ΤΟΥΡΚΙΑ-ΕΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΒΕΤΟ Παναγιώτης Ήφαιστος[1]

ΤΟΥΡΚΙΑ-ΕΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΒΕΤΟ

Παναγιώτης Ήφαιστος[1]

Προϋπόθεση για να μην θέσει η Κύπρος βέτο στην έναρξη των διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Τουρκία είναι –ή πρέπει να είναι–, η Άγκυρα να δεσμευτεί σε μια πορεία βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος. Η πρώτη ευκαιρία είναι στις 17 Δεκεμβρίου 2004 και η επόμενη πολύ αργά, σε 10-15 ή και περισσότερα χρόνια εάν και όταν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις. Για να γίνουν κατανοητές οι ευκαιρίες, οι κίνδυνοι και οι δυνατότητες είναι αναγκαίο αφενός να αναφερθούν συντομογραφικά οι πέντε θεμελιώδεις αρχές μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού και αφετέρου να ανατρέξουμε στους διαμορφωτικούς παράγοντες της σημερινής συγκυρίας. Οι πέντε απαράβατες αρχές είναι οι εξής: 1ον) Η λύση να διασφαλίζει τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (πλειοψηφικές αποφάσεις στην βάση της αρχής ένα άτομο μια ψήφος). 2ον) Άμεση άσκηση λαϊκής κυριαρχίας (έλεγχος της εξουσίας από μια αδιαίρετη κυπριακή κοινωνία, διαρκείς έλεγχοι και εξισορροπήσεις). 3ον) Αποκλεισμός ρυθμίσεων που δεσμεύουν ή περιορίζουν την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας (αποκλεισμός παρουσίας ξένων στρατευμάτων, αποκλεισμός παρουσίας «ξένων δικαστών», τερματισμό του εγκλήματος πολέμου του εποικισμού). 4ον) Απόλυτη τήρηση των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως περιγράφονται στην επώνυμη Χάρτα και όπως απαιτούν οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις). 5ον) Άμυνα-Ασφάλεια: Εάν συμφωνηθεί αποστρατικοποίηση να συνοδευτεί από αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων και ει δυνατό να ληφθεί σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Τα πιο πάνω, υποστηρίχθηκε πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, εκπληρώνονται αυτομάτως εάν η Κυπριακή Δημοκρατία ενταχθεί στην ΕΕ οπότε και αυτομάτως επεκτείνεται στην Κύπρο ο κοινοτικός πολιτικός και νομικός πολιτισμός: ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, κράτος δικαίου, θεσμοθετημένοι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις, σεβασμός του διεθνούς δικαίου και τήρηση των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή δεν ήταν μια ιδεαλιστική τοποθέτηση αλλά μια πρόταση που δημιουργούσε ένα συνολικό και «κλειστό» σύστημα ρεαλιστικών ιδεών συμβατών με το υπόλοιπο διακρατικό σύστημα και κυρίως με την ιδιότητα του πλήρους μέλους της ΕΕ. Ακριβώς, η πορεία αυτή, με πρακτικό και αποτελεσματικό τρόπο που ταυτόχρονα δεν αντιβαίνει στα καλώς νοούμενα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων αναιρεί ή προσαρμόζει στο διεθνές δίκαιο τις συμφωνίες του 1977 και του 1979 τις οποίες η ελληνική πλευρά είχε δεχθεί απρόθυμα και υπό συνθήκες πολιτικοστρατιωτικού εκβιασμού.

