ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

 

Διαπιστώνεται ιστορικά ότι η Τουρκία θέτει στρατηγικούς στόχους και ενεργεί μεθοδικά για την εκπλήρωσή τους, γνωρίζοντας να περιμένει ευνοϊκές συγκυρίες. Ο έλεγχος της Κύπρου αποτελεί πάγια τουρκική στρατηγική επιλογή από το τέλος του Β’ΠΠ. Εκμεταλλευόμενοι την βρετανική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», οι Τούρκοι κατόρθωσαν σταδιακά να αποκλείσουν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (Συνθήκη Ζυρίχης – Λονδίνου 1959), δημιούργησαν συμπαγείς γεωγραφικά ομάδες Τουρκοκυπρίων (θύλακες από το 1963), αλλοιώνουν διαρκώς την πληθυσμιακή σύνθεση με εποίκους, καταστρέφουν τα ελληνικά πολιτιστικά μνημεία στο κατεχόμενο τμήμα, προσβάλλουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου και διατηρούν μεγάλη στρατιωτική δύναμη κατοχικών στρατευμάτων (από το 1974). Απομένει ο τελικός στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός του συνολικού ελέγχου της Κύπρου.

 

Σύμφωνα με αρκετές ενδείξεις, κατά την τρέχουσα περίοδο δρομολογούνται σημαντικές εξελίξεις για το Κυπριακό ζήτημα. Η Ελλαδική και Κυπριακή πλευρά είναι έτοιμες να διαπραγματευθούν στο πλαίσιο των ψηφισμάτων των ΗΕ και στη βάση μίας Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα (όπως αυτή περιγράφεται από τον ΟΗΕ), ενώ η Τουρκία επιδιώκει δυναμικά αλλαγή του πλαισίου διαπραγματεύσεων στην βάση δύο κυριάρχων κρατών σε χαλαρή Συνομοσπονδία.

 

Το ομοσπονδιακό μοντέλο κρατικής δομής και εξουσίας έχει αποδειχθεί ανά τον κόσμο ως  λειτουργικό και αποτελεσματικό. Προϋπόθεση αποτελεί η ανεξάρτητη βούληση των πολιτών (ένας άνθρωπος μία ψήφος)  οι οποίοι εκλέγουν εκάστοτε τους βέλτιστους ηγέτες και δεν ψηφίζουν θρησκευτικά, εθνικά, φυλετικά κ.λπ. Με δεδομένες τις τουρκικές διαχρονικές επεκτατικές φιλοδοξίες, την καταλυτική επίδραση που ασκεί η Τουρκία στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, τις υπονομευτικές της πρακτικές και τον μη σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, το εν λόγω μοντέλο κρίνεται ότι δεν μπορεί να προσφέρει βιώσιμη λύση. Κατά την πλέον πρόσφατη εμπειρία, το Ομοσπονδιακό διζωνικό, δικοινοτικό μοντέλο εκφυλίσθηκε στο περίφημο σχέδιο «Ανάν», το οποίο θα κατέλυε ουσιαστικά την Κυπριακή Δημοκρατία και θα μετέτρεπε την Κύπρο σε είδος προτεκτοράτου και τους Ε/Κ σε κοινότητα. Παρά την πίεση του Διεθνούς Παράγοντος και την συναίνεση ή ανοχή μεγάλου μέρους του πολιτικού, ακαδημαϊκού και διπλωματικού χώρου Ελλάδος και Κύπρου προς το εν λόγω σχέδιο, ο Κυπριακός λαός με την εθνική στάση και παρότρυνση του τότε Προέδρου αειμνήστου Τάσου Παπαδοπούλου (2004), απέρριψε, κατά το σχετικό Δημοψήφισμα, το σχέδιο με συντριπτική πλειοψηφία. 

 

Οι πιθανές προοπτικές επιλύσεως του Κυπριακού, οδηγούν στις εξής περιπτώσεις:

 

  1. Διζωνική Δικοινοτική «Ομοσπονδία» (ΔΔΟ), με «πολιτική ισότητα».

