ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ Γεώργιος Α. Ζομπανάκης
ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ
Γεώργιος Α. Ζομπανάκης
Τράπεζα της Ελλάδος
Διεύθυνσις Οικονομικών Μελετών
Τηλ: 210-3235-809
Fax: 210-3233-025
e-mail: gzombanakis@bankofgreece.gr
Διάλεξις Ε.ΛΕ.Σ.ΜΕ. 5 Φεβρουαρίου 2004
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αφορμή για την έναρξη της ερεύνης απετέλεσε η διαρκής αμφισβήτησις από πλευράς διεθνούς βιβλιογραφίας αυτονοήτων θεμάτων όπως:
1. Ανταγωνισμός των εξοπλιστικών προγραμμάτων μεταξύ Ελλάδος & Τουρκίας.
2. Απαιτήσεις επεκτάσεως του ζωτικού χώρου από πλευράς της Τουρκίας.
3. Πολιτική μονοπλεύρου αφοπλισμού από πλευράς Ελλάδος.
4. Ο Μουσουλμανικός χαρακτήρας της Τουρκικής κυβερνήσεως.
5. Τριβές εις τάς σχέσεις Ελλάδος & Τουρκίας.
6. Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.
Οι αμφισβητήσεις αυτές είναι αποτέλεσμα των αρίστων Τουρκικών δημοσίων σχέσεων.
Οι απαντήσεις εις τας ανωτέρω αιτιάσεις έχουν ήδη δοθή με την χρήση μαθηματικού λογισμού, οπότε δεν επιδέχονται αμφισβητήσεως. Η διάλεξις αυτή θα επικεντρωθή σε δύο από τα θέματα αυτά: Την αξιοποίηση της πτυχής του ανθρωπίνου δυναμικού μέσω του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου ως συμμαχίας μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου και την προοπτικήν επιλύσεως του Κυπριακού, δεδομένου ότι αυτό αποτελεί την εφαρμογήν των απαιτήσεων της Τουρκίας περί επεκτάσεως του ζωτικού της χώρου.
ΙΙ. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
1. Το Δημογραφικόν Πρόβλημα.
Το ιδιάζον αναπτυξιακόν πρότυπον της Ελλάδος και η ραγδαία, αλλά συγχρόνως φαινομενική μόνον, άνοδος του βιοτικού επιπέδου λόγω αθρόας εισροής και καταχρήσεως των κοινοτικών πόρων απέχει από το σύνηθες πρότυπον αναπτύξεως κατά Rostow. Η πλασματική αυτή ανάπτυξις έχει προαγάγει τον υλισμόν και τον καταναλωτισμόν σε βαθμόν ο οποίος δεν συμβιβάζεται προς τα δεδομένα της Ελληνικής οικονομίας, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, υψηλή ανεργία και υψηλό κόστος παιδείας και υγείας.
Από δημογραφικής και κοινωνιολογικής πλευράς, η υιοθετηθείσα νέα νοοτροπία ωδήγησε σε αναθεώρησιν των παραδοσιακών αξιών ( γάμος, οικογένεια, θρησκεία, πατρίδα ) και την δομική αλλαγή του μέσου οικογενειακού προτύπου ( πρώτος γάμος σε μεγαλύτερη ηλικία, περισσότερα διαζύγια, και περισσότερες οικογένειες με ένα παιδί ).
Αποτέλεσμα όλων αυτών:
α. Ο λόγος γεννήσεων ανά οικογένεια είναι μόνον 1,2 έναντι άνω του 2 για την υπόλοιπη Ευρώπη και άνω του 4 για την Τουρκία. Έτσι, η «ολική αύξησις» του πληθυσμού της χώρας ( περιλαμβανομένων και των μεταναστών ) ήταν 29.000 άτομα, ανεβάζοντας το σύνολον σε 11.047.000. Ο πληθυσμός της χώρας, όμως, γηράσκει σταθερά εφ όσον το 13% του πληθυσμού της χώρας είναι άνω των 65 ετών, ποσοστόν το οποίον θα φθάση το 2025 το 20%.
