Blog

Το επικίνδυνο παιχνίδι της Τουρκίας με ΗΠΑ και Ρωσία

Το επικίνδυνο παιχνίδι της Τουρκίας με ΗΠΑ και Ρωσία

 

Η Τουρκία πατάει τα πόδια της σε δυο βάρκες, κάνοντας γεωπολιτικές μπίζνες με τη Ρωσία ενώ στρέφεται στις ΗΠΑ κατά περίπτωση. Τώρα όμως οι ΗΠΑ πληρώνουν την Τουρκία με το ίδιο νόμισμα

Γράφει ο Dimitar Bechev
Carnegie Moscow

Υπάρχει ένα ερώτημα που ενοχλεί τους Τούρκους σχολιαστές από τον Ιανουάριο: γιατί δεν μιλάει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden στον Τούρκο ομόλογό του Recep Tayyip Erdogan; Όλοι οι βασικοί παγκόσμιοι ηγέτες είχαν τηλεφωνική επικοινωνία με τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ –συμπεριλαμβανομένου και του Ρώσου προέδρου Vladimir Putin- αλλά ο πρόεδρος της Τουρκίας έως χθες αγνοήθηκε.

Η αδιαφορία του Biden έρχεται σε αντίθεση τόσο με την οικειότητα που είχε ο προκάτοχος του Donald Trump με τον Τούρκο ηγέτη, όσο και με τις προσπάθειες που έχει κάνει η ευρωπαϊκή ηγεσία για να έχει επαφές με την Άγκυρα. Η πρόσφατη επίσκεψη που πραγματοποίησαν στην Τουρκία ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Charles Michel και η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen, είναι ακόμα φρέσκια στο μυαλό όλων.

Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι ο Biden θέλει να δείξει πως αγνοεί τον Erdogan για ιδεολογικούς λόγους. Έχοντας αποκαλέσει τον πρόεδρο της Τουρκίας «αυταρχικό ηγέτη» κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θέλει να διαχωριστεί ξεκάθαρα από την τάση της κυβέρνησης Trump να έχει «ζεστές» σχέσεις με ανελεύθερους ηγέτες σε όλον τον κόσμο. Ο Biden θα ήθελε να δει τις ΗΠΑ να ανακτούν το ηθικό πλεονέκτημα· έτσι, αυξάνει την ένταση σε άτομα όπως ο Mohammed bin Salman της Σαουδικής Αραβίας (κάτι που παρεμπιπτόντως δεν ενοχλεί καθόλου την Τουρκία).

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ πληρώνουν την Τουρκία με το ίδιο νόμισμα. Ενόσω βρίσκεται ο Erdogan στην εξουσία, η σχέση μεταξύ των δυο συμμάχων του ΝΑΤΟ έχει υποβαθμιστεί και μετατραπεί σε μια συναλλακτική σχέση εξυπηρέτησης. Η Τουρκία έχει τα δυο πόδια της σε δυο βάρκες, κάνοντας γεωπολιτικές μπίζνες με τη Ρωσία ενώ στρέφεται στις ΗΠΑ κατά περίπτωση όταν τυχαίνει τα συμφέροντα των δυο χωρών να συγκλίνουν. Με τον Trump στην εξουσία, ο Erdogan μπορούσε γενικά να το πετυχαίνει αυτό. Η Τουρκία απέφυγε να της επιβληθούν σημαντικές κυρώσεις για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400, πέραν της αποβολής της από την κοινοπραξία για την ανάπτυξη των μαχητικών αεροσκαφών F-35.

Τώρα η ομάδα του Biden αντιστρέφει τους όρους, εφαρμόζοντας τη δική της εκδοχή συναλλαγής. Η Αμερική θα στραφεί προς την Τουρκία εάν υπάρξει ανάγκη. Αφού επί του παρόντος η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν θέτει σε προτεραιότητα ούτε τη Μέση Ανατολή, ούτε την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, οι υπηρεσίες του Erdogan δεν είναι απαραίτητες. Ας χειριστούν οι Ευρωπαίοι την Τουρκία, με την συμφωνία του 2016 για το προσφυγικό να χρειάζεται ανανέωση και με τα προβλήματα που «κοχλάζουν» στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ΗΠΑ έχουν άλλα πράγματα να κάνουν.

Ερχόμενη αντιμέτωπη με αυτή τη στροφή, η Άγκυρα έχει παίξει το χαρτί της Ρωσίας. Η Τουρκία, όπως επιβεβαιώνει η κυβέρνησή της, είναι το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που έχει αποδειχθεί πρόθυμο και ικανό να ελέγξει τον επεκτατισμό του Κρεμλίνου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 τα τουρκικά drones επέφεραν βαριές ήττες στους «αντιπροσώπους» της Ρωσίας στη Συρία και στη Λιβύη -στο καθεστώς Bashar al-Assad και στον Λιβυκό Εθνικό Στρατό του Στρατηγού Khalifa Haftar- καταστρέφοντας μεγάλο όγκο ρωσικό εξοπλισμού. Το ίδιο έγινε και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου η Τουρκία χρησιμοποίησε τις νεοαποκτηθείσες ικανότητές της για να εισέλθει σε αυτό που η Μόσχα παρουσιάζει ως προνομιούχο σφαίρα επιρροής της.