 

Ως πιθανότερο αποτέλεσμα αναμένεται μία κατ’ επίφαση Ομοσπονδία της οποίας η λειτουργία θα διέπεται από κάποια παραλλαγή του σχεδίου «Ανάν». Στην περίπτωση αυτή νομιμοποιούνται τα τετελεσμένα του 1974 και παραβιάζεται το Διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η Κυπριακή Δημοκρατία υπονομεύεται σταδιακά, η Τουρκία καθίσταται νόμιμος συνεταίρος στην Κύπρο και αυξάνεται η απειλή της προς την Ελλάδα. Η εγγενής δυσχέρεια λήψεως αποφάσεων σε επίπεδο «Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως» οδηγεί σε ακυβερνησία, με πιθανότερο αποτέλεσμα την καταφυγή στην παροχή «καλών υπηρεσιών» από τον Διεθνή Παράγοντα και κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο το οποίο διατηρεί τα δικά του συμφέροντα στην περιοχή. Οι στρατηγικές συνεργασίες που έχει συνάψει η Κύπρος με κράτη της περιοχής διεμβολίζονται ενώ στο εξής η φωνή της στην ΕΕ θα διαφοροποιείται αναλόγως της τουρκικής βουλήσεως. Τελικά αναμένεται σταδιακή ομηρία των Ε/Κ από την Τουρκία.

 

Μία λύση στο πλαίσιο ΔΔΟ, με ψήγματα βιωσιμότητος θα έπρεπε να βασισθεί ενδεικτικά σε σειρά αδιαπραγμάτευτων «κόκκινων γραμμών», όπως η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας προ της ενάρξεως διαπραγματεύσεων, η εφαρμογή του θεσμικού και νομικού πλαισίου της ΕΕ καθώς και του κοινοτικού κεκτημένου, ο Πρόεδρος της ομοσπονδιακής κυβερνήσεως να είναι πάντοτε Ε/Κ, ισχυρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση (μία διεθνής προσωπικότητα, μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια) και ισχυρό ομοσπονδιακό Σύνταγμα, μη αλλοίωση της αρχικής πληθυσμιακής αναλογίας, συγκρότηση κυπριακών ΕΔ και ένταξη αυτών στην ΚΕΠΑΑ της ΕΕ και το ΝΑΤΟ, άμεση αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, κατάργηση του καθεστώτος εγγυήσεων,  αποχώρηση του μεγαλυτέρου μέρους των εποίκων, επιστροφή Αμμοχώστου και Μόρφου,  εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, μη δικαιολόγηση θαλασσίων ζωνών για τις βρετανικές βάσεις κ.λπ..

 

Οι ανωτέρω αρχές/«κόκκινες γραμμές» περιγράφονται ισχυρά σε όλες τις διεθνείς αποφάσεις για το Κυπριακό ζήτημα, παρά το γεγονός των κατά καιρούς υποχωρήσεων του ελληνισμού, είτε σε ένδειξη καλής θελήσεως (εσφαλμένη εκ του αποτελέσματος επιλογή) είτε υπό την πίεση της ανισορροπίας στρατιωτικής ισχύος επί της Κύπρου.

 

  1. H “μη λύση»

 

Στην περίπτωση αυτή επιδιώκεται από την ελληνική πλευρά η στασιμότητα της καταστάσεως στην Κύπρο, ως έχει, με την ελπίδα ότι θα υπάρξουν μελλοντικά πλέον ευνοϊκές χρονικές συγκυρίες επιλύσεως του Κυπριακού. Η περίπτωση της «μη λύσεως» δεν είναι απορριπτέα εάν αποτελεί προϊόν συνειδητοποιημένης πολιτικής επιλογής προκειμένου ο ελληνισμός κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο, να προετοιμασθεί κατά βέλτιστο τρόπο (διπλωματικά, στρατιωτικά, οικονομικά, κοινωνικά κ.λπ.). Η εν λόγω προετοιμασία παρέχει πλεονέκτημα σε μελλοντικές  διαπραγματεύσεις έχοντας διασφαλίσει ευνοϊκότερο διεθνές περιβάλλον, πιθανόν λιγότερο ισχυρή Τουρκία, καθώς και την απαιτούμενη εθνική αποτροπή και ισορροπία ισχύος. Τυχόν υποτονική εθνική προετοιμασία  ακυρώνει την επιλογή της «μη λύσεως». Το αδύναμο σημείο της «μη λύσεως» είναι ότι η τήρησή της δεν εξαρτάται μόνο από την μία πλευρά, εάν ο αντίπαλος έχει ήδη δρομολογήσει εξελίξεις (π.χ. τριβές, προκλήσεις, γεωτρύπανα, ενίσχυση στρατιωτικής του παρουσίας, περαιτέρω αλλοίωση πληθυσμού, τετελεσμένα όπως στην Αμμόχωστο, μετανάστες κ.λπ.) δυσμενείς για τον ελληνισμό..