β. Οι αμβλώσεις υπολογίζονται σε περίπου 250,000 έναντι 100,000 γεννήσεων ετησίως. Ο ρυθμός ανόδου των γεννήσεων έχει μειωθή κατά περίπου 30% σε σύγκριση με την δεκαετία του 80, ενώ το 20% των γεννήσεων αφορούν τέκνα μεταναστών. Πράγματι, σχεδόν ολόκληρη η αύξηση του πληθυσμού της χώρας κατά το πρόσφατο παρελθόν αποδίδεται σε μετανάστες, πολλοί από τους οποίους είναι μουσουλμάνοι.
γ. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν την προτίμηση των μεταναστών για την Ελλάδα. Περίπου 400.000 μετανάστες αποκτούν ετησίως άδειες παραμονής και εργασίας. Η πλειονότης αυτών είναι Αλβανοί (65%). Υπάρχουν όμως και πολλοί παράνομοι μετανάστες, οι περισσότεροι πρόσφυγες από την Τουρκία. (OECD, 2003 Trends in International Migration).
δ. Πάντως, το πρόβλημα δεν είναι μόνον κοινωνικό και δημογραφικό, αλλά σε μεγάλο βαθμό και οικονομικό. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 90 οι συνταξιούχοι αυξήθηκαν κατά περίπου 25% κατεβάζοντας τον λόγον εργαζομένων προς συνταξιούχους στο 1,75. Επιπροσθέτως, η παρούσα αξία των συσσωρευμένων δικαιωμάτων (οφειλών) στα ασφαλιστικά ταμεία φθάνει περίπου στο 160% του ΑΕΠ (Bank of Greece, Report of the Governor to the Parliament , 2002 p.p. 119-123. See also, Greek Strategy on Pensions, Athens, September 2002).
ε. Μόνον η Εκκλησία έχει λύσει το πρόβλημα εις την Βόρειο Ελλάδα όπου κυριαρχεί το Μουσουλμανικό στοιχείο. Η Εκκλησία από το 1999 επιδοτεί τις οικογένειες οι οποίες έχουν περισσότερα των δύο παιδιών. Ετσι, το 1999 οι οικογένειες με τρία παιδιά ήσαν μόλις 105, το 2000 ήσαν 404, το 2001 670 και το 2002 πάνω από 800.
Η αντίστοιχη εικόνα εις την Τουρκία είναι πολύ πιό ευνοϊκή, εφ όσον προβλέπεται ότι ο πληθυσμός της θα φθάση τα 91,8 εκατομμύρια το 2025, από τα οποία όμως μόνον το 80% είναι Τούρκοι και οι περισσότεροι από τους υπολοίπους είναι Κούρδοι οι οποίοι έχουν και πολύ υψηλότερους ρυθμούς πληθυσμιακής αυξήσεως. Έτσι το 2050 υπολογίζεται ότι το 44,4% του πληθυσμού της Τουρκίας θα είναι Κούρδοι.
2. Προεκτάσεις του Δημογραφικού Προβλήματος.
Οι μελέτες για την νέαν, ευέλικτη δομή των ΕΔ έχουν γίνει με την προϋπόθεσιν δεκαοκταμήνου θητείας, μείωσιν της οποίας οι διάφοροι πολιτικοί υπόσχονται είτε λόγω αγνοίας του θέματος, είτε για δημαγωγικούς λόγους, εκδοχές αμφότερες κατακριτέες. Όπως αναφέρει ο κ. Ε. Πέτρου εις πρόσφατον άρθρον του εις την «Εστίαν», η στρατιωτική θητεία μειώνεται σταθερά από τις αρχές της δεκαετίας του 80 παρά την υφισταμένην υπογεννητικότητα. Όμως η αναδιοργάνωσις των ΕΔ άρχισε την τελευταία μόλις πενταετίαν. Αυτό σημαίνει ότι επί 20 περίπου έτη η θητεία εμειώνετο χωρίς να συνοδεύεται από αντίστοιχον μείωσιν των οργανικών θέσεων στρατευσίμου προσωπικού. Αυτό έχει ως συνέπεια οι μονάδες μας, κυρίως εις τα Ελληνικά νησιά να υποφέρουν από ελλιπή επάνδρωσιν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκπαίδευσιν και το ετοιμοπόλεμόν των.
