ΠΟΛΕΜΟΣ ή ΕΙΡΗΝΗ: ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΠΟΥ ΕΠΙΤΑΣΣΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΛΥΣΗ
ΠΟΛΕΜΟΣ ή ΕΙΡΗΝΗ:
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΠΟΥ ΕΠΙΤΑΣΣΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΛΥΣΗ
(10 Ιουλίου 2020)
Την παρούσα περίοδο εμφανίζεται μια έντονη φημολογία περί εξωτερικής και σχεδόν αναγκαστικής δρομολόγησης διαδικασιών επίλυσης των «ελληνοτουρκικών διαφορών», γεγονός που παρουσιάζεται μάλιστα ότι συναντά τη σιωπηρή -αλλά ανομολόγητη- αποδοχή σημαντικού μέρους του ελληνικού πολιτικού, ακαδημαϊκού και επιχειρηματικού κόσμου. Την ίδια στιγμή, οι διαρκείς τουρκικές προκλήσεις δημιουργούν το αναγκαίο ψυχολογικό υπόβαθρο αποδοχής μιας παρόμοιας διαδικασίας καθώς καθημερινά προβάλλεται το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, με αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα έκβαση, ακόμη και στην ευκταία περίπτωση ημέτερης τοπικής επικράτησης.
Καθώς οι τουρκικές πιέσεις και προκλήσεις κλιμακώνονται σε όλο των φάσμα των «ελληνοτουρκικών διαφορών» (όπως αυτές τις αντιλαμβάνεται η Άγκυρα), στην Ελλάδα κυριαρχεί μια άκρατη διατύπωση προτάσεων, θέσεων αλλά και εκατέρωθεν κατηγοριών με κύρια γνωρίσματα την αποσύνδεση στόχων και μέσων και την μερική άρνηση της πραγματικότητας. Σίγουρα είναι απολύτως υγιής, η καλοπροαίρετη αντιπαράθεση διαφορετικών απόψεων ακόμη και η διατύπωση θέσεων που εκ πρώτης όψεως δεν συνάδουν πλήρως με την μακροχρόνια ελληνική πολιτική.
Η τελευταία από το 1974 και μετά στηρίχθηκε στην επίκληση του διεθνούς δικαίου σε συνάρτηση με τον παράγοντα χρόνο και τις πιέσεις του διεθνούς παράγοντα που θα οδηγούσαν την Άγκυρα -για διαφόρους λόγους- στην εγκατάλειψη των ακραίων θέσεων της ώστε να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την γεφύρωση των διαφορών των δύο κρατών. Παράλληλα διάχυτη ήταν η ελπίδα της ενίσχυσης των ελληνικών θέσεων μέσω της ένταξης της στην πολλά υποσχόμενη τότε ευρωπαϊκή οικογένεια. Η στρατιωτική λύση αποκλείστηκε εξ αρχής, με σύμφωνη γνώμη όλων των ελλαδικών κυβερνήσεων, ενώ αποφασίστηκε η δημιουργία μιας ισχυρής αποτρεπτικής ισχύος ικανής να εγγυηθεί τα κυριαρχικά δικαιώματα του Ελληνισμού επισείοντας την απειλή ενός γενικευμένου και καταστροφικού πολέμου μεταξύ των δύο χωρών.
