Με αφορμή τα όσα είδαμε και ακούσαμε αυτές τις ημέρες, περί ασκητικής ολιγάρκειας, αυτοθυσιαστικής προσφοράς, σεμνότητας και ταπεινότητας, σεβασμού του δημοσίου πλούτου και προτύπων ηγεσίας, δυο χαρακτηριστικά, σχετικά με το θέμα, συντομότατα κείμενα του Ιωάννη Καποδίστρια.

Αρχικά το απόσπασμα από την επιστολή Καποδίστρια προς τους Έλληνες τον Σεπτέμβριο του 1822: “Η Επιστολή για την αναζήτηση γραμματέα… τα απαραίτητα προσόντα και οι προβλεπόμενες αμοιβές!”: «Ο επονομασθείς δίκαιος Αριστείδης εστάθη είκοσι πέντε έτη θησαυροφύλαξ της Ελλάδος, και όταν μετά τον θάνατόν του ηθέλησαν οι Αθηναίοι να τω κάμουν λαμπρά επιτάφια, ηναγκάσθησαν να εξοδεύσουν από το κοινόν, επειδή ο Αριστείδης απέθανε πτωχός, και δεν είχε μήτε παλάτια μήτε δούλους.

Ο τελειότερος των ελληνικών ανδρών Επαμεινώνδας δεν εκβήκε του οίκου του μίαν ημέραν, επειδή έπλυνεν εκείνην την ημέραν η μήτηρ του το φόρεμά του, και δεν είχεν άλλο δια να φορέση. Τούτων λοιπόν τας αρετάς πρέπει να μιμηθήτε εάν θέλετε να αποθανατισθήτε ως εκείνοι, και να κάμετε ένδοξον και ευτυχή την τοσούτους αιώνας δυστυχήσασαν ταλαίπωρον Ελλάδα». Από την αναζήτηση γραμματέα…

Επιστολή Καποδίστρια στον Μυνιέ

Επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια στην οποία καταδεικνύεται η ακεραιότητα, η απλότητα και η αγαθή φύση του χαρακτήρα του..

Μόνος είμαι, και ασθενής την υγείαν, και γέρων ήδη, και υπερκεκοπιακώς. Και τοι δε την ψυχήν ακμαιότατος, ως παρά Θεού και της συναισθήσεως των χρεών μου εγκρατυνόμενος δεν δύναμαι όμως να αρκέσω εις όλα, ουδέ να αρμόσω το ρεύμα του χρόνου προς τας υλικάς χρείας, και χρήζω λοιπόν πάντως φίλου τινός δυναμένου εκ μιας λέξεως να αρπάση τον στοχασμόν μου και να τον εξερμηνεύση απαραλλάκτως και έτι κάλλιον εμού είτε από γλώσσης είτε δια γραφής.

Θέλω να λέγω προς τον φίλον μου: “ιδέ τούτον τον λογαριασμόν και ειπέ με κατά συνείδησιν αν εγκριτέος παρ’ εμού”. Επί δε ταύταις ταις ηθικαίς και διανοητικαίς χάρισιν αν ο ζητούμενος νέος έχη και χείρα καλλιγράφον, και όσα γράφει καλώς αναγινώσκωνται, δεν θέλω τίποτε περισσότερον. Αλλά τι εγώ δύναμαι να τω προσφέρω εις αντίδοσιν; Ω! αγαπητέ μου Μυνιέ, κόπον και πάλιν κόπον, καθώς σε προείπα, και αργύριον ουδαμώς, ή ολιγώτατον.

Τούτο δε όμως του προβάλλω σαφέστερον: Να έχη κοινά μετ’ εμού τον άρτον και το άλας της φιλίας, την πτωχήν στέγην όπου σκεπάσω την πολιάν μου κεφαλήν, την αγαθήν ή εναντίαν τύχην ην ο Θεός μας απεταμίευσε, και εν τοσούτω 12 ή 1500 φράγκα κατ’ έτος δια τα μικρά του έξοδα. Ανίσως εύρης τον τοιούτον μαργαρίτην εις Παρισίους ή εις Γενεύην, γράψον με τάχιον, και ειπέ τον να με προσμένη ή να έλθη προς εμέ, δια να δοκιμάσωμεν, ει δε μη, του πληρόνω τα έξοδα του δρόμου, και αποτρέχει».

Τα σχόλια δικά σας…