Blog

2015-09-16. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Β΄ ΠΠ και η συμβολή της στην νίκη των Συμμάχων

2015-09-16. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Β΄ ΠΠ και η συμβολή της στην νίκη των Συμμάχων

Οι Επιλογές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής την περίοδο του Μεσοπολέμου και η Διπλωματική θέση της Ελλάδας μέχρι την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (Lausanne) τον Ιούλιο του 1923 και την επίλυση των διαφορών με την Τουρκία, η Ελλάδα επιδόθηκε στην αντιμετώπιση των συνεπειών της ταραγμένης δεκαετίας που είχε προηγηθεί. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής πρωταρχικό της μέλημα αποτέλεσε η κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και η διασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Τις επιδιώξεις αυτές προσπάθησε αρχικά να ικανοποιήσει στο πλαίσιο των γενικών εγγυήσεων του Καταστατικού Χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών (Κ.τ.Ε.). Όταν, όμως, αποδείχθηκε ότι οι μηχανισμοί του αρτισύστατου διεθνούς οργάνου δεν ήταν ικανοί να επιλύσουν τις διαφορές που ανέκυπταν μεταξύ των κρατών μέσω του συλλογικού συστήματος ασφάλειας, ούτε να εγγυηθούν την απόδοση δικαιοσύνης και τη διασφάλιση της ειρήνης, η Ελλάδα επέλεξε την απευθείας συνεννόηση μεταξύ των κρατών. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν η ενίσχυση των διμερών διακρατικών σχέσεων και η υπογραφή σειράς συμφώνων με τα κράτη της περιοχής.

Στις 21 Μαρτίου 1928, η Ελλάδα υπέγραψε με τη Ρουμανία Σύμφωνο μη Επιθέσεως και Διαιτησίας και στις 23 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, Σύμφωνο Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού δεκαετούς ισχύος με την Ιταλία. Το Σύμφωνο αυτό, που ουσιαστικά έβγαλε τη χώρα από τη διεθνή απομόνωση, αποτελούσε πολιτική συνεννόηση ευρύτατης μορφής, αγγίζοντας τα όρια μιας αμυντικής συμμαχίας έναντι οποιασδήποτε βαλκανικής ή εξωβαλκανικής απειλής. Στις 27 Μαρτίου 1929 υπογράφηκε το ελληνογιουγκοσλαβικό Σύμφωνο Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού, με το οποίο αποκαταστάθηκαν οι διαταραγμένες από το 1924 σχέσεις των δύο χωρών εξαιτίας των διαφορών τους με αντικείμενο την ελεύθερη ζώνη της Θεσσαλονίκης. Το Σύμφωνο ήταν περιορισμένου χαρακτήρα και οπωσδήποτε ασθενέστερο από το αντίστοιχο  ελληνοϊταλικό.

Υπογράφηκαν, ακόμη, δύο σύμφωνα με την Τουρκία για τη διευθέτηση των προβλημάτων που είχαν προκύψει από την ανταλλαγή των πληθυσμών: Η Συνθήκη Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας και το Σύμφωνο Εγκάρδιας Συνεννόησης, στις 30 Οκτωβρίου 1930 και στις 14 Σεπτεμβρίου 1933, αντίστοιχα. Αργότερα, στις 27 Απριλίου 1938, τα Σύμφωνα συμπληρώθηκαν με πρόσθετη Συνθήκη και παρατάθηκε η ισχύς τους έως τον Ιούνιο του 1948. Επρόκειτο, κατά βάση, για συμφωνίες με αμυντικό χαρακτήρα χωρίς, όμως, να συνοδεύονται από αντίστοιχες στρατιωτικές συμβάσεις. Σε γενικές γραμμές προέβλεπαν την αμοιβαία εγγύηση των κοινών ηπειρωτικών συνόρων έναντι οποιουδήποτε βαλκανικού ή εξωβαλκανικού εισβολέα, που θα στρεφόταν είτε εναντίον της Ανατολικής είτε της Δυτικής Θράκης. Σε κάθε άλλη περίπτωση επίθεσης, η μία χώρα έπρεπε να τηρήσει ευμενή ουδετερότητα ώστε το έδαφός της να μην καταστεί βάση επιχειρήσεων επ’ ωφελεία του επιτιθεμένου. Οι δύο χώρες ανέλαβαν επίσης την αμοιβαία δέσμευση να προσυνεννοούνται για όλα τα διεθνή ζητήματα που τις αφορούσαν, με την πρόβλεψη ακόμη και της κοινής διεθνούς εκπροσώπησης, όταν αυτό ήταν δυνατό και θεωρούνταν αναγκαίο.
Με την Αλβανία η Ελλάδα δεν υπέγραψε κάποια συμφωνία. Ωστόσο, ορισμένα διμερή θέματα διευθετήθηκαν με συμβάσεις ήσσονος σημασίας που υπογράφηκαν στις 13 Οκτωβρίου 1926 στην Αθήνα. Μετά το 1933, όταν η διεθνής κατάσταση είχε αρχίσει να επιδεινώνεται, η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Τουρκία και η Ρουμανία, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα στην περιοχή τους, υπέγραψαν στις 9 Φεβρουαρίου 1934 στην Αθήνα, το Βαλκανικό Σύμφωνο Συνεννόησης με επταετή ισχύ. Το Σύμφωνο είχε αμυντικό χαρακτήρα και απέβλεπε στην παγίωση της ειρήνης, τη διασφάλιση του σεβασμού των ανειλημμένων υφιστάμενων διμερών υποχρεώσεων και τη διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος στη Βαλκανική έναντι των αναθεωρητικών τάσεων της Βουλγαρίας, ενώ συνοδεύτηκε και από τις ανάλογες στρατιωτικές συμβάσεις. Ένα χρόνο πριν την εκπνοή του ανανεώθηκε για άλλα επτά έτη. Στο Σύμφωνο δεν συμμετείχε η Αλβανία, καθότι κηδεμονευόταν ήδη από την Ιταλία και η Βουλγαρία, η οποία επέμενε στην αναθεώρηση των Συνθηκών Ειρήνης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Βουλγαρία, ωστόσο, επεδίωκε κάποια συνεννόηση με τους γείτονές της, αποβλέποντας κυρίως στην άρση των περιορισμών που της είχαν επιβληθεί με τη Συνθήκη του Νεϋγύ. Έτσι, στις 29 Ιανουαρίου 1937 υπέγραψε μυστικό Σύμφωνο Φιλίας με τη Γιουγκοσλαβία, το οποίο υπονόμευε την αποτελεσματικότητα του Βαλκανικού Συμφώνου. Στη συνέχεια, επωφελούμενη από την προσπάθεια των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών να εξομαλύνουν τις διαφορές τους, υπέγραψε τον Ιούλιο του 1938 στη Θεσσαλονίκη Σύμφωνο Μη Επιθέσεως, με το οποίο δεσμευόταν ότι δεν θα στρεφόταν με στρατιωτικά μέσα εναντίον των κρατών της Βαλκανικής Συνεννόησης.
Στις 1 Σεπτεμβρίου 1939 η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της Πολωνίας. Αφορμή για την εισβολή αποτέλεσε ο διαφιλονικούμενος πολωνικός διάδρομος του Ντάντσιχ (Danzig) που διαχώριζε την Ανατολική Πρωσία από την υπόλοιπη Γερμανία. Η Βρετανία, που είχε εγγυηθεί την ασφάλεια της Πολωνίας, απαίτησε την άμεση αναστολή των πολεμικών επιχειρήσεων. Η άρνηση του Χίτλερ έθεσε τέλος στις ψευδαισθήσεις για την απήχηση της κατευναστικής πολιτικής που είχε ακολουθήσει η Δύση τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η Βρετανία και η Γαλλία να κηρύξουν, στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, τον πόλεμο στη Γερμανία. Η Σοβιετική Ένωση μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τη Βρετανία και τη Γαλλία το καλοκαίρι του 1939 και την υπογραφή, στις 23 Αυγούστου 1939, του γερμανοσοβιετικού Συμφώνου Μη Επιθέσεως, τηρούσε πολιτική υπέρ των ιδίων συμφερόντων. Εκμεταλλευόμενη μάλιστα τη γερμανική επίθεση, εισέβαλε στην Πολωνία και κατέλαβε τις ανατολικές της επαρχίες. Η Ιταλία, μολονότι δεν ήταν ακόμη εμπόλεμη χώρα, ενέτεινε τις προκλήσεις κατά της Ελλάδας και αύξησε τις πολεμικές προπαρασκευές στην Αλβανία.