Ο συνδυασμός των τεσσάρων παραπάνω αξόνων (διεθνές δίκαιο, διεθνής παράγοντας, χρόνος, ισχύς) συγκράτησαν με σχετική επιτυχία την τουρκική επεκτατικότητα επί χρόνια αλλά δεν απέφεραν τα προσδοκώμενα τελικά αποτελέσματα για μια σειρά αντικειμενικών λόγων, με λιγότερη ή περισσότερη ευθύνη εκ μέρους μας. Να μην λησμονούμε όμως ότι η εξασφάλιση της ειρηνικής συνύπαρξης υπήρξε αποτέλεσμα και των ημετέρων υποχωρήσεων σε μια σειρά τουρκικών προκλήσεων και ενεργειών. Σήμερα όμως, τα όρια της συγκεκριμένης πολιτικής φαίνεται να έχουν εξαντληθεί κυρίως ένεκα της ραγδαίας ανάπτυξης της τουρκικής ισχύος, της αναζήτησης εκ μέρους της ρόλου περιφερειακής δυνάμεως και της διαφαινόμενης απόφασης της να διεκδικήσει δυναμικά αδιαπραγμάτευτα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Υπό αυτές τις συνθήκες φυσιολογική είναι η εμφάνιση δύο αντικρουόμενων ελληνικών στρατηγικών επιλογών. Η μια αναγνωρίζουσα την παρούσα σχετικά μειονεκτική θέση μας και αντιλαμβανόμενη το κόστος μιας συνεχούς αντιπαράθεσης, προκρίνει την επίτευξη ενός έντιμου και επώδυνου (κατά άλλους επαίσχυντου συμβιβασμού). Η προσέγγιση αυτή δικαιολογημένα προτάσσει την αδυναμία μόνιμης στρατιωτικής λύσεως του προβλήματος καθώς η Τουρκία -έναντι οποιοδήποτε κόστους- θα εμμένει στη δυναμική επιβολή των θέσεων της. Στην άλλη πλευρά, εμφανίζεται η επιλογή της συνέχισης μιας αδιαπραγμάτευτης θέσης και στάσης έναντι των τουρκικών επιδιώξεων με χρήση όλων των διαθέσιμων εργαλείων και με ετοιμότητα αποφασιστικής αντίδρασης σε περίπτωση τουρκικής υπέρβασης ορισμένων ορίων (ευκρινή και αντιληπτά από τον αντίπαλο). Απαραίτητη προϋπόθεση η οικοδόμηση της αναγκαίας αμυντικής ισχύος -παράλληλα με την ύπαρξη ανάλογης αποφασιστικότητας- ικανής να επιφέρει την «αφόρητη ζημιά» στον αντίπαλο. Στην πραγματικότητα φυσικά δεν υπάρχουν μόνο αυτές οι δύο αντιδιαμετρικές επιλογές αλλά ένα ολόκληρο φάσμα επιλογών μεταξύ των ακραίων αυτών θέσεων και οι λοιποί παράγοντες είναι αυτοί που καθορίζουν την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί η πλάστιγγα.
Ας εξετάσουμε τους παράγοντες διεθνές δίκαιο, διεθνή κοινότητα και χρόνο στη δική μας περίπτωση. Έχει επικρατήσει η αναφορά μας σε μια απόλυτη ταύτιση των ελληνικών θέσεων με το διεθνές δίκαιο. Πράγματι, το διεθνές δίκαιο στέκεται αρωγός στο πλείστον των ελληνικών θέσεων με τρεις όμως σημαντικές επισημάνσεις. Πρώτη, μέρος των θέσεων μας -κρίνονται από τρίτα μέρη- ως μη απολύτως συμβατά με το διεθνές δίκαιο το οποίο και ορθώς συνεχώς επικαλούμαστε. Δεύτερον, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας η διαχρονική διαπάλη του διεθνούς δικαίου μεταξύ της επίτευξης του «δικαίου αποτελέσματος» και της εξασφάλισης της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας. Κατά συνέπεια κάθε απόφαση διεθνούς οργάνου, πέραν του πολιτικού στοιχείου της ενδεχόμενης σύνθεσης και επιρροής μεγάλων δυνάμεων, εμπεριέχει και το πνεύμα του συμβιβασμού ως βασικού στοιχείου μιας βιώσιμης αμοιβαίας αποδεκτής λύσης. Τρίτο, η μη ύπαρξη οργάνου που θα επιβάλει στα αντίδικα μέρη την εφαρμογή μιας αποφάσεως που θα έχει ληφθεί στο πλαίσιο των μηχανισμών του διεθνούς δικαίου.
Ούτε όμως ο διεθνής παράγων τάσσεται αναφανδόν υπέρ των θέσεων μας. Παρά την σχετική όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής ¨Ένωσης (αλλά και τρίτων χωρών) με την Τουρκία, άξονας της πολιτικής αμφοτέρων παραμένει η ειρηνική επίλυση των διμερών προβλημάτων που προϋποθέτει την ύπαρξη αμοιβαίων υποχωρήσεων των δύο μερών. Σε περίπτωση δε ελληνοτουρκικής θερμής σύγκρουσης είναι παραπάνω από βέβαιο η απουσία οποιασδήποτε ενεργούς υποστήριξης μας από τρίτο μέρος (μακάρι να διαψευστώ). Επισημαίνεται ότι την παρούσα περίοδο οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο βέλτιστο επίπεδο σε αντίθεση με τις αμερικανοτουρκικές που διάγουν την χειρότερη περίοδο τους. Εντούτοις, η αμερικανική πολιτική παραμένει πολύ προσεκτική και παρά την ύπαρξη πρωτόγνωρων δηλώσεων υποστήριξης των ελληνικών θέσεων κινείται στη γραμμή των «ίσων αποστάσεων» με περιορισμένες δυνατότητες επιρροής στην Άγκυρα.
