Blog

Περί των ευθυνών της Δύσης (και ιδίως των ΗΠΑ και του NATO) για τον πόλεμο στην Ουκρανία

Περί των ευθυνών της Δύσης (και ιδίως των ΗΠΑ και του NATO) για τον πόλεμο στην Ουκρανία

Δρ. Εβίτα Διονυσίου*

 

25 Μαρτίου 2022

 

Εισαγωγή

 

Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η Ρωσία εξαπέλυσε στρατιωτική επίθεση κατά της Ουκρανίας. Με τις στρατιωτικές αυτές ενέργειες, προέβη σε κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, υπονομεύοντας την ευρωπαϊκή -αλλά και τη διεθνή- ασφάλεια και σταθερότητα. Έκτοτε, έχει χυθεί αρκετό μελάνι, σε μία προσπάθεια ανάλυσης των αιτιών της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Στο πλαίσιο αυτό, έχει καταστεί δημοφιλής η άποψη ότι το NATO φέρει την κύρια ευθύνη για τον πόλεμο, διότι, ανακοινώνοντας τη διεύρυνσή του προς Ανατολάς, προκάλεσε τη Ρωσία, παραβιάζοντας τις κόκκινες γραμμές της. Κατά πόσον, όμως, ευσταθεί αυτός ο ισχυρισμός και ποιες είναι οι προεκτάσεις της αποδοχής του;

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να εξηγήσει γιατί ο ισχυρισμός περί υπαιτιότητας του NATO όχι μόνο προέρχεται από μία επιφανειακή ανάγνωση των γεγονότων, αλλά μπορεί να καταστεί και άκρως επικίνδυνος.

 

Η άποψη ότι το ΝΑΤΟ είναι υπαίτιο για τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία

 

Η συζήτηση περί ευθυνών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ξεκίνησε με αφορμή ένα άρθρο του Καθηγητή John Mearsheimer, εκπροσώπου της ρεαλιστικής σχολής σκέψης, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Economist. Στο εν λόγω άρθρο, διατυπώνεται η άποψη ότι η Δύση -και ιδίως οι ΗΠΑ και το NATO- φέρουν την κύρια ευθύνη για τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Σύμφωνα με τον John Mearsheimer, όλα ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2008, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, όταν η τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ ώθησε τη Βορειοατλαντική Συμμαχία στην ανακοίνωση ότι η Ουκρανία και η Γεωργία «θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αγνόησαν τις κόκκινες γραμμές της Ρωσίας, οδηγώντας στη λογική και αναμενόμενη αντίδρασή της. Η κίνηση αυτή του ΝΑΤΟ πυροδότησε μία σειρά από εχθροπραξίες, οι οποίες οδήγησαν στην κατάληψη της Κριμαίας το 2014 και, εν τέλει, στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Για όλα, λοιπόν, φταίει το NATO που παραβίασε τις κόκκινες γραμμές της Ρωσίας και της περιόρισε το «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) που χρειάζεται για να αναπνέει[1]. Όσο για την Ουκρανία, ήταν απλώς η άτυχη της ιστορίας, η οποία, θα έπρεπε να δεχτεί ότι δεν μπορεί να αναπτύξει στενότερους δεσμούς με τη Δύση ούτε και να αυτό-προσδιορίζεται ως δυτική χώρα, για να μην εκνευρίσει τη ρωσική «αρκούδα» (άρα, ο ουκρανικός λαός στερείται το θεμελιώδες δικαίωμα της αυτοδιάθεσης!).

Η άποψη αυτή φάνηκε ελκυστική σε όσους αναζητούσαν μία εύκολη και εν δυνάμει δημοφιλή ερμηνεία των γεγονότων (κατά τη γνωστή γενίκευση «Η Αμερική φταίει για όλα»), αλλά και σε όσους αναζητούσαν αφορμή για να βάλλουν εναντίον της Δύσης. Ωστόσο, με μία δεύτερη ανάγνωση, η άποψη περί υπαιτιότητας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ξεδιπλώνει τον επιφανειακό και –κυρίως- τον επικίνδυνο χαρακτήρα της.

 

Ο επιφανειακός χαρακτήρας της άποψης ότι το ΝΑΤΟ είναι υπαίτιο για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία

 

Οι υποστηρικτές της υπαιτιότητας του NATO υπογραμμίζουν ότι η εναλλακτική ερμηνεία των γεγονότων υπονοεί ότι η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τον Vladimir Putin. Κάτι που, κατά την άποψή τους, δεν ισχύει, διότι βασίζεται στην παραδοχή περί παραφροσύνης του Ρώσου ηγέτη, συνιστώντας υπεραπλούστευση.