 

  1. Δύο κυρίαρχα κράτη σε χαλαρή Συνομοσπονδία.

 

Επικυρώνεται η απώλεια του βορείου τμήματος της Κύπρου, το οποίο αποκτά στο εξής πλήρη εξάρτηση από την Τουρκία. Απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων στην θάλασσα. Κατάλυση Κυπριακής Δημοκρατίας. Πιθανή πληθυσμιακή διόγκωση του Τ/Κ τμήματος. Το καθεστώς της Συνομοσπονδίας χρησιμοποιείται από την Τουρκία για διείσδυση, αποσταθεροποίηση και έλεγχο του Ε/Κ τμήματος, καθώς και εμμέσου συμμετοχής της στην λήψη αποφάσεων της ΕΕ. Το Ηνωμένο Βασίλειο αναλαμβάνει τον γνωστό σε αυτό ρόλο του «διαμεσολαβητού».  Πιθανόν να αποτελεί την πλέον επικίνδυνη εξέλιξη στην οποία δολίως προσβλέπει η Τουρκία καθώς με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί σταδιακά ο έλεγχος της Κύπρου και κατ’ επέκταση της   Ανατολικής Μεσογείου. Υπαρκτός ο κίνδυνος μια τέτοια εξέλιξη να προωθηθεί καταλλήλως και να γίνει αποδεκτή, καλυμμένη υπό τον τίτλο μιας ψευδεπίγραφης ΔΔΟ και υπό το ψευδοδίλλημα (έστω και υπό αγνές προθέσεις) μιας «ύστατης ευκαιρίας» επανενώσεως της Κύπρου. 

 

  1. Κήρυξη «ανεξαρτησίας» κατεχομένου τμήματος.

 

Πρόκειται για διχοτομική λύση με απώλεια κυριαρχίας στο βόρειο τμήμα της Κύπρου και κυριαρχικών δικαιωμάτων στην θάλασσα. Οριστική η απώλεια Αμμοχώστου και Μόρφου. Πρώτο βήμα ενσωματώσεως των Τ/Κ στην «μητέρα πατρίδα», με πιθανή αντίστοιχη ένωση Ε/Κ με την Ελλάδα (διπλή ένωση). Κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διακριτή και πλήρως διαχωρισμένη κυριαρχία στα δύο τμήματα. Πιθανή η πληθυσμιακή διόγκωση του Τ/Κ τμήματος καθώς και η μελλοντική αστάθεια.

 

Μετά την επιγραμματική περιγραφή των πιθανών επιπτώσεων των τεσσάρων ανωτέρω προοπτικών, οι οποίες θίγουν εμφανώς ζωτικά εθνικά συμφέροντα Ελλάδος και Κύπρου, απομένει μία ακόμη προοπτική η οποία δυνατόν να αποκληθεί «απελευθέρωση της Κύπρου». Η εκδοχή αυτή κρίνεται ως η μόνη εξυπηρετούσα τα εθνικά συμφέροντα και είναι δυνατόν να στηριχθεί στα εξής επιχειρήματα:

 

  1. Η Ελλάς ως εγγυήτρια δύναμη έχει την υποχρέωση επεμβάσεως στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, προκειμένου να άρει τα παράνομα αποτελέσματα που προκάλεσε η τουρκική εισβολή και κατοχή το 1974, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα των ΗΕ.
  2. Γεωπολιτικά συνάδει με τα Δυτικά συμφέροντα, δεδομένου ότι τυχόν έμμεσος ή άμεσος έλεγχος της Κύπρου από την αυτονομημένη και επαμφοτερίζουσα Τουρκία, αποσταθεροποιεί την ευρύτερη περιοχή της Α. Μεσογείου, θίγοντας επιπλέον ζωτικά συμφέροντα Δυτικότροπων κρατών της περιοχής όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
  3. Η Ελλάς και η Κύπρος ως ανεξάρτητα και ευνομούμενα κράτη οφείλουν να προασπίζουν τα εθνικά ζωτικά τους συμφέροντα, όταν μάλιστα αυτά παραβιάζονται κατά τρόπο προκλητικό, αυθαίρετο και πλήρως αντιτιθέμενο προς θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