Κατά την περίοδο αυτή, η θέση της Ελλάδας διαγραφόταν ως εξής: Υπήρχαν μονόπλευρες εγγυήσεις για την ασφάλειά της από τις Δυτικές Δυνάμεις, χωρίς, εντούτοις, να καθορίζουν συγκεκριμένα το είδος, το μέγεθος και τον χρόνο της βοήθειας. Πολιτικές δεσμεύσεις υπήρχαν και με την Τουρκία με τα Σύμφωνα των ετών 1933 και 1938, χωρίς, όμως, ρητές σχετικές αποφάσεις. Το ελληνοϊταλικό Σύμφωνο του 1928 εξέπνεε, ενώ το εν ισχύ τετραμερές Βαλκανικό Σύμφωνο Συνεννόησης του 1934, είχε καταστεί εν τοις πράγμασι ανενεργό λόγω του διαφορετικού προσανατολισμού των συμβαλλομένων μερών του.

Υπό αυτές τις συνθήκες οι διπλωματικές προσπάθειες της Ελλάδας στράφηκαν σε δύο κατευθύνσεις: Στη διευκρίνιση και οριστικοποίηση της συμμαχικής βοήθειας που εξακολουθούσε να παραμένει ακαθόριστη και στην προώθηση του αμυντικού συνασπισμού των κρατών της Βαλκανικής Συνεννόησης έναντι κάθε επίθεσης. Επί του παρόντος, η Βρετανία και η Γαλλία απέφευγαν να αναλάβουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ενώ τα βαλκανικά κράτη δεν ήθελαν να εκτεθούν σε οποιαδήποτε αποφασιστική ενέργεια που θα προκαλούσε τη δυσμένεια της Ιταλίας και της Γερμανίας. Η ευκαιρία, άλλωστε, της προώθησης των αλυτρωτικών σχεδίων ενός εκάστου εις βάρος των άλλων, δεν απουσίαζε από τη διπλωματική τακτική που ακολουθούσαν στη βάση των νέων δεδομένων. Στην αρχή, η Βρετανία και ιδιαίτερα η Γαλλία, προσπάθησαν ατελέσφορα να δημιουργήσουν ένα νέο Μακεδονικό Μέτωπο με την εγκατάσταση συμμαχικής δύναμης στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθως, η Βρετανία συγκέντρωσε την προσοχή της στην Τουρκία, θεωρώντας ότι η ισχυροποίηση της άμυνάς της θα εξασφάλιζε τη διώρυγα του Σουέζ (Suez) και την ανατολική Μεσόγειο.

Ο Αμυντικός Αγώνας της Ελλάδος έναντι της Ιταλίας (28 Οκτωβρίου – 13 Νοεμβρίου 1940)
Ο πόλεμος, που τόσο επίμονα επιζητούσε η Ιταλία προσπαθώντας παράλληλα να παραπλανήσει την Ελλάδα για τις πραγματικές της προθέσεις, κηρύχθηκε στις 0300 της 28ης Οκτωβρίου 1940. Η αρνητική απάντηση του Ιωάννη Μεταξά στο αίτημα διέλευσης των ιταλικών δυνάμεων από το ελληνικό έδαφος που του διαβίβασε ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι, έμελλε να καταστεί η αφετηρία μιας ακόμη εποποιίας του ελληνικού έθνους. Την περήφανη ελληνική απάντηση συνόδευσαν τα διατάγματα  επιστράτευσης και της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας. Αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων ανέλαβε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Βασιλέας και επικεφαλής του Στρατού ορίστηκε ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο οποίος εγκατέστησε το Στρατηγείο του στο κείμενο επί της πλατείας Συντάγματος ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία».

Η αιφνιδιαστική εισβολή των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος άρχισε στις 0530 της 28ης Οκτωβρίου 1940 μισή ώρα πριν την εκπνοή του τελεσιγράφου, με την κύρια προσπάθεια να εκτοξεύεται στην Ήπειρο, από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι το όρος Γράμμος. Ο πόλεμος εναντίον της Ελλάδας, για την αποφυγή του οποίου ο Μεταξάς είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια, ήταν γεγονός. Η τήρηση με αξιοθαύμαστη συνέπεια φαινομενικής συμβατικότητας και ουσιαστικής σταθερότητας, προσεκτικής αλλά σταθερής, δεν αποτέλεσαν παράγοντες που μπορούσαν να επηρεάσουν την ειλημμένη ιταλική απόφαση. Στη Ρώμη όλοι ήταν βέβαιοι ότι ο σκοπός θα επιτυγχανόταν δια στρατιωτικού περιπάτου, καθώς, όπως πίστευαν, οι Έλληνες δεν φημίζονταν για τις στρατιωτικές τους αρετές.

Στο μέτωπο της Ηπείρου η VIII Μεραρχία Πεζικού πέτυχε να αναχαιτίσει τον αντίπαλο στην προωθημένη αμυντική τοποθεσία Ελαίας-Καλαμά. Εκεί καθηλώθηκαν τα ιταλικά τεθωρακισμένα χάρη στην ετοιμότητα του Ελληνικού Στρατού, την ενίσχυση της αμυντικής θέσης με την τοποθέτηση αντιαρματικών εμποδίων και τη ματαίωση της προγραμματισμένης αποξήρανσης του έλους, στο οποίο εγκλωβίστηκε η μηχανοκίνητη Μεραρχία των «Κενταύρων». Η μόνη επιτυχία των Ιταλών ήταν η διείσδυση στον παραλιακό τομέα της Θεσπρωτίας, χωρίς, όμως, ουσιαστική επίδραση στο αποτέλεσμα της μάχης, εξαιτίας της απειλής αποκοπής τους σε περίπτωση συνέχισης της προέλασης. Στον Τομέα της Πίνδου η συντριπτική υπεροχή των Ιταλών, εξανάγκασε σε σύμπτυξη τις ελληνικές δυνάμεις μέχρι το χωριό Βωβούσα. Με την εσπευσμένη όμως προώθηση των διαθέσιμων εφεδρειών και την άμεση διενέργεια αντεπιθέσεων από την I Μεραρχία Πεζικού, εξαλείφθηκε ο ιταλικός θύλακας. Η επιτυχία των Ελλήνων στον Τομέα της Πίνδου οφείλεται και στα λάθη τακτικής της ιταλικής ηγεσίας. Κυρίως, όμως, αποδίδεται στη μαχητικότητα του Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος εμπνευσμένος από τα ιδανικά της φυλής αγωνίστηκε με πάθος και αυταπάρνηση. Παράλληλα, στη βορειοδυτική Μακεδονία οι ελληνικές δυνάμεις, από τις πρώτες ημέρες της ιταλικής επίθεσης, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και πέτυχαν να καταλάβουν σημαντικά εδαφικά σημεία μέσα στο αλβανικό έδαφος.