Όπως προκύπτει, λοιπόν, ο δημογραφικός παράγων είναι τουλάχιστον εξ ίσου σημαντικός δια την εφαρμογήν της αναδιαρθρώσεως των ΕΔ με αυτόν των εξοπλισμών ώστε να τηρηθή η ισορροπίαν δυνάμεων εις την περιοχήν μας. Συνεπάγεται, λοιπόν, ότι η Ελλάς υστερούσα εις το δημογραφικόν, πρέπει να επιδιώξη έμφασιν εις την τεχνολογίαν και τα σύγχρονα οπλικά συστήματα δια την εφαρμογήν της νέας ευέλικτης δομής των ΕΔ. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια μειώσεως των εξοπλιστικών προγραμμάτων και συνεπώς και των αμυντικών δαπανών, εφ όσον μάλιστα οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να περιλάβουν και τα προγράμματα τα οποία απαιτούνται δια τις ανάγκες του ΝΑΤΟ και του Ευρωστρατού.
Δεδομένου, λοιπόν του δημογραφικού προβλήματος, της εμφάσεως την οποίαν δίδει η Ελλάς εις την ευελιξίαν, ισχύν πυρός και εκσυγχρονισμόν των οπλικών συστημάτων της, αλλά και του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, ίσως ο περιορισμός ο οποίος επιβάλλεται από το δημογραφικό πρόβλημα να είναι δυνατόν, τουλάχιστον εν μέρει, να παρακαμφθή.
3. Πρότασις
Αυτό το οποίον σήμερον αποκαλούμε Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου δεν είναι τίποτε περισσότερον από την λεκτική περιγραφή όσων εγίνοντο εις το παρελθόν, πολύ πρό της καθιερώσεως του όρου, περιλαμβανομένων και των κοινών ασκήσεων. Το ερώτημα είναι, επομένως, πως είναι δυνατόν να γίνουν βήματα προς την στενώτερη συνεργασία μεταξύ των δύο μερών.
Ένα τέτοιο βήμα θα ηδύνατο να γίνη στον τον τομέα του ανθρωπίνου δυναμικού. Συγκεκριμένα, εφ όσον από δημογραφικής απόψεως οι επιδόσεις της Κύπρου είναι καλύτερες από αυτές της Ελλάδος, και δεδομένης της συμμαχίας τους, η πρώτη να συνδράμη εις την συμπλήρωσιν των κενών τα οποία υφίστανται εις τις οργανικές θέσεις των αναγκών της συμμαχίας από πλευράς προσωπικού και η Ελλάς να επωμισθή το θέμα της προμηθείας των οπλικών συστημάτων κατά τα πρότυπα του νόμου του Διεθνούς Εμπορίου περί Συγκριτικού Πλεονεκτήματος. Το ζήτημα όμως αυτό είναι πολύ σοβαρό και χρήζει ενδελεχούς μελέτης διότι, όπως είναι ευνόητον, οι μεν ρυθμοί ανόδου του Κυπριακού πληθυσμού είναι ταχύτεροι αυτών του Ελληνικού, δεν είναι όμως δυνατόν σε όρους απολύτων μεγεθών το δυναμικόν της Κύπρου να ικανοποιήση όλες τις ανάγκες του προσωπικού της συμμαχίας. Η πρότασις αυτή, λοιπόν, προϋποθέτει την ικανοποίησιν μεγάλου μέρους των αναγκών προσωπικού επί επαγγελματικής βάσεως, παραλλήλως προς την υποχρεωτικήν στρατιωτικήν θητείαν από αμφοτέρους τους συμμάχους.
