Περί εθνικού φρονήματος

Περί εθνικού φρονήματος

Περί εθνικού φρονήματος

Δοκίμιον

Του Υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου

 

Η ιδέα του εθνικού φρονήματος, όπως και η ιδέα της εθνικής ταυτότητος είναι σύνθετη και πολυερμηνεύσιμη. Η σχηματοποίησίς της συντίθεται από μία πολυείδεια στοιχείων, αντανακλώντων την κουλτούρα, την ιστορία, τις αξίες και τις κοινές εμπειρίες ενός έθνους. Και ενώ αριθμός συγκεκριμένων στοιχείων συντελούντων στην οικοδόμηση εθνικού φρονήματος δυνατόν να διαφέρουν από χώρα σε χώρα, ωστόσο υπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις απόψεις, οι οποίες συχνάκις παίζουν ρόλο σε διαμορφώσεις μιας εθνικής ταυτότητος. Ποία είναι αυτά τα στοιχεία και τι περιλαμβάνουν; Εδώ μας δίδεται μία καλή ευκαιρία να σημάνουμε τα πλέον χαρακτηριστικά, ώστε να έχουμε μία σχεδόν πλήρη εικόνα του ρόλου τους στην διαμόρφωση του φρονήματος.

Αρχίζουμε με την ιστορία. Τα ιστορικά γεγονότα και οι αφηγήσεις των γεγονότων αυτών μαρτυρούν την ευμετακόμιστη διάπλαση ενός έθνους στην πορεία των καιρών. Οι αφηγήσεις αυτές συμπεριέχουν ιστορικές καμπές, αγώνες και παραστάσεις και σύμβολα του παρελθόντος μιας χώρας. Η εθνική ιστορία κατά το πλείστον λειτουργεί σαν συνενωτικός παράγων για την διάπλαση μιας ομοφύλου, ομοουσίου, ομοφώνου, ομοεθνούς, ομοθύμου, ομοταγούς και ομοφρόνου ομάδος ανθρώπων. Ήγουν μιας ομάδος με κοινά γνωρίσματα στην βιολογική παράθεση, στην κοινωνική γνώση, στην κοινωνική ψυχολογία, στην χωρική έκφραση και σε λοιπά κοσμικά χαρακτηριστικά και δηλωτικά ενός ταυτοτισμού.

Η κουλτούρα είναι θεμελιώδης παράγων ταυτοτισμού, όταν εκλαμβάνονται σαν κοινή  πνευματική προίκα η γλώσσα, οι παραδόσεις, η τέχνη, η μουσική, η λογοτεχνία, και η λαογραφία. Η ερμηνεία των εφοδίων αυτών είναι ο επισημειώνων  προσδιορισμός του κοινού φρονήματος. Οι κατακυρωμένες επιλογές των κοινών εκφράσεων της κουλτούρας υποβοηθούν δια της ψυχοπνευματικής μοχλεύσεως στην ενδυνάμωση της αισθήσεως του ανήκειν καθώς και της φυλετικής μοναδικότητας της ενότητας και της μονοσημαντότητας.

Η φυσική γεωγραφία όπως και τα φυσικά χαρακτηριστικά μαζί με τις ιδιομορφίες ενός έθνους περιεχομένου σε αυτά τα γεωγραφικά διαμερίσματα, στις αυτές κλιματικές συνθήκες και στο βιούμενο οικείο περιβάλλον μπορούν και επιδρούν -και κατά κάποια έννοια να κατευθύνουν το ποιόν και την δύναμη του φρονήματος. Ωσαύτως και την εθνική ταυτότητα.

Οι κοινές αξίες, οι αρχές και οι κοινές πεποιθήσεις, τις οποίες ακολουθούν με πίστη και τις διατηρούν με σθένος οι άνθρωποι έχει το αποτέλεσμα να αποκορυφώνουν την εθνική τους ταυτότητα. Αυτές οι αξίες επικουρούν στον εξαγνισμένο προσανατολισμό προς ανώτερες ιδέες, όπως της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της ισότητος.

