21/11/2016. Λαϊκιστική Επανάσταση στην Ευρώπη; Όχι ακόμα
Του Leonid Bershidsky
Αυτήν την Κυριακή, πολιτικοί που θυμίζουν Ντόναλντ Τραμπ κέρδισαν τις προεδρικές εκλογές σε δυο μικρές ευρωπαϊκές χώρες: τη Βουλγαρία και τη Μολδαβία. Στην Αυστρία, ένας λαϊκιστής εθνικιστής φαίνεται ότι βρίσκεται σε καλή θέση για να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, ένας άλλος προηγείται σε ορισμένες ολλανδικές δημοσκοπήσεις, ενώ παρόμοιοι πολιτικοί στη Γαλλία και την Ιταλία βρίσκονται μερικές μονάδες πίσω από τον προπορευόμενο παραδοσιακό υποψήφιο –ακριβώς τόσο πίσω ώστε να θυμίζουν τις επιδόσεις του Τραμπ στις δημοσκοπήσεις πριν τη διεξαγωγή των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.
Είχε, επομένως, δίκιο το σουηδικό νεοναζιστικό Κίνημα Αντίστασης των Βορείων Χωρών όταν σε μια πορεία στην Στοκχόλμη το Σάββατο δήλωνε ότι βρισκόμαστε προ των πυλών μιας “παγκόσμιας επανάστασης”; Είναι σαφές ότι υπάρχουν ενδείξεις αναβίωσης της δεξιάς. Οι πρόσφατες εξελίξεις δεν είναι πρωτοφανείς: τοπικές εκδοχές του Τραμπ έχουν ήδη θριαμβεύσει στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, την Ουγγαρία, αλλά και έξω από τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Τουρκία. Εντούτοις, η Ε.Ε, παρά τις πολυδιαφημισμένες αδυναμίες της, μπορεί να έχει σχεδιαστεί καλύτερα από τις ΗΠΑ ώστε να το αντιμετωπίσει εποικοδομητικά.
Στη Βουλγαρία, ο πρώην Διοικητής της Αεροπορίας Ρούμεν Ράντεφ επικράτησε έναντι της υποψήφιας του κεντροδεξιού κυβερνώντος κόμματος Τσέτσκα Τσάτσεβα με 59,4% έναντι 36,2%. Πέραν της μεγάλης διαφοράς μεταξύ των υποψηφίων, όλα τα άλλα θύμιζαν έντονα τις αμερικανικές εκλογές. Ο Ράντεφ, αρχάριος στην πολιτική, υποστήριξε στην προεκλογική του εκστρατεία την πάταξη της διαφθοράς και το κλείσιμο των συνόρων στους μετανάστες, ενώ κατηγορήθηκε ότι είναι ανδρείκελο της Ρωσίας, κάτι που αρνήθηκε, όπως άλλωστε και ο Τραμπ. Επαίνεσε, πάντως, τον Τραμπ που υποστηρίζει τη θέσπιση ενός καλύτερου διαλόγου με τη Ρωσία. Η ηττημένη υποψήφια θα ήταν η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Βουλγαρίας, μια έμπειρη πολιτικός η οποία εκπροσωπεί το ιδεολογικό κατεστημένο.
Στη Μολδαβία, ο Ιγκόρ Ντόντον νίκησε επίσης μια υποψήφια που θα ήταν η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της χώρας, τη Μάγια Σάντου, με 55% έναντι 45%. Ο Ντόντον, σε αντίθεση με τον Τραμπ, έχει πλούσια κυβερνητική και πολιτική εμπειρία. Επιπλέον, είναι αριστερός. Ωστόσο, στην προεκλογική του εκστρατεία υποστήριξε επίσης την πάταξη της διαφθοράς και ζήτησε στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία. Χαιρέτισε τη νίκη του Τραμπ, την οποία αποκάλεσε “νίκη των Αμερικανών πολιτικών έναντι της φιλελεύθερης ανεκτικότητας που διάβρωνε τα θεμέλια της κοινωνίας”. Η Σάντου, η οποία έχει σπουδάσει στις ΗΠΑ, με τις πιστά κεντροδεξιές, φιλοευρωπαϊκές της ιδέες, κατηγορήθηκε ότι ανήκει στην ίδια παγκοσμιοποιημένη ελίτ που στήριξε τη Χίλαρι Κλίντον.
