Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

 

Όλα τα Ενδεχόμενα Είναι Πιθανά. Μόνο με την Ισχύ και την Ετοιμότητα Μπορεί να Προληφθούν Λίαν Δυσάρεστες Εξελίξεις και Καταστάσεις για τα Ελληνικά Εθνικά Συμφέροντα.

 

 


Toυ Yποστρατήγου ε.α.  Δ. ΚΑΝΤΕΡΕ

 

 

Η τουρκική κατά της Ελλάδος προκλητικότητα και επιθετικότητα με τις όλο και αυξανόμενες και εντεινόμενες παραβιάσεις και παραβάσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου όπως και τις απειλητικές δηλώσεις των αξιωματούχων του καταστημένου εξουσίας στην Τουρκία δεν μπορεί παρά να αποτελεί στοιχείο σοβαρού προβληματισμού και ανησυχίας για τη χώρα μας. Προβληματισμός και κάποια ανησυχία εκφράζονται από την ελληνική πλευρά αλλά το όλο θέμα φαίνεται να εκλαμβάνεται και αντιμετωπίζεται πολύ επιφανειακά με συνέπεια να δίνεται η εντύπωση ότι τίποτα το σοβαρό δεν συμβαίνει.

Η υπεύθυνη ελληνική ηγεσία αντιμετωπίζει την τουρκική προκλητικότητα- επιθετικότητα κατά βάση σε θεωρητικό επίπεδο βασιζόμενη στην άποψη αν όχι την πεποίθηση ότι η Τουρκία μπορεί να προκαλεί και ακόμη να απειλεί αλλά δεν πρόκειται να επιχειρήσει την υλοποίηση των ανθελληνικών σκοπών και επιδιώξεών της. Ότι, οι Τούρκοι δεν θα αποτολμήσουν να θέσουν σε πλήρη εφαρμογή τα ανθελληνικά σχέδιά τους διότι δεν θα τους το επιτρέψουν οι ισχυροί του κόσμου με πρώτους φυσικά τους Αμερικανούς, και κυρίως διότι μία τέτοια ενέργεια θα ματαίωνε ή τουλάχιστον θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας τους. Μία προοπτική που η συντριπτική πλειονότητα των Τούρκων παρουσιάζονται να επιδιώκουν διακαώς.

Αυτή φαίνεται να είναι η γενική εκτίμηση για την τουρκική στάση έναντι της Ελλάδος. Στο πλαίσιο της εκτίμησης αυτής βρίσκεται η άποψη ότι στην Τουρκία υπάρχουν οι νουνεχείς και σώφρονες πολιτικοί ηγέτες οι οποίοι κατανοούν ότι το συμφέρον της χώρας τους επιβάλλει τη διατήρηση καλών σχέσεων με την Ελλάδα και τον σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας, σε αντίθεση με τους ανόητους μεγαλοϊδεάτες εθνικιστές του στρατοκρατικού κατεστημένου εξουσίας, οι οποίοι είτε διότι δεν μπορούν να κατανοήσουν το συμφέρον της χώρας τους είτε διότι θέλουν να εκτρέψουν την τουρκική κοινή γνώμη από τα μεγάλα και σοβαρά εσωτερικά προβλήματα (οικονομικά, εθνοτικά, πολιτικά και άλλα) επιδιώκουν την ένταση στις τουρκοελληνικές σχέσεις και εκδηλώνουν την επιθετικότητα.

Γι’ αυτό και η Ελλάδα έχει αναδειχθεί στον βασικότερο συνήγορο και υποστηρικτή της Τουρκίας στην  επιδίωξή της να καταστεί μέλος της ΕΕ, έστω και αν αυτή οτιδήποτε άλλα εκτός από ευρωπαϊκή χώρα είναι και η είσοδός της στην Ένωση μόνο προβλήματα αν όχι δεινά θα προκαλέσει. Έτσι, πιστεύουν οι Έλληνες άρχοντες ότι θα εξευμενίσουν τους Τούρκους, θα τους κάνουν να καταλάβουν καλύτερα τη μεγάλη σημασία που έχει για τη χώρα τους η ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας και ακόμη φιλίας με την Ελλάδα και θα τους αποτρέψουν από την επιδίωξη των ανθελληνικών επεκτατικών σκοπών τους.