Αναπόδραστα, λόγω ελληνικής αδυναμίας, οι συμφωνίες αυτές οδήγησαν –όπως έδειξε τελικά το περιβόητο σχέδιο Αναν– σε συζητήσεις που κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επέβαλλαν ως νέο διακρατικό καθεστώς τα τελεσμένα της εισβολής του 1974. Είναι γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους που προς το τέλος της δεκαετίας του 1980 η πρόταση υποβολής αίτησης ένταξης συνοδεύτηκε με θέσεις υπέρ της αμυντικής θωράκισης της Κύπρου και της Ελλάδας και υπέρ της δρομολόγησης ενός «οδικού χάρτη» που θα συμπεριλάμβανε στρατηγικού χαρακτήρα διπλωματικές διεργασίες στο τρίγωνο Ελλάδα, Κύπρος – Τουρκία – Ευρώπη, ΗΠΑ. Ο άξονας γύρω από τον οποίο θα περιστρεφόταν η στρατηγική μας, υποστηρίχθηκε ορθά τότε, έπρεπε να είναι 1ον) ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ ανεξαρτήτως λύσης, 2ον) προσχώρηση των τουρκοκυπρίων στην ιδέα μιας ενιαίας ευρωπαϊκής Κυπριακής Δημοκρατίας και 3ον) αποδοχή εκ μέρους της Άγκυρας της ιδέας ότι μια βιώσιμη λύση του κυπριακού στις πιο πάνω γραμμές εξυπηρετεί τα καλώς νοούμενα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας που θα μπορούσε έτσι να εισέλθει σε μια πορεία διαρκούς εναρμόνισής της με το πολιτικό κεκτημένο της ΕΕ, μεταξύ άλλων, με την αποδοχή των προνοιών για ειρηνική επίλυση των διαφορών στην βάση των Συνθηκών, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των συμβατικών προνοιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αυτή η στρατηγική, βεβαίως, ποτέ δεν έγινε κατανοητή από τους αιθεροβάμονες ή κακόπιστους στην ελληνική πλευρά –δηλαδή, όλο αυτό το κοσμοθεωρητικά ασθενές συνονθύλευμα διανοουμένων και πολιτικών το οποίο όλως περιέργως αποτελείτο από τα ίδια ακριβώς άτομα τα οποία διαδοχικά στράφηκαν με φανατισμό κατά της υποβολής αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ την περίοδο 1988-1992, κατά του ενιαίου αμυντικού χώρου και υπέρ του ανελεύθερου σχεδίου Αναν–, ήταν ότι εκπλήρωση των πιο πάνω ευγενών σκοπών δεν θα πετύχαινε με τις γραφικές επαναπροσεγγίσεις, με την ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων αισθητικού χαρακτήρα ή με τον κατευνασμό των επεκτατικών προθέσεων των τούρκων στρατοκρατών. Δεν κατάλαβαν ή υποκριτικά έκαναν πως δεν κατανοούσαν το γεγονός πως η εκπλήρωση των ευγενών και φιλειρηνικών σκοπών της ελληνικής στρατηγικής προϋπόθετε μια σιδερένια πολιτικοδιπλωματική προσπάθεια που θα συνοδευόταν από επαρκή αμυντική κάλυψη και συγκροτημένη διπλωματική εκστρατεία μακράς διάρκειας.