Ωστόσο, το ως άνω επιχείρημα είναι σαθρό, δεδομένου ότι οι κινήσεις του Putin δεν πρέπει να ερμηνεύονται υπό την οπτική της δυτικής λογικής, αλλά θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν την εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία της Ρωσίας. Αν, λοιπόν, αφήσουμε στην άκρη το δυτικό τρόπο σκέψης, θα διαπιστώσουμε ότι οι ενέργειες του Putin δεν ερμηνεύονται κατ’ ανάγκην ως κινήσεις ενός παράφρονα. Τουναντίον, με μία πιο προσεκτική ματιά, αναδεικνύουν ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο του Ρώσου Προέδρου και μία πολύ συγκεκριμένη «ανάγνωση» των ισορροπιών ισχύος στο διεθνές σύστημα.

Αρχικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Putin ουδέποτε έκρυψε τη δυσφορία του για τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων και το μεταπολεμικό status quo, όπως επίσης ουδέποτε έκρυψε τις αναθεωρητικές του βλέψεις. Σε σειρά άρθρων και ομιλιών του, δήλωνε κατ’ επανάληψη τη θέση ότι οι Ρώσοι, οι Λευκορώσοι και οι Ουκρανοί είναι ένας λαός, ο οποίος υπάγεται στην ιστορική Ρωσία (μία θέση που ορισμένοι αναλυτές επιμένουν μέχρι και σήμερα να αγνοούν, θεωρώντας ότι διατυπώνεται μόνο και μόνο για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης).

Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι γιατί ανέπτυξε ο Putin επιθετική πολιτική εναντίον της Ουκρανίας (αν και η κλίμακα της επίθεσης εξακολουθεί να είναι σοκαριστική). Το ερώτημα είναι γιατί επέλεξε να υλοποιήσει το αναθεωρητικό του εγχείρημα στην παρούσα χρονική συγκυρία. Εκτιμάται ότι η επιλογή της δεδομένης χρονικής στιγμής σχετίζεται με την «ανάγνωση» του διεθνούς συστήματος από τον Putin, ο οποίος διέγνωσε ότι η Δύση είχε περιέλθει σε ένα στάδιο παρακμής, δίνοντάς του την εντύπωση ότι, σε περίπτωση υλοποίησης ενός ρωσικού επεκτατικού σχεδίου, οι βασικοί δρώντες της Δύσης (οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση) δε θα μπορούσαν ή/και δε θα είχαν τη βούληση να αντιδράσουν.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά στις ΗΠΑ, βρίσκονταν εδώ και χρόνια σε μία φάση αυτοσυγκράτησης και εσωστρέφειας, δείχνοντας ότι αδυνατούσαν ή/και δεν επιθυμούσαν πλέον να διατηρήσουν τα ηνία του ελεύθερου κόσμου. Η εν λόγω πολιτική της αναδίπλωσης είχε ξεκινήσει επί Barack Obama, κατέστη ιδιαίτερα πρόδηλη κατά την τετραετία του Donald Trump και, ως ένα βαθμό, συνεχίστηκε και επί προεδρίας του Joe Biden. Πέραν αυτού, σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, οι ΗΠΑ είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους στην Ασία (και όχι στην Ευρώπη), προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της Κίνας. Όλα αυτά δημιουργούσαν την εντύπωση ότι οι ΗΠΑ είχαν αποσυρθεί από τη γηραιά ήπειρο και είχαν πλέον στρέψει την προσοχή τους είτε στα πολλαπλά εσωτερικά τους ζητήματα, είτε στην Κίνα (που ήταν ο βασικός τους αντίπαλος). Η ταπεινωτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν συνηγορούσε περαιτέρω υπέρ της θέσης περί διεθνούς αδυναμίας των ΗΠΑ.

Αναφορικά με το ΝATO, όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει το 2019 ο Emmanuel Macron, ήταν μία «εγκεφαλικά νεκρή» συμμαχία, που χαρακτηριζόταν από έλλειψη στρατηγικής καθαρότητας. Ο Γάλλος Πρόεδρος χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα το παράδειγμα της Τουρκίας (κράτος μέλος του ΝΑΤΟ) που απειλεί την Ελλάδα (έτερο κράτος μέλος του ΝΑΤΟ), για να καταδείξει την αδυναμία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν εξαιρετικά ασθενής σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, αδυνατώντας συχνά να χαράξει μία κοινή γραμμή επί κρίσιμων ζητημάτων. Τη συνολική αδυναμία της επέτεινε και το γεγονός ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της ήρθε αντιμέτωπη με την ενεργοποίηση του άρθρου 50 ΣΕΕ και την αποχώρηση ενός σημαντικού κράτους μέλους της, του Ηνωμένου Βασιλείου (Brexit). Αλλά και σε επίπεδο κρατών μελών της Ένωσης είχαν αρχίσει να αναδύονται ανελεύθερες δυνάμεις, μη ευνοϊκές προς το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σε όλα αυτά, θα πρέπει να προστεθεί και η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Ρωσία, γεγονός που καθιστούσε πιθανή την απροθυμία της να εμπλακεί σε μία ρωσο-ουκρανική διένεξη.