Σημαντική είναι και η προσεπικουρία των συμβόλων και των εικόνων. Τα εθνικά σύμβολα, η σημαία, ο εθνικός ύμνος, τα εμβλήματα και όλες οι αλληγορικές παραστατικότητες αποδεικνύονται, ως η ισχυρά εκδοχή και διαπίστευσις της εθνικής ταυτότητος. Είναι οι αδιαμφισβήτητοι παράγοντες αφυπνίσεως των ολίγων και χαλαρά συγκαταλεγομένων σε ένα συγγενή χώρο με κάποιες θνησιμιαίες συνειδήσεις. Και στην καλή και συμφέρουσα στο έθνος θεώρηση, της προκλήσεως δέους, σεβασμού και ενθουσιασμού σε όλους τους ομονοούντες πολίτες. Τα σύμβολα αποδίδουν στους ανθρώπους το αίσθημα του κοινού προορισμού και της κοινής ευθύνης και μάλιστα της ενσυνειδήτου συμμετοχής στην μέριμνα για την εθνική συνέχεια.

Οι παραδόσεις και οι τελετουργίες παρακολουθούνται, εκφράζονται και επιτελούνται από την κοινωνία ως κληροδοτημένα έθιμα, τα οποία προσεπικαλούνται τον ταυτοτισμό, ενδυναμώνουν τους δακτυλίους εθνικής συνοχής και συγκρατούν την κοινότητα σε ένα ομόθυμο πλαίσιο.

Οι ιστορίες, οι μύθοι και οι θρύλοι, οι οποίοι έχουν διατρέξει την γνωσιακή πορεία των διαδοχικών γενεών μπορούν και συντελούν στην κοινή αίσθηση της ταυτότητος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η κοινή γλώσσα, ή η κατά εθνικό διαμέρισμα διάλεκτος συνιστούν ισχυρό ενωτικό παράγοντα, ο οποίος διευκολύνει την επικοινωνία και την μετάδοση της κουλτούρας και της τεκμηριωμένης εξακριβώσεως των ιδιογνωρισμάτων.

Οι πολιτικοί, κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί θεσμοί ενός έθνους βοηθούν στο να πλασθεί η εθνική ταυτότητα δια των νόμων, δια της διοικήσεως και δια της παρεχομένης εκπαιδεύσεως στον πληθυσμό.

Οι εθνικοί ήρωες, οι ιστορικές μορφές και οι πολιτικοί ηγέτες συχνά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του εθνικού φρονήματος. Λειτουργούν σαν υποδείγματα ισχυράς ακτινοβολίας και παραδειγματίζουν με την ανάδειξη των εθνικών αξιών και των ιδανικών της φυλής.

Οι προκλήσεις και οι θρίαμβοι ενθαρρύνουν την κοινότητα στο να συνεγείρεται στις εθνικές ανάγκες και να αισθάνεται μία λογική ηθική υπεροχή μετά ένα θρίαμβο. Οι εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί από την αντιμετώπιση και υπερνίκηση των κάθε λογής αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων είναι δυνητικοί δημιουργοί αντοχής και ενότητας, εν άλλοις, παράγοντες συνεισφέροντες στην ενδυνάμωση του εθνικού φρονήματος.

Η ικανότητα αντιλήψεως του βαθμού των απειλών και των εξωτερικών επιδράσεων από μέρους εχθρικών προς την χώρα δυνάμεων είναι δυνατόν να συμπήξουν την εθνική ταυτότητα, και να γιγαντώσουν την σημειολογία μιας εθνικής συνειδήσεως.

