Blog

Ρωσία: 10 χρόνια μετά Προσεγγίζοντας τη Δύση του Ιωάννου Παρίση

Ρωσία: 10 χρόνια μετά

Προσεγγίζοντας τη Δύση

του Ιωάννου Παρίση

 

Η παγκόσμια τάξη που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε το λογικό αποτέλεσμα ενός παγκοσμίου πολέμου, ενός πολέμου κατά τον οποίο δύο δυνάμεις που μέχρι τότε βρίσκονταν σχετικά μακριά από την καρδιά του διεθνούς συστήματος, στο οποίο κυριαρχούσαν οι Ευρωπαίοι, τους αντικατέστησαν, αναλαμβάνοντας την παγκόσμια κυριαρχία.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το κύριο πρόβλημα ασφαλείας στην Ευρώπη το χαρακτήριζε μια καθαρά ιδεολογική και στρατιωτική αντιπαράθεση κατά μήκος συνόρων όπου υπήρχαν ανεπτυγμένες δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα το πυρηνικό οπλοστάσιο εκατέρωθεν δημιουργούσε τις συνθήκες της ισορροπίας του τρόμου.

Με την κατάρρευση του κομμουνισμού, τη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως τον Δεκέμβριο του 1991, τον περιορισμό των δυνατοτήτων της Ρωσίας και την επανένωση της Γερμανίας το πρόβλημα πήρε πολύ διαφορετικό χαρακτήρα. Ένα νέο περιβάλλον δημιουργήθηκε στην Ευρώπη.

Το κενό ασφαλείας

Παρά την αρχική ευφορία που δημιούργησε η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η αυγή των νέων δημοκρατιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική. Νέες απειλές έκαναν τη εμφάνισή τους στον ευρωπαϊκό ορίζοντα, με κυριότερες την κρίση στη Γιουγκοσλαβία και τις συγκρούσεις στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου. Παράλληλα, προβλήματα δημοκρατίας σε κάποια από τα νέα κράτη, διασπορά πυρηνικών όπλων, ισλαμικός φανατισμός στη νότια ακτή της Μεσογείου αλλά και στην Τουρκία, τρομοκρατία – αυτογενής ή εισαγόμενη – στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, παράνομη μετανάστευση από τις χώρες του τρίτου Κόσμου, με τα συναφή κοινωνικά προβλήματα, αποτέλεσαν κάποιο σήμα κινδύνου για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησε κενό εξουσίας στην καρδιά της Ευρασίας. Ήταν σαν να αποσπάσθηκε από το χάρτη αυτό που οι γεωπολιτικοί θεωρούν ως «διευρυμένη στρατηγική καρδιά» της ευρασιατικής περιοχής. Όχι μόνο δημιουργήθηκε αδυναμία και σύγχυση στα κράτη που ανεξαρτοποιήθηκαν, αλλά και στην ίδια τη Ρωσία η αναστάτωση παρήγαγε πολύ ισχυρή συστηματική κρίση, ιδιαίτερα επειδή η πολιτική αναστάτωση συνοδεύτηκε από την ταυτόχρονη προσπάθεια αναίρεσης του παλιού σοβιετικού κοινωνικο-οικονομικού προτύπου.

Η έκταση της κοινωνικής κρίσης στη Ρωσία μεγάλωσε το γεωπολιτικό κενό. Τρία τέταρτα αιώνα κομμουνιστικής κυριαρχίας προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στο ρωσικό λαό. Η εσωτερική κρίση της Ρωσίας και η απώλεια της διεθνούς θέσης της δεν ήταν μόνο δυσάρεστα συγκλονιστική, αλλά επίσης επηρέασε δυσμενώς τη γεωπολιτική κατάσταση της χώρας. Στα δυτικά, τα σύνορα της Ρωσίας υπέστησαν εξαιρετικά επώδυνη μεταβολή και η σφαίρα γεωπολιτικής επιρροής της συρρικνώθηκε δραματικά. Επιπλέον, η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας οδήγησε τα πρώην δορυφορικά κράτη της Κεντρικής Ευρώπης προς την κατεύθυνση του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ταχύ ρυθμό.

Αυτή η υποβόσκουσα αστάθεια δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από τα ευρωπαϊκά κράτη για τέσσερις κυρίως λόγους:

Πρώτον, οι συγκρούσεις ήταν δυνατόν να επηρεάσουν την ίδια την Ευρώπη είτε με τη μορφή της τρομοκρατίας είτε με τη μορφή της άμεσης στρατιωτικής απειλής.

