4/1/2017. Εφησυχασμός ή προετοιμασία για αντιμετώπιση νέων ανθρώπινων ροών

Πολυάριθμες οι φωνές που υποστηρίζουν ότι το μεταναστευτικό – προσφυγικό πρόβλημα, στη δημογραφικώς καταρρέουσα χώρα μας, διαπλέκεται έντονα με εσωτερικές και εξωτερικές απειλές ασφάλειας και αποτελεί το μείζον πρόβλημα υποσκελίζοντας ακόμη και τη βαθύτατη οικονομική και αξιακή κρίση.

Το πρόβλημα ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα, πηγάζει από βαθύτατες ανισότητες ανάπτυξης και διαβίωσης, συνδέεται με διεθνείς υποχρεώσεις και συνθήκες και αγγίζει τις βαθύτερες χορδές του ανθρωπισμού μας προκαλώντας ταυτόχρονα φόβους για τη διατήρηση της εθνικής, πολιτισμικής ταυτότητας και του τρόπου ζωής Ελλήνων και Ευρωπαίων. Όλοι εμείς, παγιδευμένοι τις τελευταίες δεκαετίες σε ένα μύθο ειρηνικής και δημιουργικής συνύπαρξης διαφόρων λαών παραγνωρίσαμε τις προϋποθέσεις επιτυχίες αυτής της φιλόδοξης προσπάθειας. Προϋποθέσεις που αναφέρονται σε μια γραμμικά αυξητική ανάπτυξη, σε ένα ελεγχόμενο αριθμό αφίξεων και στην ικανότητα και διάθεση (εκατέρωθεν) της ομαλής αφομοίωσης ή τουλάχιστον ένταξης των νεοεισερχομένων στις κοινωνίες των χωρών μας. Σήμερα, αυξάνονται ραγδαία τα σημάδια της εξάντλησης των ορίων αυτής της προσπάθειας και κυβερνήσεις και λαοί βρίσκονται αντιμέτωποι με τραγικά διλήμματα. Οι ανησυχίες καθημερινά αυξάνονται και οι διαθέσιμες επιλογές έρχονται –λιγότερο ή περισσότερο- σε αντίθεση με βασικές αρχές και αξίες των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Η διαδικασία λήψεως αποφάσεων και αναζήτησης των βέλτιστων λύσεων φορτίζεται από γεγονότα βίας που προβάλλονται από τα ΜΜΕ και τυγχάνουν πανευρωπαϊκά της πολιτικής εκμετάλλευσης λαϊκίστικων κομμάτων.

Η χώρα μας τοποθετημένη στα σύνορα της Ευρώπης, λόγω και των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων, αναπόφευκτα δέχεται το μέγιστο βάρος των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Αν μάλιστα προσθέσουμε τις αντικειμενικές γεωγραφικές περιστάσεις, την ανυπαρξία εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής, την χαμηλής αποδοτικότητας λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, την εκ μέρους της Τουρκίας πλήρη χειραγώγηση των ροών και την ενίοτε υποκριτική στάση των φίλων και εταίρων μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι ενώπιον μιας δύσκολα αντιμετωπίσιμης καταστάσεως. Οι παραπάνω δυσκολίες θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει σε μια πανεθνική προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος σε διακομματικά όρια και σύμφωνα με τις τεκμηριωμένες προτάσεις και την επίβλεψη ενός ειδικευμένου και αξιόπιστου κρατικού μηχανισμού με διεθνή συνεργασία.

Το πρόβλημα δεν προέκυψε αιφνιδιαστικά, η χώρα μας δέχθηκε παραπλήσια κύματα παρανόμως εισερχόμενων στα βόρεια σύνορα της στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Συνεχής διείσδυση από τον Έβρο υπήρξε και όλη τη δεκαετία του 2000 με τον αριθμό των παρανόμως εισερχομένων να γιγαντώνεται και να δημιουργούνται οι πρώτες «εκτός ελέγχου περιοχές» εντός της επικράτειας μας. Η απατηλή οικονομική μας ανάπτυξη επέτρεπε την επιβίωση όλων αυτών των ανθρώπων, υπό συνθήκες σχετικά αποδεκτές και στα πλαίσια μιας γενικότερης ανομίας, κρατικής αδιαφορίας, γενικής εκμετάλλευσης και παραοικονομίας. Η έλευση της κρίσεως του 2009 που την ακολούθησε η εκτίναξη των ανθρωπίνων ροών (ειδικά το 2015 ένεκα και των άστοχων κυβερνητικών χειρισμών) έδειξε την ανικανότητα μας να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Βυθισμένοι σε ιδεοληψίες, φιλοσοφικές αναζητήσεις και υπολογισμούς πολιτικού κόστους, φανήκαμε ανίκανοι να διαφυλάξουμε στοιχειωδώς τα σύνορα μας και τις γενικότερες υποχρεώσεις που ως κράτος, καλώς ή κακώς, είχαμε αναλάβει. Η εύθραυστη συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία, ίσως και το «σωτήριο» κλείσιμο των βορείων συνόρων μας, οδήγησαν σε σημαντικό περιορισμό των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών.

