Βαλκάνια, η γνωστή πυριτιδαποθήκη
Η πρόσφατη (17-12-12) συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος και Βουλγαρίας, με την υπογραφή αριθμού Συμφωνιών σε πολλούς τομείς (ασφαλείας, ενέργειας, μεταφορών, τουρισμού, υγείας κ.α.) έδοσε αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν.
Η συνάντηση αυτή έχει την ιστορία της, που ξεκίνησε από το 1992 και δεν είναι του παρόντος η αναφορά της. Αυτό που ενδιαφέρει είναι, αν η όλη προσέγγιση Ελλάδος και Βουλγαρίας θα μπορούσε να χαιρετισθεί σαν μία καλή προσπάθεια συνεργασίας και πέραν αυτής, σαν ένα βήμα προς την κατεύθυνση της συνεννόησης μεταξύ των βαλκανικών κρατών, σε ένα πνεύμα λήθης του κακού παρελθόντος και ενατένισης του μέλλοντός των. Αλήθεια, ένα όραμα βαλκανικό κατά πόσον είναι εφικτό, η μήπως εμπίπτει στο χώρο της ουτοπίας ?
Ο χώρος της Βαλκανικής φέρει από μακρού χρόνου την προσωνυμία της «πυριτιδαποθήκης», όχι αδίκως, αφού συχνά οι εκρήξεις της στο παρελθόν συνετάραξαν τη χερσόνησο.Τα βαλκανικά κράτη επετύγχαναν κατά καιρούς προσωρινές μεταξύ τους συμφωνίες, η και συμμαχίες, όπως π.χ. στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, όμως συχνότερες ήσαν οι μεταξύ τους προστριβές. Σ΄αυτές συνέβαλαν και οι επιδιώξεις των εκάστοτε μεγάλων δυνάμεων στο βαλκανικό χώρο, που κατά κανόνα ήσαν αντιτιθέμενες.Η εικόνα των Βαλκανίων την εποχή του ψυχρού πολέμου και έως την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, δίνει το μέτρο διείσδυσης και επιρροής των ξένων στα βαλκανικά πράγματα, αλλά και το μωσαίκό προσανατολισμών των βαλκανικών κρατών (ΝΑΤΟ, Σ.Βαρσοβίας, Κίνα, Τρίτος Κόσμος, σε αντιστοιχία με τα κράτη Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία, Αλβανία, Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία).
Ποτέ στην ιστορία των Βαλκανίων, οι ίδιοι οι Βαλκάνιοι, δεν προδιέγραφαν και διηύθυναν τα του οίκου των, ανεπιρρέαστοι από πολιτικά συστήματα και ξένες πιέσεις. Μία «Βαλκανική Συνεννόηση» με τη συμμετοχή όλων των κρατών, προς επιδίωξη από κοινού του συμφέροντος των βαλκανικών λαών, δεν ελειτούργησε ποτέ στην πράξη.Κατά καιρούς έλαβαν χώρα πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση επίτευξης μιάς συνεργασίας (Συνεννόησης, Συμφώνου, Ένωσης …), όπως αυτή του 1934 (Entente Balcanique) μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας, η του 1942 μεταξύ των εξορίστων κυβερνήσεων Ελλάδος και Γιουγκοσλαβίας, η του 1954 μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας και τέλος, η του 1976, όταν με πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή συνήλθε στην Αθήνα μία διάσκεψη με συμμετοχή των Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Οι διαφορετικοί πολιτικοί προσανα- τολισμοί των κρατών, ο έντονος εθνικισμός τους και οι μεταξύ τους ιστορικές διαφορές, κυρίως εδαφοεθνολογικές, δεν άφηναν τις όποιες πρωτοβουλίες να ευδοκιμήσουν.Όλα τα κράτη έχουν τις «μεγάλες ιδέες» τους, το ένα εις βάρος του άλλου, ενώ ο χώρος είναι μικρός για να ικανοποιηθούν όλες.
Ο Πολωνός ιστορικός Γκέρεμεκ γράφει κάπου ότι…«η τραγωδία των Βαλκανίων είναι ότι, παράγουν περισσότερη ιστορία από όση μπορούν να καταναλώσουν». Προφανώς εννοεί ότι, υπάρχει μεγάλη δραστηριότητα στο χώρο, τόση, ώστε να μη αφήνει περιθώρια παγίωσης μιάς κατάστασης και εξεύρεσης ενός modus vivendi που θα μπορούσε να φέρει διαρκή ειρήνη στο χώρο. Και όμως, η περίοδος μετά τη λήξη του Β .ΠΠ ήτο αρκετά μακρά, ώστε να προσφέρεται σαν μία ευκαιρία ειρήνης, έστω και ειρήνης του τρόμου, (για το σύνολον του ευρωπαϊκού χώρου), η οποία με προϋπόθεση την καλή θέληση όλων των βαλκάνιων θα παγίωνε ένα status quο στη Βαλκανική, με τις διαφορές, τις υποψίες και τις δυσπιστίες στο χρονοντούλαπο της ιστορίας για πάντα.