Δεύτερον, η οικονομική κατάρρευση και η έκρηξη βίας σε γειτονικές χώρες, κυρίως της μεσογειακής λεκάνης και της Μέσης Ανατολής θα δημιουργούσαν κύμα προσφύγων, όπως ήδη συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις, επιδεινώνοντας μοιραία τις πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις που ήδη υφίστανται στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες εξαιτίας της μετανάστευσης.

Τρίτον, η τυχόν εγκατάλειψη της Ανατολικής Ευρώπης θα μπορούσε να την οδηγήσει σε κατάσταση συγκρούσεων και αστάθειας, γεγονός που θα υπονόμευε την προσέγγιση Ανατολής και Δύσης, οδηγώντας ενδεχομένως σε μια νέα αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

Τέταρτον, η διάσπαση του πυρηνικού οπλοστασίου της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως σε τέσσερις νέες δημοκρατίες, καθιστά τον έλεγχό τους δυσχερέστερο, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες ανασφάλειας και επιβάλει τη συνεχή επαγρύπνηση.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του νέου στρατηγικού περιβάλλοντος στην Παλαιά Ήπειρο αποτελεί η μείωση της αμυντικής ικανότητας των δυτικών συμμάχων. Η εντύπωση ότι πλέον δεν υπάρχει εχθρός, το πολιτικό κόστος και το γενικότερο αντιμιλιταριστικό πνεύμα οδήγησαν σε περικοπές δαπανών, προσωπικού και μέσων.

Ειδική σχέση με το ΝΑΤΟ

Στα πλαίσια των προσπαθειών για την εμπέδωση περιβάλλοντος ασφαλείας το ΝΑΤΟ έχει αναπτύξει ειδικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Ουκρανία.

Η Ρωσία υπέγραψε το πρόγραμμα της Σύμπραξης για την Ειρήνη (PfP) τον Ιούνιο του 1994, συμφωνώντας στην προώθηση ενός «Διευρυμένου, Ενισχυμένου Διαλόγου και Συνεργασίας» (Broad, Enhanced Dialogue and Cooperation) με το ΝΑΤΟ.

Στις 27 Μαΐου 1997, στο Παρίσι, το ΝΑΤΟ και η Ρωσία υπέγραψαν την «Ιδρυτική Πράξη Αμοιβαίων Σχέσεων, Συνεργασίας και Ασφάλειας μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας» (Founding Act on Mutual Relations, Cooperation and Security between NATO and the Russia Federation) το οποίο αποτέλεσε τη βάση της συνεργασίας μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η πράξη αυτή αντικατοπτρίζει την αλλαγή στο περιβάλλον ασφάλειας στην Ευρώπη και την πρόοδο που εν μεταξύ επιτεύχθηκε. Παράλληλα συνιστά τη μόνιμη δέσμευση μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας για την εγκαταστήσει μεταξύ τους μιας διαρκούς και συνολικής ειρήνης στην ευρω-ατλαντική περιοχή.

Στα πλαίσια αυτά δημιουργήθηκε ένα Μόνιμο Κοινό Συμβούλιο (NATO-Rusia Permanent Joint Council) το οποίο αποτελεί το κύριο όργανο αυτής της σχέσης, για παροχή συμβουλών, συντονισμό και οικοδόμηση της συνεργασίας. Ο κύριος ρόλος του είναι η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας και ο εντοπισμός ευκαιριών για κοινές δράσεις. Οι συναντήσεις λαμβάνουν χώρα σε διάφορα επίπεδα, που περιλαμβάνουν τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, τους υπουργούς άμυνας και εξωτερικών ή πρέσβεις. Επίσης, οι αρχηγοί των επιτελείων άμυνας και οι στρατιωτικοί αντιπρόσωποι του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας συναντιούνται στα πλαίσια του Μονίμου Μικτού Συμβουλίου.