Σύμφωνα με αυτό το γενικό σκεπτικό ο μόνος κίνδυνος που παραμένει από τις συνεχιζόμενες προκλήσεις είναι να συμβεί κάποιο τυχαίο- ακούσιο περιστατικό- αναφερόμενο ως ‘’θερμό επεισόδιο’’- το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει ένταση και περιπλοκή στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και ενδεχομένως να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, των πολεμικών εχθροπραξιών περιλαμβανομένων.

 

Το Εσωτερικό Μέτωπο της Τουρκίας Είναι Ενιαίο και Συνεκτικό.

Η εκτίμηση αυτή της ελληνικής ηγεσίας η οποία είναι αρεστή και γίνεται ευχάριστα αποδεκτή από τον ελληνικό λαό, ο οποίος με το ενδιαφέρον του επικεντρωμένο στα πολλά προβλήματα της βιοπάλης του έτσι θέλει να ερμηνεύεται η τουρκική προκλητικότητα- επιθετικότητα έχει κάποια βασιμότητα και υπάρχει ενδεχόμενο να αποδειχθεί ορθή. Οι Τούρκοι είναι δυνατόν υπολογίζοντας τις ενδεχόμενες συνέπειες μίας δυναμικής ενέργειάς τους για την επίτευξη των ανθελληνικών σκοπών τους να μην την αποτολμήσουν. Το ενδεχόμενο όμως αυτό όχι απλώς κανείς και τίποτα δεν το βεβαιώνει και ακόμη περισσότερο το εγγυάται αλλά και δεν προκύπτει από βάσιμα δεδομένα με αποτέλεσμα να παραμένει απλό ενδεχόμενο.

Κατ’ αρχήν βάσιμο δεν μπορεί να θεωρηθεί το ότι οι Τούρκοι διακρίνονται στους νουνεχείς οι οποίοι γνωρίζουν τα συμφέροντα της χώρας τους και πως να τα υπηρετούν και στους ανόητους που δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν τα τουρκικά συμφέροντα. Ακόμη και αν αυτό συνέβαινε δεν θα έπρεπε να αποτελεί στοιχείο εκτίμησης της ακολουθητέας από την Τουρκία πολιτικής και στρατηγικής στις σχέσεις της με την Ελλάδα και γενικότερα. Ακόμη δε πιο αβάσιμη είναι η θεώρηση ότι ειδικά στην Τουρκία υπάρχουν περισσότερα του ενός κέντρα εξουσίας και ουσιαστικά διιστάμενες μεταξύ τους λαϊκές τάσεις σε ότι αφορά τις εθνικές επιδιώξεις της χώρας.

Ανεξάρτητα από τι θα προκύψει στο μέλλον μέσα από τη διαδικασία εκδημοκρατικοποίησης στην οποία μέχρι τώρα μόνο λεκτικά και τυπικά βρίσκεται το καθεστώς εξουσίας και η οποία εκδημοκρατικοποίηση αν γίνει θα αναδείξει μία Τουρκία τελείως διαφορετική από την τωρινή, τώρα η χώρα αυτή εξουσιάζεται απόλυτα από το συνταγματικά νομοποιημένο και πλήρως εμπεδωμένο εθνικιστικό απολυταρχικό στρατοκρατικό κατεστημένο με το οποίο και συντάσσεται η μεγάλη πλειονότητα του τουρκικού λαού και ακόμη του τουρκικού έθνους. Επιπόλαια και πολύ επικίνδυνη θα ήταν η εντύπωση ότι σε όποια απόφαση του κατεστημένου αυτού εξουσίας σχετική με την εκδήλωση ενεργειών κατά της Ελλάδος θα μπορούσε στο εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας να εμφανιστεί όχι ενεργή αντίθεση αλλά έστω και λεκτική διαφοροποίηση. Τουναντίον βέβαιο θα πρέπει να θεωρείται ότι οι ενέργειες αυτές θα <<δικαιολογηθούν>> πλήρως από τους εξουσιαστές και θα τύχουν της ενθουσιώδους έγκρισης και συμπαράστασης του τουρκικού λαού και έθνους.

