1/7/2017. «Η εν σπουδή «επίλυση» του κυπριακού ως η έσχατη συλλογική μας αυταπάτη»
Τον Ιούλιο του 1974 οι εγκληματικές ενέργειες της κυβέρνησης των πραξικοπηματιών στην Αθήνα, οδήγησαν στις τραγικές εξελίξεις στην Κύπρο, επέφεραν την μεταπολίτευση στον Ελλαδικό χώρο και προσδιόρισαν έκτοτε, σε μεγάλο βαθμό, την Ελληνική εξωτερική πολιτική. Στην σημερινή συγκυρία ο τρόπος προσέγγισης της επίλυσης του κυπριακού προβλήματος αφορά εν πολλοίς και την πραγματική μας βούληση να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως πραγματικά ανεξάρτητη πολιτική οντότητα αρχικώς στην Κύπρο και μεταγενέστερα στην Ελλάδα. Το ερώτημα δεν έγκειται στην αμιγώς εδαφική ύπαρξη ελληνικού και κυπριακού κράτους αλλά στην δυνατότητα να λειτουργούν αμφότερα ως πραγματικά ανεξάρτητες χώρες.
Στο βιβλίο του ακαδημαϊκού, πρώην υπουργού εξωτερικών και τέως πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ahmet Davutoglou: «Το στρατηγικό Βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας» παρατίθεται εύληπτα ο τρόπος που προσεγγίζει η κυρίαρχη τουρκική πολιτική ελίτ το κυπριακό ζήτημα. Αρχικώς αναλύεται η γεωπολιτική σπουδαιότητα της Μεγαλονήσου και ακολούθως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Κύπρος δεν πληροί τα κριτήρια ώστε να εμπέσει στην κατηγορία των χώρων στις οποίες δύναται να εφαρμοστεί το περιβόητο, πλέον, δόγμα των «μηδενικών προβλημάτων». Ο βασικός άξονας της συγκεκριμένης προσέγγισης συνιστάται, στην αποδοχή από τις όμορες της Τουρκίας χώρες, των κεντρικών στρατηγικών επιλογών της Άγκυρας, με αντάλλαγμα ειρηνικές διμερείς σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα και προς επίρρωσιν των προαναφερθέντων, στο υποκεφάλαιο «Ο στρατηγικός γόρδιος της Τουρκίας: Η Κύπρος» (σελ:274-282), αναφέρεται πως: ”μια ανεξάρτητη Κύπρος μειώνει το γεωστρατηγικό βάθος της Τουρκίας”, από την οποία απαιτείται, κατ’ ελάχιστον, έλεγχος του τμήματος που κατέχεται με την εισβολή του 1974. Με βάση την εν λόγω θέση, πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι οποιαδήποτε απόπειρα επίλυσης του Κυπριακού, η οποία θα αποστερεί την τουρκική δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης, δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή από την Άγκυρα. Ενδεικτικό είναι το παράθεμα, όπου ο Τούρκος πανεπιστημιακός και πολιτικός διαπιστώνει: “Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας μουσουλμάνος τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να έχει ένα κυπριακό ζήτημα”. (σελ: 279)
Οι, έστω και επιστημονικά επιλήψιμες, γεωπολιτικές αναλύσεις του Davutoglou, οι οποίες υιοθετήθηκαν ως υλοποιήσιμες πολιτικές, καταδεικνύουν την επιθυμία της Τουρκικής κοινωνίας να διευρύνει με κάθε μέσο και προς κάθε κατεύθυνση την επιρροή της στο περιφερειακό υποσύστημα. Αντιθέτως, στην Αθήνα και την Λευκωσία, εμφανίζονται ως κυρίαρχες θέσεις που επιθυμούν διακαώς την «επίλυση» εκκρεμών ζητημάτων, ένα εκ των οποίων είναι το Κυπριακό, επ’ ωφελεία των κοινωνιών, δίχως όμως να δύνανται να προσδιορίσουν και διευθετήσουν όλες τις πτυχές του ζητήματος. Επί της ουσίας, όπως καταμαρτυρεί και ο χειρισμός της δημοσιονομικής κρίσης, ζητούμε από του εταίρους, συμμάχους και εχθρούς να συμμεριστούν την αυτοκατανόησή μας πιστεύοντας, εσφαλμένα, πως οσημέραι θα αποτελέσει και δική τους συνείδηση.
Σχετικά με τον χαρακτήρα θεσμικής συγκρότησης της μελλοντικής «νέας Κυπριακής Δημοκρατίας», ας υπενθυμίσουμε ότι η Κύπρος υφίσταται θεσμοθετημένο και συμπεφωνημένο εξωτερικό έλεγχο, λόγω της οικονομικής κρίσης του 2012-2013. Ακόμη και εντός του προνομιακού διακυβερνητικού χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της επιβλήθηκαν συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις, θεσμικά απότοκα της μεταβίβασης της νομισματικής και οικονομική της κυριαρχίας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σχετικά με το ενεργειακό «χαρτί», που συνοδεύει εσχάτως τις συζητήσεις για το Κυπριακό, είναι σαφές ότι η ενσωμάτωση της Λευκωσίας στο ενεργειακό παίγνιο της ανατολικής Μεσογείου οφείλει να στοχεύει στην ενίσχυση της θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και την διαιώνισή της ως τέτοιας, κι όχι για να επιταχύνει την κατάργησή της.
