Το δύσκολο φινάλε και το φινλανδικό μοντέλο.

Το δύσκολο φινάλε και το φινλανδικό μοντέλο.

Εύκολα αρχίζει ένας πόλεμος αλλά δύσκολα τελειώνει. Το ζήτημα του τερματισμού του πολέμου είναι παραμελημένο τόσο στη διεθνολογική θεωρία όσο και στη διπλωματική πρακτική. Αυτό οφείλεται στην άποψη ότι αν επιτευχθεί νίκη στο πεδίο της μάχης ο νικητής θα επιβάλει τους όρους του. Ομως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Οι πόλεμοι σπανίως τερματίζονται με τον αυτόματο και λυσιτελή τρόπο που ολοκληρώθηκε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις προκύπτει το ζήτημα της «μετάφρασης» της κατάστασης στο πολεμικό μέτωπο σε πολιτικό αποτέλεσμα. Αυτό όμως απαιτεί υψηλή πολιτική τέχνη που λίγοι διαθέτουν. Η αντιδιαστολή δύο γερμανών καγκελαρίων, Μπίσμαρκ και Χίτλερ, είναι χαρακτηριστική σε αυτό το ζήτημα. Ο μεν Μπίσμαρκ ήξερε πότε και πώς να τερματίσει έναν πόλεμο, ο δε Χίτλερ άνοιγε συνεχώς νέα μέτωπα με καταστροφικά αποτελέσματα.

Στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία μετά από τριάμισι χρόνια καμία πλευρά δεν φαίνεται να γνωρίζει πώς να τερματίσει τον πόλεμο, παρότι είναι ξεκάθαρο ότι ούτε η Ρωσία μπορεί να καταλάβει ολόκληρη την Ουκρανία, αλλά ούτε η Ουκρανία να εκδιώξει τη Ρωσία από τα εδάφη που έχει ήδη καταλάβει. Τίποτα δεν προοιωνίζεται τον τερματισμό αυτού του πολέμου παρά τις πρωτοβουλίες του αμερικανού προέδρου Τραμπ και τον πρόσφατο διπλωματικό πυρετό διαβουλεύσεων. Κάθε διαπραγμάτευση για τερματισμό του πολέμου ξεκινάει από την κατάσταση στο πολεμικό μέτωπο. Η κατάσταση εκεί είναι ευνοϊκή για τη Ρωσία αφού ο χρόνος δουλεύει υπέρ της. Ενας «πόλεμος φθοράς» ευνοεί πάντοτε αυτόν που έχει το ποσοτικό πλεονέκτημα. Η Ρωσία έχει ήδη υπό την κατοχή της το 20% της Ουκρανίας και συνεχίζει αργά αλλά σταθερά να καταλαμβάνει εδάφη. Αυτό εξηγεί γιατί η Ρωσία δεν αποδέχεται προτάσεις εκεχειρίας που θα επέτρεπαν στην Ουκρανία να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της. Θα περίμενε κανείς ότι η Ουκρανία τη στιγμή που δεν διαθέτει «θεωρία νίκης» (δηλαδή τρόπο να νικήσει) και η κατάσταση στο μέτωπο χειροτερεύει, θα εκλάμβανε τις πρωτοβουλίες Τραμπ ως «σανίδα σωτηρίας» και θα επεδίωκε το ταχύτερο δυνατό τον τερματισμό του πολέμου, όσο έχει ακόμη διαπραγματευτική ισχύ. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Γιατί;

Ας δούμε πώς η Ουκρανία αλλά και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι αντιμετωπίζουν τις διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου, για να φανεί το βαθύ χάσμα που χωρίζει τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Η Ουκρανία ζει με τον εφιάλτη της «Γιάλτας», της συμφωνίας που μοίρασε την Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής. Φοβάται δηλαδή ότι το διακύβευμα δεν είναι απλώς «υποχώρηση στο εδαφικό με αντάλλαγμα την ειρήνη» (όπως έγινε με τη συμφωνία Μπρεστ-Λιτόφσκ του 1918) αλλά επιστροφή στη ρωσική ζώνη επιρροής με ευνουχισμένη ανεξαρτησία και κυριαρχία. Οι προτάσεις άλλωστε της Ρωσίας για ουδετερότητα, αφοπλισμό και «αποναζιστικοποίηση», αυτό το μέλλον φωτογραφίζουν. Για αυτόν τον λόγο η Ουκρανία ζητάει με τόση επιμονή αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας αντίστοιχες του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ, που πρακτικά σημαίνει είσοδό της στο ΝΑΤΟ από την πίσω πόρτα. Αυτό βέβαια δεν πρόκειται να γίνει δεκτό από τη Ρωσία, που θεωρεί ότι τα πραγματικά αίτια του πολέμου («root causes») ήταν η προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ και η προσπάθεια της Ουκρανίας να ενταχθεί σε αυτό.

