων, είτε εισόδου της χώρας σε κλιμακούμενη κρίση με την Τουρκία. Το μόνο σχόλιο για την πρώτη επιλογή είναι ότι ο λαός που θα το επιτρέψει, είναι άξιος της μοίρας του. Εφ’ όσον η Κυβέρνηση αποδεχθεί την επιλογή της κλιμακούμενης κρίσεως, τότε απαιτείται (αν και καθυστερημένα), να προετοιμάζεται από τώρα, κατ’ ελάχιστον, για τα ακόλουθα:
– Συστηματική και θεσμοθετημένη επιμόρφωση και κατανόηση όλων των παραμέτρων που συνθέτουν μία κρίση, καθώς και των μέσων αντιμετωπίσεως αυτής, από τους εμπλεκόμενους πολιτικούς, αφού η διαχείριση κρίσεων αποτελεί πολιτική ευθύνη και αφού δεχόμεθα ότι η ημιμάθεια είναι περισσότερο επικίνδυνη από την αμάθεια.
– Άμεση συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας με διαρκή λειτουργία και ευρεία συμμετοχή αρμοδίων στρατιωτικών από το ΥΕΘΑ αλλά και αντιστοίχων εκπροσώπων τόσο του ΥΠΕΞ, όσο και των λοιπών εμπλεκομένων Υπουργείων.
– Επείγουσα αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας, ως προς τις Ε.Δ. της χώρας και ταχεία ισχυροποίηση αυτών σε αποδεκτό αποτρεπτικό επίπεδο, όσο ακόμη υπάρχει καιρός. Το μόνο που απαιτείται προς τούτο είναι ισχυρή πολιτική βούληση.
Πριν επαναληφθεί η κρίση των Ιμίων (από την οποία η πολιτική τάξη φοβούμαι ότι ελάχιστα έμαθε) και οι κυβερνώντες αποδυθούν σε κυνήγι αποδιοπομπαίων τράγων, είναι προτιμότερο να προλάβουν τις επερχόμενες εξελίξεις και να διαψεύσουν το μειονέκτημα της «ασθενούς εθνικής μνήμης», που μας προσάπτουν οι ξένοι.