Τις πρώτες ημέρες του πολέμου ο Ελληνικός Στρατός συνάντησε πολλές δυσκολίες. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία του κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη με σύγχρονα εξοπλισμένο και άρτια εκπαιδευμένο στρατό. Οι νεοεισερχόμενες στον αγώνα ιταλικές μονάδες μεταφέρονταν γρήγορα στο μέτωπο με οχήματα, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές έφταναν στο μέτωπο ύστερα από εξαντλητικές νυχτερινές πορείες, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η προώθησή τους αμέσως στην πρώτη γραμμή. Στον Τομέα της Πίνδου τα ελληνικά τμήματα αντιμετώπισαν εξαιρετικές δυσχέρειες ανεφοδιασμού, που αμβλύνθηκαν με τη βοήθεια των κατοίκων των χωριών της περιοχής, οι οποίοι, προσερχόμενοι αυθόρμητα, ενίσχυαν τη μεταφορική ικανότητα των μονάδων διοικητικής μερίμνης με ό,τι μέσο διέθεταν. Στους σθεναρά μαχόμενους στρατιώτες, οι κάτοικοι της Πίνδου πρόσφεραν ένα λαμπρό παράδειγμα πατριωτισμού, αυτοθυσίας και υψηλής αίσθησης του εθνικού καθήκοντος. Οι εικόνες των γυναικών που στις χιονοσκεπείς πλαγιές μετέφεραν στους ώμους κιβώτια πυρομαχικών, έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη όσων συμμετείχαν στον πόλεμο. Η χορήγηση, τέλος, περιορισμένης μερίδας τροφής στους άνδρες αποτελούσε τον κανόνα, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, δεν εχορηγείτο ούτε και αυτή η ποσότητα.

Η πρώτη περίοδος του πολέμου ολοκληρώθηκε με μία καθαρά αμυντική επιτυχία του Ελληνικού Στρατού. Η 13η Νοεμβρίου βρήκε τις δυνάμεις του στην Ήπειρο και στην Πίνδο να έχουν εκδιώξει τους Ιταλούς από το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού εδάφους και στη βορειοδυτική Μακεδονία να είναι έτοιμες να επιτεθούν για την κατάληψη του ορεινού όγκου της Μόροβας και του κόμβου συγκοινωνιών της Κορυτσάς. Κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου το ηθικό των ανδρών, τόσο αυτών που αγωνίστηκαν κατά των εισβολέων όσο και αυτών που μεταφέρονταν στο μέτωπο, ανέβηκε κατακόρυφα. Το αρχικό ξάφνιασμα είχε αντικατασταθεί από την πεποίθηση ότι η νίκη δεν αποτελούσε ένα απαγορευμένο όνειρο, καθώς το ιταλικό Σχέδιο Επιχειρήσεων είχε ήδη ανατραπεί. Η απόπειρα των Ιταλών να διεισδύσουν στην Πίνδο, τόσο κατά την έναρξη της εισβολής όσο και μετά τις πρώτες επιτυχίες, δεν υποστηρίχθηκε με επαρκείς δυνάμεις, με αποτέλεσμα να ανακοπεί και τελικά να εξαλειφθεί η απειλή της υπερκέρασης των ελληνικών τμημάτων που υπεράσπιζαν την Ήπειρο. Έκτοτε, ο ιταλικός Στρατός μετέπεσε παντού σε άμυνα.

Η Προέλαση του Ελληνικού Στρατού στο Βορειοηπειρωτικό Έδαφος και οι Χειμερινές Επιχειρήσεις (14 Νοεμβρίου 1940 – 8 Μαρτίου 1941)
Μετά την αναχαίτιση της ιταλικής επίθεσης το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να ενεργήσει επιθετικά με το σύνολο των δυνάμεων που διέθετε. Από τις 14 Νοεμβρίου 1940, ο Ελληνικός Στρατός ανέλαβε γενική αντεπίθεση, με αντικειμενικό σκοπό την αποκατάσταση της ακεραιότητας του εθνικού εδάφους. Η υπεροπλία του αντιπάλου, το δύσβατο έδαφος, οι ακραίες εκείνο τον χειμώνα κλιματολογικές συνθήκες και οι δυσχέρειες ανεφοδιασμού δεν στάθηκαν ικανές να αναστείλουν την προσπάθεια. Στην περιοχή της Ηπείρου, το Α΄ Σώμα Στρατού, αφού κατέλαβε στις 6 Δεκεμβρίου το λιμάνι των Αγίων Σαράντα και δύο ημέρες αργότερα το Αργυρόκαστρο, συνέχισε τις επιθετικές επιχειρήσεις. Έως τις 6 Ιανουαρίου προωθήθηκε μέχρι τη γραμμή Χειμάρα-Βράνιτσα- Μπολιένα, δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για την πλήρη διάνοιξη της κοιλάδας του ποταμού Σιούσιτσα και τη συνέχιση της προέλασης προς την Αυλώνα. Στην περιοχή της Πίνδου το Β΄ Σώμα Στρατού, αφού κατέλαβε στις 3 Δεκεμβρίου την Πρεμετή και εξασφάλισε την ελεύθερη χρησιμοποίηση της αμαξιτής οδού Λεσκοβίκι-Κορυτσά, πέτυχε έως το τέλος Δεκεμβρίου, παρά την πείσμονα αντίσταση των Ιταλών, να φτάσει περίπου δεκαπέντε χιλιόμετρα ανατολικά του κόμβου της Κλεισούρας. Στη βορειοδυτική Μακεδονία, το Τ.Σ.Δ.Μ (Γ΄ και Ε΄ Σώματα Στρατού), αφού στις 21 Νοεμβρίου κατέλαβε τον ορεινό όγκο Μόροβας-Ιβάν και την επομένη τον οδικό κόμβο της Κορυτσάς, προωθήθηκε σε βάθος περίπου σαράντα χιλιομέτρων, εξασφαλίζοντας από τα δυτικά και βορειοδυτικά το ομώνυμο υψίπεδο. Η απελευθέρωση της Κορυτσάς στις 22 Νοεμβρίου 1940 υπήρξε το κυριότερο επίτευγμα του Ελληνικού Στρατού σ’ αυτή τη φάση του αγώνα.

Έως την αναστολή των επιθετικών επιχειρήσεων, η ελληνική διοίκηση προώθησε στο μέτωπο επτά νέες μεραρχίες Πεζικού, ενώ οι Ιταλοί ενισχύθηκαν με οκτώ μεραρχίες Πεζικού και μεγάλο αριθμό μονάδων υποστήριξης.

Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες όμως των Ιταλών, προκάλεσαν σοβαρή κρίση στην ανώτατη ιταλική στρατιωτική ηγεσία. Στις 26 Νοεμβρίου ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατάρχης Μπαντόλιο (Pietro Badoglio) υπέβαλε την παραίτησή του. Την ίδια ημέρα, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, στρατηγός Πρίκολο (Francesco Pricolo), επιστρέφοντας στη Ρώμη από την Αλβανία, παρουσίασε με τις πιο ζοφερές εικόνες την κατάσταση που επικρατούσε στο μέτωπο. Η διαμορφωμένη κατάσταση είχε ενσπείρει τον πανικό στους Ιταλούς, αφού ο στρατηγός Σοντού πρότεινε στον Μουσσολίνι ως βέλτιστη λύση τη σύναψη ανακωχής με τους Έλληνες. Το αποτέλεσμα ήταν η αντικατάσταση του Σοντού στο τέλος του έτους από τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, στρατηγό Καβαλέρο (Ugo Cavallero).