Η επίδραση του παράγοντα χρόνου αποτελεί το δυσκολότερο σημείο πρόβλεψης καθώς είναι η αβέβαια η εκτίμηση των μελλοντικών εξελίξεων και του βαθμού που θα επηρεάσουν την σχετική ισορροπία Ελλάδος-Τουρκίας. Εμπειρικά θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι, παρελθόντος του χρόνου, το ισοζύγιο ισχύος μεταβάλλεται σε βάρος μας χωρίς να φαίνονται αναστροφή αυτής της τάσεως. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αυξανόμενη τουρκική ισχύς και ο αντίστοιχος τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός δεν μπορεί να οδηγήσουν σε μελλοντικές αντισυσπειρώσεις που τελικά θα αυξήσουν την δική μας ισχύ.
Όπως μόλις προαναφέραμε το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας κινείται σε βάρος μας την τελευταία δεκαετία αφενός λόγω της έμφυτης δυναμικότητας της δεύτερης (δημογραφική μεγέθυνση, στρατηγική θέση, σειρά μεθοδικών τακτικών κινήσεων) και αφετέρου ένεκα σημαντικών συσσωρευόμενων εσφαλμένων δικών μας επιλογών και αδράνειας.
Η άκρως συνοπτική αξιολόγηση των τεσσάρων παραγόντων μάλλον αποδεικνύει μια μη επιθυμητή για εμάς κατάσταση με πιθανές τάσεις χειροτέρευσης. Κατά συνέπεια η υιοθέτηση μιας συμβιβαστικής πολιτικής εμφανίζεται ως ρεαλιστική επιλογή με την προϋπόθεση της ύπαρξης διάθεσης συμβιβασμού και εκ μέρους της άλλης πλευράς και περιορισμού (αυτοβούλως είτε με διεθνή πίεση) των μαξιμαλιστικών τάσεων της. Η προσέγγιση αυτή, εκ θέσεως αδυναμίας και επιλογής της μη ανάληψης του κόστους σύγκρουσης, αποτελεί επί της ουσίας πρόκριση του κατευνασμού. Οι -εξ ανάγκης- οπαδοί αυτής της λύσης προτάσσουν το άσκοπο της καταφυγής σε μια στρατιωτική σύγκρουση η οποία θα οδηγήσει, πιθανόν υπό χειρότερες συνθήκες, στην συνομολόγηση ενός νέου δυσμενούς για εμάς καθεστώτος ισορροπίας στην περιοχή. Υπό το πρίσμα μιας παρόμοιας τραγικής λύσης είναι προτιμητέα η προσπάθεια δρομολόγησης λύσεων σε ορισμένα προβλήματα είτε με διμερείς επαφές, είτε με καταφυγή σε διαιτησία, είτε ακόμη και με την πλέον προτιμητέα για εμάς μέθοδο της κοινής προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Μια παρόμοια προσέγγιση, μέσω προσφυγής σε διεθνές δικαστήριο, έχει αποδεχτεί εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα και αφορά αποκλειστικά και μόνο τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδος των δύο χωρών που σήμερα συμπεριλαμβάνει πλέον και τον καθορισμό της ΑΟΖ. Απαγορευτική για τη διαδικασία αυτή παραμένει η αδυναμία κατάρτισης του αναγκαίου συνυποσχετικού λόγω αγεφύρωτων απόψεων.