Όμως ήλθε η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και ακολούθησαν τα γεγονότα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, οι πόλεμοι και οι επεμβάσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών στο χώρο, έτσι ώστε η «πυριτιδαποθήκη» να επαληθευθεί για ακόμα μία φορά.Η επιβληθείσα κατάσταση μέσα από τη Συμφωνία Ντέϊτον (1995)….επέτυχε μία επίφαση ησυχίας σταματώντας τις εχθροπραξίες στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όμως τίποτε δεν εγγυάται τη διάρκειά της. Νοτιότερα, το ζήτημα του Κοσόβου δεν έχει βρεί ακόμα την οριστική λύση του και μπορεί να αναφλεγεί ανά πάσα στιγμή.
Επανερχόμενοι σ΄αυτό που αναφέραμε στην αρχή, δηλ. την πρόσφατη προσέγγιση Ελλάδος και Βουλγαρίας και την υπογραφή σειράς συμφωνιών, σαν ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της συνεργασίας μεταξύ όλων των βαλκανικών κρατών, μέσα σε ένα πνεύμα λήθης του παρελθόντος και ενατένισης του μέλλοντος, απογοητεύεται κανείς διαβάζοντας σχεδόν ταυτόχρονα τις δηλώσεις του Αλβανού πρωθυπουργού κ.Μπερίσα για την μεγάλη Αλβανία και τις εδαφικές βλέψεις σε γειτονικά της κράτη, την λαθροχειρία στα ποσοστά των χριστιανών της Αλβανίας κατά τήν πρόσφατη απογραφή και τον άκρατο επιθετικό εθνικισμό που συνεχώς αυξάνεται στη χώρα αυτή.
Στο ίδιο εθνικιστικό παραλήρημα και το νεοσύστατο κράτος των Σκοπίων, με αλυτρωτικές βλέψεις εις βάρος των γειτόνων του. Με θρασύτητα και ληστρική διάθεση κατά των ιερών και οσίων της ιστορίας του γείτονος, τορπιλίζει τη σταθερότητα της περιοχής, αρνούμενο να συμβάλει σε μία προοπτική ησυχίας και γαλήνης στον βασανισμένο χώρο των Βαλκανίων. Και στα δύο κράτη (Αλβανία, ΠΓΔΜ) η νεολαία διδάσκεται από τα σχολικά βιβλία για τη Μεγάλη Αλβανία (Φυσική Αλβανία) και τη Μεγάλη Μακεδονία (Μακεδονία του Αιγαίου), με φυσικό επακόλουθο οι νέες γενιές εισερχόμενες στο πολιτικό γίγνεσθαι των χωρών τους, να είναι φορτισμένες με αντιπαραγωγικές ιδέες και αισθήματα ως προς ένα βαλκανικό όραμα.
Στον ίδιο χρόνο, η επίσκεψη του κ. Νταβούτογλου, Υπ.Εξωτερικών της Τουρκίας, στα Σκόπια, που τα αισθάνεται σαν δεύτερο σπίτι του, όπως εδήλωσε, η συνταύτισή του με την πολιτική Γκρούεφσκι και η παροχή πολεμικού υλικού στην Π.Γ.Δ.Μ. μόνο κατευναστική και εποικοδομητική πολιτική δεν συνιστά.Η Τουρκία, μετέχουσα των Βαλκανίων χάρη στην Ανατολική Θράκη, θα μπορούσε να είναι σταθεροποιητικός και συντονιστικός παράγων προς την αναφερθείσα κατεύθυνση για το σύνολο της Βαλκανικής.Εντούτοις δεν έχει δόσει μέχρι τούδε τέτοια δείγματα, τουναντίον θεωρεί εαυτήν προστάτιδα των μουσουλμανικών θυλάκων των Βαλκανίων, κτίζει και χρηματοδοτεί τη λειτουργία μουσουλμανικών σχολείων και διενεργεί προπαγάνδα και προβαίνει σε ενέργειες που πολύ καλά γνωρίζουμε από τα συμβαίνοντα στην Ελληνική Θράκη. Πρόσθετα, ο πρωθυπουργός της κ. Ερντογάν δεν αφήνει ευκαιρία να μη επιτεθεί φραστικά κατά της Ελλάδος, τελευταίως λέγοντας με ειρωνική διάθεση, ότι, η Χώρα μας λόγω οικονομικής κρίσεως, έφθασε να πωλεί κάποια νησιά της.Προβάλλει διεκδικήσεις παράλογες εις βάρος της Ελλάδος, αντιβαίνουσες πρός το Διεθνές Δίκαιον και διατηρεί από ετών τo “casus belli” έναντι νομίμου δικαιώματος της Χώρας μας, που αφορά στην επέκταση των χωρικών υδάτων της.