Στις 22 Δεκεμβρίου 1940, τμήματα της ΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού απελευθέρωσαν τη Χειμάρα και κατέλαβαν τον αυχένα Κούτσι πετυχαίνοντας τη διάνοιξη της οδού προς την Αυλώνα, γεγονός που προκάλεσε εκδηλώσεις ενθουσιασμού και πανηγυρισμών σε όλη την Ελλάδα. Την απελπιστική θέση που είχε περιέλθει η ιταλική ηγεσία, επιβεβαίωνε στις 24 Δεκεμβρίου το τηλεγράφημα του Μουσσολίνι, ο οποίος καθιστούσε τον Καβαλέρο προσωπικά υπεύθυνο για την πρόταξη άμυνας μέχρις εσχάτων. Ο δριμύς χειμώνας που είχε εν τω μεταξύ ενσκήψει και οι δυσχέρειες που είχαν προκαλέσει οι χιονοπτώσεις στις συγκοινωνίες, δημιουργούσαν ανυπέρβλητες δυσκολίες στον ανεφοδιασμό και τις διακομιδές του Ελληνικού Στρατού. Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα την περίοδο αυτή ήταν οι υπερβολικές απώλειες υγείας εξαιτίας των κρυοπαγημάτων, λόγω του πολικού ψύχους και του ύψους του χιονιού που παρέμενε παγωμένο. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε στο τέλος Δεκεμβρίου να αναστείλει τις επιθετικές επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας χωρίς, όμως, να παραιτηθεί από τοπικές ενέργειες, με σκοπό τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για μελλοντικές ενέργειες προς την Αυλώνα και αντικειμενικό σκοπό την εκδίωξη των Ιταλών από την Αλβανία. Στις 10 Ιανουαρίου 1941 το Απόσπασμα Πίνδου κατέλαβε τον σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο της Κλεισούρας, σε μία περίοδο που οι δυσχέρειες ανεφοδιασμού και τα κρούσματα παγοπληξίας αυξάνονταν κατακόρυφα.

Οι επιθετικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στέφθηκαν στο σύνολό τους με επιτυχία. Δεν έγινε όμως δυνατή η ευρεία εκμετάλλευσή τους, παρ’ όλο που παρουσιάστηκαν ευκαιρίες που θα μπορούσαν να αποφέρουν σημαντικά οφέλη. Η έλλειψη τεθωρακισμένων και ταχυκίνητων μέσων και η κυριαρχία της ιταλικής Αεροπορίας δεν επέτρεψαν την εκμετάλλευση των επιτυχιών με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την καθυστερημένη κατάληψη της Κορυτσάς. Οι ελληνικές μονάδες, όπως κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη των ορεινών όγκων Μόροβα-Ιβάν, ήταν αναγκασμένες να αποφεύγουν τις πεδινές ζώνες και να κινούνται μέσω των ορεινών διαβάσεων. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν η επιμήκυνση των φαλάγγων, η αύξηση της κόπωσης ανδρών και κτηνών και η δημιουργία δυσχερειών στους ανεφοδιασμούς και στις διακομιδές. Αντίθετα, στις πεδινές ζώνες ο αντίπαλος, χάρη στα μηχανοκίνητα μέσα που διέθετε, κατόρθωνε να αποσύρεται γρήγορα, ενώ, παράλληλα, επιβράδυνε και την ελληνική προώθηση στις ορεινές περιοχές με λίγες σχετικά δυνάμεις. Παρά τις δυσκολίες αυτές, οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να απωθήσουν τον ιταλικό Στρατό σε βάθος εξήντα χιλιομέτρων από τα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Στον τομέα της υγειονομικής υποστήριξης παρουσιάστηκαν πολλές δυσχέρειες λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και των απωλειών μάχης και μη μάχης. Τα προβλήματα όμως αυτά, παρά τις αρχικές μεγάλες απώλειες, αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς με τη χρήση λιπαντικών ουσιών και ειδικών μάλλινων επιδέσμων και καλτσών, που κατά χιλιάδες οι Ελληνίδες κάθε ηλικίας έπλεκαν και έστελναν στο μέτωπο. Παράλληλα, ενισχύθηκαν με προσωπικό τα στρατιωτικά νοσοκομεία, δημιουργήθηκαν νέα, αναπτύχθηκαν ορεινά χειρουργεία, μετακινήθηκαν ανεφοδιαστικά όργανα και συστάθηκαν ειδικά σώματα διακομιδής. Έτσι, η υγειονομική υποστήριξη, ενισχυμένη με την εθελοντική παρουσία των Αδελφών Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, οργανώσεων και πολιτών, μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις πρωτόγνωρες απαιτήσεις, συντελώντας στην αύξηση της μαχητικής
ικανότητας του Στρατού.

Στην εξύψωση του φρονήματος, λαού και Στρατού, σημαντική ήταν και η προσφορά της Εκκλησίας. Η άμεση απόσπαση άγαμων κληρικών στις παραμεθόριες περιοχές και η διάθεση τους ως στρατιωτικών ιερέων στις μονάδες του μετώπου, συνέβαλε αποφασιστικά στην ένταση της σύζευξης εθνικού και θρησκευτικού φρονήματος, με άμεσο αντίκτυπο στην αναπτέρωση του ηθικού του Στρατού. Εκτός από την παρουσία του Κλήρου στο μέτωπο, η Εκκλησία βοήθησε και στην ανακούφιση του σκληρά δοκιμαζόμενου λαού με τις κάθε λογής χορηγίες στις οικογένειες των στρατευμένων.

VIII ΜΕΡΑΡΧΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ. 30670

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΓΗ της 28ης Οκτωβρίου 1940

Αξιωματικοί και οπλίται Ογδόης Μεραχίας,
Ὁ Πρέσβυς τῆς Ἰταλίας ἐν Ἀθήναις ἐζήτησεν ἀπό τήν Κυβέρνησιν ἡμῶν νά διέλθη ὁ Ἰταλικός Στρατός διά τοῦ ἐδάφους μας.
Ἡ Κυβέρνησις ἀπέρριψε τήν αἴτησιν ταύτην, καί διέταξεν ἀντίστασιν μέχρις ἐσχάτων.
Ἤδη διανοίγεται τό στάδιον τῆς ἐκτελέσεως τοῦ ὑπερτάτου πρός τήν πατρίδα καθήκοντος δι, ἀντιστάσεως, μέχρις ἐσχάτων συμφώνως πρός τό σχέδιον ἐνεργείας.
Ἀξιωματικοί καί ὁπλίται τῆς Ὀγδόης Μεραρχίας ἀμυνθῆτε τοῦ Ἱερού Πατρίου ἐδάφους μετά φανατισμού ἐναντίον του ἐπιδρομέως, ὅστις θέλει να προσβάλη ἡμᾶς ὑπούλως καί ἀνάνδρως.
Ἀναμνησθῆτε τῶν ἐνδόξων παραδόσεων τοῦ Ἔθνους μας καί πολεμήσατε μετά λύσσης κατά τοῦ ἀνάνδρου ἐχθροῦ ὅστις τόσον ἀτίμως καί ἀνάνδρως θέλει νά προσβάλη τοῦτο.
Δείξατε εἰς αὐτόν ὅτι εἴμεθα εἰς θέσιν νά δώσωμεν τήν δέουσαν ἀπάντησιν, ὄπως ἔδωσαν καί οἱ Πρόγονοί μας εἰς τούς ἐπιδρομείς Πέρσας.
Ὁ Θεός ἄς βοηθήση τόν Τίμιον ὑπέρ Πατρίδος ἀγῶνα μας καί ἄς εὐλογήση τά ὅπλα μας, διότι θά ἀγωνισθῶμεν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν καί ὐπέρ τῆς ἐλευθερίας μας.
Μέ τήν πεποίθησιν ἀκράδαντον ὑπέρ τῆς νίκης, ἀναφωνῶ μεθ᾽ἡμῶν.
ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ!
ΖΗΤΩ Η ΠΑΤΡΙΣ!
ΖΗΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ!
Ὥρα 5η – Ἰωάννινα τῆ 28 Ὀκτωβρίου 1940
ΧΑΡΑΛ. ΚΑΤΣΙΜΗΤΡΟΣ
ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Διά τήν ἀκρίβειαν
ΠΑΡΑΛΗΠΤΑΙ
Οἱ τῶν Γενικῶν Διαταγῶν Χ.Π.