Για να μιλήσουμε όμως ειλικρινά, ακόμη και στην περίπτωση κοινής προσφυγής Ελλάδος-Τουρκίας σε Διεθνές Δικαστήριο, με ευνοϊκό για εμάς συνυποσχετικό, ας μην αναμένουμε μια απόφαση που θα ικανοποιεί πλήρως το σύνολο των προσδοκιών μας. Επιπλέον στα όμματα της διεθνούς κοινής γνώμης, η Τουρκία εμφανίζεται ως «ορθολογιστικά» κινούμενη θέλοντας να εντάξει στο τυχόν συνυποσχετικό θέματα που αφορούν κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης, υπό το πρόσχημα του αναγκαίου καθορισμού της «γραμμής εκκίνησης» της δικαστικής επίλυσης. Αληθοφανής ο τουρκικός ισχυρισμός αλλά απορριπτέος από οποιοδήποτε κράτος με σεβασμό στην ιστορία και ύπαρξη του. Αντίθετα, ανεπίτρεπτη είναι μια κοινή προσφυγή χωρίς προηγουμένως να έχει υπάρξει εκ μέρους μας επέκταση των χωρικών υδάτων. Η τελευταία θα αποτελέσει «αιτία πολέμου» σύμφωνα με δηλώσεις της Άγκυρας, πράξη στην οποία η Τουρκία θα προσφύγει (σύμφωνα με δήλωση της) κατά παραβίαση των αρχών του διεθνούς δικαίου. Όμως και η μη ύπαρξη συμφωνίας, ειδικά για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε σύγκρουση των δύο κρατών, σύγκρουση που ενδεχομένως να προέλθει από αναγκαστική αντίδραση της χώρας μας σε τουρκική παραβίαση-πρόκληση. Σε συνεχεία αυτών των δύο πιθανών περιπτώσεων, η στρατιωτική αναμέτρηση (αγνώστου έντασης) φαίνεται αναπόφευκτη.
Καίτοι λοιπόν η προσφυγή σε διεθνή όργανα φαίνεται αδύνατη και οι διμερείς διαπραγματεύσεις απαράδεκτες και άνευ νοήματος καθώς φαίνονται αγεφύρωτες οι θέσεις των δύο πλευρών, η Ελλάδα εμφανίζεται εθελοτυφλούσα και μη αντιλαμβανόμενη το αναπόφευκτο της σύγκρουσης ευελπιστώντας στην εμφάνιση του «από μηχανής θεού». Εμφανίζονται μάλιστα δύο παράδοξα. Το πρώτο έχει να κάνει με την εκδηλωμένη θέση μας για επίλυση του θέματος της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μέσω της δικαστικής διαδικασίας ενώ ταυτόχρονα δεν θέλουμε να αποδεχτούμε την πιθανότητα (βεβαιότητα) μιας μη πλήρως ικανοποιητικής -για εμάς- απόφασης. Το δεύτερο παράδοξο, ακόμη περισσότερο επικίνδυνο, σχετίζεται με τη διαφαινόμενη αδυναμία εξεύρεσης κοινά αποδεκτής -άρα και ειρηνικής- λύσεως που δεν ενεργοποιεί όμως στον απαιτούμενο βαθμό τα αντανακλαστικά επιβίωσης του Ελληνισμού.
Δυστυχώς η κάθε είδους πρωτοβουλία κλιμάκωσης βρίσκεται πλέον στα χέρια της Άγκυρας και η οποία κατά βούληση επιλέγει χρόνο, τόπο και τρόπο εκδήλωσης της με όλα τα σχετικά πλεονεκτήματα. Επωφελείς οι κάθε είδους συνεργασίες με κράτη της περιοχής με περιορισμένα επί του παρόντος όρια που δύσκολα θα μετεξελιχτούν σε υλοποιήσιμες αμυντικές συμμαχίες. Πυροσβεστική, διστακτική και ενίοτε «ίσων αποστάσεων» και η αμερικανική εξωτερική πολιτική με έναν απρόβλεπτο Πρόεδρο που αγωνιά για την επανεκλογή του. Υποτονική και κατώτερη των περιστάσεων και η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παντελώς αβέβαιη και η εξέλιξη του παράγοντα χρόνου. Κατά συνέπεια η μοναδική σταθερή σε κάθε ελληνική επιλογή είναι η αύξηση της αμυντικής μας ισχύος. Τα τελευταία δύο χρόνια υπήρξε ένα σημαντικό αρχικό βήμα με την απόφαση αναβάθμισης σημαντικού αριθμού Α/Φ F-16 παρά ταύτα η δεκαπενταετής αδράνεια και παραμέληση της αμυντικής ισχύος έχει δημιουργήσει σημαντικότατα κενά που δεν δύνανται να καλυφθούν -όπως θα επιθυμούσαμε- στο πιεστικό πλέον χρονικό διάστημα και υπό τις παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες. Η κατάσταση αυτή με κανένα τρόπο δεν προδιαγράφει νομοτελειακά την έκβαση μιας σημερινής ή μελλοντικής σύγκρουσης καθόσον «τα του πολέμου άδηλα εστί».