Τον Δεκέμβριο του 2000, οι υπουργοί άμυνας και εξωτερικών των χωρών μελών του ΝΑΤΟ συναντήθηκαν με τους Ρώσους ομολόγους τους, Στρατάρχη Ιγκόρ Σεργέγιεφ και Ιγκόρ Ιβανώφ, κατά την υπουργική σύνοδο του Μονίμου Κοινού Συμβουλίου στην έδρα του ΝΑΤΟ. Κατά την συνάντηση διαπιστώθηκε η πρόοδος που επιτεύχθηκε στον διάλογο μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ από τις πρώτες επίσημες συναντήσεις του Μονίμου Κοινού Συμβουλίου, τον Μάιο και Ιούνιο του ίδιου έτους. Αμφότερες οι πλευρές επαναβεβαίωσαν την πρόθεσή τους για την οικοδόμηση μιας ισχυρής και σταθερής συνεργασίας μέσω του Μονίμου Κοινού Συμβουλίου, προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια και η σταθερότητα στην Ευρω-Ατλαντική περιοχή, όπως είχε προβλεφθεί το 1997 στο Founding Act μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.

Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι ανάλογη ειδική σχέση έχει εγκαταστήσει το ΝΑΤΟ και με την Ουκρανία. Η τελευταία συμμετέχοντας στην PfP, υπέγραψε τον Σεπτέμβριο του 1995, ένα IPP (Individual Partnership Programme) για τη συνεργασία της με τη Συμμαχία. Τον Μάιο του 1997 άρχισε στη Σίντρα της Πορτογαλίας η συμφωνία για τη σύνταξη ενός Χάρτη σχετικά με τη συνεργασία του ΝΑΤΟ με την Ουκρανία. Τελικά ο «Χάρτης για μια Διακεκριμένη Σύμπραξη μεταξύ ΝΑΤΟ και Ουκρανίας» (Chapter for a Distinctive Partnership Between NATO and Ukraine) υπεγράφη τον Ιούλιο του 1997 κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης. Για την παρακολούθηση της ανάπτυξης των σχέσεων εγκαταστάθηκε μια Επιτροπή ΝΑΤΟ-Ουκρανίας (NATO-Ukraine Commission) η οποία συνέρχεται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο προκειμένου να εξετάσει την πρόοδο.

Η Ρωσία και η Ευρωπαϊκή Ένωση

Η ΕΕ και η Ρωσία είχαν υπογράψει τον Ιούνιο του 1994 μια Συμφωνία Σύμπραξης και Συνεργασίας (Partnership and Cooperation Agreement – PCA) η οποία πέραν των προβλέψεών της για εμπορικά θέματα, θεσμοθετούσε ένα διευρυμένο πολιτικό διάλογο μεταξύ των δύο «εταίρων».

Παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα η Ρωσία δεν έχει πάρει πολύ σοβαρά την ΕΕ ως εταίρο στα θέματα ασφάλειας και άμυνας, ωστόσο, συνειδητοποιεί ότι οι νέες στρατιωτικές επιδιώξεις της Ευρώπης έχουν έναν ευρύτερο και πληρέστερο χαρακτήρα από ότι η κλασσική αμυντική συμμαχία του ΝΑΤΟ.

Η ΕΕ είναι πλέον ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας, ο κύριος επενδυτής της, καθώς επίσης και ο μεγαλύτερος χορηγός βοήθειας και παροχών, κυρίως στα πλαίσια του προγράμματος της Τεχνικής Βοήθειας προς την Κοινοπολιτεία των Ανεξαρτήτων Κρατών (Technical Assistance to the Commonwealth of Independent States – TACIS).