Σημαίνον προς αναφοράν είναι και το, ότι το εθνικόν φρόνημα δεν είναι υπόθεση στατική. Μπορεί να αλλοιωθεί με τον καιρό. Οι κοινωνικές αλλαγές, η παγκοσμιοποίηση, η μετανάστευση και ποικίλοι άλλοι -προβλεπτοί και απρόβλεπτοι- παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν τον τρόπο αντιλήψεως και προσεγγίσεως της γενικής εννοίας, που θέλει να διατυπώσει την ορολογία μίας ταυτότητος. Η εθνική ταυτότητα δηλαδή, αντιστοιχεί με μία σύνθετη και δυναμική ιδέα προσλήψεως των νοημάτων οι δε πολίτες εντός ενός έθνους δυνατόν να έχουν διαφόρων οπτικών γωνιών αντιλήψεις επί του τί σημαίνει να είσαι μέρος ενός έθνους. Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια έχει αναφυεί από την μεταμοντέρνα προσέγγιση ενίων κοινωνιολόγων, οι οποίοι έχουν την οπτιμιστική λογική μιας διαφορετικής γωνίας αναλογισμού, που υποδειγματίζει την πολυπολιτισμική πρότυπη σύνθεση των ΗΠΑ. Ωστόσο αυτή η -ας την βαπτίσουμε- σχολή σκέψης στηρίζεται σε κάποιες σταθερές, αποτελούσες ένα είδος «χάρτας» ή κάποιας συμβάσεως ανάγκης.

Και από εδώ και στη συνέχεια αρχίζουν τα κρίσιμα ερωτήματα. Και το να λέμε σήμερα, ότι υπάρχει εθνικόν φρόνημα στην Ελλάδα είναι σαν να αναιρούμε την ικανότητα κρίσεως των νουνεχών. Εκείνων δηλαδή των οποίων ο δείκτης νοημοσύνης κρούει σήμαντρα συναγερμού, όταν οι παραδοξότητες στον χώρο είναι εξόφθαλμες. Βέβαια ουδείς στην Ελλάδα παραδέχεται, ότι στερείται νουνεχείας. Κατά συνέπειαν απαξάπαντες όφειλαν να συναγερθούν από τις κατ’εξακολούθησιν επισυμβαινόμενες τερατωδίες. Αλλ’αυτό δεν ενοχλεί την μείζονα μερίδα των «νουνεχών». Εμείς θα λέγαμε, ότι περνούν απαρατήρητες όλες οι αλλαγές, που αφορούν στο έθνος σαν ιδέα -και ιδίως όταν δεν πλήττονται αποκλειστικά τα ιδιωτικά (κυρίως τα υλικά) πράγματα και συμφέροντα. Συνειρμικά αποδεχόμεθα, ότι οι Έλληνες μπορεί να είναι ευφυείς σαν άτομα πλην σαν σύνολο αποδεικνύονται εθνικά αδιάφοροι εκτός ενός περιορισμένου αριθμού ανησυχούντων πλην και αυτών παρασυρομένων από την καθημερινότητα. Ακόμη και από αιτίες ιδιωφελείας σημαντικές. Συνεπώς… Συνεπώς;

Υπάρχει μία ομάδα διακεκριμένων Ελλήνων, η οποία θα έπρεπε, ένεκα της πνευματικής της  επαρκείας, να  διατυπώσει και διατρανώσει την ανησυχία της για την διαπιστωμένη παγκοίνως κατηφορική πορεία της ελληνικής ταυτοτικής ιδέας. Θα μπορούσε να συνεγείρει τους Έλληνες δια μιας βοούσης εθνικής συνειδήσεως προς αναχαίτησιν του ήδη προελαύνοντος ψυχοπνευματικού μας στραβισμού. Αυτή η ομάδα είναι τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, είναι οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, είναι οι ιεράρχες της Ελληνικής Εκκλησίας, είναι οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, είναι οι όσοι έχουν ορκισθεί να υπηρετήσουν την Πατρίδα, είναι και οι όσοι μπορούν και καταλαβαίνουν τι σημαίνει εθνικόν φρόνημα και πώς αυτό το φρόνημα λειτουργεί πάντοτε προς το συμφέρον της Πατρίδος.