Στην Αυστρία, ο Νόρμπερτ Χόφερ του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας προηγείται οριακά του υποψηφίου του Κόμματος των Πρασίνων Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλλεν στην κούρσα των επαναληπτικών προεδρικών εκλογών που θα διεξαχθούν στις 4 Δεκεμβρίου, μετά την ακύρωση των εκλογών του Οκτωβρίου από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας, στις οποίες είχε κερδίσει ο Βαν ντερ Μπέλλεν.
Τα παραπάνω αποτελέσματα φαντάζουν κάπως λιγότερο δυσοίωνα εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι στη Βουλγαρία, τη Μολδαβία και την Αυστρία ο θεσμός της προεδρίας είναι ανίσχυρος και σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπικός. Είναι σχετικά εύκολο για τους πολίτες να στείλουν ένα προειδοποιητικό μήνυμα ψηφίζοντας για Πρόεδρο της χώρας, χωρίς να φοβούνται για ακραίες συνέπειες. Στη Βουλγαρία, ο κεντροδεξιός Πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσοφ εξήγγειλε την παραίτησή του μετά τη νίκη του Ράντεφ, όμως πιθανολογείται ότι στις πρόωρες εκλογές θα κερδίσει ένα κόμμα του κατεστημένου, καθώς δεν υπάρχει λαϊκιστική πολιτική δύναμη με επαρκείς υποδομές. Στην Αυστρία, μια νίκη του Χόφερ δεν θα επηρεάσει τον κυβερνώντα κεντρώο συνασπισμό που κρατά το Κόμμα της Ελευθερίας έξω από την κυβέρνηση.
Στην Ολλανδία, στην οποία θα διεξαχθούν κοινοβουλευτικές εκλογές τον ερχόμενο Μάρτιο, σύμφωνα με δημοψήφισμα της 13ης Νοεμβρίου το αντι-μεταναστευτικό, αντιευρωπαϊκό Κόμμα της Ελευθερίας, στο οποίο ηγείται ο οπαδός του Πούτιν Γκέερτ Βίλντερς, προβλέπεται να κερδίσει 29 κοινοβουλευτικές έδρες, υπερτερώντας των Φιλελεύθερων του σημερινού Πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε (26 έδρες). Ακόμη και αν ο Βίλντερς βγει πρώτος τον Μάρτιο, είναι πιθανό ότι δεν θα κυβερνήσει, καθώς θα δυσκολευτεί να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού.
Το ίδιο ισχύει και για το Κίνημα Πέντε Αστέρων της Ιταλίας, το οποίο σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις έπεται του Δημοκρατικού Κόμματος του Ματέο Ρέντσι κατά τέσσερις με πέντε μονάδες. Ακόμη και αν κερδίσει τον Ρέντσι στο δημοψήφισμα συνταγματικής μεταρρύθμισης της 4ης Δεκεμβρίου, αλλά και στις επόμενες εκλογές, αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι θα κυβερνήσει (αλλά ακόμη και αν κυβερνήσει, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι για πολύ: οι Ιταλοί φημίζονται για την ανυπομονησία τους με τα υπουργικά τους συμβούλια).
Η εμπειρία της Ισπανίας φέτος αλλά και την περασμένη χρονιά αποτελεί ένδειξη του τι συμβαίνει σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία που έρχεται αντιμέτωπη με μια ισχυρή λαϊκιστική πρόκληση. Μετά από μήνες πολιτικού αδιεξόδου, διαμάχης, επαναληπτικών εκλογών και αποτυχημένων συνομιλιών περί κυβέρνησης συνασπισμού, ο Μαριάνο Ραχόι –η προσωποποίηση του πολιτικού κατεστημένου– είναι και πάλι Πρωθυπουργός. Ωστόσο, η ικανότητά του να περνάει νόμους περιορίζεται σημαντικά από την ίδια τη φύση της κυβέρνησης μειοψηφίας. Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός τρόπος: είναι περίπλοκος γιατί ο κερδισμένος δεν τα παίρνει όλα, όμως διασφαλίζει ότι σχεδόν όλες οι πολιτικές θέσεις εκπροσωπούνται.