Η Εαρινή Ιταλική Επίθεση (9 – 26 Μαρτίου 1941)
Ο Μουσσολίνι, που γνώριζε ότι οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να επέμβουν στην Ελλάδα, χωρίς όμως να έχει συγκεκριμένες πληροφορίες για τον τρόπο και τον χρόνο που θα εκδηλωνόταν η ενέργειά τους, έφερε βαρέως την ήττα του Στρατού του στη Βόρειο Ήπειρο. Παρ’ όλο που οι διακηρύξεις του σχετικά με την κατάκτηση της Ελλάδας είχαν ήδη διαψευσθεί, το τελευταίο που επιθυμούσε ήταν να «σωθεί» με τη γερμανική επέμβαση. Έτσι, σε μία ύστατη προσπάθεια να εξέλθει από το αδιέξοδο και να περισώσει το γόητρό του, την εποχή που οι Έλληνες απειλούσαν το Βεράτι και την Αυλώνα, αποφάσισε την εκτέλεση της εαρινής επίθεσης. Ο ιταλικός Στρατός, αφού ενισχύθηκε με νέες μονάδες πεζικού και τεθωρακισμένων, εκτόξευσε την επίθεση στις 9 Μαρτίου 1941. Η επιχείρηση «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ» (Primavera) θα εκδηλωνόταν σε περιορισμένο μέτωπο (μεταξύ των ποταμών Αώου και Άψου) στην κατεύθυνση Γκλάβα-Μπούμπεσι, με αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ρήγματος στην ελληνική αμυντική γραμμή και τη διάνοιξη της κοιλάδας του ποταμού Ντεσνίτσα. Ήδη από τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου η Aεροπορία είχε αυξήσει κατακόρυφα τη δράση της, βομβαρδίζοντας τους χώρους συγκέντρωσης των ελληνικών εφεδρειών, των μοιρών πυροβολικού, των σταθμών διοικήσεως και των παρατηρητηρίων.

Ο Μουσσολίνι και η ηγεσία των Eνόπλων Δυνάμεων εγκαταστάθηκαν από νωρίς στο παρατηρητήριο του υψώματος Καμάριτ (Γκλάβα). Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 0630 στον τομέα που υπεράσπιζε το Β΄ Σώμα Στρατού, με προπαρασκευή πυροβολικού που διήρκεσε δυόμισι ώρες και εκτεινόταν σε όλο το εύρος της τοποθεσίας. Ο τομέας της Ι Μεραρχίας Πεζικού, μία ζώνη έξι χιλιομέτρων όπου κατευθύνθηκε η κύρια προσπάθεια, δέχθηκε περίπου 100.000 βλήματα, χωρίς να υπολογίζονται τα πυρά καμπύλης τροχιάς κάθε επιτιθέμενης ιταλικής μεραρχίας, με αποτέλεσμα τα υψώματα 717 και 731 να ανασκαφούν.

Παρά τη σφοδρότητα της επίθεσης, το Β΄ Σώμα Στρατού διατήρησε αρραγή την τοποθεσία, αναγκάζοντας τους Ιταλούς τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Μαρτίου να επαναλάβουν την προσπάθεια, ξανά, όμως, χωρίς αποτέλεσμα. Το μένος της ιταλικής επίθεσης και η ηρωική αντίσταση της Ι Μεραρχίας Πεζικού, αποτυπώνονται με σαφή τρόπο στην Ημερήσια Διαταγή του διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, υποστρατήγου Γεωργίου Μπάκου: «Πολεμισταί της Ιης Μεραρχίας, προ του ακαμάτου ηρωισμού σας εθραύσθησαν άπασαι αι απεγνωσμέναι εχθρικαί προσπάθειαι… Είμαι υπερήφανος διότι ηγούμαι τοιούτων ηρώων. Η πατρίς σεμνύνεται δι’ αυτούς. Η παρούσα να φθάση μέχρι του τελευταίου οπλίτου της Μεραρχίας». Στις 15 Μαρτίου, μετά από επτά ημέρες άκαρπων επιθετικών ενεργειών, η ιταλική ηγεσία αποφάσισε να αναστείλει τις επιχειρήσεις αναμένοντας ευνοϊκότερες συνθήκες.

Ελπίζοντας σε μία περιορισμένη επιτυχία, υπό την πίεση και της εν εξελίξει γερμανικής καθόδου στα Βαλκάνια, μετά από τριήμερη ανάπαυλα, εκτόξευσαν νέα επίθεση. Για το θρυ λικό ύψωμα 731, που έστεκε βράχος απόρθητος επί του οποίου θραύονταν όλες οι επιθέσεις των Ιταλών, ήταν η δέκατη όγδοη απόπειρα κατάληψής του. Οι Έλληνες μαχητές, χάρη στο ακατάβλητο θάρρος τους δεν παραχώρησαν ούτε σπιθαμή εδάφους στους επιτιθέμενους Ιταλούς, διατηρώντας στο ακέραιο τις θέσεις τους. Στις 21 Μαρτίου ο Μουσσολίνι απογοητευμένος και ταπεινωμένος, λίγο πριν αναχωρήσει από τα Τίρανα για τη Ρώμη, είπε στον στρατηγό Πρίκολο: «Σας κάλεσα διότι απεφάσισα να επιστρέψω εντός της αύριον εις την Ρώμην. Αηδίασα απ’ αυτό το περιβάλλον. Δεν επροχωρήσαμεν ούτε βήμα. Έως τούδε με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους (σ.σ. τους στρατιωτικούς αρχηγούς του).