Ο καταστροφικός εκτροχιασμός του κυπριακού ουσιαστικά άρχισε με το περιβόητο άρθρο Πανταγιά το 2001 όταν εκφράστηκαν θέσεις οι οποίες αν δεν ήταν προϊόν πολιτικής υπουλότητας της τότε ανώτατης πολιτικής ηγεσίας ήταν σίγουρα προϊόν εγκληματικής πολιτικής επιπολαιότητας. Πιο συγκεκριμένα, για πρώτη φορά μετά το 1974 η ελληνική πλευρά βρέθηκε σε ισχυρή θέση που εξισορροπούσε διπλωματικά τα τετελεσμένα της εισβολής, επειδή ακριβώς ουσιαστικά συμφωνήθηκε η ένταξη της ολόκληρης της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεξαρτήτως λύσης, διακηρύχθηκε από όλους στην Ευρώπη ότι η Κύπρος δεν μπορεί να παραμείνει όμηρος των στρατοκρατών της Άγκυρας και στην συνέχεια καταγράφηκαν στην Πράξη Προσχώρησης οι μέθοδοι ενσωμάτωσης της Κύπρου στον κοινοτικό πολιτικό και νομικό κεκτημένο, γεγονός που κατ’ ουσία σήμαινε καταγραφή της τελικής λύσης του κυπριακού. Υπενθυμίζεται επίσης ότι πριν και μετά το επίμαχο αμφιλεγόμενο άρθρο Πανταγιά γίναμε μάρτυρες μιας εκστρατείας επιστημονικοφανών αναλύσεων υπέρ των τουρκικών θέσεων εκ μέρους σωρείας ελλήνων διανοουμένων οι οποίοι όλως περιέργως βρέθηκαν ξαφνικά σε θέση αριθμητικής υπεροχής στις επιφυλλίδες, στα δημοσιογραφικά πάνελ και στις βιβλιοκριτικές χαμηλής ποιότητας βιβλίων στα ένθετα των ελλαδικών εφημερίδων. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό πολλών διεστραμμένων πολιτικών εκλογικεύσεων και των ιδεολογικών επινοημάτων που τις συνόδευαν ήταν η θέση πως επειδή φταίει, δήθεν, η ελληνική πλευρά, θα πρέπει να «συμβιβαστούμε». Δηλαδή, επειδή τις τελευταίες δεκαετίες οι έλληνες δεν ήσαν αρκετά ισχυροί να διασφαλίσουν την ελευθερία τους κατά της επεκτατικής Τουρκίας και ιμπεριαλιστικής Βρετανίας και επειδή γι’ αυτό, δήθεν, φταίνε, θα πρέπει να δεχθούν την παντοτινή καταστολή της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Είναι κοινώς γνωστό πλέον ότι η πλειονότητα της τότε ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και των διανοουμένων όχι μόνο αδράνησαν αλλά ενίοτε συνέπραξαν στην εκκόλαψη του σχεδίου του οποίου αρχιτέκτων ήταν ο Λόρδος Χάνευ, συγγραφέας ο πολιτικά ανεξέλεγκτος ντε Σότο και εισηγητής ο Κόφι Αναν.

Η εκδήλωση αυτού του σχεδίου και οι επί τριετία ασφυκτικές πιέσεις των αγλλοαμερικανών να το επιβάλουν δεν ήταν χωρίς συνέπειες. Ουσιαστικά ακυρώθηκαν τα βασικά ερείσματα της στρατηγικής μας επειδή αφενός σκανδάλισε τους τουρκοκύπριους προσφέροντάς τους καταχρηστικές εξουσίες και δελεαστικά υλικά οφέλη και αφετέρου απάλλαξε πολιτικά την Τουρκία από τα διεθνή εγκλήματα της εισβολής, της κατοχής ξένων εδαφών και του εποικισμού. Επίσης, επειδή το τελικό σχέδιο Αναν ουσιαστικά εξαιρούσε την Κύπρο από τα βασικά στοιχεία της ιδιότητας του πλήρους μέλους της ΕΕ, ακύρωνε τις δυνατότητες που διάνοιγε το γεγονός της ένταξης. Σε κάθε περίπτωση, σε μια κρίσιμη συγκυρία όταν η ένταξη ήταν πλέον γεγονός εμπόδισε πρωτοβουλίες για ορθολογιστικές διαπραγματεύσεις που θα μετέτρεπαν την εισδοχή της Κύπρου στην ΕΕ σε αφετηρία για διαδικασίες βιώσιμης λύσης του κυπριακού. Το ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας τον Απρίλιο 2004 διέσωσε προσωρινά την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή την συλλογική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των κυπρίων, και επέτρεψε στην Κύπρο να καταστεί πλήρες και ισότιμο μέλος της ΕΕ. Ταυτόχρονα, το ΟΧΙ άφησε κάποια περιθώρια τον ερχόμενο Δεκέμβριο στο Συμβούλιο της ΕΕ να επανέλθουμε σε τροχιά αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας, δηλαδή την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και την εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης σ’ ολόκληρη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως προβλέπει η Πράξη Προσχώρησης στην ΕΕ. Σχετικά με το τελευταίο σημείο και εις πείσμα του αμετροεπούς και στερημένου πολιτικής εντολής Επιτρόπου Φερχόυτεν, τονίζεται ότι συλλογική πολιτική θέση της ΕΕ εμπεριέχεται στην Πράξη Προσχώρησης και όχι στο σχέδιο Αναν το οποίο επιπλέον δεν έγινε αποδεκτό από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Μόνο στο πιο πάνω πλαίσιο μπορεί να υπάρξει διέξοδος και γι’ αυτό όλα τα υπόλοιπα έπονται και υποτάσσονται στην λογική μιας βιώσιμης λύσης. Η προαναφερθείσα πολιτική επιπολαιότητα ή ενίοτε και συνειδητή ταύτιση με τις ιμπεριαλιστικές ραδιουργίες μας έφερε σε μια δυσχερή θέση που αντιμετωπίζεται μόνο με ρηξικέλευθες στάσεις και αποφάσεις. Η τραγική θέση στην οποία έχουμε περιέλθει περιγράφεται ως εξής: Από την μια πλευρά οι έλληνες κύπριοι αν εμμείνουν σε μια βιώσιμη λύση ενδεχομένως δεν θα επανέλθουν σύντομα (ή και ποτέ) στις πατρογονικές τους εστίες. Θα συνεχίσουν εν τούτοις να είναι συλλογικά ελεύθεροι-ανεξάρτητοι και ευημερούντες ενώ θα παραμένουν λίγες έστω ελπίδες μελλοντικής βιώσιμης διεξόδου. Από την άλλη πλευρά αν οι κύπριοι υποκύψουν στους εκβιασμούς και δεχθούν τα δεσμά που ορίζει το αγγλικής έμπνευσης σχέδιο Αναν, θα τερματιστεί παντοτινά η συλλογική ελευθερία-ανεξαρτησία όλων των κυπρίων, θα υποταχθεί παντοτινά ο κυπριακός λαός στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Τουρκίας και της Βρετανίας, θα εκκολαφθούν μελλοντικές ελληνοτουρκικές διενέξεις και, επειδή μια πολιτικά αδύναμη ΕΕ θα εισέλθει σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με μια αναθεωρητική και υπεροπτική Τουρκία, θα αποτελέσει ενδεχομένως την αφετηρία πολιτικής ακύρωσης της ίδιας της ΕΕ, κάτι το οποίο, εξάλλου, αποτελεί πάγιο στόχο της βρετανικής διπλωματίας.