Όπως είναι ευκόλως κατανοητόν, ακόμη και εις την περίπτωσιν αυτήν, όμως, οι αμυντικές δαπάνες κάθε άλλο παρά θα πρέπη να μειωθούν εις πείσμα εκείνων οι οποίοι θρηνολογούν περί της απωλείας του λεγομένου «μερίσματος της ειρήνης». Έχει υπολογισθή ότι το άριστον ποσοστόν των αμυντικών δαπανών δια την Ελλάδαν και την Κύπρον είναι της τάξεως του 3,5%. Το ποσοστόν αυτό ισχύει, όμως, εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν οι περιορισμοί είναι μόνον οικονομικοί, χωρίς τον συνυπολογισμόν των στρατηγικών και γεωπολιτικών δεσμεύσεων (π.χ. Υποχρεώσεις ΝΑΤΟ και Ευρωστρατού, Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου). Εάν συνυπολογισθούν και αυτές οι δεσμεύσεις, τότε, ευλόγως, το ποσοστόν αυτό θα είναι σημαντικώς υψηλότερον.
Εις κάθε περίπτωσιν, πάντως, πρέπει να γίνη κατανοητόν από όλους, ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εξαγγελιών δημαγωγικού χαρακτήρος εις τα θέματα τα οποία αφορούν εις την εθνικήν άμυνα και ότι το όφελος το οποίον προσπορίζεται η οικονομία από την ασφάλεια η οποία παρέχεται από την ισχυρή αμυντική υποδομή ως εγγύησις δια την καλλιέργεια μακροπροθέσμου επενδυτικού κλίματος είναι πολυτιμώτερον από το μέρισμα της ειρήνης το οποίον θυσιάζεται δια την αγοράν των απαιτουμένων οπλικών συστημάτων. Το όφελος αυτό πολλαπλασιάζεται περαιτέρω βάσει της λογικής του si vis pacem para bellum ( εάν επιθυμής την ειρήνην να παρασκευάζεσαι δια πόλεμον ), λογική η ορθότης της οποίας αποδεικνύεται και μαθηματικώς και φανατικός οπαδός της οποίας εμφανίζεται η Τουρκία, αν κρίνη κανείς από το εξοπλιστικό της πρόγραμμα. ύψους $150 δις . το οποίον έχει ορίζοντα το 2025 και όπου το Ναυτικό απορροφά $25 δις, τα $2 δις εκ των οποίων προορίζονται δια την προμήθειαν αεροπλανοφόρου ή και ελικοπτεροφόρου, σε εποχή όπου υπάρχει η τάσις να μειούνται οι αμυντικές δαπάνες διεθνώς. Παρά την κακή οικονομική κατάσταση της Τουρκίας και τα προβλήματα από την πολιτική κρίση η οποία εξεκίνησε από την διαφωνία κυβερνήσεως και προέδρου, την ακολουθήσασα οικονομική κρίση, τους σεισμούς του 1999 και την φαινομενική διάσταση απόψεων μεταξύ ισλαμιστικής κυβερνήσεως και στρατιωτικής ηγεσίας, τα προγράμματα αυτά συνεχίζονται κανονικώς με μόνον κατά περίπτωσιν αναβολές και όχι ματαιώσεις των διαφόρων προγραμμάτων. Αυτό βεβαίως έχει επιπτώσεις επί της οικονομίας: Ο πληθωρισμός είναι της τάξεως του 50% και οι ρυθμοί διολισθήσεως της Τουρκικής λίρας κυμαίνονται μεταξύ 50% και 100%. Τα πολύ υψηλά επιτόκια και η ταχεία διολίσθησις του εγχωρίου νομίσματος επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος ( OECD Economic Outlook ), μέρος του οποίου αποτελούν και οι περίπου 20 δανεισμοί από το IMF από το 1960. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι η αποπληρωμή του χρέους μόνον για το παρελθόν έτος ανήλθε σε $93 δις.