Η αποτυχία των Ιταλών να κατακτήσουν την Ελλάδα διατάραξε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις του Μουσσολίνι με τον Χίτλερ. Η ατμόσφαιρα, κατά τη συνάντηση του Γερμανού ηγέτη με τον Τσιάνο στις 18 Νοεμβρίου 1940, ήταν βαριά καθώς οι Βρετανοί διατηρούσαν ακόμη τη δυνατότητα προσβολής τόσο των λιμανιών στη νότια Ιταλία και την Αλβανία όσο και των πετρελαιοπηγών στο Πλοέστι. Από τις 27 Μαρτίου έως την έναρξη της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, η κατάσταση στο Βορειοηπειρωτικό Μέτωπο δεν παρουσίασε αξιόλογες μεταβολές. Παρά την κόπωση από τις κακουχίες του πολέμου, ο Ελληνικός Στρατός διατήρησε ακμαίο το ηθικό του προσβλέποντας σε νέες επιτυχίες. Εντούτοις, η πολεμική δραστηριότητα εναντίον των Ιταλών, περιορίστηκε σε βολές πυροβολικού και εκπομπή αναγνωριστικών περιπόλων για την τήρηση της επαφής. Εξαίρεση αποτέλεσε η διεξαγωγή στον τομέα του Τ.Σ.Δ.Μ. μερικών τοπικών επιχειρήσεων με αντικειμενικό σκοπό τη βελτίωση των κατεχόμενων θέσεων. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας στις 6 Απριλίου 1941 ματαίωσε οριστικά τα ιταλικά σχέδια, αποκλείοντας την πιθανότητα παρουσίασης έστω και μιας περιορισμένης επιτυχίας.

Η Γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας
Η επίθεση των Γερμανών εκδηλώθηκε στις 0515 της 6ης Απριλίου 1941 κατά μήκος της γραμμής Μεταξά. Ένα σεμνό και λιτό ανακοινωθέν πληροφόρησε τον Ελληνικό λαό για τις τελευταίες εξελίξεις «από της 0515, ο εν Βουλγαρία γερμανικός στρατός, προσέβαλε όλως απροόπτως τα ημέτρα στρατεύματα επι της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Τα στρατεύματα μας αμύνονται του πατρίου εδάφους». Ο Παπάγος προκειμένου να τονώσει το ηθικό του Στρατού επισήμανε, μεταξύ άλλων στην Ημερησία Διαταγή του: «Θα νικήσωμεν διότι θα πολεμήσωμεν πάλιν υπό τας σημαίας της δικαιοσύνης ….». Μετά τετραήμερο άνισο αγώνα έπαυσε η Ελληνική αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Οι απώλειες των Γερμανών υπήρξαν σημαντικές σύμφωνα με Γερμανικές πηγές οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι ανήλθαν σε 2035 και οι νεκροί σε 555. Ανάλογος και ο Ελληνικός φόρος αίματος, οι νεκροί και οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 1000.

Συνέχιση του Αγώνος
Η Ελλάδα πιστή στους συμμάχους της, συνέχισε τον αγώνα στη μάχη της Κρήτης η οποία έγινε ο τάφος των Γερμανών. Μετά τη μάχη της Κρήτης οι Γερμανοί δεν χρησιμοποίησαν σε ευρεία κλίμακα αερομεταφερόμενα τμήματα. Ο αγώνας της Ελλάδος δεν θα σταματήσει εδώ θα συνεχίσει τον αγώνα στη Μέση Ανατολή και Ιταλία. Η χώρα, παρόλο που υπέκυψε στρατιωτικά, δεν συνθηκολόγησε παραμένοντας ενεργό μέλος στον αγώνα των ελεύθερων λαών, μακριά από τα πάτρια εδάφη.

Οι παράμετροι της συμβολής
Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Η Ελλάδα ήταν η μόνη βαλκανική χώρα που στάθηκε αδιάλειπτα στο πλευρό των Συμμάχων από την αρχή έως το τέλος του πολέμου. Η συμμετοχή της αυτή δεν ήταν συμβολική, καθώς διέθεσε το σύνολο των στρατιωτικών της δυνάμεων της: είκοσι μεραρχίες πεζικού για χρονικό διάστημα επτά μηνών και με αυξομειούμενη δύναμη μία μεραρχία πεζικού στη Μέση Ανατολή. Ένα θωρηκτό, είκοσι δύο αντιτορπιλικά, οκτώ υποβρύχια, τρεις κορβέτες, πέντε τορπιλοβόλα, τέσσερα αρματαγωγά, δεκατρία ναρκαλιευτικά και ένα ανθυποβρυχιακό σκάφος. Πενήντα έξι αεροσκάφη διώξεως, πενήντα ένα αεροσκάφη βομβαρδισμού και εξήντα έξι ναυτικής συνεργασίας. Πεντακόσια σαράντα ένα ατμόπλοια υπό ελληνική σημαία, εκατόν είκοσι τέσσερα υπό ξένη σημαία και εξακόσια τριάντα ιστιοφόρα.

Στη διάρκεια του αγώνα οι απώλειες που γνώρισε ήταν δυσανάλογες με το μέγεθος και τον πληθυσμό της: ο Στρατός Ξηράς είχε περίπου 14.000 νεκρούς και 43.000 τραυματίες. Το Πολεμικό Ναυτικό έχασε, συνήθως αύτανδρα, οκτώ αντιτορπιλικά, πέντε υποβρύχια και μεγάλο αριθμό βοηθητικών σκαφών. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, Η Οχυρωμένη Αμυντική Τοποθεσία Κερκίνη – Νέστος (Οχυρά) από τα αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας διασώθηκαν τέσσερα διώξεως και δύο ναυτικής συνεργασίας, ενώ η προσφορά αίματος ανήλθε σε εκατόν πενήντα νεκρούς και είκοσι δύο τραυματίες. Τέλος, το 72% της αρχικής δύναμης του Εμπορικού Ναυτικού βυθίστηκε. Η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου και της τριπλής κατοχής, υπέστη τεράστιες υλικές καταστροφές και αβάστακτες για τους κατοίκους πληθωριστικές πιέσεις. Σύμφωνα με στατιστικές εκτιμήσεις του Ο.Η.Ε. στις ζημιές από τον πόλεμο, σε σύγκριση με το ετήσιο εισόδημα, η Ελλάδα έρχεται πρώτη με συντελεστή 170%, ενώ η ηττημένη Γερμανία δεύτερη με συντελεστή 135%.

Η κατάρριψη του αήττητου του Άξονα.
Το ένδοξο έργο του Ελληνικού Στρατού εκτίμησαν ακόμη και οι εχθροί του. Οι πρωτεργάτες της πρόκλησης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να αναγνωρίσουν την αξία του αντιπάλου τους. Ο Χίτλερ, στον λόγο που εκφώνησε στις 4 Μαΐου 1941 για τη λήξη της βαλκανικής εκστρατείας, είπε μεταξύ άλλων: «Χάρη της ιστορικής όμως δικαιοσύνης είμαι υποχρεωμένος να διαπιστώσω ότι εκ των αντιπάλων οι οποίοι μας αντιμετώπισαν, ο Έλλην στρατιώτης επολέμησε ομοίως με παράτολμο θάρρος και ύψιστη περιφρόνηση προς τον θάνατο. Συνθηκολογού σε τότε μόνον όταν κάθε περαιτέρω αντίσταση απέβαινε αδύνατος και επομένως ματαία».