Οι Ευρωπαίοι από τη σκοπιά τους ζουν με τον εφιάλτη της συμφωνίας του Μονάχου του 1938, όπου ο κατευνασμός του Χίτλερ τον έκανε πιο επιθετικό. Πολλοί Ευρωπαίοι βλέπουν τον Πούτιν ως ένα «αρπακτικό προ των πυλών τους έτοιμο να τους κατασπαράξει» (βλ. δηλώσεις Μακρόν στις 18/8/2025) και σαμποτάρουν κάθε προσπάθεια τερματισμού του πολέμου που θα ικανοποιούσε ρωσικές διεκδικήσεις. Ομως ταυτόχρονα αναγνωρίζουν ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς τη βοήθεια της Ουάσιγκτον, για αυτό υποκλίνονται γονυπετείς μπροστά στον αμερικανό πρόεδρο Τραμπ σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την εμπλοκή των ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Ετσι δέχονται αδιαμαρτύρητα ακραίες απαιτήσεις του προέδρου Τραμπ, όπως να ξοδεύουν το 5% του ΑΕΠ τους για την άμυνα και να πληρώνουν τα όπλα που προμηθεύουν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία. Οι Ευρωπαίοι χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ δεν μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά την Ουκρανία, ενώ ταυτόχρονα φοβούνται να εμπλακούν με τρόπο που θα διακινδύνευαν πόλεμο με την πυρηνική Ρωσία. Συνεπώς ζητούν από την Ουάσιγκτον «να βγάλει το φίδι από την τρύπα».

Οι Ρώσοι από την πλευρά τους δεν βιάζονται να τερματίσουν τον πόλεμο γιατί πιστεύουν ότι δεν θα αντέξει για πολύ ακόμη η δημογραφικά αποδεκατισμένη Ουκρανία και θα καταρρεύσει αιφνιδίως, όπως ακριβώς κατέρρευσε η Γερμανία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το δεύτερο εξάμηνο του 1918 μετά από τέσσερα χρόνια πολέμου φθοράς και εσωτερικής κόπωσης. Ετσι προσποιούνται ότι τάχα διαπραγματεύονται με καλή πίστη για να μην κατηγορηθούν για αδιαλλαξία. Θέτουν όμως όρους που γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτοί όπως αλλαγή στο πολιτικό καθεστώς του Κιέβου, δραστική μείωση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, διακοπή κάθε συνεργασίας με τη Δύση, αναγνώριση των κατεχομένων και, το πιο ακραίο, να τους παραχωρηθούν εδάφη που δεν έχουν ήδη καταλάβει.

Οι μόνοι που φαίνεται να ενδιαφέρονται να τελειώσει ο πόλεμος το γρηγορότερο είναι οι Αμερικανοί. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει συνειδητοποιήσει ότι, παρά τα οικονομικά του οφέλη, ο πόλεμος λειτουργεί πλέον αρνητικά για τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα αφού έχει στρέψει τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας. Στόχος των ΗΠΑ είναι ο προσεταιρισμός της Ρωσίας και η διάσπαση του άξονα Μόσχας-Πεκίνου κατ’ αναλογία της πρωτοβουλίας Κίσινγκερ το 1971. Μάλιστα κινδυνεύουν λόγω του πολέμου στην Ουκρανία να στείλουν και την Ινδία στην αγκαλιά της Κίνας – μετά την αψυχολόγητη ενέργειά τους να τιμωρήσουν το Νέο Δελχί επιβάλλοντας περαιτέρω 25% δασμούς στα πλαίσια «δευτερογενών κυρώσεων» λόγω προμήθειας ενέργειας από τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η αμερικανική κυβέρνηση πιστεύει ότι ο πόλεμος της Ουκρανίας εγκλωβίζει τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, τις εμπλέκει σε έναν πόλεμο που δεν μπορεί να κερδηθεί, και τις αποπροσανατολίζει από τη διαχείριση της Κίνας που αποτελεί πρώτη προτεραιότητα. Με βάση αυτή την ανάλυση η κυβέρνηση Τραμπ επιχειρεί είτε να τερματίσει τον πόλεμο με συμφωνία ειρήνης είτε, το πιθανότερο, να φορτώσει το βάρος του πολέμου της Ουκρανίας στις πλάτες των Ευρωπαίων.

Υπάρχει τρόπος να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας; Τρία είναι τα κρίσιμα ζητήματα: εδαφικό, κυριαρχία και ανεξαρτησία. Μια ιστορική αναλογία που έθεσε πρόσφατα στη δημόσια συζήτηση ο φινλανδός πρόεδρος Αλεξάντερ Στουμπ είναι το μοντέλο τερματισμού του πολέμου Φινλανδίας – Σοβιετικής Ενωσης τη δεκαετία του 1940. Η τότε φινλανδική κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε τον τερματισμό του πολέμου όσο είχε ακόμη διαπραγματευτική ισχύ, παραχώρησε το 10% του φινλανδικού εδάφους που είχε καταληφθεί, υιοθέτησε καθεστώς ουδετερότητας ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μπλοκ, το οποίο διατήρησε σε ολόκληρο τον Ψυχρό Πόλεμο, δέχτηκε μειώσεις στις ένοπλες δυνάμεις της και απαγόρευσε την πολιτική δραστηριότητα στο Ναζιστικό κόμμα. Ετσι διέσωσε ό,τι μπορούσε να περισωθεί από την κυριαρχία της χώρας. Ομως, οκτώ δεκαετίες αργότερα η Φινλανδία είναι από τις πιο ευημερούσες ευρωπαϊκές χώρες, μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του NATO. Ενα τέτοιο «φινλανδικό μοντέλο» για την Ουκρανία θα μπορούσε να γίνει δεκτό από τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον. Είναι όμως αμφίβολο εάν θα γινόταν δεκτό από την ευρωπαϊκή «συμμαχία των προθύμων» και από το πολιτικό σύστημα της Ουκρανίας. Συνεπώς, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις τερματισμού αυτού του πολέμου. Το ουκρανικό ζήτημα θα παραμείνει ανοικτή πληγή στην καρδιά της Ευρώπης επί μακρόν.

Εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής της 24/8/25».