Κατά τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στην Κολωνία τον Ιούνιο του 1999, εγκρίθηκε η Κοινή Στρατηγική της ΕΕ για τη Ρωσία (Common Strategy on Russia) η οποία συνέβαλε σημαντικά στην καλύτερη κατανόηση και προσέγγιση με τη Ρωσία. Η γενική άποψη στη Μόσχα οδηγεί στην αποδοχή των στρατιωτικών σχεδιασμών της ΕΕ, ως βήματος προς την κατεύθυνση της αποδέσμευσής της από την αμερικανική ηγεμονία και τη ΝΑΤΟ-κεντρική αντίληψη. Από αυτή την προοπτική, η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας της Ευρώπης εμφανίζεται ως ένα μέσο για την αποτροπή δημιουργίας ενός μονοπολικού κόσμου υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Σχετική διατύπωση υπάρχει στο έγγραφο Medium-term Strategy for Development of Relations Between the Russian Federation and the European Union, το οποίο αποτελεί εργασία που συντάχθηκε στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1999, σε συνέχεια της Κοινής Στρατηγικής της ΕΕ για τη Ρωσία (Common Strategy on Russia) του Ιουνίου 1999, και έγινε επίσημα αποδεκτό από τη ρωσική κυβέρνηση. Η στρατηγική που περιέχεται στο έγγραφο αυτό αρχίζει με τη διατύπωση ότι η Ρωσία πρόκειται να κάνει χρήση της οικονομικής και οργανωτικής εμπειρίας της ΕΕ ώστε να βοηθηθεί στους στόχους της για επίτευξη μιας κοινωνικά κατευθυνόμενης οικονομίας της αγοράς και ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου. Στη συνέχεια καλεί την ΕΕ να «διασφαλίσουν την πανευρωπαϊκή ασφάλεια για τους ίδιους τους Ευρωπαίους χωρίς την απομόνωση των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ και της κυριαρχίας τους στην ήπειρο» και σε «συνεργασία στην πράξη (μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ) στον τομέα της ασφάλειας –ειρηνευτικές επιχειρήσεις, διαχείριση κρίσεων, διάφορες θέσεις για περιορισμό όπλων κλπ.– η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο, μεταξύ των άλλων, στο ΝΑΤΟ-κεντρισμό στην Ευρώπη».

Στη Ρωσία, η ευρωπαϊκή αμυντική προοπτική και η πολιτικο-στρατιωτική συνεργασία, αντιμετωπίζονται θετικά από τις περισσότερες επίσημες δηλώσεις και εκδόσεις, τελείως διαφορετικά από τη διαμάχη της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ, εξαιτίας της διαδικασίας διεύρυνσης του τελευταίου. Οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες προς ενίσχυση της πολιτικής ανεξαρτησίας και των στρατιωτικών δυνατοτήτων, έχουν γενικά γίνει αποδεκτές, σιωπηρά ή ρητά, από τους Ρώσους.

Σε ότι αφορά στις σχέσεις της Μόσχας με την ΕΕ και την προσέγγισή της προς αυτήν, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση τoυ Ινστιτούτου Μελετών Ασφάλειας (ISS) της ΔΕΕ, στην οποία αναφέρονται διάφοροι επιπλέον λόγοι για τους οποίους εμφανίζεται η Ρωσία να αισθάνεται άνετα με την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής:

Πρώτον, η ευρωπαϊκή πολιτικο-στρατιωτική συνεργασία και συνένωση δεν δημιουργεί άμεση απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας, με δεδομένο ότι οι αρμοδιότητες της συλλογικής άμυνας της Ευρώπης έχουν ανατεθεί de facto στο ΝΑΤΟ.

Δεύτερον, η εστίαση του ενδιαφέροντος της ΕΕ σε αποστολές Πέτερσμπεργκ φαίνεται να δημιουργεί ευνοϊκό ψυχολογικό κλίμα στη Ρωσία που καθιστά τη συνεργασία με την Ένωση ευκολότερη.

Τρίτον, οι προσπάθειες της Ευρώπης να εγκαθιδρύσει μια κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας σαφώς οδηγούν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης και της προσέγγισης των θεσμικών οργάνων ασφάλειας της Δυτικής Ευρώπης, που αναπόφευκτα αυξάνουν τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της ΕΕ.

Τα προαναφερθέντα γίνονται με θετικό τρόπο αποδεκτά στη Ρωσία, κυρίως επειδή ενισχύουν τη φωνή της Δυτικής Ευρώπης μέσα στο ΝΑΤΟ, κάτι το οποίο μπορεί να δώσει στη Ρωσία περισσότερα πολιτικά κίνητρα και πιθανότητες συνεργασίας με τη Συμμαχία. Γενικά, οι συντάκτες της μελέτης υποστηρίζουν ότι μια πλέον ισχυρή θεσμική παρουσία της Ευρωπαϊκής Ταυτότητας Ασφάλειας και Άμυνας θα συνεισφέρει στην εγκαθίδρυση ενός νέου «τριγώνου» γύρω από το οποίο θα δομηθεί μια ευρωπαϊκή ισορροπία ασφαλείας: ΗΠΑ – ΕΕ – Ρωσία.