Αυτή η ομάδα των Ελλήνων έχει την δύναμη να ανατρέψει την αρνητική κοινωνική εξέλιξη, την τραυματίζουσα διαισθητικά την σημερινή εθνική πραγματικότητα. Να επεξηγήσει στον ελληνικό λαό, ότι έχει καταστεί υποκείμενος πειραματισμών -μέσω της κοινωνικής μηχανικής- προς αλλοίωσίν του και ούτω εξυπηρετών συμφέροντα ξένης επινοήσεως συναινώντας σε μίαν νέα τάξη πραγμάτων. Ότι καθιστάμενος μιμίδιον παραλόγων επιλογών και απαιτήσεων ενίων μειονοτικών ιδιαιτεροτήτων οδηγείται σε ένα μελλοντικό κόσμο δυστοπικής και ασυνείδητης ενορμήσεως ή επιθυμίας που εκφεύγει από κάθε λογική του παραδοσιακού ελληνισμού.

Αυτή η ομάδα έχει σαν όπλο τον συνειδητό συλλογισμό, την βαθειά -όπως υποθέτουμε και ελπίζουμε- γνώση και ένα βαθμό αρμονικής αυτοπεποιθήσεως για να επιχειρηματολογήσει πάνω στην ιδέα της ανάγκης περισώσεως του εθνικού φρονήματος.

Σαν μία πρώτη ιδέα επιχειρηματολογικού ερεθίσματος είναι η αναφορά στην τρωτότητα της Ελλάδος, ως κειμένη σε ευαίσθητη γεωγραφική θέση, ως υποκειμένη σε γεωπολιτική διαβούλευση και επομένως καθισταμένη αντικείμενον διαπραγματευτικής επικλήσεως συγκεκριμένων «προστατίδων» δυνάμεων. Και τούτο δικαιολογείται, ως μία έκφανση ορθολογικής συνεπείας των οικουμενικών τάσεων εκμεταλλεύσεως εξασθενημένων εθνικών οντοτήτων. Και όχι μόνον. Η επιχειρηματολογία μπορεί να παρουσιάσει την Ελλάδα και σαν μία πολιτική οντότητα ανεπαρκούς (μήπως ένεκα προσωπικών δεσμεύσεων;) διεθνούς εκπροσωπήσεως. Μπορεί και σαν κακή διαχειρίστρια μιας υποκειμένης και συναφώς εξηρτημένης οικονομίας. Ακόμη και σαν πανταχόθεν απειλουμένη από όμορα σφριγηλότερα ημών διεκδικητικά κράτη με δυναμική βούληση, επεκτατική φιλοσοφία, ουχί εκθηλυμένα και με συγκεκριμένους οραματισμούς. Η απειλή είναι υπαρκτή και όχι υποθετική. Άλλωστε οι όμοροι επίσημοι φορείς είναι σαφέστατοι. Ότι είναι δεδηλωμένη η πρόθεση καταλήψεως της «Τσαμουριάς» μέχρις Αμβρακικού κόλπου. Ότι η Μακεδονία, στο ιστορικά γεωγραφικό της εμβαδόν, ανήκει στους Σκοπιανούς.

Εδώ ας σταθούμε επ’ολίγον και να αναρωτηθούμε, το γιατί άραγε να θεωρούν όλες οι κυβερνήσεις μας, ότι η Μακεδονία δεν είναι Ελληνική; Μήπως επειδή θεωρούν, ότι οι μύθοι συνυπάρχουν με την φιλοσοφία και την επιστήμη, επειδή προσφέρουν ένα προσιτό, συναισθηματικό μέσον για την κατανόηση των δυνάμεων, οι οποίες όμως βρίσκονται μακράν και πέραν του ελληνικού πολιτικού ελέγχου; Μήπως οι σημερινοί πολιτικοί μας εξακολουθούν, 2374 χρόνια μετά, να είναι επηρεασμένοι από την ρητορική του Δημοσθένους, ο οποίος έπεισε τους Αθηναίους, ότι οι Μακεδόνες είναι ο εχθρός; Μήπως έχουν «υποχρεωθεί» να εξυπηρετήσουν ξένα γεωπολιτικά συμφέροντα με συντρέχουσα ταύτιση προσωπικών ματαιοδοξιών, απαδουσών της ιδέας του εθνικού φρονήματος;

