3/10/2017. Οικονομία και πολιτική επιρροή
Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι οι οικονομικές συνθήκες επηρεάζουν το εκάστοτε πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός συνιστούν υλιστικές κοσμοθεωρίες, οι οποίες έθεσαν ως στόχο, από διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις, την επίτευξη υλικής ευημερίας για τις κοινωνίες που θα συγκροτηθούν επί τη βάση των ιδεολογικών τους προταγμάτων. Η υλιστική κοσμοαντίληψη αποτέλεσε βασικό ερμηνευτικό πλαίσιο του ιστορικού γίγνεσθαι και για τις δύο ιδεολογίες, οι οποίες προσδιόρισαν με διαφορετικό τρόπο την εξελικτική του πορεία. Αμφότεροι, ο φιλελευθερισμός από τον 17ο και ο μαρξισμός από το 19ο αιώνα, δρομολόγησαν πολιτικές διεργασίες που επηρέασαν καίρια την πορεία της ανθρωπότητας. Η εν λόγω διαδικασία ξεκίνησε αρχικά στον ευρωπαϊκό χώρο και κατόπιν εξαπλώθηκε σε ολόκληρο σχεδόν το διεθνές σύστημα.
Αναντίρρητα, και προσμετρώντας τον βαθμό εκπλήρωσης των στοχοθεσιών τους, τα κράτη που ακολούθησαν το φιλελεύθερο παράδειγμα επέτυχαν σαφώς υψηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και συνοχής καθώς και πολιτικής ελευθερίας εν σχέσει με τα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η οικονομική δυσπραγία στις χώρες του σοσιαλιστικού κοσμοσυστήματος αποτέλεσε βασική αιτία της κατάρρευσής του, μειώνοντας έκτοτε την επιρροή των μαρξιστικών θεωρήσεων στο διεθνές γίγνεσθαι. Ακολούθως, συνέχισαν να δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό των πλουραλιστικών δυτικών κρατών σοσιαλιστικά, πρωτίστως, και κομμουνιστικά, δευτερευόντως, κόμματα τα οποία επιδίωξαν να επανακαθορίσουν την θέση και την επιρροή τους στις κοινωνίες.
Μεταπολεμικά, η ένταξη της Ελλάδας στους δυτικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς ήταν απόρροια τόσο των αρχικών συνθηκών συγκρότησης του σύγχρονου ελληνικού κράτους, όσο και των προπολεμικών στρατηγικών επιλογών της χώρας, καθώς και των μεταπολεμικών, εσωτερικών και εξωτερικών, διεργασιών. Εν γένει, η Ελλάδα συμμετέχει, με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της, στους δυτικούς θεσμούς λόγω κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών και συμφερόντων.
Στην ελληνική περίπτωση τα ανατροφοδοτούμενα φαινόμενα του κρατισμού και του πελατειακού πολιτικού συστήματος οδήγησαν σε αναιμική καπιταλιστική ανάπτυξη, περιορίζοντας την δυνατότητα των αστικών κομμάτων να επιβάλουν την ιδεολογία τους. Στα πλαίσια της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης συγκροτήθηκαν, πλήρως κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, κομματικοί σχηματισμοί, οι οποίοι επιδίωκαν ένα ευρύτατο φάσμα στοχεύσεων: από την επαύξηση της επιρροής τους στο υφιστάμενο πολιτικό πλαίσιο, έως την πλήρη κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση της χώρας. Τα κόμματα της Αριστεράς θεωρούσαν υπεύθυνη για την οικονομική καχεξία της χώρας την συμμετοχή της στους δυτικούς θεσμούς, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική προς τα κυβερνώντα αστικά κόμματα, υποδεικνύοντας τις υπάρχουσες κοινωνικές αντιθέσεις και προβάλλοντας, παράλληλα, την προοπτική της μαρξιστικής ειμαρμένης.