 

Οι Συνέπειες θα Εκτιμηθούν Ήπιες.

Με αυτά τα δεδομένα ως βάση, τα οποία μόνο από άγνοια των παραδόσεων και της δομής του καθεστώτος εξουσίας όπως και του εγκλωβισμού της τουρκικής κοινωνίας από αυτό θα μπορούσε να αμφισβητηθούν, για να μην επιχειρήσει η Τουρκία την επίτευξη των επεκτατικών κατά της Ελλάδος σκοπών της θα πρέπει να εκτιμήσει τις συνέπειες ως σοβαρότερες από το επιδιωκόμενο και αναμενόμενο όφελος. Για την εκτίμηση αυτή πολλά μπορούν να λεχθούν, αλλά από αυτά εκείνο που πρέπει να θεωρείται βέβαιο είναι ότι, κατ’ αρχήν η Τουρκία από κανένα τρίτο παράγοντα δεν θα παρεμποδιστεί ενεργά στην επιδίωξη του σκοπού της. Από μία σφαιρική ανάλυση των επικρατούντων περιφερειακών και παγκόσμιων διεθνοπολιτικών συνθηκών απίθανο και αδύνατο θα πρέπει να εκτιμάται ότι χώρα, συνασπισμός χωρών ή διεθνής Οργανισμός θα παρεμποδίσει τους Τούρκους να εκδηλώσουν δυναμική κατά της Ελλάδος ενέργεια.

Αν κανείς δεν θα στείλει στρατεύματα να εμποδίσουν τουρκική ενέργεια δεν μένει παρά να εξεταστούν οι συνέπειες που οι Τούρκοι θα εκτιμήσουν ότι θα προκύψουν για τη χώρας τους από την αντίδραση της Ελλάδος και τη διεθνή κοινότητα αφού εκδηλωθεί η ενέργεια. Την ελληνική αντίδραση ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτό θα αποδειχθεί και πραγματικότητα ή όχι οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν ούτε καν ενδοιασμούς ότι διαθέτουν τη δυνατότητα να την αντιμετωπίσουν με επιτυχία και να τη συντρίψουν. Αυτή την πίστη είναι ακριβώς που διαδηλώνουν πλήρως με την προκλητικότητα και την επιθετικότητά τους. Περισσότερο και από εξωφρενικό είναι για μία χώρα να προκαλεί μία άλλη την οποία δεν πιστεύει απόλυτα ότι μπορεί να εξαναγκάσει σε υποταγή στις θελήσεις της.

Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Αυτή όμως βασικά θα εξαρτηθεί από τις εθνικές σκοπιμότητες των ισχυρών του κόσμου σε συνδυασμό με τη μορφή που θα λάβει η τουρκική ενέργεια. Η γεωπολιτική θέση και ο ρόλος της Τουρκίας ιδιαίτερα στο πλαίσιο του τρομοπολέμου κατά του ισλαμικού φανταμελισμού που με τη συμπαράσταση όλων των άλλων ισχυρών χωρών έχουν εξαπολύσει οι ΗΠΑ οπωσδήποτε δεν θα επιτρέπουν αυτή να έχει τις όποιες μεγάλες συνέπειες. Λάθος θα αποτελούσε να πιστέψει κανείς ότι η διεθνής κοινότητα θα απομονώσει την Τουρκία και θα ωθήσει τον τουρκικό λαό σε συμπαράταξη με το διεθνές φανταμελιστικό κίνημα για να την τιμωρήσει επειδή θα προβεί σε κάποια δυναμική κατά της Ελλάδος ενέργεια. Και αυτή η άποψη ότι η Τουρκία είναι αποδυναμωμένη και απομονωμένη λόγω της στάσεώς της στον τελευταίο πόλεμο στο Ιράκ απατηλή πρέπει να θεωρείται.