Και η Θεσσαλονίκη; Αυτή, κατά τον τουρκικό μεταμοντέρνο κίβδηλο ιστορισμό, είναι το ελκυστικό «έπαθλο» (τουρκιστί “λάφυρο”) στην νεο-οθωμανική ιδέα παλινορθώσεως μιας μοντέρνας συνταγής συστάσεως, ενός τύπου imperium συμεριλαμβάνοντος την Θεσσαλονίκη. Και τι γίνεται με το όλον της Θράκης; Και τι με την γαλάζια πατρίδα; Και τι με τις τουρκόφωνες χώρες της Κεντρικής Ασίας; Και τι με το μείζον υδρογοναθρακούχο μέρος της Μ. Ανατολής; Και τι έχουν στο μυαλό τους για ολόκληρη την Κύπρο; Περιττόν να υπογραμμισθεί το, ότι σε περίπτωση αντιρρήσεως κάποιου από τους -«μηδενικών προβλημάτων»- γείτονες, να αποτελεί αυτή η εναντίωση αιτία πολέμου (casus belli). Συνεπώς εμείς θα αναγκαστούμε, μετά από κάποια τέτοια τροπή των πραγμάτων, να αναζητήσουμε σαν συνιστώντες μία αινιγματική δύναμη μειωμένης εθνικής ισχύος, κάποια νομική αντίταξη. Ή να καταλάβουμε, ότι έχουμε εγκλωβισθεί σε κατάσταση Jus ad Bellum (δικαιωματικά καταφεύγουμε σε πόλεμο) ἤ σε Jus in Bello (ορθώς συρθήκαμε σε πόλεμο).

Οι ελληνικές ακαδημαϊκές και οι λοιπές προσωπικότητες, κυρίως, οι αδυνατούσες να προσαρμοστούν στα νέα ήθη, έχουν ένα σοβαρό έργο να επιτελέσουν. Εξ άλλου είναι σ’αυτούς απόλυτα (;) κατανοητό, ότι η αδράνεια των υπευθύνων πολιτών και όχι μόνο των πολιτικών, πάνω σε θέματα, που αφορούν στην εθνική επιβίωση, σημαίνει εθνικό θάνατο. Δεν δικαιολογείται, καθ’οιανδήποτε έννοια, η αποφυγή της ευθύνης, από το χρέος της προκλήσεως, ενός τύπου εθνικού συναγερμού, εκ μέρους αυτής της ομάδος, στην οποία ομάδα πλέον «γαντζώνεται» ηθικά και ψυχικά το μείζον μέρος των υγιώς σκεπτομένων και χρηστών πολιτών. Η όποια δικαιολογία ενίων εξ αυτών, ότι η πατρίδα δεν διατρέχει τον οποιονδήποτε κίνδυνον ἤ, ότι η κυβέρνηση καλώς πράττει ό,τι πράττει με βάση ένα γενικό προσανατολισμό και καθοδηγητικές αρχές, τότε και ως εικός δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ανησυχούμε; Ανησυχούμε!

Εδώ ίσως χρειάζεται μία αυτοσυνείδητη προτροπή της ομάδος των νοημόνων και εθνικά ανησυχούντων για να επανεξετασθούν μερικές θεμελιώδεις έννοιες. Χρήσιμοι, ως και απαραίτητοι ενδείκτες της κατηγορίας είναι: η εθνοαρχαιολογία, η εθνογλωσσολογία, η εθνογραφία, η εθνογραφία της επικοινωνίας, η εθνοϊστορία και η εθνομεθοδολογία. Επίσης, ας ιδωθεί και η ακροσφαλής σχέσις του ατόνου Χριστιανικού ἤ έστω αδιαφόρου θρησκευτικά έθνους και του στιβαρού και ακαταπονήτου Ισλάμ. Ας διερευνηθούν εις βάθος οι βάσεις των ποιοτικών παραμέτρων του επισυμβαινομένου διαπλέγματος των εθνοτήτων. Τέλος, οι όσοι ειλικρινώς νοιάζονται για την τύχη της χώρας ας εγκύψουν στην έννοια της εθνοψυχολογίας.