Υπό αυτό το πρίσμα, της ανάγκης ενός επαναπροσδιορισμού των βασικών πολιτικών επιλογών της χώρας, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, συντελέστηκαν μία σειρά λαοφιλών αλλά και εκμαυλιστικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση των βασικών οικονομικών και κοινωνικών στοχεύσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στην οποία η Ελλάδα μόλις είχε γίνει μέλος. Βάσιμα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος, ότι η χώρα μετασχηματίστηκε την δεκαετία του ΄80 ως να ανέμενε ότι ο ψυχρός πόλεμος θα είχε άλλον νικητή! Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν προβλημάτισε ιδιαίτερα τις επιχώριες αριστερές δυνάμεις, οι οποίες ανασυντάχθηκαν θεωρώντας πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελέσει τον νέο φορέα των διεθνιστικών τους επιζητήσεων.
Η Αριστερά, καθ’ όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, ούσα αντιπολιτευόμενη, επένδυσε κοινωνικά στις μη-ικανοποιητικές οικονομικές συνθήκες, αποτρέποντας παράλληλα και με κάθε τρόπο την απελευθέρωση κλάδων της οικονομίας από τον, άμεσο ή έμμεσο, κρατικό έλεγχο. Η συγκεκριμένη στάση δεν την ωφέλησε μόνο εκλογικά, αλλά αποτέλεσε και βασική πολιτικής της επιλογή. Αλήθεια, πόσο πιθανές είναι η ιδεολογική πειθώ και η κομματική ένταξη, αν οι πολίτες έχουν την δυνατότητα πολλαπλών επιλογών στην αγορά εργασίας και ένα βελτιούμενο βιοτικό επίπεδο;
Στην παρούσα συγκυρία, της πρώτης αριστερής κυβέρνησης, η συμμετοχή της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι μνημονιακές υποχρεώσεις έχουν αποτρέψει ακόμη πιο αντι-επενδυτικές πρακτικές. Εφ’ όσον δεν γίνεται να απαγορεύσουν το επιχειρείν, αυτό οφείλει να είναι κρατικοδίαιτο ή εξαρτημένο και απειλούμενο διαρκώς από κρατικές πρακτικές και αποφάσεις. Θα υποστήριζε κάποιος, πως τώρα που η Αριστερά είναι κυβέρνηση, θα είχε εκλείψει ο λόγος ώστε να θέτει θεσμικά αναχώματα στις ιδιωτικές επενδύσεις.
Πιθανόν, η οικονομική ανάπτυξη μέσω των ιδιωτικών επενδύσεων να υπονομεύει μεσοπρόθεσμα την επιρροή της Αριστεράς στην κοινωνία. Αλίμονο, αν η οικονομία επιφέρει κοινωνική κινητικότητα και διάχυση πλούτου και δεν αναπαράγει τις βολικές κοινωνικές αντιθέσεις!
Στην περίπτωση της επένδυσης στην «Χαλκιδική», το γεγονός που συνιστά μία επώδυνη πραγματικότητα, για την κυβερνώσα αλλά και εν γένει για την Αριστερά, συνίσταται στην συμπόρευση εργαζομένων και εργοδοτών. Διαφαίνεται πως, για την πλειοψηφία πλέον της κοινωνίας, η οικονομική ανάπτυξη και ευημερία διέρχεται μέσω του επιχειρείν και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η περίπτωση της επένδυσης στο «Ελληνικό» καταδεικνύει ότι η υπέρβαση του κρατισμού στην οικονομία απειλεί συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, οι οποίοι προσπαθούν να προσαρμοστούν στην νέα πραγματικότητα, δίχως να μπορούν να αποβάλλουν τις κυρίαρχες ιδεολογικές καταβολές και κυρίως τις πολιτικές πρακτικές τους. Ενδεχομένως, η στάση τους να είναι προϊόν της ιδεολογικής τους αυτεπίγνωσης και του διαρκούς αγώνα για την πολιτική τους επιβίωση!
Δημοσιεύθηκε και στο GREECE INVESTMENT