Η άποψις της Ελλάδος εμφανίζεται εντελώς διαφορετική επί του θέματος. Το τελευταίον εξοπλιστικόν πρόγραμμα έχει υποστή επανειλημμένες περικοπές φθάνοντας περίπου στο ήμισυ του αρχικού του ύψους βάσει δικαιολογιών οι οποίες δεν πείθουν ούτε τον αφελέστερον των ψηφοφόρων. Στις 29/3/01 περιεκόπη το ένα από τα 4 τρις δραχμών προς εξοικονόμησιν πόρων οι οποίοι θα διετίθεντο για τους Ολυμπιακούς ΑγώνεςΤο χειρότερον ήτο ότι ανεβλήθη η συμμετοχή της χώρας εις το πρόγραμμα Typhoon στερώντας της την δυνατότητα να συμμετάσχη ενεργώς εις την Ευρωπαϊκήν πολεμικήν βιομηχανίαν. Ακολούθησαν επίσης και άλλες περικοπές ώστε το ύψος του προγράμματος να ανέλθη περίπου εις το ήμισυ του αρχικού. Παρά ταύτα, ο υπουργός αμύνης τον Μάρτιο του 2003 εδήλωσεν ότι προτεραιότης της κυβερνήσεως είναι η συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Αμυντική βιομηχανία!
Συμφώνως προς τα στοιχεία τα οποία παραθέτουν εις το βιβλίον τους οι κ.κ. Κυριαζής και Σωμάκος ( «Ελλάς Τουρκία: Άμυνα και Οικονομία» ) φαίνεται ότι το θέμα είναι αποκλειστικώς πολιτικών προτεραιοτήτων παρά οικονομικόν: Δια το έτος 1996 η κυβέρνησις εδαπάνησεν 1.350 δις δραχμές δια επιδοτήσεις των ΔΕΚΟ, ποσόν το οποίον είναι ανώτερον της ετησίας αμυντικής δαπάνης της χώρας κατά περίπου 70% και επαρκεί δια την αγοράν 193 F-16 ή 96 F 15. Γενικώς οι επιλογή της κυβερνήσεως περί μονομερούς μειώσεως των εξοπλιστικών προγραμμάτων από Ελληνικής πλευράς καταδεικνύεται από τα στοιχεία του SIPRI μεταξύ 1999 and 2001, διάστημα κατά το οποίον η Ελλάς ακολουθεί συστηματική μείωση των δαπανών για εξοπλιστικά προγράμματα αντιθέτως προς την Τουρκίαν οι δαπάνες της οποίας αυξάνονται και με σημαντικούς μάλιστα ρυθμούς. Έτσι ο λόγος της ετησίας δαπάνης δια την προμήθειαν οπλικών συστημάτων της Ελλάδος προς αυτήν της Τουρκίας βαίνει σταθερά μειούμενος από 66% το 1998, σε 21% το 2002. Η Τουρκική δε απάντησις εις την πολιτικήν αυτήν της Ελλάδος εκδηλώνεται με πολλαπλασιασμό των παραβιάσεων του Ελληνικού FIR. Καί όλα αυτά δεν βοηθούν ούτε κάν από ψηφοθηρικής απόψεως δεδομένου ότι εις τις διάφορες δημοσκοπήσεις επί πανελληνίου επιπέδου άνω του 70% των ερωτωμένων απαντά ότι θεωρούν επιβεβλημένη την αύξηση των αμυντικών δαπανών.
4. Το Κυπριακόν Ζήτημα
Η στενή συνεργασία Ελλάδος Κύπρου εις όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου και του αμυντικού, έχει κατά πολύ συμβάλει εις την ενσωμάτωσιν της Κύπρου εις την κοινοτικήν πραγματικότητα. Η κυπριακή οικονομία είναι από τις πλέον εύρωστες, άν όχι η πλέον εύρωστη, από τις δέκα νεοεισελθείσες εις την ΕΕ χώρες. Το ΑΕΠ της Κύπρου ανήλθε σε $9,1 δις για την περίοδον 19982001. Η νήσος αναπτύσσει την οικονομίαν της με ρυθμό 4% – 5% ετησίως, έχει κατά κεφαλήν εισόδημα $15.000, πληθωρισμό σχεδόν μηδενικόν, ανεργία όχι μόνον σχεδόν μηδενική, αλλά αντιθέτως πάσχει από έλλειψιν εργατικού δυναμικού. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού είναι περίπου 2,7%, κάτω από το όριο το οποίο τίθεται από το Μάαστριχτ, ενώ το 20% του ΑΕΠ παράγεται από τουρισμό, ναυτιλία και τραπεζικές εργασίες. Περισσότερον από το 55% των εισαγωγών της προέρχονται από την ΕΕ, ενώ εις τον τομέα εξαγωγής υπηρεσιών, η συμβολή της εις τον Κοινοτικό στόλο θα είναι σημαντική διότι η Κύπρος είναι η έκτη δύναμις από πλευράς εμπορικού ναυτικού παγκοσμίως. Η προοπτική της εντάξεως είναι άκρως ελκυστική και δια τους Τουρκοκυπρίους των οποίων το ΑΕΠ είναι μόλις το 10% αυτού της υπολοίπου Κύπρου. Εάν δεν πραγματοποιηθή η ένταξις του Βορείου τμήματος της νήσου, οι Τουρκοκύπριοι θα χάσουν 273 εκατ. τα οποία η ΕΕ προορίζει ως πρώτη δόσιν οικονομικής αρωγής δια αναπτυξιακούς σκοπούς.