Με άλλα λόγια, δεν αρκεί το γεγονός, ότι οι αριστείς γραμμάτων και τεχνών καλώς αναπαύονται πάνω σε απονεμηθείσες υλικές και ηθικές δάφνες μιας πολιτείας. Μιας πολιτείας της οποίας αυτοί έχουν την ικανότητα, λόγω μορφώσεως, να διαβλέψουν το δυσοίωνο τού μέλλοντός της. Ο συγκεκριμένος απλός λαός της Ελλάδος, δεν χρειάζεται να άγχεται για την ολιγοσθενή του κρίση, την ασφαλώς υποδεεστέρα των βραβευμένων διανοητών. Ούτε οφείλει να καταγίνεται σε ακαδημαϊκού τύπου σκέψεις πλανητικές. Γιατί; Διότι θα εκπλαγεί διαπιστώνοντας την εθνική μας αδυναμία στο να προστατεύσουμε το κληροδότημα εκείνων που θυσιάστηκαν στην εποχή της Παλιγγενεσίας με επιγέννημα την εθνική μας ανεξαρτησία.

Ο απλός Έλλην πολίτης δεν χρειάζεται να υφίσταται την βάσανον στο να λύσει ένα αίνιγμα με μεθόδευση της σιβυλλικής τεχνικής της προφητείας, για να διαπιστώσει την απροσανατόλιστη εθνικά και αποίμαντη πολιτισμικά πορεία της πατρίδος του. Ωστόσο, καλόν είναι να του δίδεται η ευκαιρία από όλους τους διαθέτοντες συγκροτημένη παιδεία και συσσωρευμένες κοινωνικές εμπειρίες, ώστε να κατανοήσει, ότι η εθνική ιδέα, το εθνικόν φρόνημα και η εθνική ταυτότητα δεν είναι εμπορεύματα προς πώλησιν.

Οι διανοητές ευρέων φασμάτων εθνικού ενδιαφέροντος οφείλουν να διακριβώσουν τα μεγέθη της ευθύνης των επί των όσων -και εφ’όσον- οι άλλοι τούς θεωρούν πρωταθλητές τών αξιών. Προσοχή λοιπόν. Η διανοητική ελευθερία, όταν πρόκειται να διατρίψει σε αντικείμενα, όπως είναι το εθνικόν φρόνημα, τότε αυτή η ελευθερία αναγκαιοί στο να αγνοήσει τις πολιτικές σκοπιμότητες και τις πολιτικές ορθότητες, οι οποίες μάλλον δρουν καταστροφικά σε ανάλυση μακροσκοπική. Με αυτό εννοούμε, ότι ένας σημερινός πολιτικός, όπως τον ζούμε, όπως τον ανεχόμαστε και όπως κατ’επανάληψιν δια της ψήφου μας τον επανεκλέγουμε για να μας εκπροσωπεί, κάποια στιγμή θα εξακριβώσουμε, ότι αυτός ο πολιτικός μας διαβουκολεί και ότι ενεργεί δεσποτικά και αλαζονικά, αφ’ῆς επιμένουμε να τον προτιμούμε. Εκείνος μας εκλαμβάνει υποκριτικά, σαν εταίρους του, στην κοινωνικο-πολιτική διάδραση και αυτό τού αρκεί για να προχωρήσει, στο να παραβλέπει όλα τα αξιακά προκαλύμματα όπως και τα πετάσματα αισχύνης και καταλήγει στο να συρρικνώσει την χώρα του. Να χαρίσει δηλαδή σε αλλοεθνείς την ολιστική εικόνα του Ελληνισμού ξεπουλώντας π.χ. την Μακεδονία, νομιμοποιώντας λαθρομετανάστες, χορηγώντας άδειες αγοράς ακινήτων από Τούρκους σε νησιά του Αιγαίου, στην Θράκη και … τίς οίδε τι άλλο έχει στους προγραμματισμούς του. Αυτός ο πολιτικός το ίδιο προχωρεί στις πολιτικές του ψευδαισθησίες και στους προβεβλημένους νεοταξικούς οραματισμούς με απρονόητο (και γιατί όχι εσκεμμένο;) βηματισμό εθνοκαπήλου γνωρίσματος, εθνοκατάρατης προθέσεως και εθνοκτόνου αντικειμενικού σκοπού.