Πιο κοντά στη Δύση

Οι σχέσεις με τη Ρωσία αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής προσοχής εκ μέρους της Ατλαντικής Συμμαχίας κατά τη διαδικασία της διευρύνσεώς της. Τη Δύση την ενδιέφερε να αποκτήσει η Ρωσία μια θέση κλειδί στη δόμηση της ευρωπαϊκής ασφαλείας. Έγινε πράγματι από όλους κατανοητό ότι η χώρα αυτή θα έπρεπε να περιληφθεί στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δόγματος ασφαλείας, ως μέλος του ΟΑΣΕ, μοιραζόμενη την ευθύνη της σταθερότητας του ευρωπαϊκού χώρου, μαζί με το ΝΑΤΟ και τις ασιατικές κύριες δυνάμεις (Κίνα και Ινδία).

Ο πρώην πρόεδρος της Σοβιετικής Ενώσεως Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου και την εδραίωση της νέας σκέψης στις διεθνείς σχέσεις, δήλωνε τον Ιούνιο του 1996, λίγες ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές της χώρας του: «Λίγες είναι οι πιθανότητες να μπορέσει η Ρωσία να λύσει τα προβλήματά της ως το τέλος του αιώνα. Όμως πιστεύω πως στις αρχές της επομένης χιλιετίας η Ρωσία θα αναγεννηθεί, θα σταθεί σταθερά στα πόδια της, θα κάνει αποφασιστικά βήματα προς την ανάπτυξη, θα μετατραπεί σε χώρα με ανοικτή κοινωνία των πολιτών και ανεπτυγμένη δημοκρατία. Υπάρχουν γι’ αυτό οι προϋποθέσεις (…) Οι δυτικοί σύμμαχοί μας όμως, μπορούν να συμβάλουν στην αναγέννηση της Ρωσίας, αν εγκαταλείψουν τις συγκυριακές και τακτικίστικες αντιλήψεις και στηρίξουν τη Ρωσία στην προσπάθειά της για ισότιμη πολιτική και οικονομική συνεργασία. Πρέπει όμως να αντικαταστήσουν την έννοια «επιθετική Ρωσία» με την έννοια «ισχυρή Ρωσία». Δυνατή, δημοκρατική και σταθερή Ρωσία χρειάζεται όχι μόνο σ’ εμάς τους Ρώσους. Χρειάζεται εξ’ ίσου στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο».

Με την ευκαιρία την συνάντησης του Μονίμου Κοινού Συμβουλίου σε επίπεδο υπουργών εξωτερικών, στις 7 Δεκεμβρίου 2001, στις Βρυξέλες, επαναβεβαιώθηκε «η εμπιστοσύνη και η συνεργασία μεταξύ των Συμμάχων και της Ρωσίας, βασιζόμενη στις δημοκρατικές αξίες και τη συμμετοχή σε μια σταθερή, ειρηνική και αδιαίρετη Ευρώπη». Αποφασίσθηκε επίσης η συνέχιση του διαλόγου με τη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί μέχρι τώρα και η δόμηση νέων αποτελεσματικών μηχανισμών διαβουλεύσεων, συνεργασίας και συντονισμού των κοινών δράσεων.

Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στη συνεργασία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Αναγνωρίσθηκε ότι «το ΝΑΤΟ και η Ρωσία βρίσκονται αντιμέτωποι με κοινές απειλές οι οποίες απαιτούν πλήρεις και συντονισμένες απαντήσεις». Διατυπώθηκε, επίσης, η πρόθεση «συνεργασίας στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας καθώς επίσης και σε άλλους τομείς, περιλαμβανομένων του χειρισμού κρίσεων, της μη διασποράς όπλων μαζικής καταστροφής, του ελέγχου όπλων, του καθορισμού μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, της πυραυλικής άμυνας θεάτρου (TMD), της έρευνας και διάσωσης στη θάλασσα…». Η συνάντηση αυτή ήρθε κατ’ ουσία να σφραγίσει την απόλυτη σύμπλευση της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ μετά το τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.

Μέσα στο 2002, το Μόνιμο Μικτό Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας συμφώνησε να λειτουργήσει επισήμως η Στρατιωτική Αποστολή του ΝΑΤΟ στη Μόσχα στις 27 Μαΐου. Η επίσημη έναρξη έγινε κατά τη συνάντηση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων NATO-Ρωσίας στη Ρώμη στις 28 Μαΐου και συνέπεσε με την πέμπτη επέτειο της υπογραφής του Founding Act on Mutual Relations, Cooperation, and Security μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.