Υπό παρόμοιο στρατηγικό πρίσμα πρέπει να εξετάζουμε την ελληνοτουρκική προσέγγιση κατά την τελευταία εικοσαετία. Η γενναιόδωρη στάση της Ελλάδας, η οποία οριοθετήθηκε με την αποδέσμευση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και η αναιμική, ως προς τις μη τηρηθείσες υποχρεώσεις της Άγκυράς, Ελληνική αντίδραση δεν επέφεραν τα προσδοκώμενα, για την Αθήνα και Λευκωσία, αποτελέσματα. Η ευμενής Ελληνική στάση προς την Τουρκία κατά την τελευταία εικοσαετία, απέτυχε να «εξευρωπαΐσει» την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας, αντιθέτως ανατροφοδότησαν τον τουρκικό ηγεμονισμό.
Σ’ ένα έτερο αλλά ίσως σημαντικότερο έργο του Davutoglou: «Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες. Η επίδραση τα ισλαμικής και δυτικής κοσμοθεωρίας στην πολιτική θεωρία», ο συγγραφέας αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του σχετικά με την αναγκαιότητα ανάδυσης εναλλακτικών, ως προς το νεωτερικό υπόδειγμα, κοσμοσυστημάτων, ένα εκ των οποίων είναι το ισλαμικό. Άξιο αναφοράς είναι το σημείο που αναλύει την οντολογική θεμελίωση της πολιτικής ισχύος στην κουλτούρα των ισλαμικών κοινωνιών. (σελ: 320). Σύμφωνα με τον συγγραφέα, αυτή γίνεται μεταφυσικά και δεν είναι κοινωνικά προσδιορισμένη. Η κοινωνικοπολιτική τάξη που συγκροτείται προϋποθέτει την συγκέντρωση των εξουσιών σ’ ένα άτομο (σελ:324) και προφανώς δεν δύναται να έχει δημοκρατικό χαρακτήρα. Στο δε διεθνές σύστημα θεμελιώνει μια διφυή δομή που αποτελείται από το Νταρ αλ- Ισλάμ (ο οίκος του Ισλάμ) και το Νταρ αλ- Χαρμπ (ο οίκος του πολέμου, σελ:378) συγκροτώντας μια σαφέστατα διαφορετικής μορφής οργάνωσης, εν σχέσει με τον κρατοκεντρικό χαρακτήρα της διεθνούς τάξης, όπως τουλάχιστον την γνωρίζουμε τους τελευταίους τέσσερις αιώνες. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου προέδρου περί ύπαρξης «συνόρων της καρδίας», που διαφέρουν από τα οριοθετημένα από το διεθνές δίκαιο καθώς και η αναφορά περί δικαιωμάτων της Τουρκίας σε τρίτες χώρες, όπου κατοικούν τούρκοι στην συνείδηση ή μουσουλμάνοι πολίτες, φανερώνουν του λόγου το αληθές.
Για να επανέλθουμε στο Κυπριακό η Τουρκία επιδιώκει να αναβαθμιστεί, από κατοχική δύναμη του βορείου τμήματος σε συνδαιτυμόνα και συναποφασίζοντα ολόκληρης της Μεγαλονήσου. Μια αλυσιτελής λύση, που θα διασώζει τις αφετηριακές λογικές του σχεδίου Ανάν και θα εγκαθιδρύει ένα μη-δημοκρατικό και μη-λειτουργικό νέο Κυπριακό «κράτος», δεν θα συνιστά αναστρέψιμη κατάσταση. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποιά παράμετρος ή γεγονός καθοδηγεί την σκέψη ορισμένων, σύμφωνα με την οποία η Άγκυρα, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία, υπό την ηγεσία και τα πεπραγμένα του ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), θα συνδράμει στην επανίδρυση ενός βιώσιμου και δημοκρατικού κράτους στην Κύπρο; Το πιθανότερο είναι να επεμβαίνει η Άγκυρα θεσμικά, κι όταν κρίνει αμεσότερα, επί καθημερινής βάσεως και επί παντός επιστητού. Αλήθεια, ποιός δημοκρατικός πολίτης θα επιζητούσε την σημερινή Τουρκία ως πολιτειακό εταίρο και επιδιαιτητή της πολιτικής κοινότητας που διαβιεί; Το πιθανότερο σενάριο δεν είναι η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στον Κυπριακό Βορρά, αλλά η τουρκική αξίωση διάχυσης του μεταρρυθμιστικού «αριστουργήματος» του ΑΚΡ στον Νότο.