 

Η λύση «απελευθέρωση της Κύπρου» δεν είναι απλή. Εδάφη που έχουν κατακτηθεί στρατιωτικά δεν ανακτώνται με ακαδημαϊκή, νομική ή διεθνολογική επίκληση παραγράφων και εδαφίων του Διεθνούς Δικαίου και ψηφισμάτων του ΟΗΕ αλλά μόνο με στρατιωτική απάντηση. Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι ουδέν ξένο κράτος ή Διεθνής Οργανισμός πρόκειται να συνδράμει στρατιωτικά (στα πρώτα τουλάχιστον στάδια) το εθνικό αυτό εγχείρημα το οποίο θα πρέπει να στηριχθεί εξ ολοκλήρου στην αυτοβοήθεια.

 

Η ανωτέρω λύση δεν βασίζεται σε ουτοπικό, φιλοπόλεμο υπερπατριωτισμό συνοδευόμενο από ημέτερη στρατιωτική πρωτοβουλία αλλά στην διαπίστωση ότι βάσει των εκτός Διεθνούς Δικαίου τουρκικών επεκτατικών επιδιώξεων (Κύπρος, Θράκη, Αιγαίο, Γαλάζια Πατρίδα, Γκρίζες ζώνες, θαλάσσιες ζώνες κ.λπ.) οι ελληνοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίζονται εμφανώς ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (η ζημία του ενός καθίσταται κέρδος του άλλου) με ανυπαρξία λύσεων τύπου win-win. Όσο ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας παραμένει αμετάβλητος, η πιθανότητα μίας στρατιωτικής αναμετρήσεως δεν είναι αμελητέα, εκτός εάν ο ελληνισμός έχει επιλέξει εκ προοιμίου τον κατευνασμό, με αναίμακτη σταδιακή εκχώρηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων (ο κατευνασμός απλώς μεταθέτει χρονικά την σύγκρουση ή ενισχύει την δορυφοροποίηση). Η πραγματικότητα αυτή πρέπει να εμπεδωθεί από την ελληνική και κυπριακή κοινωνία και η πιθανότητα στρατιωτικής συγκρούσεως να γίνει αποδεκτή ως μια δυσάρεστη αλλά ενδεχόμενη εξέλιξη. Η σύγκρουση αυτή δυνατόν να λάβει χώρα στο πλαίσιο αντιμετωπίσεως μίας επεκτατικής τουρκικής ενέργειας στην Κύπρο ή μίας τουρκικής απόπειρας δημιουργίας τετελεσμένων ανά την ελλαδική επικράτεια. Μία τέτοια συγκυρία θα πρέπει να βρει Ελλάδα και Κύπρο έτοιμες στρατιωτικά, διαφορετικά η επιθυμητή  «απελευθέρωση της Κύπρου» πιθανόν να έχει αντίστροφα και μοιραία αποτελέσματα.

 

Η «απελευθέρωση της Κύπρου», απαιτεί τις ακόλουθες στρατιωτικές προϋποθέσεις δυνατοτήτων, οι οποίες θα πρέπει να ισχύουν ταυτόχρονα:

 

  1. Οι κυπριακές και ελλαδικές δυνάμεις επί της νήσου δύνανται να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις αντίστοιχες εχθρικές.
  2. Η αεροναυτική ισχύς Ελλάδος και Κύπρου δύναται να απαγορεύσει την ενίσχυση της Κύπρου με εχθρικό στρατιωτικό προσωπικό και υλικό.
  3. Οι ελληνικές ΕΔ αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις τουρκικές ΕΔ, σε ολόκληρη την επικράτεια και εξουδετερώνουν τον σχεδιασμό τους.
  4. Οι ελληνικές ΕΔ επιτηρούν αξιόπιστα τα βόρεια σύνορα της χώρας και αντιμετωπίζουν επιτυχώς κάθε σχετικό θέμα ασφαλείας.