Η Στρατιωτική Αποστολή θα συντονίζει και θα υποστηρίζει όλες τις πρωτοβουλίες στα πλαίσια της στρατιωτικής συνεργασίες μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας. Επικεφαλής της Αποστολής τοποθετήθηκε ο Βρετανός Υποστράτηγος Peter Williams με βοηθό Πολωνό συνταγματάρχη και επιτελείς δύο συνταγματάρχες από Γερμανία, ΗΠΑ και ένα ταγματάρχη από Ουγγαρία. Επίσης τρεις υπαξιωματικούς από το ΝΑΤΟ για διοικητική υποστήριξη και τέλος δύο Ρώσους αξιωματικούς.

Συμπεράσματα

Είναι προφανές ότι η πρώην αντίπαλος αποκτά ειδικό βάρος ως άτυπος σύμμαχος, με όλες τις προεκτάσεις που μπορεί να έχει αυτή η σχέση.

Καταρχήν η Ρωσία έχει τη δυνατότητα ελέγχου επί της ιδιαιτέρως ασταθούς περιφέρειας δυτικά και ανατολικά της Κασπίας, με τον ενεργειακό πλούτο που διαθέτει. Επιπλέον, μια ισχυρή και φιλική προς τη Δύση, Ρωσία, θα μπορούσε να αποτελέσει στο μέλλον, φραγμό σε ενδεχόμενα επεκτατικά σχέδια της Κίνας ή τη δημιουργία προβλημάτων εκ μέρους της Ινδίας. Η με διάφορες μορφές εξυπηρέτηση των πρόσφατων αμερικανικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν, έδειξε τη χρησιμότητα της Ρωσίας για τα Δυτικά συμφέροντα στην περιοχή.

Είναι σαφές ότι τα παραπάνω θα έχουν ως συνέπεια τη στρατηγική και γεωπολιτική αναβάθμιση της Ρωσίας, που θα έχει επιπτώσεις στο ευρύτερο περιβάλλον της. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι δυνατόν να οδηγήσει στην γεωστρατηγική αποδυνάμωση της Τουρκίας και τον περιορισμό του ρόλου της στην περιοχή. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η Άγκυρα δεν είναι ευτυχής από την όλη προσέγγιση ΝΑΤΟ-Ρωσίας, δεδομένου ότι δίδεται η δυνατότητα στην τελευταία να ελέγχει την περιοχή του Καυκάσου, που κατά ένα μέρος αποτελεί περιοχή γεωπολιτικού ενδιαφέροντος της Τουρκίας. Ανάλογη θα είναι η κατάσταση και στις τουρκόφωνες περιοχές της Κεντρικής Ασίας, ανατολικά της Κασπίας.

Από όσα αναφέρθηκαν θεωρούμε ότι οδηγούμεθα στα ακόλουθα συμπεράσματα:

§ Η προσέγγιση ΝΑΤΟ-Ρωσίας είναι δεδομένη, ενδιαφέρει αμφότερες τις πλευρές και έχει δομηθεί θεσμικά.

§ Η ενδυνάμωση της Ρωσίας και η υποστήριξη της δημοκρατικής πορείας της, θα την καταστήσουν ιδιαίτερα χρήσιμο σύμμαχο για τη Δύση.

§ Μια φιλική και ισχυρή Ρωσία θα αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας και ασφαλείας σε μια περιοχή που παρουσιάζει πολιτική ρευστότητα.

§ Παράλληλα επιτυγχάνεται ο έλεγχος της καρδιάς της Ευρασίας και ο περιορισμός μελλοντικά, τυχόν επιδιώξεων της Κίνας και της Ινδίας.

Βεβαίως, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η Ρωσία θα αργήσει να καταστεί ισχυρή και προς το παρόν ελέγχεται ή εξαρτάται από τις ΗΠΑ. Ένα απλό δείγμα αυτής της αδυναμίας μας δίνει και η μονομερής απόφαση των ΗΠΑ να αποσυρθούν από τη συμφωνία ΑΒΜ του 1972, προκειμένου να προχωρήσει στην υλοποίηση της NDM. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει άμεση και ουσιαστική αξία στην κίνηση αυτή, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει η σημασία της στο πολιτικό επίπεδο και σε εκείνο των εντυπώσεων. Και τούτο διότι καθιστά εμφανή την έλλειψη ισχύος εκ μέρους της Ρωσίας και την αφαίρεση του τίτλου της υπερδυνάμεως.

 

 

Αφήστε μια απάντηση