Η στρατηγική διεξόδου δεν μπορεί παρά να διέπεται από τέσσερις απαράβατες αρχές ή κριτήρια: 1ον) Η κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία αποκλείεται να δεχθεί οποιοδήποτε εσωτερικό καθεστώς που θα της στερεί αυτά που αποτελούν κεκτημένα όλων των υπόλοιπων συνεταίρων της στην ΕΕ. 2ον) Ως κυρίαρχο μέλος τους διεθνούς συστήματος εμμένει σ’ αυτό που για τρις δεκαετίες απαιτούσε: συμμόρφωση όλων των εμπλεκομένων με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. 3ον) Ως ισότιμο μέλος της ΕΕ η Κυπριακή Δημοκρατία αταλάντευτα απαιτεί συμμόρφωση των υποψηφίων μελών με τις αρχές του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της Ευρώπης και των υπολοίπων διεθνών συνθηκών. Οι τακτικοί χειρισμοί εκπλήρωσης αυτών των σκοπών είναι υπόθεση των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου που δεν έχουν την πολυτέλεια να αποτύχουν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ενδεχομένως να αλλάξει ο ρους της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας αν η πολιτικά παραπαίουσα ΕΕ αυτοχειριαστεί με το να δεχτεί διαπραγματεύσεις με ένα αναθεωρητικό κράτος, την Τουρκία, η οποία επιπλέον κατέχει έδαφος ενός μέλους της ΕΕ, της Κύπρου, την οποία εξάλλου αρνείται να αναγνωρίσει. Για να μην υπάρξει ανάγκη για ένα ακόμη αναπόφευκτο κυπριακό ΟΧΙ (βέτο) τον Δεκέμβριο, Αθήνα και Λευκωσία έχουν μερικές μόνο εβδομάδες να μεταπείσουν τους υπόλοιπους ευρωπαίους και την Άγκυρα για ένα νέο ξεκίνημα για μια βιώσιμη λύση.

——————————————————————————–

[1] Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο www.ifestos.edu.gr

Αφήστε μια απάντηση