 

Οι ανωτέρω προϋποθέσεις αποτελούν και ένα ακριβές κριτήριο ελέγχου (selftest) των απαιτουμένων δυνατοτήτων των ΕΔ Ελλάδος και Κύπρου (ποσοτική και ποιοτική επάρκεια σε μονάδες, συστήματα, υλικό, προσωπικό, υποστήριξη, Δομή Διοικήσεως, τεχνολογία, εκπαιδευμένη εφεδρεία κ.λπ.), προκειμένου να αποφεύγονται οι «βολικές» αοριστολογίες (π.χ. διαθέτουμε ισχυρές ΕΔ, διαθέτουμε αποτρεπτικές ΕΔ κ.λπ.) οι οποίες απλώς συγκαλύπτουν σοβαρές πολιτικές παραλήψεις και αντιλήψεις ετών. Επισημαίνεται ότι ακόμη και η σχετική πλήρωση των προϋποθέσεων αυτών δεν εγγυάται εκ των προτέρων την νίκη αλλά θέτει την βάση μίας νίκης με αποδεκτό βαθμό ρίσκου. Η ταχεία υλοποίηση των ανωτέρω στρατιωτικών προϋποθέσεων, η οποία χρήζει ειδικής αναλύσεως, απαιτεί τολμηρές και έξυπνες τομές ( για επιχειρήσεις του αύριο και όχι του χθες) και επιβάλλει στενή σύμπραξη Ελλάδος και Κύπρου, εκ νέου ενεργοποίηση στον κατάλληλο χρόνο του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος Ελλάδος και Κύπρου, κατάλληλη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, τεχνολογική αμυντική αξιοποίηση των συμμάχων κ.λπ..

 

Βάσει των προϋποθέσεων/κριτηρίων αυτών καθίσταται δυσχερής η αιτιολόγηση της μειώσεως της θητείας στην Κύπρο (αντί να στρατεύονται και οι γυναίκες) ή της αγοράς  μερικών περιπολικών σκαφών (50 σχεδόν έτη μετά την εισβολή) ή μερικών  μόλις UAV’s κ.λπ.. Αντιστοίχως η Ελλάς με την προβληματική αμυντική βιομηχανία, όφειλε να έχει αναδείξει σε θεμελιώδη πυλώνα αναπτύξεως την αμυντική τεχνολογία και να μην έπεται των γεγονότων ψάχνοντας ακόμη για τις Φρεγάτες που θα αντικαταστήσουν στο τέλος της δεκαετίας τις υπέργηρες Φρεγάτες τύπου «ΕΛΛΗ». Εκφράσεις του τύπου «θα το ρισκάρουμε» (ή αντιστοίχως στην Κύπρο «ευτυχώς που δεν είμαστε εξοπλισμένοι») καταδεικνύουν δυστυχώς την απόσταση που χωρίζει την πολιτική βούληση από την γεωπολιτική πραγματικότητα.

 

Έως ότου εκπληρωθούν με ταχείες διαδικασίες οι ανωτέρω στρατιωτικές προϋποθέσεις, η Ελλάς, κερδίζοντας χρόνο, δύναται να αποφύγει το διεθνές «blame game» παραμένοντας στην λύση της ΔΔΟ – υπό την αμυδρή ελπίδα μιας τουρκικής συμπλεύσεως με το Διεθνές Δίκαιο -αλλά υπό τις αδιαπραγμάτευτες και νόμιμες «κόκκινες γραμμές» που προαναφέρθηκαν και οι οποίες με βεβαιότητα αναμένεται ότι θα απορριφθούν από την τουρκική πλευρά.

 

Η εξωτερική εξισορρόπηση μέσω πλέγματος στρατηγικών συνεργασιών και συμμαχιών ενισχύει ιδιαίτερα τον ελληνισμό Ελλάδος και Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό κρίνονται ως απόλυτα θετικές οι στρατηγικού επιπέδου σχέσεις Ελλάδος και ΗΠΑ, οι στρατηγικές συνεργασίες Ελλάδος και Κύπρου με την Γαλλία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα ΗΑΕ, την Σ. Αραβία κ.λπ. Οι εν λόγω σχέσεις και συνεργασίες θα πρέπει να διευρυνθούν περαιτέρω με έμφαση στην αμυντική τεχνολογία, τεχνογνωσία, αμυντική βιομηχανία και ει δυνατόν σε αμοιβαία αμυντική συνδρομή. Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αξιοποιηθεί κατάλληλα και η ελληνική ομογένεια.  Ταυτόχρονα η Ελλάς και η Κύπρος θα πρέπει να αξιοποιήσουν στο έπακρο την ιδιότητά τους ως μέλη της ΕΕ απαιτώντας την ενεργό συμμετοχή της στις σχετικές διαπραγματεύσεις και συνδέοντας το Κυπριακό με την Ευρωτουρκική ατζέντα.  Επιπλέον η Ελλάς να εμπλακεί δυναμικά στις εξελίξεις της Λιβύης και των Βαλκανίων. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι γνωστά τα όρια συνδρομής των συμμάχων και διεθνών συνεργατών. Η ιστορική εμπειρία δεν επιτρέπει να επενδύονται υπέρμετρες και επισφαλείς ελπίδες σε «από μηχανής Θεούς», σε βάρος της αυτοβοήθειας. Εξ άλλου η κατά το δυνατόν αμυντική αυτονομία, προσδίδει στην χώρα ειδικό βάρος στο πλαίσιο των συμμαχιών της και επηρεάζει ανάλογα την στάση των συμμάχων.