Την ήπια αντιμετώπισή της από τη διεθνή κοινότητα θα επιδιώξει και θα αναμένει η Τουρκία και για το σκοπό αυτό το κατεστημένο εξουσίας προγραμματισμένα και μεθοδικά εργάζεται για χρόνια τώρα. Σ’ αυτό αποσκοπούν οι αμφισβητήσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος στον εναέριο και το θαλάσσιο χώρο και στις ελληνικές νησίδες- βραχονησίδες που δεν της έχουν παραχωρηθεί με διεθνείς Συνθήκες όπως και οι ισχυρισμοί για την εκ μέρους της Ελλάδος παραβίαση των Συνθηκών με την στρατιωτικοποίηση των νήσων, την καταπάτηση των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας και άλλα.

Βάσιμο θα πρέπει να θεωρείται ότι η Τουρκία θα προσπαθήσει να μην δώσει το δικαίωμα στη διεθνή κοινότητα για να λάβει αυστηρά μέτρα εναντίον της. Η όποια ενέργειά της δεν θα εμφανιστεί με πολεμική μορφή, όπως κατά τους τουρκικούς ισχυρισμούς δεν έχουν και οι καθημερινές προκλήσεις της. Οι Τούρκοι να προσπαθήσουν να παρουσιάσουν την πολεμική ενέργειά τους ως αντίδραση- ανταπόδοση σε εχθρική ενέργεια της Ελλάδος. Οι Έλληνες να είναι εκείνοι που θα προκαλέσουν το ‘’θερμό επεισόδιο’’ και η τουρκική ενέργεια να αποσκοπεί στην αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας την οποία η Ελλάδα έχει ήδη παραβιάσει.

Μία τέτοιας μορφής ενέργεια λίγες αμφιβολίες θα πρέπει να υπάρχουν ότι οι ισχυροί του κόσμου θα την δουν με <<κατανόηση>> και τα όποια μέτρα λάβουν θα είναι ήπια και παροδικά όπως ήταν και σε παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν. Με δεδομένο ότι η Τουρκία ακόμη και αν πραγματικά επιδιώξει να εισέλθει στην ΕΕ αυτό δεν πρόκειται να γίνει σε σύντομο χρόνο (ικανοποίηση κριτηρίων Κοπεγχάγης) το να προκύψει και κάποια καθυστέρηση στην είσοδό της λόγω των προβλημάτων που θα δημιουργηθούν από την τουρκική επιθετικότητα πολύ μικρή βαρύτητα θα πρέπει να λαμβάνει στις τουρκικές εκτιμήσεις κόστους- οφέλους. Όταν μάλιστα το όφελος θα αφορά στην επέκταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας και <<την άρση αδικιών που έχουν γίνει σε βάρος της πριν από πολλές δεκαετίες όταν οι τότε Ευρωπαίοι εχθροί της εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία της και με τη Συνθήκη της Λωζάνης την ακρωτηρίασαν σε βαθμό απαράδεκτο>>.

 

Ισχύς και Ετοιμότητα Απαιτείται.