O ηγέτης του φασιστικού αλβανικού κόμματος, Παρίνι (Pietro Parini), στην προσπάθειά του να ανιχνεύσει τους λόγους που προκαλούσαν τον φόβο και τον τρόμο στους Ιταλούς στο Βορειοηπειρωτικό Μέτωπο, επισήμανε: «…οι στρατιώτες μας, ελάχιστες μέρες μετά την άφιξή τους, ρίχνονταν στην αιματηρή μάχη ενάντια σε εχθρό, συνεπαρμένο από ένα είδος θρησκευτικής μανίας, έτοιμο να πεθάνει χωρίς αίσθημα οικονομίας…». Ο Μουσσολίνι, μετά την αποτυχία και της εαρινής επίθεσης, σε σύσκεψη με τους στρατιωτικούς αρχηγούς στις 20 Μαρτίου 1941, έθεσε αμείλικτα ερωτήματα. Ανάμεσα στα άλλα που είπε επισημαίνεται: «Η επιθετική ενέργεια της 9ης τρέχοντος (Μαρτίου) ήταν για μένα μία έκπληξη… Τι έγινε πραγματικά; Αποκλείω τυχόν καθίζηση του ηθικού. Είδα μεγάλο αριθμό δυνάμεων του πεζικού εν κινήσει. Είδα μεραρχίες που βάδιζαν προς την πρώτη γραμμή: άριστες. Κάτι επομένως συνέβη που εσείς οι ειδήμονες οφείλετε να διακριβώσετε».

Η αντίσταση της Ελλάδας ενίσχυσε το ηθικό των Συμμάχων και κατακρήμνισε των αντιπάλων.
Ο Τσώρτσιλ, την ώρα που η Αγγλία δεχόταν σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, βρήκε μία απρόσμενη ευκαιρία για να εξυψώσει το ηθικό του λαού και των Ενόπλων Δυνάμεών του. Η νικηφόρα αντεπίθεση του Ελληνικού Στρατού και στη συνέχεια η  προέλασή του εντός του αλβανικού εδάφους, εξέπληξε τους πάντες. Κράτη που προσπαθούσαν να μείνουν έξω από τον πόλεμο, ή και να ενταχθούν στον Άξονα, άρχισαν να αμφιβάλλουν.

Η παρουσία της Ελλάδας στον αγώνα.
O ακαδημαϊκός καθηγητής της Ιστορίας, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος επισημαίνει σχετικά με τη συμβολή της Ελλάδας: «Αν πράγματι, την επαύριον της ιταλικής επίθεσης, αναζητηθεί μία συγκεκριμένη πρόταση για την επέκταση του πολέμου στα Βαλκάνια, η προσοχή οφείλει αρχικά να στραφεί προς τη συμμαχική πλευρά. Στις 10 Νοεμβρίου 1940, όταν οι Ιταλοί εισβολείς είχαν εκδιωχθεί από το ελληνικό έδαφος και τα ελληνικά στρατεύματα προέλαυναν νικηφόρα στην Αλβανία, ο Ιωάννης Μεταξάς έσπευδε να προτείνει στο Λονδίνο την ανάληψη κοινής πολεμικής δράσης. Επιθετική στρατιωτική ενέργεια -υποστήριζε- δεν είναι δυνατό να αναληφθεί σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ευρώπης, ενώ εις την Ελλάδα είναι έτοιμη η βάσις τοιαύτης ενέργειας της Αγγλίας και χάρις εις την ανδρείαν των πολεμικών μας δυνάμεων η βάσις αυτή είναι ασφαλής».

Αυτή η τοποθέτηση, μας οδηγεί σε ορισμένα συμπεράσματα που άπτονται της γενικότερης συμβολής της χώρας στον πόλεμο. Η Ελλάδα δεν ακολούθησε απλώς τους Συμμάχους, αλλά έκανε προτάσεις ενεργής συμμετοχής στον κοινό αγώνα. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι και μετά «τη νικηφόρο ήττα της» στο εσωτερικό, συμμετείχε στον συμμαχικό αγώνα μακριά από το εθνικό έδαφος. Η απόκρουση της απέλπιδας προσπάθειας των Ιταλών τον Μάρτιο του 1941, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γόητρο του Στρατού και των εμπνευστών της επίθεσης καταρρακώθηκε και επέβαλε τη γερμανική επέμβαση.

Ούτε, όμως, και ο τετραήμερος αγώνας στα Οχυρά έληξε με ήττα των ελληνικών όπλων. Οι υπερασπιστές τους αναγκάστηκαν να παραδοθούν μόνο όταν, λόγω της άμεσης κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας και της υπερκέρασης της αμυντικής τοποθεσίας μέσω της κοιλάδας του ποταμού Στρούμνιτσα, ο αγώνας κατέστη μάταιος. Ο στρατάρχης Λιστ στην Ημερήσια Διαταγή του αμέσως μετά την παράδοση των Οχυρών αναγκάστηκε να δηλώσει: «Οι Έλληνες υπερασπίσθηκαν την πατρίδα των γενναίως» και συνέστησε στους Γερμανούς στρατιώτες «όπως αντικρύσουν και μεταχειρισθούν τους Έλληνες αιχμαλώτους όπως αξίζει εις γενναίους στρατιώτας». Η εκστρατεία των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας απέδειξε μεν την τελειότητα της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής, πλην όμως αποκάλυψε την αδυναμία διεξαγωγής ταυτόχρονων επιχειρήσεων σε πολλά μέτωπα. Πρόκειται για διαπίστωση που εξάχθηκε από την ηρωική αντίσταση και συνοψίζεται στα δύο «ΟΧΙ» του λαού της.

Συνεισφορά στη σύμπτυξη του Εκστρατευτικού Σώματος
Η σύμπτυξη των βρετανικών δυνάμεων που είχαν αποσταλεί για την ενίσχυση της άμυνας εναντίον των Γερμανών, υλοποιήθηκε με εξαιρετική επιτυχία. Με τη βοήθεια και των κατοίκων των πόλεων, κατέστη δυνατή η διάσωση μάχιμων μονάδων που μεταφέρθηκαν στην Κρήτη και τη Μέση Ανατολή.

Η Μάχη της Κρήτης
Για τους Γερμανούς το τίμημα της Μάχης της Κρήτης ήταν βαρύ. Πέραν από τη δέσμευση επίλεκτων μονάδων, την καταπόνησή τους και τις δυσανάλογες απώλειες, δεν αποτόλμησαν ξανά τη διεξαγωγή αεραποβατικών επιχειρήσεων. Έκτοτε οι επίλεκτες μονάδες των αλεξιπτωτιστών χρησιμοποιήθηκαν ως πεζικό, στερώντας τους τη δυνατότητα μεταφοράς δυνάμεων στα μετόπισθεν των εχθρών τους. Η Κρήτη πράγματι ήταν «ο τάφος» των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, διαψεύδοντας τον στρατηγό Γκαίριγκ που είχε δηλώσει στον Χίτλερ ότι η από αέρος κατάληψή της θα ήταν ανώδυνη.

Η ευεργετική επίδραση στη ρωσική άμυνα.
Ο ένδοξος αγώνας της Ελλάδας στα βορειοηπειρωτικά βουνά, συνεχίστηκε με την αντίσταση στη γερμανική επίθεση. Η μείωση της μαχητικής ισχύος των γερμανικών στρατευμάτων λόγω των απωλειών και της πτώσης του ηθικού τους, η ανάγκη ανασυγκρότησης των μονάδων που χρησιμοποιήθηκαν στη βαλκανική εκστρατεία πριν τη μεταφορά τους στο Ανατολικό Μέτωπο και η αναβολή κατά πέντε εβδομάδες της επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση, μειώνουν δραστικά τα επιχειρήματα των κακόπιστων αναλυτών, για τη συμβολή της Ελλάδας στην εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η αντίσταση του ελληνικού λαού.
Η δέσμευση έξι γερμανικών μεραρχιών στον ελληνικό χώρο λόγω της ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος, αποτελεί την τελευταία παράμετρο στον κατάλογο της προσφοράς στην τελική κατίσχυση των ελεύθερων λαών.