Το υφιστάμενο ισοζύγιο της αμυντικής ισχύος (αλλά και της γενικότερης ισχύος) και η τάση εξέλιξης του δίνει ένα ακόμη επιχείρημα στους υποστηρικτές της αναζήτησης ενός συμβιβασμού με την Τουρκία προτάσσοντας ακόμη και το επιχείρημα της προτιμητέας συνεργατικής αξιοποίησης ενδεχόμενων φυσικών πόρων έναντι της πολύχρονης αποχής από οποιαδήποτε προσπάθεια. Το τελευταίο επιχείρημα αντικρούεται με την επίκληση του κυπριακού παραδείγματος που παρά τις τουρκικές αντιδράσεις έχει δρομολογήσει μια βήμα προς βήμα διαδικασία εκμετάλλευσης (αγνώστου ακόμη κατάληξης) των υποθαλασσίου πλούτου της. Σε ανάλογα βήματα, φαίνεται ότι διστακτικά έχει αποφασίσει να προχωρήσει και η χώρα μας σε περιοχές νοτίως και δυτικά της Κρήτης.
Συμπερασματικά μπορούμε -με τον κίνδυνο- του χαρακτηρισμού μας ως «ενδοτικών» ή «πολεμοκάπηλων» να προχωρήσουμε στην επισήμανση της ορθότητας μέρους των θέσεων αμφοτέρων των βασικών (φαινομενικά αντιδιαμετρικών) προσεγγίσεων αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι, αργά ή γρήγορα, θα καταστεί αναπόφευκτη μια ευρύτερη «συνδιαλλαγή» με την Τουρκία στην οποία αμφότερες οι χώρες θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις από τις θεωρούμενες (για τους τρίτους) σήμερα ως «μαξιμαλιστικές» θέσεις τους. Η διαδικασία αυτή μπορεί να προέλθει κατόπιν μια κρίσεως ή σε συνέχεια μιας επίπονης σταδιακής και εύθραυστης προσπάθειας. Φυσικά βασική μας επιδίωξη παραμένει ο περιορισμός της ατζέντας των «διαφορών». Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι η είσοδος στη διαδικασία αυτή με πλεονεκτήματα και προτάσσοντας το μέγιστο των διεκδικήσεων της σε όλα τα θέματα και φυσικά η ολοκλήρωση της με τρόπο που να καλύπτει ικανοποιητικά σημαντικό μέρος των θέσεων μας. Μάλιστα το τελικό καθεστώς που θα προκύψει θα πρέπει να μην αφήνει περιθώρια μελλοντικής αμφισβήτησης του (όσο αυτό είναι δυνατόν) από την αντίπαλη χώρα. Φυσικά υπάρχουν και ορισμένα αισιόδοξα μελλοντικά σενάρια (ίσως χαμηλής σήμερα πιθανότητας) που υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δική μας ετοιμότητα αξιοποίησης δυνατόν να μεγιστοποιήσουν τα προσδοκώμενα οφέλη μας.
Αυτό όμως που πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό είναι ότι ανεξαρτήτως της στρατηγικής προσέγγισης που θα επιλεχθεί, η ενίσχυση της αμυντικής μας ισχύος είναι το βασικό εχέγγυο για την επίτευξη μιας αποδεκτής ισορροπημένης συμβιβαστικής λύσεως ή ακόμη και για τη διατήρηση της παρούσης ψυχροπολεμικής ισορροπίας. Ας ενισχύσουμε επιτέλους άμεσα και αποφασιστικά την αμυντική ισχύ μας καθώς άνευ αυτής οποιαδήποτε επιλογή (κινούμενη στον άξονα μεταξύ διαπραγματεύσεων και στρατιωτικής σύγκρουσης) θα οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα. Το πραγματικό δίλημμα δεν είναι μεταξύ πολέμου και ειρήνης, αλλά μεταξύ ενίσχυσης της αμυντικής μας ισχύος (με όλα τα συνεπαγόμενα κόστη) και μιας εθνικής υποχώρησης με μια επώδυνη συμφωνία ή/και στρατιωτική ήττα.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ- Αντιστράτηγος (εα)
- Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
- Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
- Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)
- Διαλέκτης και συνεργάτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)
- Τηλ: 0030-210-6543131, 0030-6983457318
- E-mail: rafaelmarippo@yahoo.gr