Το Κυπριακό ζήτημα αντιμετωπίζεται από πολλούς στην Ελλάδα, την Κύπρο και αλλάχου ως σεισάχθεια, ένα βάρος από το όποιο οφείλουμε να απαλλαχθούμε και το οποίο περιορίζει την άσκηση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, εμποδίζοντας την Ελληνοτουρκική προσέγγιση. Βέβαια τα πεπραγμένα στην γειτονική Τουρκία, το τελευταίο διάστημα, εξασθενεί το εν λόγω αφήγημα. Οι συνεχόμενες δηλώσεις του Τούρκου προέδρου δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνειών. Ο Τουρκικός αναθεωρητισμός βρίσκεται σε μια διαδικασία κλιμάκωσης και η στρατηγική αδράνεια, η οποία καταχρηστικά έχει ονομαστεί στρατηγική «ψυχραιμία» έχει ήδη επιφέρει σημαντικό κόστος. Επίσης στρατηγικές «μεταφοράς βαρών», δηλαδή να αναμένουμε κάποιος άλλος να αποτρέψει τον Τουρκικό αναθεωρητισμό, πάντα ενέχουν τον κίνδυνο της κατάρρευσης λόγω της αποτυχίας ή απροθυμίας, εν τέλει, του τρίτου μέρους να το πράξει. Αναντίρρητα η αξίωση της Άγκυρας να καταστεί περιφερειακή δύναμη προσφέρει ευκαιρίες στην Ελληνική και Κυπριακή διπλωματία να προσαρμόσουν τα δικά των ζωτικά συμφέροντα, ανάσχεση του Τουρκικού ηγεμονισμού, με αυτά άλλων τοπικών δρώντων αλλά και μεγάλων δυνάμεων.
Για όλους όσοι εξακολουθούν να διαβλέπουν πως οποιαδήποτε λύση στην παρούσα συγκυρία αποτελεί επωφελέστερη από κάθε μελλοντική ας αναλογιστούν τους εαυτούς τους στην θέση των «πολιτών» της «νέας Κυπριακής Δημοκρατία», στην οποία η Άγκυρα θα έχει θεσμικά κατοχυρωμένο ρόλο στις αποφάσεις του νέου πολιτικού μορφώματος. Είκοσι χρόνια πριν, στην Ελλάδα συναθροίστηκαν άνθρωποι από ετερώνυμους πολιτικούς χώρους για να μας απαριθμήσουν τα οφέλη και τις θετικές επενέργειες στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατόπιν, το 2004 μας περιέγραφαν τις κατακλυσμιαίες συμφορές σε περίπτωση απόρριψης του σχεδίου Ανάν. Βέβαια εκτός ότι προέβλεπαν δογματικά την πορεία της Τουρκικής κοινωνίας, στην οποία η ενταξιακή πορεία θα συνέβαλε στον περαιτέρω εκδυτικισμό και εκδημοκρατισμό της – προγνώσεις που διεψεύσθησαν- κατηγόρησαν συλλήβδην ως εθνικιστές όσους δεν συναινούσαν στο διττό «στρατήγημα». Οι τότε κήνσορες ας αναλογιστούν, πριν υπερθεματίσουν εκ νέου υπέρ μιας «λύσης», εκτός από τις μη επαληθευμένες θέσεις τους και την τωρινή πολιτική πραγματικότητα στην Τουρκία. Οι άνθρωποι, συνειδητά ή μη, ασπάζονται θεωρητικά σχήματα ως ερμηνευτικά του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και η εκάστοτε πραγματικότητα συνιστά έναν αδιάπαυστο τρόπο ελέγχου επαλήθευσης ή διάψευσή τους. Η αναθεώρηση, όταν είναι αναγκαία, ορισμένων εκ των πεποιθήσεων μας, συνιστά μια φυσιολογική ανθρωπινή αντίδραση. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν η πραγματικότητα διαψεύδει τα ερμηνευτικά μας σχήματα και συνεχίζουμε να πιστεύομε και να δρούμε σαν να έχει πρόβλημα η πραγματικότητα κι όχι οι πεποιθήσεις μας.
Το πώς θα προσεγγίσουμε, ως Ελληνισμός, την Τουρκία δεν συνιστά πλέον ζήτημα που αφορά επιμέρους τακτικές κινήσεις αλλά άπτεται μιας εκ των βασικών λειτουργιών κάθε κράτους, αυτού της κυριαρχίας. Στην συλλογιστική της Τουρκίας η δική μας αυτοκατανόηση, ως Ελληνισμού, γίνεται αποδεκτή μόνο ως γεωπολιτικός ετεροπροσδιορισμός της Άγκυρας˙ ορισμένοι εμφανίστηκαν έτοιμοι να το αποδεχθούν, ήδη, από το 2004. Σταδιακά, και αρχής γεννωμένης από μια απευκταία «ανανική» λύση στην Κύπρο, η Τουρκική πολιτική ελίτ θα ερμηνεύσει τοιουτοτρόπως και τον ελλαδικό πολιτικό μας «αυτοπροσδιορισμό».
Η Νέα Πολιτική, Β΄ Περίοδος, Παπαζήσης, Τεύχος 20, Άνοιξη 2017