Ακόμη και στις λίγες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι δεξιοί λαϊκιστές έχουν επικρατήσει, η κοινοβουλευτική δημοκρατία συχνά μπορεί να τους συγκρατεί στα σημαντικότερα ζητήματα. Στην Πολωνία, μια πρόταση για σχεδόν καθολική απαγόρευση των αμβλώσεων, η οποία είχε ευρεία νομοθετική υποστήριξη από το κυβερνών κόμμα PiS, καταψηφίστηκε τον περασμένο μήνα μετά από μαζικές διαμαρτυρίες, κατόπιν πρωτοβουλίας της αριστερής αντιπολίτευσης. Πιο πρόσφατα, η ουγγρική παράταξη Jobbik, η οποία τοποθετείται δεξιότερα της Fidesz του Ούγγρου Πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν, ανέκοψε την απόπειρα του τελευταίου να εξαιρέσει τη χώρα του από τις ποσοστώσεις μετεγκατάστασης προσφύγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά στη Γαλλία, ένα από τα λίγα ευρωπαϊκά κράτη όπου ο θεσμός της προεδρίας είναι αρκετά ισχυρός ώστε να έχει σημασία. Τα δημοψηφίσματα εμφανίζουν τη Μαρίν Λεπέν του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου στη δεύτερη θέση πίσω από τον κεντροδεξιό Αλέν Ζιπέ. Όμως το προβάδισμα του τελευταίου είναι μεγάλο και είναι πιθανό ότι, με την υποστήριξη της γαλλικής αριστεράς σε έναν ενδεχόμενο δεύτερο γύρο εκλογών με τη Λεπέν, θα την κερδίσει με άνεση.
Είναι πιθανό όλες οι δημοσκοπήσεις να πέφτουν έξω, όπως συνέβη στις αμερικανικές εκλογές και η δεξιά ανά την Ευρώπη να είναι σε θέση να κερδίσει όχι μόνο την πρωτιά αλλά και την πλειοψηφία. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Όπως το Κίνημα Αντίστασης των Βορείων Χωρών υστερούσε αριθμητικά σε σχέση με τους φιλελεύθερους αντιπάλους του, καθώς διαδήλωνε στους δρόμους της Στοκχόλμης, οι πορείες κατά των μεταναστών συναντούν τουλάχιστον ισοδύναμη αντίσταση στη Γερμανία και σε άλλες χώρες, ενώ σχεδόν σε όλα τα κοινοβούλια τα υπόλοιπα κόμματα υπερτερούν αριθμητικά με άνεση έναντι των ακροδεξιών αντιπάλων τους.
Είναι ευνόητο ότι τα παραπάνω δεν νομιμοποιούν τα κόμματα του κατεστημένου να αγνοούν την ατζέντα των δεξιών κομμάτων. Είναι πιθανό ότι στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η μεταναστευτική νομοθεσία θα γίνει αυστηρότερη και η κοινωνική πρόνοια προς τους μετανάστες θα συρρικνωθεί. Καθώς οι δυνάμεις της δεξιάς κερδίζουν έδαφος, οι κυβερνήσεις θα δεχθούν εντονότερες πιέσεις να υιοθετήσουν μια ηπιότερη στάση απέναντι στη Ρωσία, τη νέα σύμμαχο της ακροδεξιάς η οποία δάνεισε στα κόμματα αυτά τον μηχανισμό προπαγάνδας της και, τουλάχιστον στην περίπτωση του Εθνικού Μετώπου, χρήματα. Εντούτοις, οι αλλαγές αυτές δεν θα φέρουν την επανάσταση, αλλά θα σηματοδοτήσουν μια πολιτική επανευθυγράμμιση, σε αναγνώριση της μετατόπισης των ψηφοφόρων προς τα δεξιά.
Μεσοπρόθεσμα, θα ήταν ίσως υγιές για την Ε.Ε. εάν οι λαϊκιστές αποκτούσαν μεγαλύτερη πολιτική εκπροσώπηση και προβολή. Αυτό θα συντρίψει την ύβρη και την υπεροψία των Ευρωπαίων κεντρώων πολύ πριν αποπεμφθούν από την εξουσία με συνοπτικές διαδικασίες, όπως συνέβη με τους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ. Σε αυτούς τους ταραχώδεις καιρούς, ένα ηπιότερο, λιγότερο καθορισμένο, λιγότερο κυβερνήσιμο, λιγότερο σταθερό πολιτικό μοντέλο έχει ορισμένα σαφή πλεονεκτήματα σε σχέση με ένα πιο εύρωστο και ξεκάθαρο μοντέλο: ένα φτερό προσγειώνεται πιο απαλά από μια μπάλα κανονιού.