27/7/2017. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ
Τα δάση και γενικότερα οι δασικές εκτάσεις χαρακτηρίζονται ως ευπαθή οικοσυστήματα, για τα οποία ο συντακτικός νομοθέτης , ‘εμφορούμενος’ από τις νεότερες αντιλήψεις για την ανάγκη διαφυλάξεως του δασικού πλούτου, έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα. Η μέριμνα αυτή μεταφράζεται με την εισαγωγή στο κείμενο του Συντάγματος ειδικών διατάξεων, με τις οποίες οι εκτάσεις με βλάστηση υπάγονται σε αυστηρό προστατευτικό καθεστώς (ΣτΕ 951/96 ).
Αναλυτικότερα, στο άρθρο 3 του συγκεκριμένου νόμου περιλαμβάνονται οι ορισμοί του δάσους και της δασικής έκτασης. Ως δάσος ορίζεται κάθε έκταση της επιφάνειας του εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή σποραδικά από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία αποτελούν λόγω της μεταξύς τους απόστασης και αλληλεπίδρασης οργανική ενότητα, η οποία μπορεί να προσφέρει προϊόντα, εξαγόμενα από τα φυτά αυτά ή να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος.
Ως δασική έκταση ορίζεται κάθε έκταση της επιφάνειας του εδάφους, η οποία καλύπτεται από αραιά ή πενιχρή, υψηλή ή θαμνώδη, ξυλώδη βλάστηση οποιασδήποτε διάπλασης και η οποία μπορεί να εξυπηρετήσει μια από τις λειτουργίες που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Απότοκος των παραπάνω ορισμών είναι εκτός από την οικονομική και η οικολογική λειτουργία του δάσους. Προκειμένου να γίνει δεκτός ο δασικός χαρακτήρας απαιτείται η ύπαρξη βλάστησης με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ενώ κατά την παλαιότερη νομοθεσία η παραγωγή δασικών προϊόντων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση της έννοιας του δάσους.
Η κρίσιμη για τη δασική προστασία άποψη αυτή υιοθετήθηκε και από τη νομολογία του ΣτΕ. Επισημάνθηκε ρητά, ότι το Σύνταγμα, προστατεύοντας με το άρθρο 24, τα δάση, παραπέμπει στην επιστημονική έννοια των εδαφικών αυτών οικοσυστημάτων, προς την οποία έχει την υποχρέωση να συμμορφωθεί και ο νομοθέτης, κατά την ειδικότερη οργάνωση της συνταγματικής προστασίας.
Είναι ανάγκη να ειπωθεί ότι καίρια για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής βλάστησης. Εφόσον η συγκεκριμένη υφίσταται, η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητος και αυταπόδεικτος η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία παντός δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος ( ΣτΕ 2086/96, 3273/96 ).
Επομένως, κατά την αληθή του έννοια το άρθρο 3 δεν θέτει δυο αθροιστικές προϋποθέσεις, αλλά μόνο μία δηλαδή την οργανική ενότητα της δασικής μορφής. Εφόσον αυτή υφίσταται κατ’ανάγκη και πλεοναστικώς αναφερόμενη στο νόμο είναι η συμβολή του δάσους στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και στην εξυπηρέτηση της διαβίωσης του ανθρώπου , με αυτή τη συμβολή ή τα προϊόντα της δασοπονίας.
Σε αντίθεση, η νομολογία του Αρείου Πάγου απαιτούσε την αθροιστική συνδρομή του στοιχείου της δασοκάλυψης και των λειτουργιών του δάσους και της δασικής έκτασης. Δηλαδή, αναφερόμαστε και στην παραγωγή προϊόντων ή στην συμβολή της διατήρησης της ισορροπίας και στην εξυπηρέτηση της διαβίωσης του ανθρώπου. Κατ΄αυτόν τον τρόπο όμως η έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης υφίσταται μιας μορφής συρρίκνωση (ΑΠ 1874/94, 283/96).
Με μια τάση εξειδίκευσης της συνταγματικής επιταγής για την προστασία των δασών ο ν. 998/79 προβλέπει στα άρθρα 11, 12 και 13 ρυθμίσεις για την οριοθέτηση των δασικών περιοχών και στο άρθρο 14 μια ενδικοφανή διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας περιοχής ως δασικής ή μη. Οι διαδικασίες αυτές είναι απολύτως αποσυνδεδεμένες από ιδιοκτησιακά ζητήματα, δηλαδή από την αναγνώριση κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων.
Στα άρθρα 11, 12 και 13 εντοπίζονται οι διαδικασίες ρύθμισης για την διαδικασία χαρτογράφησης των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας, όπως και η σύνταξη δασικού χάρτη, η τελική κύρωση του οποίου ανήκει στον Υπουργό Γεωργίας. Εν συνεχεία, στην Κεντρική Δασική Υπηρεσία καταρτίζεται ένα δασολόγιο, στο οποίο καταχωρούνται κατά νομούς τα δάση και οι δασικές εκτάσεις με τον τρόπο που εμφανίζονται στους δασικούς χάρτες.
Η συγκεκριμένη νομολογία ενέχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την Διοίκηση στο πλαίσιο της προαναφερθείσας διαδικασίας και τονίζει, ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χαρακτηριζόμενων εκτάσεων δεν έχει την δυνατότητα άσκησης επιρροής, ‘ δεδομένου ότι η συνταγματική προστασία των δασών εκτείνεται τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά δάση και μάλιστα κατά τρόπο κρισιμότερο στα τελευταία’ .
Τέλος, με τον ν. 3810/10 ορίστηκε ένα σύστημα τηλεπισκόπησης και χαρτογράφησης των δασών, επιτάχυνσης στις διαδικασίες κύρωσης των χαρτών στους νομούς, καθώς και η διαδικασία κτηματογράφησης και σύνταξης νέου δασικού χάρτη σε περίπτωση πυρκαγιάς. Με τον ίδιο νομο επίσης καθορίστηκαν με λεπτομέρειες η επιτάχυνση και η απλούστευση της διαδικασίας κύρωσης των δασικών χαρτών. Με τα άρθρα 13 έως 20 του ίδιου και πάλι νόμου , ρυθμίζονται τα θέματα διευθέτησης και θεώρησης των δασικών χαρτών , της ανάρτησής τους, του δικαιώματος άσκησης αντιρρήσεων από φυσικά και νομικά πρόσωπα αναφερόμενα στο έννομο συμφέρον τους , της κατοχύρωσης των δασικών χαρτών, των έννομων κυρώσεων, αλλά και των ένδικων βοηθημάτων.