Και τί εννοούμε με όλα αυτά; Εννοούμε, ότι ο πολιτικός, ο οποίος νοιάζεται αποκλειστικά για τις επόμενες εκλογές και όχι για τις επόμενες ελληνικές γενεές, σημαίνει άδηλη στάση (implicit attitude), η οποία στην προκειμένη περίπτωση εξετάζεται στα βιβλία ψυχιατρικής επιστήμης σαν ψυχική υστέρηση απέναντι σε ευθύνες. Εν προκειμένω σε εθνικές ευθύνες.

Και πώς είναι δυνατόν να διακρίνεται για ένα εθνικό του ταυτοτισμό με τους Έλληνες το γένος, όταν δεν τον απασχολεί το δημογραφικό ζήτημα;  Και ενώ υπάρχει πληθώρα προτάσεων επιλύσεως του ζητήματος εκείνος προχωρεί σε υποδοχή εκατοντάδων χιλιάδων Αφροασιατών και δη μουσουλμάνων, σαν φάρμακο για κάθε κοινωνική, οικονομική και πολιτική νόσον. Επιδιώκει να προσθέσει αυτές τις ογκώδεις ανθρωποομάδες στον πάλαι ποτέ θεωρούμενο ως ιερό και νυν δυστοπικό ελληνικό χώρο. Αντικαθιστώντας τους ολίγους απομένοντας και θνησιγενείς απογόνους εκείνων των αρχαίων δημιουργών τού παγκοσμίως αποδεκτού φορέως· του κραταιού Δυτικού πολιτισμού. Του φορέως του σηματοδοτήσαντος την ουσία του όντος, με συνείδηση της αποστολής του, μέσα σε ένα κόσμο πέραν της ύλης και των αισθητών πραγμάτων.

Αυτός ο υστερόβουλος πολιτικός, που λογαριάζει σε υποστήριξη από τον ξένο παράγοντα, διαλαλεί ασμένως και ενθουσιωδώς, το πόσον αισιόδοξον είναι το γεγονός, ότι ο μουσουλμάνος θα επιλύσει το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδος. Παραβλέπει το πόσον εθνοζημιογόνον είναι αυτό το απρονόητο και παράτολμο ξεσπάθωμά του.

Το να παραβλέπει ένας πολιτικός κάτι το εθνικά βλαβερόν σημαίνει, ότι αυτός είναι, είτε αδιάφορος θρησκευτικά, είτε το φρόνημά του απέχει από του να είναι εθνικόν, είτε επικαλείται ντιρεκτίβες ευρωπαϊκών επιτροπών, οι οποίες βεβαίως παραμερίζονται από όσους έχουν σαν κορωνίδα φρονήματος το δικό τους φρόνημα, το εθνικό. Αυτή του την ποιοτική υστέρηση ο πολιτικός την ισοφαρίζει με το να εκφράσει την συμπάθειά του μέσω αναλόγου διπλωματικής ρητορικής προς τους διαφόρους -κατά βάσιν- οικονομικούς εταιρισμούς. Και εννοούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ένα λειτουργούντα οργανισμό με αρκετή δόση οικονομικής δυσαρμονίας και ουδόλως ένωση πολιτική, διότι απλά τα συμφέροντα των εταίρων, ποσώς διακρίνονται για ταυτότητα στους πολιτικούς τους προσανατολισμούς· λόγω αποκλινόντων (κατά έθνος) εταιρικών συμφερόντων. Αφού τα πράγματα είναι έτσι ἤ κάπως έτσι, τότε τι συμβαίνει με τον σύγχρονο Έλληνα πολιτικό; Μήπως είναι βλαξ; Πιθανόν; Απίθανον; Όμως ένας πολιτικός εάν ήταν βλαξ θα συμπεριελαμβάνετο στο βιβλίο Guiness σαν αντικείμενον επιστημονικής ερεύνης. Συνήθως τα προσαπτόμενα αρνητικά γνωρίσματα για ένα πολιτικό είναι τα: φιλόδοξος, δημοκόλαξ, δημαγωγός, σπεκουλαδόρος, χρηματολάγνος, δωρολήπτης, δωσίλογος, επίορκος, φαυλεπίφαυλος, συκοφάντης, ανευλαβής και μία πλειάδα λοιπών επιθέτων. Άρα δεν είναι βλαξ. Τότε τί είναι;

