Blog

2014-07-05. ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Η διαχείριση των διεθνών μας σχέσεων πάσχει από έλλειμμα στρατηγικού σχεδιασμού, συντονισμού, και  ελέγχου περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλο τομέα της κρατικής πολιτικής. Είτε πρόκειται για το Κυπριακό, το Αιγαίο, και τα Ελληνοτουρκικά γενικότερα, είτε για τα Βαλκάνια, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, την Ανατολική Ευρώπη, ή την ευρύτερη Μέση Ανατολή, οι ελληνικές κυβερνήσεις περιορίζονται διαχρονικά σε αντανακλαστικές, αποσπασματικές αντιδράσεις. Με τους διάφορους κρατικούς φορείς να ενεργούν μεμονωμένως και χωρίς κοινή στρατηγική πυξίδα· και με τη στρατηγική αυτή αβελτηρία να συνεπάγεται αυξημένους κινδύνους στην περίπτωση μειζόνων κρίσεων, τύπου – για να μνημονευθούν μόνο οι πιο πρόσφατες – Ιμίων, Οτσαλάν, ή πυραύλων S300· ο χαώδης χειρισμός των οποίων καταρράκωσε το ελληνικό γόητρο και υπονόμευσε την εξωτερική θέση της χώρας.
Η χάραξη, επομένως, μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, η εκάστοτε υπό το φως των εξελίξεων αναπροσαρμογή της, και η συστηματική  παρακολούθηση της υλοποίησής της προβάλλουν ως επιτακτική εθνική ανάγκη. Χωρίς ωστόσο για την επίτευξη των στόχων αυτών να υπάρχει μαγική φόρμουλα. H γνώση, η διαίσθηση, η ευθυκρισία, η  εμπειρία, και γενικότερα οι ικανότητες του κυβερνήτη – πρωθυπουργού ή προέδρου της δημοκρατίας, ανάλογα με τη μορφή του πολιτεύματος – είναι, εν προκειμένω, ένας καίριας σημασίας παράγοντας, τον οποίο κανένα οργανωτικό σχήμα δεν μπορεί να υποκαταστήσει. Εν τούτοις, σε μια ιδίως εποχή που οι ποικίλες συνιστώσες της υπό ευρεία έννοια εξωτερικής πολιτικής – η οικονομική, η  στρατιωτική, η διπλωματική, η πολιτισμική, η ομογενειακή, η μεταναστευτική – αλληλεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν όσο ποτέ άλλοτε, προφανής είναι η σκοπιμότητα ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας να συνεπικουρείται από ένα επιτελικό, διυπηρεσιακό όργανο, ικανό να τον τηρεί συνεχώς ενήμερο των εξελίξεων και να του υποβάλλει σταθμισμένες εισηγήσεις για το πρακτέο.
Είναι αλήθεια ότι, το 1986, το έργο αυτό μερικώς ανατέθηκε στο νεοσύστατο τότε «Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας», το γνωστό ΚΥΣΕΑ· το οποίο όμως ταχέως εκφυλίσθηκε σε απλό μέσο νομιμοποίησης εκ των προτέρων ειλημμένων αποφάσεων για τη σύνθεση της ηγεσίας και τις προμήθειες των ενόπλων δυνάμεων. Ενώ, για ευνόητους λόγους, ακόμη ακαταλληλότερο για ένα τέτοιον ρόλο έχει αποδειχθεί το υπουργικό συμβούλιο σε πλήρη σύνθεση. Και συνεπώς, με δεδομένη την αδιαμφισβήτητη αυτή κυβερνητική αναγκαιότητα, αλλά και υπό το φως της σχετικής πρακτικής πολλών, πιθανώς των περισσότερων, σοβαρών κρατών ανά την υφήλιο, ως αρίστη λύση ανακύπτει η συγκρότηση, υπό τον πρωθυπουργό – ή τον πρόεδρο της δημοκρατίας οψέποτε ο τελευταίος αυτός αποκτήσει ουσιώδεις εκτελεστικές αρμοδιότητες  – ενός Συμβουλίου Εθνικής Στρατηγικής· αποτελούμενου από τους πολιτικούς και υπηρεσιακούς προϊσταμένους βασικών υπουργείων, όπως το Εξωτερικών, το Αμύνης, και το Εθνικής Οικονομίας, και από τον διευθυντή της ΕΥΠ και διαθέτοντος κατάλληλη επιστημονική και γραμματειακή υποδομή· και συνακόλουθα λειτουργούντος επί διαρκούς βάσεως και ευρισκομένου ανά πάσαν στιγμήν στη διάθεση του προέδρου του.
Σημειωτέον ότι ο προτεινόμενος νέος αυτός θεσμός δεν πρέπει να συγχέεται με υφιστάμενους φορείς, όπως οι επιτροπές της Βουλής, ή το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (Ε.Σ.Ε.Π.)· οι οποίοι στην ουσία αποσκοπούν απλώς στην ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και, στο μέτρο του δυνατού, στην εξασφάλιση της στήριξης  της τελευταίας για τις επιλογές της πρώτης. Καθώς την ευθύνη για τη χάραξη και την υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής φέρουν ακέραιη οι εκάστοτε κυβερνώντες. Και η μεν ενημέρωση της αντιπολίτευσης είναι επιβεβλημένη. Δοθέντος όμως του επικρατούντος κομματικού λαϊκισμού, η επίτευξη της επιθυμητής εθνικής συναίνεσης αποδεικνύεται κατά κανόνα προβληματική· σε ακραίες δε περιπτώσεις, όπως κατ’ εξοχήν εκείνη του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι εξ ορισμού ανέφικτη.
Κατά τα λοιπά, πέραν από τις όποιες τεχνοκρατικές προτάσεις, η ικανοποίηση του αιτήματος για εθνική στρατηγική εξαρτάται καθοριστικά από την ποιότητα της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Με άλλες λέξεις, όσο το επί δεκαετίες δεσπόζον, φαύλο πολιτικό προσωπικό παραμένει στην εξουσία – αδιάφορο αν ως κυβέρνηση ή ως αντιπολίτευση – και οι πιο εύστοχες εισηγήσεις ειδικών θα παραμένουν στα αζήτητα· ή, υιοθετούμενες, θα είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Και, άρα, η συγκεκριμένη – μείζονος, όντως, σημασίας – μεταρρύθμιση, μόνο ως μέρος μιας πολύ ευρύτερης ανανεωτικής προσπάθειας είναι πραγματοποιήσιμη.

Αφήστε μια απάντηση