Τα ενεργειακά διλήμματα σε Ε.Ε. και Ελλάδα
Κεντρικός στόχος του Πούτιν είναι να διασπάσει τη συνοχή των Ευρωπαίων, μέσα από χώρες που θα υποκύψουν στον εκβιασμό του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ*
Το πράγμα διαρκώς χειροτερεύει. Η απρόσμενη (για τον Πούτιν) ηρωική αντίσταση του ουκρανικού λαού, η πρωτοφανής ενιαία αντίδραση της Δύσης στη στήριξη της Ουκρανίας, οι τεράστιες επιχειρησιακές αδυναμίες των Ρώσων εισβολέων, έβγαλαν εκτός πραγματικότητας τα ρωσικά σενάρια για έναν πόλεμο λίγων ημερών. Η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων, τα υπονοούμενα ότι μπορούν να χτυπηθούν και στόχοι εντός νατοϊκών χωρών και η πρωτοφανής, για τα εμπορικά δεδομένα, απαίτηση της Ρωσίας η πληρωμή της για τις παραδόσεις φυσικού αερίου να μη γίνεται στο συμφωνηθέν από τα συμβόλαια νόμισμα (συνήθως ευρώ), αλλά σε ρούβλια, έχουν πια οδηγήσει την κατάσταση στα άκρα. Η διακοπή τροφοδοσίας με φυσικό αέριο της Πολωνίας και της Βουλγαρίας, με προειδοποιήσεις ότι θα επακολουθήσουν και άλλες «μη φιλικές» χώρες, διαμορφώνουν πρωτοφανείς καταστάσεις. Τα 250 δισ. δολ./έτος, που εισπράττει από την Ευρώπη η Ρωσία για εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεν μπορούν να αντικατασταθούν από τροφοδοσία άλλων «πελατών» (π.χ. Κίνα), λόγω αντικειμενικών ανυπέρβλητων τεχνικών εμποδίων, αλλά και επειδή οι τιμές πώλησης ρωσικού αερίου στην Κίνα είναι σημαντικά χαμηλότερες από αυτές προς την Ευρώπη. Κεντρικός στόχος του Πούτιν είναι να διασπάσει τη συνοχή των Ευρωπαίων, μέσα από χώρες που θα υποκύψουν στον εκβιασμό του. Αυτό συνιστά κορυφαίο υπαρξιακό κίνδυνο για την ενότητα της Ευρώπης και πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί. Καθόλου όμως δεν βοηθάει σε αυτή την κατεύθυνση το αμφίσημο non paper της επιτροπής, που δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση για την παράνομη φύση του αντίστοιχου προεδρικού διατάγματος Πούτιν. Απαιτείται άμεσα η «νομική» γνωμοδότηση να είναι σαφής και δεσμευτική, ως προς το προφανές, ότι δηλαδή οι πληρωμές σε ρούβλια παραβιάζουν τις κυρώσεις προς τη Ρωσία. Εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο αποτελεί η επίδειξη αλληλεγγύης ανάμεσα στα κράτη-μέλη, με χαρακτηριστική την περίπτωση της Ελλάδας, η οποία (ορθά) έχει δεσμευτεί να στηρίξει, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της, τη Βουλγαρία.
Τα έκτακτα μέτρα που λαμβάνει η Ελλάδα είναι γνωστά ήδη και προετοιμασμένα από την προηγούμενη ρωσοουκρανική κρίση προσάρτησης της Κριμαίας το 2014 (μεγιστοποίηση λειτουργίας λιγνιτικών σταθμών, χρήση πετρελαίου αντί για φυσικό αέριο στα πέντε εργοστάσια ηλεκτρισμού που έχουν τη δυνατότητα, κ.ά.). Η Ελλάδα έχει βαθμό συμμετοχής του φυσικού αερίου στην τελική κατανάλωση ενέργειας 7%, σε αντίθεση με άλλες χώρες (Ολλανδία, Γερμανία, Ιταλία, Ουγγαρία, Βέλγιο κ.ά.) στις οποίες η συμμετοχή του φυσικού αερίου είναι 30%-40%. Ειδικά, για την εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, η Ελλάδα βρίσκεται στον μέσο όρο της Ε.Ε. με ποσοστό 40%-50%, ενώ υπάρχουν χώρες με σχεδόν ολοκληρωτική (έως 100%) εξάρτηση από τη Ρωσία.
Ο αγωγός TAP που ήδη λειτουργεί, ο υπό ολοκλήρωση ελληνοβουλγαρικός αγωγός IGB, η τρίτη δεξαμενή της Ρεβυθούσας, που αύξησε τη δυναμικότητά της σε LNG κατά 70%, δρομολογήθηκαν για υλοποίηση ήδη από το 2013, ενώ δυστυχώς, η υπόγεια αποθήκη φυσικού αερίου στη Νότια Καβάλα είναι ακόμη στο πουθενά. Η τωρινή πρόβλεψη για προσθήκη τέταρτης πλωτής δεξαμενής στη Ρεβυθούσα, με αύξηση της δυναμικότητας έως και 77%, είναι εξαιρετικά σωστή. Τα παραπάνω δημιουργούν βάσιμες ελπίδες ότι οι χαμηλές καταναλώσεις που παρουσιάζονται στη χώρα άνοιξη – καλοκαίρι, θα δώσουν το αναγκαίο χρονικό περιθώριο για καλύτερη προετοιμασία.
Η Ε.Ε. βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη υπαρξιακή κρίση από τη δημιουργία της. Τώρα πρέπει να αντιδράσει αποφασιστικά και ενιαία σε μια κρίση που διαλύει τις οικονομίες και τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών της, αποκαλύπτει την τεράστια γεωπολιτική αφέλεια μεγιστοποίησης της εξάρτησης από τη Ρωσία και αγνόησης των δικών της πλουτοπαραγωγικών πόρων, ενώ παρατηρεί ανήμπορη τις τιμές φυσικού αερίου που φθάνουν στους οικιακούς και βιομηχανικούς καταναλωτές της να είναι 6-7πλάσιες σε σχέση με αυτές των ΗΠΑ.
Ελπίζω η νίκη Μακρόν, η αφύπνιση των Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία και οι θετικές προτάσεις των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, να καθοδηγήσουν στη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων.
* Ο κ. Γιάννης Μανιάτης είναι καθηγητής, πρώην υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