Η Συνέπεια στον αγώνα.
Η Ελλάδα, αν και δεν έλαβε την απαραίτητη βοήθεια, τήρησε απαρέγκλιτη συνέπεια στον συμμαχικό αγώνα. Αντίθετα, η Τουρκία επέλεξε να παραμείνει ουδέτερη -με μία επιτήδεια κίνηση κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του Άξονα το καλοκαίρι του 1945, όταν οι μάχες είχαν κοπάσει και το αποτέλεσμα είχε κριθεί οριστικά- αρνούμενη να προσχωρήσει στο συμμαχικό στρατόπεδο με την αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις εξοπλισμού της με σύγχρονο πολεμικό υλικό, καθιστάμενη έτσι αρωγός των γερμανικών επιδιώξεων.
Σε όσους πράγματι απορούν πώς η Ελλάδα μπόρεσε να αντισταθεί σε δύο αυτοκρατορίες, αρνούμενη να ακολουθήσει τη μοίρα των υπόλοιπων λαών της Ευρώπης, την απάντηση δίνει μέσα από το προσωπικό του ημερολόγιο ο Βλάσης Καρατζίκας, ένας πυροβολητής του πεζικού: Κυριακή, 6-4-1941: «Εμάθαμε ότι σήμερα το πρωί η Γερμανία έριξε κάτω το γόητρό της και μας εκήρυξε τον πόλεμον δια να σώσει την καταρρέουσα ιταλική αυτοκρατορία. Τι αίσχος όμως και απάνθρωπον … Ας είναι. Κανείς μας δεν απελπίσθη, κανείς μας δεν παραπονέθει εις τον θεόν, διότι όλοι μας γνωρίζουμε ότι ο Θεός και η Μεγαλόχαρη της Τήνου δεν θα μας αφήσουν να χαθούμε, όπως δεν μας άφησαν τόσες χιλιετηρίδες. Καρτερικά και αγόγγυστα εδέχθημεν και αυτό το κτύπημα και όλοι μας μυστικά ορκιστήκαμε ότι θα πολεμήσουμε μέχρι τέλους. Ζήτω η Ελλάς».

Συμπεράσματα
Πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, σημείο αντιπαράθεσης ανταγωνιστικών εθνικών ομάδων και διευρωπαϊκών συνασπισμών, τα Βαλκάνια αποτέλεσαν την εστία ανάφλεξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά να έχουν εκλείψει, η ευαίσθητη αυτή γεωπολιτική ζώνη διατηρήθηκε, για δεκατέσσερις μήνες μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έξω από το πεδίο της ένοπλης διαμάχης. Η στάση της Ελλάδας είχε προσδιοριστεί με σαφήνεια πριν την έναρξη του πολέμου. Δεν επιθυμούσε να εμπλακεί στη σύρραξη και η εξωτερική της πολιτική προσαρμόστηκε στην τήρηση αυστηρής ουδετερότητας. Έτσι, ακόμη και όταν οι ιταλικές προθέσεις είχαν αποκαλυφθεί, η πολιτική ηγεσία θέλοντας να αποφύγει κάθε πρόκληση, δεν έκανε δεκτές τις συνεχείς εισηγήσεις του αντιστράτηγου Παπάγου για την κήρυξη επιστράτευσης.

Η ιστορία, όμως, πολλές φορές απέδειξε ότι όταν συγκρούονται τα μεγάλα κράτη η θέση των μικρών κρατών είναι κατά κανόνα δυσχερής. Γι’ αυτό τον λόγο ουδέποτε υπήρξε από την ελληνική Κυβέρνηση η απόλυτη πεποίθηση ότι η πολιτική της ουδετερότητας θα μπορούσε να τηρηθεί έως το τέλος του νέου Μεγάλου Πολέμου. Οι μνήμες, άλλωστε, από την προηγούμενη παγκόσμια σύγκρουση ήταν ακόμη νωπές.
Η διατήρηση της ουδετερότητας εξαρτάται περισσότερο από εκείνον που θέλει να την παραβιάσει παρά από εκείνον που επιθυμεί να τη διατηρήσει. Όμως, παρ’ όλο που η Ελλάδα απέφυγε κάθε προκλητική ενέργεια εναντίον του Άξονα, ώστε να μην προκαλέσει την εμπλοκή στην παγκόσμια σύρραξη, είχε αποφασίσει ότι η θέση της ήταν στο πλευρό των παραδοσιακών της συμμάχων.

Συνεπής προς την απόφασή της αυτή απέρριψε στις 28 Οκτωβρίου 1940 το ιταλικό τελεσίγραφο, δηλώνοντας ότι θα προασπίσει την τιμή των ελληνικών όπλων, την ανεξαρτησία και την εδαφική της ακεραιότητα. Με ακλόνητη πίστη για το δίκαιο του αγώνα της, δεν υπολόγισε τις σκληρές δοκιμασίες και τις οδυνηρές θυσίες που θα υφίσταντο. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η Ελλάδα πολέμησε με ανδρεία και αρετή, αποδεικνύοντας ότι θυγατέρες τους είναι η δόξα και η τιμή. Αν η στάση αυτή τηρηθεί με συνέπεια από όλους τους λαούς, είναι σίγουρο ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος.

* Ο Υπτγος ε.α. Βασιλείου Γεώργιος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου της ΔΙΣ/ΓΕΣ, με τίτλο «Η Συμβολή της Ελλάδας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 2009»

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΗΓΕΣ
1. Αδημοσίευτες
– Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ και το Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών
2. Δημοσιευμένες
– Αkten zur Deutschen Auswδrtigen Politik, σειρά D.
– Μεταξάς, Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο, τ. 1-2, Αθήνα.
-ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες εις Ανατολικήν Μακεδονίαν και Δυτικήν Θράκην, Αθήνα, 1956.
– Επίτομη Ιστορία του Ελληνο-ϊταλικού και Ελληνο-γερμανικού πολέμου 1940-1941, Αθήνα, 1984.
– Η Ελληνική Αντεπίθεσις 1940-1941, Αθήνα, 1963.
– Η Ιταλική Εισβολή, Αθήνα, 1959.
– Η Μάχη της Κρήτης, Αθήνα, 1961.
– Η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού (1923-1940), Αθήνα, 1963. ΓΕΣ/ΔΙΣ
– Η Συμβολή της Ελλάδας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 2009
– Το Τέλος μιας Εποποιίας, Απρίλιος 1941, Αθήνα, 1958.
– Γκράτσι, Εμμανουέλε, Η αρχή του τέλους (Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος), Αθήνα, Εστία, χ.χ.
– Καρατζίκας, Βλάσης, Ημερολόγιο Εκστρατείας: Νοέμ. 1940-Απρ.1941, Αθήνα, Ερμής, 2007.
-Μαθιόπουλος, Βάσος, Η Συμμετοχή της Ελλάδος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Τόμος Α, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 1998.
-Richter, Heinz, – Η Ιταλο-γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, Αθήνα, Γκοβόστη,1998.
-Svolopoulos, Constantine, Greece’s Pivotal Role in World War II and its Importance to the U.S. Τoday, Washington, American Hellenic Institute Foundation, 2001.
-Terzic, Velimir, Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, Bελιγράδι, 1957.
-Τσέρβι, Μάριο, Ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος, Αθήνα, χ.χ.
-Τσιρπανλής, Ζαχαρίας, Έλληνες και Ιταλοί στα 1940-41, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004.
-Weber, Frank, The evasive neutral, Columbia & London, University of Missuri press, 1979

Αφήστε μια απάντηση