Η Άγκυρα επιδεικνύει με μεγαλύτερο θάρρος και τους στενούς δεσμούς της με το Κίεβο. Το ταξίδι του Ουκρανού προέδρου Volodymyr Zelensky στην Τουρκία τον Οκτώβριο του 2020 απέφερε μια κοινή έκκληση για «από-κατοχή της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας και της πόλης της Σεβαστούπολης, καθώς και για την αποκατάσταση του Ουκρανικού ελέγχου σε ορισμένες περιοχές του Νονέτσκ και του Λουχάνσκ της Ουκρανίας». Το Κίεβο υπέγραψε επίσης σύμβαση για την απόκτηση έξι τουρκικών drone Bayraktar TB2, και οι συζητήσεις για μια κοινή αμυντική παραγωγή συνεχίζονται. Στην πρόσφατη συνάντηση του με τον Erdogan στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου, που έγινε αμέσως μετά από μια κοινή συνεδρίαση μεταξύ των δυο κυβερνήσεων, ο Zelensky έθεσε το θέμα της συγκέντρωσης Ρώσων στρατιωτών στα σύνορα. Αν και ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίστηκε συμφιλιωτικός και ζήτησε αποκλιμάκωση, ωστόσο εξέφρασε επίσης την υποστήριξη του προς την Ουκρανία. Την προηγούμενη ημέρα είχε ανακοινωθεί πως δυο αμερικανικά πολεμικά πλοία θα έπλεαν στη Μαύρη Θάλασσα μέσω του Βοσπόρου.

Άλλες φορές, οι Τούρκοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής διαμαρτύρονταν για την έλλειψη δέσμευσης από την πλευρά των ΗΠΑ, που άφηνε τη χώρα τους ευάλωτη στη Ρωσία, και ως εκ τούτου δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διευκολύνουν τον ισχυρό βόρειο γείτονα τους. Τώρα η ρητορική έχει αλλάξει. Η Τουρκία σηκώνει το βάρος εκ μέρους της Δύσης, μιλώντας με τους Ρώσους αλλά επίσης μιλώντας από θέση ισχύος.

Αν και η επιχειρηματολογία αυτή έχει κάποιους υποστηρικτές στις Βρυξέλλες, ωστόσο δεν έχει απήχηση στην κυβέρνηση Biden και η Ουάσινγκτον δεν είναι έτοιμη να χαλαρώσει τη στάση της έναντι της Άγκυρας. Τον περασμένο Φεβρουάριο ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας Hulusi Akar πρότεινε μια «λύση-πακέτο» για το θέμα των S-400 και της συμμαχίας των ΗΠΑ με το PYD στη Συρία, ένα πολιτικό κόμμα με πολιτοφυλακή που η Άγκυρα θεωρεί παρακλάδι του PKK. Ως απάντηση πήρε μια ευγενική απόρριψη.

Οι ΗΠΑ εμμένουν στη θέση τους και απαιτούν η Τουρκία να εγκαταλείψει τους ρωσικούς πυραύλους. Όπως το έθεσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Antony Blinken ενώπιον της Γερουσίας, «η ιδέα πως ένας στρατηγικός -ένας λεγόμενος στρατηγικός- εταίρος μας θα ευθυγραμμίζονταν στην πραγματικότητα με έναν από τους μεγαλύτερους στρατηγικούς ανταγωνιστές μας τη Ρωσία δεν είναι αποδεκτό». Η Ουάσινγκτον διαφημίζει επίσης περαιτέρω κυρώσεις κατά της Τουρκίας στο πλαίσιο της CAATSA, επιπλέον αυτών που επιβλήθηκαν στο τέλος της θητείας του Trump για την αγορά των S-400.

Καθώς δεν φαίνεται στον ορίζοντα μια επαναφορά των σχέσεων με τις ΗΠΑ, ο Erdogan δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να βρίσκεται κοντά στη Ρωσία. Γι’ αυτό το Κρεμλίνο δεν αντιδρά υπερβολικά στα ανοίγματα της Τουρκίας στη Δύση ή στις επιδρομές της στη μετασοβιετική σφαίρα. Παρά τις νίκες που σημείωσε η Άγκυρα έναντι της Μόσχας το 2020, παραμένει το αδύναμο μέρος στην «συνεργατική αντιπαλότητα» που δημιούργησαν οι δυο πλευρές κατά την τελευταία δεκαετία. Η Ρωσία διατηρεί το στρατηγικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα στη Συρία, όπου εκατομμύρια δυνητικών προσφύγων ζουν δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία. Ο Erdogan είναι απίθανο να τζογάρει όπως έκανε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και να διακινδυνεύσει έναν ανταγωνισμό με τη Μόσχα. Αυτό ήταν ένα από τα βασικά σημεία που προέκυψαν από τη συνάντηση του με τον Zelensky. Αντιθέτως, θα συνεχίσει μια εξωτερική πολιτική στην οποία θα προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της Δύσης, της Ρωσίας και –όλο και περισσότερο- της Κίνας (εξ ου και η χαμηλών τόνων αντίδραση της Τουρκίας στα βάσανα των Ουιγούρων και άλλων τουρκικών ομάδων στην περιοχή Xinjiang της Κίνας).

Και αυτή είναι μια κατάσταση πραγμάτων με την οποία η ρωσική ηγεσία θα είναι απόλυτα άνετη.

* Ο Dimitar Bechev, Senior Fellow στοΑτλαντικόΣυμβούλιοκαι Research Fellow στοΙnstitut für die Wissenschaften vom Menschen (IWM)

Euro2day

 

Αφήστε μια απάντηση