Παύλος Βασιλεύς των Ελλήνων (14 Δεκεμβρίου 1901 – 6 Μαρτίου 1964)
Ο Παύλος (Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1901 – 6 Μαρτίου 1964) ήταν βασιλιάς της Ελλάδας.
Ήταν το τέταρτο παιδί των βασιλέων Κωνσταντίνου Α΄ και Σοφίας. Φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 και επέστρεψε μαζί του από την Ελβετία στην Ελλάδα το 1920, αφού προηγουμένως του είχε προσφερθεί το Στέμμα, μετά το θάνατο του αδερφού του, Αλέξανδρου, και εκείνος το είχε αρνηθεί, διακυρήσσοντας ότι ανήκει στον πατέρα του.
Υπηρέτησε ως σημαιοφόρος στο καταδρομικό «Έλλη». Το 1923, λίγο πριν την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα, έφυγε για το εξωτερικό μαζί με τον αδελφό του, Γεώργιο Β΄.
Το 1935, με την παλινόρθωση της μοναρχίας, ξαναγύρισε στην Ελλάδα, ως διάδοχος του θρόνου.
Στις 9 Ιανουαρίου 1938 παντρεύτηκε στην Αθήνα τη φιλόδοξη και δυναμική πριγκίπισσα του Αννοβέρου Φρειδερίκη. Από το γάμο του απέκτησε 3 παιδιά:
τη Βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας το 1938,
τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ των Ελλήνων το 1940,
την Πριγκίπισσα Ειρήνη της Ελλάδας το 1942,
Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο υπηρέτησε στο Γενικό Στρατηγείο και μετά τη γερμανική εισβολή ακολούθησε το Βασιλέα Γεώργιο Β΄ στην Κρήτη και μετά την κατάληψή της από τους Γερμανούς, στην Αίγυπτο, για να εγκατασταθεί τελικά, με την οικογένειά του στο Κέιπ Τάουν της Νοτίου Αφρικής.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1946 επανήλθε στην Ελλάδα με τον άτεκνο αδερφό του, μετά το θάνατο του οποίου στις 1 Απριλίου 1947 έγινε βασιλιάς.
Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στον συμμοριτοπόλεμο, καθώς το βασιλικό ζεύγος επιδόθηκε με μια πρωτοφανή δραστηριότητα στη σύσταση ιδρυμάτων και φιλανθρωπικών θεσμών, αυξάνοντας σε απίστευτο βαθμό το γόητρο της Δυναστείας.
Ελέγχοντας αποτελεσματικά τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας και διατηρώντας έναν αντιφατικό ρόλο κατά την περίοδο του ελεγχομένου κοινοβουλευτισμού, καθώς και καλλιεργώντας άριστες σχέσεις με την Ουάσιγκτον, στηρίζοντας παράλληλα τις αμερικανικές επιλογές για την ανάδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε πρωθυπουργό, ο Παύλος εδραίωσε την εξουσία του. Παράλληλα, το ήπιο ή το άβουλο – κατ΄άλλους – του χαρακτήρα του τού έδωσε το προσωνύμιο «Παύλος ο Καλός».
Στην αρχή της Βασιλείας του κάτω από την επιρροή του βενιζελικού Στρατηγού Βεντήρη, ήταν κάθετα αντίθετος με την προοπτική να πολιτευθεί ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος. Ήταν υπέρ μιας κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, Βενιζελικών κομμάτων επειδή αυτός και η σύζυγός του Βασίλισσα Φρειδερίκη είχαν το φόβο ότι ο Παπάγος θα μπορούσε να εξελιχθεί σε δικτάτορα τύπου Φρανθίσκο Φράνκο. Τελικώς ο Παπάγος εκλέχτηκε Πρωθυπουργός αλλά απεβίωσε το 1955.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1952, ο Βασιλιάς μπορούσε να επιλέξει όποιον ήθελε για Πρωθυπουργό, αρκεί ο τελευταίος να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη Βουλή. Έχοντας αυτή τη δυνατότητα, επέλεξε τον τότε Υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή ως εντολοδόχο Πρωθυπουργό, μετά τον θάνατο του Παπάγου, και όχι κάποιον από τους αντιπροέδρους της κυβέρνησης και υποψήφιους για την αρχηγία του κόμματός τους, Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο Καραμανλής δεν εκλέχτηκε αρχηγός του κόμματός του, πήρε όμως την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και ίδρυσε νέο κόμμα.
Μετά τις εκλογές του 1961, οι οποίες η αντιπολίτευση θεωρούσε εκλογές βίας και νοθείας, και τη δολοφονία Λαμπράκη το 1963, οι σχέσεις του με τον Καραμανλή οξύνθηκαν. Από το 1961, η αντιπολίτευση θεωρούσε μη νόμιμη την Κυβέρνηση Καραμανλή, και είχε κηρύξει τον Ανένδοτο Αγώνα. Τελικώς, με αφορμή τη διαφωνία για το ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο, ο Καραμανλής παραιτήθηκε.
Αυτή τη φορά συνεργάστηκε καλύτερα με τον Γεώργιο Παπανδρέου από το φθινόπωρο του 1963 έως τον Μάρτιο του 1964 που απεβίωσε, επειδή ο Παπανδρέου ήταν πιο διαλλακτικός και ο Παύλος βαριά άρρωστος. Η υγεία του ήταν πολύ κλονισμένη, και η Κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν η τρίτη και τελευταία, στην Ελληνική Ιστορία, που ορκίστηκε στη θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας, στο κτήμα Τατοΐου.
Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του Κωνσταντίνος.