2014-07-15. ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ
Οι κοινοτικές διεργασίες των τελευταίων μηνών είναι αποκαλυπτικές (ή, κατά περίπτωση, απλώς επιβεβαιωτικές) της κατεύθυνσης του ευρωενωσιακού εγχειρήματος – και συνεπώς επιτρέπουν χρήσιμα συμπεράσματα και για την αξία της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο εσωτερικό της οποίας, η πλήρης συμβολισμού διαμάχη περί την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέληξε σε θεαματική αποτυχία της προσπάθειας του κ. Κάμερον να τορπιλίσει την υποψηφιότητα τού, υπεράγαν κατά την βρετανική αντίληψη, ευρωπαϊστή πρώην Λουξεμβούργιου πρωθυπουργού• και συνακόλουθα και στη ματαίωση της έμμεσης επιδίωξης του Λονδίνου να δρομολογήσει τη χαλάρωση των – εν τούτοις αρκετά ισχνών – κοινοτικών δεσμών. Από την άλλη, όμως, η σημαντική ενίσχυση των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων κατά τις ευρωεκλογές τους Μαΐου σηματοδοτεί τα όρια της κοινοτικής συσσωμάτωσης στο προβλεπτό μέλλον. Με τον ίδιο τον μέχρι πρότινος θεωρούμενο ως φεντεραλιστή κ. Γιούνκερ να δηλώνει ξεκάθαρα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: “Δεν πιστεύω στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης… δεν υπάρχει ευρωπαϊκός λαός.» (Juncker denies belief in “United States of Europe”, Financial Times, 10-7-2014.) Και ναι μεν λειτουργικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπου τα συμφέροντα των εταίρων συγκλίνουν – κυρίως στον οικονομικό – πιθανότατα θα συντελεσθούν. Όλα, όμως, δείχνουν ότι η συνολική μορφή του ιδιότυπου διακρατικού οργανισμού που είναι η ΕΕ θα παραμείνει ουσιαστικώς αναλλοίωτη.
Καθοριστικό γνώρισμα της κοινοτικής αυτής πραγματικότητας είναι η πλήρης επικοινωνιακή και προγραμματική επικράτηση της αναζήτησης της οικονομικής ευμάρειας και του ευχολογίου περί διεθνούς ειρήνης και δημοκρατίας – με αντίστοιχη υποβάθμιση μέχρι και αποσιώπησης του αρχικού οράματος συγκρότησης μιας ισχυρής Ευρώπης, ικανής να πρωταγωνιστήσει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Συνακόλουθα δε, ενώ, από τη μια, η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί δραστηρίως στον διεθνή χώρο τα εμπορικά, χρηματοπιστωτικά, και ενεργειακά συμφέροντα των κρατών-μελών της, από την άλλη εκφέρει ένα πλαδαρό και εν πολλοίς αναποτελεσματικό ανθρωπιστικό λόγο• και, κυρίως, αρκείται στην άσκηση γεωπολιτικής επιρροής άκρως δυσανάλογης με τις αντικειμενικές δυνατότητές της.
Χρήσιμα εν προκειμένω διδάγματα παρέχουν οι εν εξελίξει περιφερειακές κρίσεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, καθώς και οι γεωστρατηγικοί τριγμοί στην Άπω Ανατολή.
Και σε ό,τι μεν αφορά στο Ουκρανικό, είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και πρόκειται για ένοπλες συγκρούσεις στον κοινοτικό γεωπολιτικό αυλόγυρο – και μάλιστα πυροδοτηθείσες σε μεγάλο βαθμό από αδέξιες ενέργειες των ίδιων των Βρυξελλών – την κύρια ευθύνη του χειρισμού του ανέλαβε η Ουάσιγκτον. Η οποία, διμερώς και μέσω του ΝΑΤΟ, έπεισε τους – εν μέρει απρόθυμους λόγω ενεργειακών και εμπορικών συμφερόντων – Ευρωπαίους να συμπράξουν σε μια πολιτική συνδυάζουσα οικονομικές κυρώσεις και επίδειξη στρατιωτικής αποφασιστικότητας με τη διαπραγματευτική οδό• και απέτρεψε έτσι την άλλως πιθανότατη επανάληψη του κριμαϊκού προηγουμένου στην Ανατολική Ουκρανία – και ενδεχομένως και αλλαχού.
Στον μεσανατολικό, εξ άλλου, χώρο και ειδικότερα στο συρο-ιρακινό πλέγμα, η μεν ευρωενωσιακή παρέμβαση εξαντλείται ως επί το πολύ σε διακηρύξεις αρχής, τα δε ουσιαστικά πολιτικο-στρατιωτικά βάρη τα επωμίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου οι Αμερικανοί – παρ’ όλον ότι ο κίνδυνος από τον ακραίο ισλαμισμό είναι αμεσότερος για την Ευρώπη παρά για τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τα αποθέματα υδρογονανθράκων της περιοχής είναι πολύ σημαντικότερα για τις ευρωπαϊκές οικονομίες παρά για την κατ’ ουσίαν ενεργειακώς αυτάρκη αμερικανική.