 

Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η προτεινόμενη λύση «απελευθέρωση της Κύπρου» δεν υιοθετεί την πάσει θυσία στρατιωτική σύγκρουση αλλά την στρατιωτική ετοιμότητα ώστε όταν και εάν επέλθει μία συγκρουσιακή συγκυρία (ισχυρή πιθανότητα), η Ελλάς να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα και να μην συνεχίσει την πρακτική των μνημοσύνων για «χαμένες πατρίδες», καθ’ όσον δεν έχει πλέον την πολυτέλεια περαιτέρω εθνικής συρρικνώσεως. Εξ άλλου οι στρατιωτικές προϋποθέσεις δυνατοτήτων που ετέθησαν ανωτέρω λειτουργούν ταυτοχρόνως αποτρεπτικά απομακρύνοντας μία στρατιωτική σύγκρουση και προσδίδοντας αξιοπιστία και ισοτιμία στην διπλωματία μας ώστε να διαπραγματευθεί άνευ πιέσεων. Πάντα η Ελλάς θα προσβλέπει σε μία πραγματικά βιώσιμη λύση του Κυπριακού, ως αποτέλεσμα καλόπιστων διαπραγματεύσεων αλλά συγχρόνως θα πρέπει να έχει την διπλωματική ετοιμότητα, την στρατιωτική δυνατότητα και κυρίως την πολιτική βούληση, να εκμεταλλευθεί τα εκάστοτε «στρατηγικά παράθυρα ευκαιρίας».

 

Η γεωπολιτική αξία της Κύπρου είναι καθοριστικής σημασίας για την Ελλάδα. Η υποχρέωση προασπίσεως της Κύπρου ενέχει πατριωτική, ηθική, νομική και ρεαλιστική διάσταση. Οι πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις στην Κύπρο δεσμεύουν το σύνολο των εξελίξεων στον Ελλαδικό χώρο. Άμεση ή έμμεση απώλεια της Κύπρου ισοδυναμεί με δεύτερη Μικρασιατική καταστροφή. Εάν Ελλάς και Κύπρος επιθυμούν ευνοϊκή λύση κυπριακού, πληρούσα τα εθνικά ζωτικά συμφέροντα, θα πρέπει οι πολιτικές ηγεσίες διαπνεόμενες από το ρητό «Κυβερνάν εστί προβλέπειν», να συμφωνήσουν διακομματικά το «δέον γενέσθαι», παρακάμπτοντας έτσι το όποιο πολιτικό κόστος. Η λύση αυτή περνά μέσα από την εκπλήρωση των προαναφερθέντων στρατιωτικών προϋποθέσεων τις οποίες η γεωγραφία και η σύγχρονη τεχνολογία καθιστούν εφικτές. Οιαδήποτε άλλη εκδοχή επιλογών, απαλλαγμένη από εξωραϊστικά περιτυλίγματα, οδηγεί δυστυχώς σε  δυσοίωνες προοπτικές οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση καταλήγουν σε προσωρινή βιωσιμότητα υψηλού ρίσκου και στην χειρότερη περίπτωση σε εθνική συρρίκνωση. Οι αποφάσεις ανήκουν στις πολιτικές ηγεσίες αλλά και στον ελληνικό και κυπριακό λαό.

 

                                                              14 – Ιουνίου – 2021

 

                                                Αντιναύαρχος ε.α. Β. Μαρτζούκος ΠΝ

 

                                                           Επίτιμος Διοικητής ΣΝΔ

 

                                                            Αντιπρόεδρος ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση