Blog

2015-07-10.  Σκέψεις πριν από την κρίσιμη τελική διαπραγμάτευση

2015-07-10. Σκέψεις πριν από την κρίσιμη τελική διαπραγμάτευση

Τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο (10 Ιουλίου 2015) εντείνονται οι προσπάθειες Ελλάδος και εταίρων για επίτευξη όχι πλέον της επικαλούμενης «έντιμης» συμφωνίας αλλά για την εξεύρεση λύσεως ώστε να επιτευχθεί η οικονομική διάσωση της χώρας μας και η παραμονή της στην Ευρωζώνη έστω και την ύστατη στιγμή.
Καθώς τα χρονικά όρια εξαντλούνται επικίνδυνα πυκνώνουν και οι φωνές υπέρ της εξόδου της Ελλάδος από την ευρωζώνη. Παράλληλα όμως αυξάνουν και οι φωνές υποστήριξης της παραμονής μας, προερχόμενες κυρίως εκτός Ευρώπης και προτάσσοντας κυρίως γεωπολιτικούς λόγους. Η εναλλαγή ελπίδος και απελπισίας καθρεπτίζεται καθημερινά στα δελτία ειδήσεων με τον ελληνικό λαό να έχει αποκτήσει μια παθητική στωικότητα κουρασμένος από τα πισωγυρίσματα και παλινωδίες των διαπραγματευτικών δηλώσεων και προσπαθειών. Στην αμηχανία του λαού προστέθηκαν την τελευταία εβδομάδα και οι οδυνηρές συνέπειες των κεφαλαιακών ελέγχων των τραπεζών (τραπεζική αργία) αλλά και το πρωτόγνωρο έως και προσβλητικό ευρωπαϊκό τελεσίγραφο. 
Ο αρχικός μετεκλογικός και μεταδημοψηφισμιακός ενθουσιασμός έχουν υποχωρήσει δίνοντας τη θέση τους στην αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον της Ελλάδος αλλά και σε αμφιβολία για βασικές εθνικές επιλογές (ένταξη στην ευρωζώνη). Εντωμεταξύ, εδώ και μήνες, η ελληνική οικονομία εγκλωβισμένη στο διαπραγματευτικό μαραθώνιο ασφυκτιά και χιλιάδες επιχειρήσεις οδηγούνται στη χρεοκοπία ή τον μαρασμό με τα ανάλογα αποτελέσματα και στη ανεργία. Ο έλεγχος των κεφαλαίων έδωσε και τη χαριστική βολή στη ψυχορραγούσα οικονομία.
Η ελληνική κρίση συγκεντρώνει την προσοχή όλων των οικονομικών οργανισμών και ειδικών με αντικρουόμενες τοποθετήσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις και προτάσεις. Σε τελευταία ανάλυση μόνο ο χρόνος θα αποδείξει ποια πλευρά είχε δίκαιο (τουλάχιστον από την οικονομική διάσταση) και η κρίση αυτή θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, διδασκαλίας και εκπόνησης διδακτορικών για τα επόμενα έτη. Κορυφούμενης όμως της κρίσεως είναι δυνατόν να εξάγουμε ορισμένα συμπεράσματα τα οποία και οφείλουμε να λάβουμε υπόψη αφενός στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις (και αυτές που σίγουρα θα ακολουθήσουν αν τελικά επιτευχθεί συμφωνία) και αφετέρου στη διευθέτηση βασικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων.
Η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας (με όλες τις παθογένειες της) αποτελεί το βασικό στοιχείο που θα επιτρέψει το σχεδιασμό των κινήσεων μας σε ρεαλιστικές βάσεις. Οι παθογένειες και αδικίες του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος δεν θα επιλυθούν με τη δική μας εξέγερση και «αυτοκτονία» αλλά μόνο μέσω μιας σταδιακής και καλά μελετημένης και πολύπλευρης προσπάθειας από συνεργαζόμενα μέλη του συστήματος που θα επιδιώξουν τον προσεταιρισμό και ορισμένων δυνατών παικτών. Αντίστοιχα συμπεράσματα ανάγονται και σχετικά με τη συμμετοχή μας σε διεθνείς οργανισμούς στους οποίους η ομοφωνία λήψεως αποφάσεων αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα της εθνικής μας πολιτικής με την προϋπόθεση ότι δεν καθίσταται όργανο συνεχούς και αδικαιολόγητης αντιπαράθεσης επί παντός θέματος με βάση ιδεολογικά και όχι εθνικά κριτήρια και συμφέροντα. Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να αντιληφθούμε τα όρια των ελιγμών μας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και να απογαλακτιστούμε από τις εμμονές της εθνικής μοναδικότητας μας και της συνεχούς και ίσως γραφικής επίκλησης της πολιτισμικής και ιστορικής μας συνεισφοράς.
Επιπρόσθετα πρέπει να αντιληφθούμε τις δικές μας διαχρονικές επιλογές και σφάλματα που μας οδήγησαν στη συσσώρευση τεραστίου χρέους χωρίς παράλληλα να κατορθώσουμε να συγκροτήσουμε τις αναγκαίες θεσμικές και κρατικές υποδομές. Η κατασπατάληση κοινοτικών κονδυλίων και υπερπροσφορά δανείων (φυσικά με ευθύνη και των δανειστών) οδήγησαν όχι μόνο στη συρρίκνωση κάθε παραγωγικής διαδικασίας αλλά και στην επικράτηση μιας κουλτούρας εύκολου πλουτισμού σε περιβάλλον διαφθοράς και ανομίας. Καίρια ευθύνη βαρύνει τον πολιτικό κόσμο αλλά και το σύνολο της κοινωνίας που ανεχθήκαμε την κατάσταση και ενίοτε παρασυρθήκαμε στον άκρατο καταναλωτισμό και τη γενικότερη  αδιαφορία υπό τις ευλογίες των σημερινών εταίρων και επικριτών μας.
Μόνο έχοντας αντιληφθεί την πραγματικότητα και τις συνολικές μας ευθύνες μπορούμε να κατανοήσουμε την πραγματική δύναμη που μας παρέχει η σημερινή ευνοϊκή γεωπολιτική κατάσταση και θέση μας με τη βασική προϋπόθεση της εθνικής σύμπνοιας στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση. Μπορούμε άραγε να διανοηθούμε τα θετικά αποτελέσματα που θα είχαμε καταγράψει αν οι πολιτικοί μας ταγοί είχαν διαπραγματευτεί εξ αρχής (2010 και μετά) την ανόρθωση της χώρας συνεργαζόμενοι με συνέπεια, τόλμη και χωρίς μικροπολιτικές σκοπιμότητες και εγωισμούς;
Έστω και την ύστατη στιγμή υπάρχει ο χρόνος για μια εθνική συνεννόηση και προσπάθεια που ελπίζουμε ότι δεν θα περιοριστεί μόνο σε μια πρόσκαιρη θεατρική αποδοχή μιας οδυνηρής συμφωνίας αλλά θα συνοδευθεί από με μια ειλικρινή εκστρατεία εφαρμογής και βελτίωσης της. Παρήγορο είναι το γεγονός ότι η κυβερνώσα παράταξη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης φαίνεται ότι συνειδητοποιούν την ανάγκη της ελάχιστης συνεννόησης και επίτευξης οδυνηρού συμβιβασμού. Έστω και την ύστατη στιγμή γίνεται κατανοητή η διάκριση μεταξύ ευκταίου και εφικτού και συνειδητοποιούμε τα όρια των δυνατοτήτων μας και των ελιγμών μας αλλά και τις συνέπειες των επιλογών μας. Η κοινωνία μας με πρωτοφανή ψυχραιμία, καρτερία και εν μέσω αντικρουόμενων συναισθημάτων και θυμικών εκδηλώσεων έχει καταγράψει τις πολιτικές προτιμήσεις αλλά και τις επιλογές της για το μέλλον της χώρας έστω και εν μέσω παραπλανητικών ερωτημάτων. Απομένει στον πολιτικό κόσμο να αναλάβει τις ευθύνες του και να εργαστεί έστω για μια και μοναδική φορά μακριά από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ιδεοληψίες. Κάθε λύση θα έχει κόστος και συνέπειες τις οποίες για άλλη μια φορά θα επιμεριστεί ο λαός. Τουλάχιστον, ο πολιτικός κόσμος και κυρίως η κυβέρνηση, επιβάλλεται να του προσφέρει την ελπίδα εξόδου από την κρίση και της ανόρθωσης μέσω μιας ειλικρινούς και συνολικής συντονισμένης προσπάθειας και κυρίως της δίκαιης κατανομής των βαρών. Σε μια τέτοια συστράτευση και προσπάθεια, εκτιμώ ότι θα υπάρξει πιο θετική ανταπόκριση και εκ μέρους των δανειστών και εταίρων μας που πρωτίστως επιδιώκουν την εξασφάλιση των κεφαλαίων και κερδών τους και δευτερευόντως τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού προβληματικού οικοδομήματος διατηρώντας όμως κοντόφθαλμη πολιτική ενόραση.

Αφήστε μια απάντηση