Από τις παραπάνω διαπιστώσεις, η αμφισβήτηση των οποίων μπορεί να είναι ευχάριστη και επιθυμητή για τους Έλληνες αλλά όχι και τεκμηριωμένη, σαφώς και τεκμαίρεται ότι το ενδεχόμενο η Τουρκία να επιδιώξει την υλοποίηση των ανθελληνικών επεκτατικών σκοπών της βασικά εξαρτάται από την δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα της δώσουν τη δυνατότητα να τη δικαιολογήσει ώστε να αποφύγει τις όποιες σοβαρές συνέπειες από τους ισχυρούς του κόσμου. Τη δημιουργία των συνθηκών αυτών είναι που η Τουρκία με τις προκλήσεις της επιδιώκει και η Ελλάδα προσπαθεί να αποτρέψει με την ψυχραιμία, τη νηφαλιότητα, τις χειρονομίες καλής θέλησης, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και όλα τα άλλα που φθάνουν σε όρια απαράδεκτα για το γόητρο της χώρας και την εθνική υπερηφάνεια του ελληνικού λαού.

Το εάν και κατά πόσο η Ελλάδα θα επιτύχει να αποτρέψει τη δημιουργία των συνθηκών που επιδιώκουν οι Τούρκοι δύσκολο είναι να εκτιμηθεί αλλά αυτό δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου βέβαιο εκτός και αν γίνει αποδεκτό ότι οι Έλληνες θα διαπραγματευτούν και δεχθούν τη φαλκίδευση και συρρίκνωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας προς όφελος της Τουρκίας για να αποφύγουν μία σύγκρουση με τους Τούρκους. Συρρίκνωση που τουλάχιστον θα σημαίνει ένα απροσδιόριστο καθεστώς συνκυριαρχίας στον εναέριο και το θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου- μη προβλεπόμενου μέχρι τώρα από το Διεθνές Δίκαιο- αν όχι παραχώρηση του μισού από αυτό στην Τουρκία.

Εάν οι Έλληνες δεν διαπραγματευτούν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα τότε οι συνθήκες μπορούν κάλλιστα να δημιουργηθούν όχι λόγω τυχαίων επεισοδίων τα οποία ως ακούσια μπορούν να διευθετηθούν αλλά με μεθοδευμένες δραστηριότητες των Τούρκων. Μεθοδευμένες όχι μόνο ως προς το είδος και το βαθμό της πρόκλησης αλλά και για την επίτευξη αιφνιδιασμού ώστε να μην αφήνουν περιθώρια αποφυγής και απεμπλοκής χωρίς προηγούμενη επίλυση όλων των τουρκοελληνικών διαφορών, όπως αυτές νοούνται και παρουσιάζονται από την Τουρκία. Ας σκεφθεί μόνο κανείς τι μπορεί να γίνει εάν τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις απομονώσουν ένα νησί και επικαθίσουν επί αυτού και για να τις αποσύρει η Τουρκία απαιτεί την προηγούμενη απομάκρυνση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από όλα τα νησιά που <<πρέπει να είναι αποστρατικοποιημένα>>.

Μπορεί τέτοια ενδεχόμενα να είναι πολύ δυσάρεστα και απευκταία αλλά δεν μπορούν και δεν πρέπει να αποκλείονται. Η αμετακίνητη εμμονή των Τούρκων στις επεκτατικές βλέψεις και επιδιώξεις τους τουλάχιστον αυτό μαρτυρούν. Τα ενδεχόμενα όμως αυτά μπορούν να προληφθούν ή τουλάχιστον να αντιμετωπιστούν. Και γι’ αυτό καμία άλλη εγγύηση δεν μπορεί να υπάρχει από την ισχύ και την άμεση ετοιμότητα. Εάν η ισχύς και η ετοιμότητα αυτή υπάρχει από την ελληνική πλευρά τότε καλή είναι και η ψυχραιμία- νηφαλιότητα, οι ευρωστρατοί και οι ευρωπαϊκές άμυνες. Αν όμως δεν υπάρχει η ισχύς και η ετοιμότητα τότε παρ’ όλα αυτά και τις καλές διαθέσεις και χειρονομίες οι Έλληνες καλά θα είναι να μεταφράσουν τους προβληματισμούς τους σε αποφάσεις και ενέργειες και να αναμένουν και τα χειρότερα._

Αφήστε μια απάντηση