Ενώ στην Άπω Ανατολή η ευρωπαϊκή συμβολή στη διατήρηση των κρισιμότερων ίσως για τον πλανήτη περιφερειακών ισορροπιών – και ειδικότερα στη συγκράτηση των βλέψεων της ανερχόμενης Κίνας εις βάρος γειτονικών της κρατών, όπως η Ιαπωνία, το Βιετνάμ, ή οι Φιλιππίνες – είναι μηδαμινή. Με μόνη την Ουάσιγκτον να ασκεί – μέχρι στιγμής τουλάχιστον – τη σχετική πολιτικο-στρατιωτική αποτροπή. Και με τους Ευρωπαίους εταίρους να περιορίζονται στην προώθηση των εμπορικών τους σχέσεων με την ραγδαίως αναπτυσσόμενη κινεζική οικονομία. Και γενικότερα να επωφελούνται ανεξόδως του ελέγχου που η αμερικανική αεροναυτική ισχύς ασκεί επί των παγκόσμιων εμπορικών οδών.
Εν ολίγοις, η Κοινοτική Ευρώπη, οικονομικώς πανταχού παρούσα, αλλά καταφανώς στερούμενη της συλλογικής φιλοδοξίας να διαδραματίσει παγκόσμιο πρωταγωνιστικό ρόλο – και κατά φυσική ακολουθία και των προς τούτο πολιτικών προϋποθέσεων και στρατιωτικών μέσων – πάσχει από γεωπολιτική υποτονία. Για δε τη διασφάλιση ζωτικών συμφερόντων των λαών της επαφίεται διαχρονικά πλέον στον αμερικανικό παράγοντα. Και έτσι, αντί της αναγκαίας στενής, αλλά αμφίδρομης συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, παγιώνει μια αυτοτροφοδοτούμενη εξάρτηση από την Ουάσιγκτον, πλήρως αναντίστοιχη προς το συνολικό δημογραφικό, οικονομικό, και πολιτισμικό ευρωπαϊκό δυναμικό.
Τα συμπεράσματα για την εθνική μας πολιτική είναι προφανή.
Εν πρώτοις, η συμμετοχή μας στην οικονομικά και πολιτισμικά αξιολογότερη λέσχη του πλανήτη και η αξιοποίηση της ήπιας ισχύος της αποτελεί επιτακτικό εθνικό συμφέρον. Τα ενίοτε ακουγόμενα περί «γερμανικής κατοχής» είναι παιδαριώδη. Εξ όλων, άλλωστε, των μεγάλων κοινοτικών εταίρων η μεταπολεμική Γερμανία ήταν και παραμένει η κατά πολύ πιο «αντιμιλιταριστική» – πρωτοστατώντας μάλιστα έτσι στη διαιώνιση του θεαματικού κοινοτικού ελλείμματος «σκληρής» ισχύος, περί του οποίου έγινε λόγος ανωτέρω. Κατά τα λοιπά, η διαχείριση της οικονομίας μας αποτελεί εθνική μας υπόθεση. Ουδείς μπορεί να μας επιβάλλει την οποιαδήποτε οικονομική πολιτική. Είμαστε απολύτως ελεύθεροι να ενεργήσουμε κατά το δοκούν. Όμως λάθος επιλογές φυσικό είναι να έχουν αρνητικές συνέπειες. Είχαν στο παρελθόν – και θα έχουν και στο μέλλον.
Εν απουσία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» και ενός «ευρωπαϊκού λαού» – για να θυμηθούμε και πάλι τον κύριο Γιούνκερ – οι σχέσεις μεταξύ εταίρων βασίζονται στο πανάρχαιο do ut des, δούναι και λαβείν. Και συνεπώς, αντί να αιτιώμεθα για τα δεινά μας τους όποιους ξένους, καλά θα κάνουμε να βάλουμε τάξη στην οικτρή κατάσταση του οίκου μας – με δικά μας κριτήρια και επί τη βάσει ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης κράτους και οικονομίας• για να διαπραγματευθούμε με τους εταίρους μας πατώντας σε στέρεο έδαφος – και όχι από θέση απελπισίας. Όπως δυστυχώς συμβαίνει από την έναρξη της οικονομικής κρίσης: με τις εκάστοτε κυβερνήσεις να ενεργούν υπό το φάσμα της «τρόικας»• και με τους εκάστοτε αντιπολιτευομένους να καπηλεύονται την εθνική μας τραγωδία για να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη – και να «γίνουν χαλίφης στη θέση του χαλίφη».
Τούτων λεχθέντων, η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την ίδια τη φύση της, ελάχιστα μπορεί να συμβάλει άμεσα στην ασφάλεια της ελληνικής επικράτειας και του Κυπριακού Ελληνισμού• ενώ η έκταση της, ούτως ή άλλως περιορισμένης, συμβολής της στην ελληνική εξωτερική πολιτική γενικότερα εξαρτάται κυρίως από την ικανότητα της ελληνικής διπλωματίας να αξιοποιήσει το δίκτυο επαφών που της προσφέρει η κοινοτική μας παρουσία. Εν πάση δε περιπτώσει, η αναμφίβολα πολύτιμη ευρωπαϊκή συνεργασία μακράν απέχει του να αποτελεί ιδεολογικό υποκατάστατο της εθνικής μας ταυτότητας. Και στον αρξάμενο 21ο αιώνα, μόνη κινητήρια δύναμη και πυξίδα μιας σοβαρής προσπάθειας ανόρθωσης της πατρίδας μας παραμένει η ελληνική εθνική ιδέα.