Ενώ η ένταξις της Κύπρου εις την ΕΕ απεφασίσθη να γίνη χωρίς τον όρον της λύσεως του Κυπριακού, διεξάγεται αυτήν την εποχήν αγώνας δρόμου ώστε να γίνη η ένταξις τον Μάϊο του τρέχοντος έτους κατά τα λεγόμενα βάσει του σχεδίου Annan. Πρέπει όμως να εξετασθούν τα κέρδη και ζημίες από την εφαρμογήν του Σχεδίου Annan. Η μελέτη της Ομάδος Βασιλείου ( Οικονομικός Ταχυδρόμος 6/11/03 ) λέει ότι:
1. Σε περίπτωσιν κατά την οποίαν δεν προβλέπεται επανεγκατάστασις των προσφύγων, ο Ομοσπονδιακός Προϋπολογισμός ( Π/Υ της Ομπσπονδιακής Δημοκρατίας της Κύπρου, ήτοι ο ομοσπονδιακός, ο Ελληνοκυπριακός και ο Τουρκοκυπριακός ) θα έχη συνολικόν έλλειμμα για το 2004 CYP 224 εκατ. και για το 2005, CYP 205 εκατ. Τα νούμερα αυτά ικανοποιούν το κριτίριον του 3% βάσει της συνθήκης του Μάαστριχτ για την Ευρωζώνη.
2. Άν γίνη επανεγκατάστασις των προσφύγων, τότε το έλλειμμα θα είναι 6,1% το 2005 και θα παραμείνη άνω του 4% του ΑΕΠ μέχρι και το 2007, δεδομένου ότι η επανεγκατάστασις των προσφύγων και η μετεγκατάστασις των Τουρκοκυπρίων θα στοιχίσουν αρκετά δισεκατομμύρια τουρκοκυπριακές λίρες.
Εντός της επομένης δεκαετίας θα δαπανηθούν σε μία επανενωμένη Κύπρο πάνω από CYP 2,3 δισεκ. δια την ανέγερσιν κατοικιών, ξενοδοχείων κλπ. Εις την περίπτωσιν αυτήν η οικονομική βοήθεια διεθνών οργανισμών είναι απαραίτητη. Προτείνεται η έκδοσις ομολόγων επανεγκαταστάσεως 10 15 ετών διαρκείας τα οποία όμως θα επιφέρουν αύξηση του συνολικού δημασίου χρέους κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Σημειωτέον ότι εάν δεν υπήρχε η συμμετοχή της Κύπρου εις την ΕΕ το σχέδιον Annan θα ήτο καταδικασμένον εις αποτυχίαν. Ο ακρογωνιαίος λίθος της ΕΕ είναι η επιτυχής και ανεμπόδιστη λειτουργία των τεσσάρων ελευθεριών κινήσεως ( αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού ). Αυτή η Ευρωπαϊκή πραγματικότητα είναι σημαντικόν να διακυρηχθή και να εφαρμοσθή σε ολόκληρη την Κύπρο. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν η Κύπρος θα αποτελεί διζωνική ομοσπονδία και ως την ένταξη της Τουρκίας εις την ΕΕ θα υπάρχη συμφωνημένος περιορισμός στον αριθμό Ελληνοκυπρίων, που μπορούν να εγκατασταθούν στο Βόρειον τμήμα της νήσου, αυτό θα εμποδίση την εφαρμογή των βασικών αυτών ελευθεριών. Επ ουδενί λόγω, όμως, δεν θα πρέπει να υφίστανται περιορισμοί για τον Τουρκοκύπριο ή Ελληνοκύπριο επιχειρηματία στην ανάληψη επιχειρηματικής δραστηριότητος σε ολόκληρη την επικράτεια της Κύπρου, ώστε να διασφαλισθή η ισομερής ανάπτυξις της νήσου.