Εκτιμάται ότι τα ανωτέρω δημιούργησαν στον Putin την αίσθηση ότι η Δύση βρισκόταν σε λήθαργο και ότι η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για την υλοποίηση των αναθεωρητικών του στόχων (τους οποίους, άλλωστε, όπως προαναφέραμε, είχε καταστήσει ξεκάθαρους εδώ και καιρό).

Υπό αυτή την οπτική, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν υπήρξε η λογική απόρροια των κινήσεων του NATO. Ακόμα και αν δεχτούμε την υπόθεση εργασίας του John Mearsheimer ότι υπάρχει ευθύνη του NATO, λόγω της απόφασης διεύρυνσης προς Ανατολάς, η εν λόγω απόφαση μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως αιτία που οδήγησε σε  περαιτέρω ένταση στις σχέσεις των δύο πλευρών. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως αιτία της στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας σε ανεξάρτητο κράτος.

Ο ισχυρισμός περί υπαιτιότητας του NATO, άλλωστε, προσκρούει στο γεγονός ότι, όταν ο Putin αποφάσισε να επιτεθεί, η Δύση έμοιαζε να έχει ήδη αποδεχτεί ότι η διεύρυνση της συμμαχίας προς την Ουκρανία ήταν εξαιρετικά δύσκολη (αν όχι ανέφικτη).

Για να προχωρήσουμε τη σκέψη μας έτι περαιτέρω, το επιχείρημα περί υπαιτιότητας του NATO περιφρονεί τελείως το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ουκρανικού λαού και την εκπεφρασμένη βούλησή του για στενότερες σχέσεις με τη Δύση.

Υπό αυτή την οπτική, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ήταν λογικό επακόλουθο των κινήσεων διεύρυνσης του NATO προς Ανατολάς. Ούτε πηγάζει από τον παραλογισμό ενός παράφρονα ηγέτη. Τουναντίον, ο πόλεμος στην Ουκρανία εντάσσεται στο πλαίσιο της υλοποίησης ενός πολύ συγκεκριμένου σχεδίου του Putin, το οποίο βασίστηκε σε μία εκ πρώτης όψεως λογική «ανάγνωση» του διεθνούς συστήματος και των ισορροπιών ισχύος.

 

Οι επικίνδυνες προεκτάσεις που μπορεί να λάβει η αποδοχή της ως άνω άποψης

 

Τα ανωτέρω εξηγούν γιατί το επιχείρημα περί υπαιτιότητας του ΝΑΤΟ είναι επιφανειακό. Το βασικότερο, όμως, ζήτημα που τίθεται με τον εν λόγω ισχυρισμό δεν έγκειται τόσο στην επιφανειακή ανάγνωση των γεγονότων στην οποία στηρίζεται, όσο στο ότι η χρήση του μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη.

Συγκεκριμένα, αν αποφασίσουμε να επιρρίψουμε ευθύνη στις ΗΠΑ και στο NATO για τη στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τότε με την ίδια λογική θα βρεθεί δικαιολογία για μελλοντικές αναθεωρητικές κινήσεις άλλων κρατών, που δυσανασχετούν εξίσου με το ισχύον status quo. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο αρνητικό θα ήταν κάτι τέτοιο για την Ελλάδα, δεδομένων των αναθεωρητικών και επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας.

Πέραν αυτού, αν φτάσουμε στο σημείο να χαρακτηρίζουμε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ως λογική και αναμενόμενη αντίδραση στις κινήσεις του NATO, τότε, με την ίδια λογική, θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε και τα αποτρόπαια εγκλήματα του Hitler, ως λογική και αναμενόμενη αντίδραση της Γερμανίας στην ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών! Όμως, η φλέγουσα κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει αυτή τη στιγμή η Ευρώπη επιτάσσει το σχολαστικό φιλτράρισμα κάθε θέσης, προτού αυτή διατυπωθεί, με συνεκτίμηση των τυχόν προεκτάσεων που θα μπορούσε να λάβει η υιοθέτησή της.

 

Η στρατιωτική εισβολή ως μπούμερανγκ για τη Ρωσία

 

Παρά το γεγονός ότι η επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής συγκυρίας για την υλοποίηση των επεκτατικών βλέψεων της Ρωσίας βασίστηκε στην υπόθεση ότι η Δύση βρισκόταν σε παρακμή, η κίνηση αυτή λειτούργησε ως μπούμερανγκ για τον Putin, καθώς οδήγησε σε πρωτοφανή αντίδραση και συσπείρωση του δυτικού κόσμου.

Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούν πλέον να επικεντρώνουν την εξωτερική τους πολιτική μόνο στην Κίνα και να αποστασιοποιούνται από τα τεκταινόμενα στη γηραιά ήπειρο. Το «εγκεφαλικά νεκρό» NATO αφυπνίστηκε από το λήθαργό του, με κράτη μέλη του να αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, συνειδητοποίησε την άμεση ανάγκη για γεωπολιτική και στρατηγική ενηλικίωση, καταφέρνοντας -μέσα σε ελάχιστο χρόνο- να συσπειρωθεί και να χαράξει μία κοινή, δυναμική γραμμή απέναντι στη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία (γεγονός το οποίο δημιουργεί ελπίδες για περαιτέρω ενοποίηση στους κρίσιμους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας).

Υπό αυτή την οπτική, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία φαίνεται να ενίσχυσε εκείνους ακριβώς τους δρώντες και εκείνους ακριβώς τους θεσμούς τους οποίους επιδίωκε να αποδομήσει.

 

Συμπεράσματα

 

Η ανωτέρω ανάλυση σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκει να προσφέρει εξαντλητική εξήγηση των αιτιών του πολέμου στην Ουκρανία. Άλλωστε, κάτι τέτοιο θα ήταν πρόωρο, ενόσω ο πόλεμος μαίνεται. Στόχος του παρόντος άρθρου, είναι να προβεί σε μία αρχική προσέγγιση και ερμηνεία, εστιάζοντας, κυρίως, στην κατάρριψη ορισμένων επιφανειακών και εν δυνάμει επικίνδυνων απόψεων.

Συμπερασματικά, λοιπόν, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως λογικό επακόλουθο των κινήσεων διεύρυνσης του NATO προς Ανατολάς. Αυτό σημαίνει ότι η Δύση δεν έχει κάνει λάθη; Έχει κάνει, αλλά σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως γενεσιουργός αιτία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Περαιτέρω, ο πόλεμος στην Ουκρανία δε θα πρέπει να ερμηνευτεί ούτε ως απόρροια του παραλογισμού ενός παράφρονα ηγέτη. Τουναντίον, η στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία εντάσσεται στο πλαίσιο της υλοποίησης ενός πολύ συγκεκριμένου σχεδίου του Putin, το οποίο βασίστηκε σε μία εκ πρώτης όψεως λογική «ανάγνωση» του διεθνούς συστήματος και των ισορροπιών ισχύος: η Δύση βρισκόταν σε παρακμή και η χρονική συγκυρία έμοιαζε να είναι ιδανική για την υλοποίηση των στόχων του Ρώσου Προέδρου.

Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τα γενεσιουργά της αίτια, η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία συνιστά κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και στρέφεται εναντίον της ίδιας της δημοκρατίας και των θεμελιωδών αρχών και αξιών της. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Charles Michel: «Ο Putin βλέπει τη δημοκρατία σαν πανδημία. Μία πανδημία από την οποία φοβάται τη μόλυνση».

Είναι χρέος, λοιπόν, όλου του δημοκρατικού κόσμου να σταθεί στο πλευρό της Ουκρανίας και να καταδικάσει -χωρίς αστερίσκους και συμψηφισμούς, χωρίς «ναι μεν, αλλά»- την αδικαιολόγητη εισβολή της Ρωσίας σε ανεξάρτητο κράτος. Οφείλει, επίσης, να μην επιχειρεί να μετακυλήσει την ευθύνη του πολέμου σε άλλον δρώντα, πέραν της Ρωσίας, διότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποδειχτεί εξαιρετικά επικίνδυνο.

Καλό θα ήταν, λοιπόν, να έχουμε κατά νου ότι η στάση που διαμορφώνουμε σήμερα απέναντι στην κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των αρχών και των αξιών της δημοκρατίας ορίζει τα όριά μας απέναντι σε πιθανές μελλοντικές επεκτατικές κινήσεις άλλων κρατών -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Ελλάδα- που αμφισβητούν όχι μόνο το ισχύον status quo,αλλά και την ίδια τη δημοκρατία και τις αξίες της Δύσης.

 

Η κα. Εβίτα Διονυσίου είναι Διδάκτωρ Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου/ Ευρωπαϊκού Δικαίου. Είναι Καθηγήτρια Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Διδάσκει, επίσης, σειρά μαθημάτων σε μεταπτυχιακό και προπτυχιακό επίπεδο στο Μητροπολιτικό Κολλέγιο, σε συνεργασία με βρετανικά Πανεπιστήμια. Είναι μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών.

  

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΙΣΜΕ

Οι απόψεις των αρθρογράφων, οι εργασίες των οποίων αναρτώνται στη σελίδα μας, δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις θέσεις του Ινστιτούτου”



[1] Αξίζει να σημειωθεί ότι η ναζιστική Γερμανία είχε επικαλεστεί την έννοια του «ζωτικού χώρου».

 

Αφήστε μια απάντηση