Τί άραγε να είναι, όταν παραβλέπει αυτό που είναι γνωστόν τοις πάσι, ότι ένας μουσουλμάνος ουδέποτε αφομοιώνεται μέσα σε αλλόδοξες κοινότητες. Ότι ο μουσουλμάνος  μπορεί να υπηρετεί ἤ να συνεργάζεται με ετερόδοξες υπηρεσίες έναντι αργυρίων αλλ’αυτό δεν σημαίνει αφομοίωση. Συνεπώς εδώ υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Επικίνδυνο, ακόμη και σαν ιδέα.

Ο μουσουλμάνος, κατά μία μεσοπρόθεσμη πραγμάτευση θα υπερισχύσει πληθυσμιακά εντός της ελληνικής επικρατείας. «Ελληνική Επικράτεια» κατ’ευφημισμόν πλέον, διότι οι στατιστικές προβλέψεις θα δικαιολογήσουν και την εν χρόνῳ μετονομασία της Ελλάδος σε Yunanistan. Διότι το Ισλάμ θα κυριαρχεί -πλειονότητος και πλειοψηφίας ένεκεν- σε λαό, κυβέρνηση και ένοπλες δυνάμεις.

Ποίος άραγε μπορεί να φαντασθεί, ένα Πακιστανό, έναν Αφγανό, ένα μέτοικο Τούρκο στα πλαίσια μιας ΕΕ και της Τουρκίας θεωρουμένης Ευρωπαϊκού εταίρου, ελέῳ του πολιτικού που εμείς εκλέξαμε. Υπάρχει περίπτωση αυτός ο αλλόδοξος και ετερούσιος ελληνοποιημένος πολίτης να ομονοεί και να ομοφρονεί εθνικά με τον επιχώριο Έλληνα; Όχι βέβαια.

Αυτός ο πλειοψηφών Αφροασιάτης μουσουλμάνος θα ανέχεται αρχικά την αξιολύπητη και φθίνουσα ελληνική ράτσα που έχει προ καιρού παρουσιάσει την εθνική της αδυναμία και αργότερα θα απαλλαγεί οριστικά από αυτή την ψυχικά ασθενούσα οντότητα, διότι θα έχει εθνικά αυτοκτονήσει. Στην συνέχεια θα είναι ο ρυθμιστής της τύχης των εναπομεινάντων ταπεινών και καταφρονημένων ραγιάδων. Και όλα αυτά λόγω της δικής μας απρονοησίας, απαιδευσίας, μικρονοίας, ιδιωφελείας, ατομισμού, δολιότητος, υστεροβουλίας, ανεκτικότητος και τέλος, της αμβλυμμένης μας συνειδήσεως και της παντελούς ελλείψεως εθνικού φρονήματος.

Ποίος τέλος πάντων μελλοντικός «πολίτης» αυτής της δύσμοιρης χώρας, που τόσον ύμνησαν διαχρονικά οι πολιτισμένοι νόες, θα φθάσει να έχει το ηθικόν σθένος και το φρόνημα το εθνικόν, να βροντοφωνάξει, ότι είναι υπερήφανος που είναι Έλληνας; Μήπως οι άνευ πολέμου λαθρομετανάστες της Ελλάδος κατακτητές;

Δεν εγκρίνουμε, δεν κατακρίνουμε. Απλώς προσπαθούμε να κατανοήσουμε το προς τα που βαδίζουμε.