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Εάν υπήρχε λύσις του Κυπριακού, αυτή θα είχε εφαρμοσθή κάποια στιγμή κατά τα τελευταία 30 έτη. Όπως έχει η κατάστασις δεν υπάρχουν περιθώρια αισιοδοξίας εις ότι αφορά την επίτευξιν λύσεως του Κυπριακού πρό του Μαϊου 2004, η οποία να ικανοποιή την Ελληνικήν πλευράν εις τα πλαίσια του σχεδίου Annan. Είναι γεγονός ότι καμμία εκ των δύο πλευρών δεν επιθυμεί την λύσιν βάσει του σχεδίου Annan. Όπως ήδη ελέχθη, το κόστος της ενσωματώσεως του Βορείου τμήματος εις την υπόλοιπη Κυπριακή οικονομία θα είναι υψηλόν, πιθανόν να στοιχίση εις την Κύπρον την ένταξιν εις την Ευροζώνην. Το οξύτερον όμως πρόβλημα είναι ο κίνδυνος να αλλοιωθή ο Κυπριακός πληθυσμός με την μεταφοράν Τούρκων εποίκων εάν ισχύση το σχέδιον Annan.
Κατά τα φαινόμενα λοιπόν θα πρέπη να επιδιωχθή η μη επίτευξις λύσεως βάσει του σχεδίου Annan μέχρι τον Μάϊο του 2004 ώστε να ενταχθή η Κύπρος εις την ΕΕ ως ένα κυρίαρχον κράτος. Τότε η Τουρκία θα υποχρεωθή, εφ όσον επιμένει εις τις ευρωπαϊκές της φιλοδοξίες, να αποσύρη τα στρατεύματα κατοχής τα οποία διατηρεί εις το Βόρειον τμήμα της νήσου, υπό την απειλήν της υποβολής βέτο από πλευράς Κύπρου εις τον καθορισμόν ημερομηνίας ενάρξεως των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων. Είναι όμως προφανές ότι αυτά όλα τα γνωρίζει τόσον η Τουρκία, όσον και αι ΗΠΑ οι οποίες έχουν πολλούς λόγους για τους οποίους επιθυμούν να «επιβληθή» λύσις του Κυπριακού προ του Μαϊου 2004, ώστε η Τουρκία να καταστή μέλος της ΕΕ με το χαμηλότερον δυνατόν κόστος από πλευράς παραχωρήσεων.
Τελειώνοντας θεωρείται αναγκαίον να τεθή υπ όψιν των αρμοδίων το υπονοούμενον των επαίνων του ΟΗΕ δια την αυτοσυγκράτησιν και την υποχωρητικότητά της Ελληνικής πλευράς εις το Κυπριακόν ζήτημα. Είναι πιθανόν αυτό να σημαίνει ότι απλώς καταδεικνύει ποιά πλευρά θα είναι αυτή η οποία έχει περισσότερα περιθώρια υποχωρήσεως δεδομένης της αδιαλλαξίας της Τουρκίας. Αυτό ήδη επιβεβαιώνεται από την τελευταία παραίνεσιν Bush ο οποίος συνιστά εις την Ελληνοκυπριακήν πλευράν να επιδείξη καλήν θέλησιν προς την κατεύθυνσιν της επιλύσεως του εθνικού μας ζητήματος.