Η μεγάλη πρόκληση της ευρωπαϊκής προοπτικής των ως άνω χωρών φαίνεται ότι απασχολεί ελάχιστα τις ηγεσίες τους.Και όμως η ευκαιρία αυτή, της ένταξης στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, θα μπορούσε να γίνει ο καταλύτης μιάς ευνομουμένης και εύτακτης Βαλκανικής. Τουρκία, Αλβανία, Π.Γ.Δ.Μ. επιδιώκουν την ένταξή τους, αλλά δεν ασπάζονται και το ευρωπαϊκό κεκτημένο ως προς τη συμπεριφορά τους και κυρίως ως προς τους όρους καλής γειτονίας με τα όμορα τους κράτη. Η ίδια κατάσταση και ως πρός τη συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ, ενώ είναι πρόδηλον ότι οι δύο αυτοί θεσμοί ( Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) θα εξασφάλιζαν ένα κλίμα σταθερότητος και ασφαλείας στο χώρο, απαραίτητες προϋποθέσεις για την από κοινού προώθηση των συμφερόντων και της ευημερίας των Βαλκανικών λαών.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της αναμφισβήτητης Στρατηγικής Αξίας της Βαλκανικής χερσονήσου, ως συνόλου, παραμένει έτσι αναξιοποίητο. Καίτοι στις ημέρες μας, η αξία αυτή έχει λάβει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, διότι ο χώρος συνδέει την Ε.Ε. με τα συμβαίνοντα στην Ανατολική Μεσόγειο και στον Αραβικό Κόσμο και είναι αυτός μέσω του οποίου θα καλύπτει (η Ε.Ε.) σε μεγάλο βαθμό τις ενεργειακές ανάγκες της.Αλλά και ευρύτερα αν δούμε το θέμα της στρατηγικής αξίας, η Βαλκανική, τοποθετημένη μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, διαχωρίζει η και ενώνει τις δύο ηπείρους και με τις ακτές της στην Αδριατική, τη Μεσόγειο, το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα διαθέτει θαλάσσιες εξόδους ανεκτίμητης αξίας.Το κλίμα της, η εύφορη γή της, ο ορυκτός πλούτος της, τα αξιοθέατά της, η πολιτιστική κληρονομιά της συμβάλλουν μεγάλως στη σημασία της.Σαν παράδειγμα της στρατηγικής αξίας της αναφέρεται η γνώμη της απόβασης των συμμάχων στα Βαλκάνια, αντί της Ιταλίας, κατά το Β.ΠΠ, που αν είχε υιοθετηθεί, οι σύμμαχοι θα είχαν βρεθεί πολύ ενωρίτερα στην καρδιά της Ευρώπης, με ποικίλες ευνοϊκές συνέπειες υπέρ αυτών, αλλά και για την ίδια τη Βαλκανική.
Η γαλλική Le Monde, την εποχή της σύγκρουσης στη Βοσνία-Ερζεγβίνη (1993), έγραψε… «από την εποχή της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι επεμβάσεις των Μεγ. Δυνάμεων στα Βαλκάνια απεδείχθησαν εξίσου ολέθριες, όσο και οι τοπικές διαφωνίες. Είναι πολύ εύκολο να καταλογίζονται όλες οι ευθύνες των συγκρούσεων στα πάθη και στους παραλογισμούς των τοπικών λαών.Οι τελευταίοι συχνά είχαν το συναίσθημα ότι, δεν είναι παρά πιόνια σε μια μεγάλη σκακιέρα, όπου τα σύνορα χαράσσονται και αναχαράσσονται σύμφωνα περισσότερο με τα συμφέροντα των Μεγ. Δυνάμεων παρά με τις θελήσεις των τοπικών λαών».Τα σύνορα είναι το κλειδί του όλου ζητήματος, διότι όλοι έχουν βλέψεις πέραν αυτών. Ας τα θεωρήσουν παγιωμένα δια παντός και οι βλέψεις ας στραφούν προς την ειρηνική συμβίωση, την πρόοδο και την ευημερία των λαών της Βαλκανικής, την από κοινού διεύθυνση των του οίκου των (του βαλκανικού οίκου).Αξίζει μία τέτοια πρωτοβουλία, πρώτο βήμα της οποίας μπορεί να θεωρηθεί η πρόσφατη προσέγγιση Ελλάδος-Βουλγαρίας. Ένα σχήμα Βαλκανικής Οντότητος (Ένωσης, Συμμαχίας … η ότι άλλο) ανεξαρτήτων κρατών σε ομόνοια, θα μπορούσε από κοινού να υπηρετήσει καλλίτερα τα συμφέροντα των βαλκανικών λαών. Έχουν γνώση της ιστορίας των οι βαλκάνιοι και έχουν αρκετά ωριμάσει πολιτικά, ώστε να αξιοποιήσουν και τα εξ αυτής παθήματα και τα μαθήματα.
Τα μείζονα κράτη της Βαλκανικής, πολιτικά ωριμότερα, πρέπει να συναινέσουν προς την διατυπωθείσα κατεύθυνση.Τα μικρότερα εξ αυτών και τα ολιγότερον ώριμα, δεν θα έχουν άλλες επιλογές και θα ακολουθήσουν, έστω εξ ανάγκης.