Ενδεχομένως δε, σημαντικός αριθμός των παρανόμων εισελθόντων στη χώρα μας, τα προηγούμενα χρόνια, να διέφυγε προς τις χώρες της Ευρώπης μαζί με τα αρχικά κύματα των προσφύγων που εκμεταλλεύθηκαν τα «ανοικτά» σύνορα. Οι εικόνες των ανθρώπων που αποβιβάζονταν το καλοκαίρι του 2015 στις παραλίες των νησιών μας ξεχάστηκε (όπως και τα άψυχα πτώματα που ξέβραζε η θάλασσα) και ο ελληνικός εφησυχασμός επανήλθε σε όλο του το μεγαλείο. Αντίστοιχα υποκριτική εξακολούθησε να είναι και η συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αρνείται να αναγνωρίσει τις ευθύνες της για τη διαφύλαξη των «κοινών» συνόρων της σε αυτές τις αντικειμενικά δύσκολες για τα κράτη-μέλη περιστάσεις.

Στη χώρα μας όμως, το τελευταίο εξάμηνο, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος και ο κρατικός μηχανισμός έπρεπε να προετοιμάζονται για την αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης κατάρρευσης της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας και επανεκτόξευσης του αριθμού των αφίξεων. Ένας ενιαίος κρατικός εξειδικευμένος φορέας έπρεπε να έχει επιμελώς αναλύσει όλα τα στοιχεία και συμπεράσματα των προσφάτων ροών και να έχει καταλήξει σε πληθώρα προτάσεων με εκτιμήσεις συνεπειών και κόστους. Οι προτάσεις αυτές πρέπει να καλύπτουν αντιμετώπιση μεμονωμένων αφίξεων μέχρι και  περιπτώσεις πολυπληθών χερσαίων και θαλασσίων «εισβολών». Εξυπακούεται ότι το βάρος πρέπει να δοθεί σε μέτρα αποθάρρυνσης των ανθρώπων αυτών να κινηθούν προς τα σύνορα μας, κυρίως μέσω διεθνών συμφωνιών. Παρά όμως την ύπαρξη ανάλογων συμφωνιών είναι αναγκαία και η ύπαρξη αποτρεπτικής φήμης που μόνο ένας αξιόπιστος κρατικός μηχανισμός εξασφαλίζει. Η βεβαιότητα άμεσης σύλληψης, σε περίπτωση παράνομης εισόδου και μετάβασης σε ελεγχόμενους χώρους μέχρι την εγγυημένη καταγραφή και κατηγοριοποίηση εκάστου και ανάλογη προώθηση, σίγουρα θα αποθαρρύνει αριθμό από τους οικονομικούς μετανάστες.

Τα μέτρα αντίδρασης που θα επεξεργάζεται ο κρατικός αυτός φορέας πρέπει να κυμαίνονται από λύσεις διακριτικού χειρισμού μέχρι και δυναμικές αντιδράσεις παρεμπόδισης και  βίαιης επαναπροώθησης, με ότι αυτό συνεπάγεται σε ακραίες περιπτώσεις. Κάθε ενδεχόμενο πρέπει να μελετάται και οι πιθανοί τρόποι αντιδράσεως να αξιολογούνται ως προς την αποτελεσματικότητα, τις εσωτερικές και διεθνείς αντιδράσεις, τη γενικότερη νομιμοποίηση και το κόστος τους. Ακόμη και αντιδράσεις που σήμερα φαίνονται ακραίες και μη συμβατές με τις ανθρωπιστικές μας αντιλήψεις πρέπει να έχουν μελετηθεί και προετοιμαστεί για εφαρμογή για περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης και υπό τους πλέον λεπτούς χειρισμούς.

Η γενικότερη όμως πολιτική αντιμετώπισης του προβλήματος πρέπει να είναι συνεκτικά δομημένη στα επίπεδα πρόληψης, αντιμετώπισης, προβολής, νομιμοποίησης και διπλωματικής υποστήριξης. Η συνέπεια, συνέχεια και αυστηρότητα εφαρμογής μέτρων περιορισμού, ελέγχων, επαναπροωθήσεων, αναχαίτισης παρανόμων εισόδων, δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με την ανθρωπιστική συμπεριφορά. Το προσωπικό που θα κληθεί να εφαρμόσει τα μέτρα, σε όλα τα επίπεδα, πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο, προετοιμασμένο, νομικά κατοχυρωμένο και να διαθέτει όσο το δυνατόν περισσότερα και καταλληλότερα μέσα. Επιπλέον πρέπει να αντιληφθούμε ότι το κόστος της γενικότερης προετοιμασίας και ειδικότερα της λειτουργίας διαφόρων βαθμίδων διαμονής είναι μεγάλο πιθανόν όμως με την έγκαιρη υλοποίηση του και τη μερική εξωτερική χρηματοδότηση να επιφέρει ορισμένα αντισταθμιστικά ωφελήματα. Κόστος όμως –όχι αμελητέο- θα υπάρξει και υπό την μορφή δυναμικών αντιδράσεων των εγκλείστων, ειδικά αυτών που πρόκειται να επαναπροωθηθούν.

Μέγιστη σημασία έχει η σύμπραξη με άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα. Η εφαρμογή των παραπάνω διαδικασιών ενδεχομένως να προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις από ΜΚΟ αλλά και από οργανώσεις πολιτών (στο εσωτερικό και εξωτερικό) που θα πρέπει να τύχουν του κατάλληλου προμελετημένου χειρισμού και απάντησης. Βέβαια η ύπαρξη όλων αυτών των προτάσεων, σχεδίων και μέτρων από μόνη της δεν επαρκεί καθώς απαιτεί την πολιτική βούληση μέσω από μια ευρεία κομματική συγκατάθεση και αποδοχή με συναντίληψη ότι το πρόβλημα είναι εθνικό και δεν επιδέχεται κομματικής εκμετάλλευσης.

Φυσικά και ευχόμαστε οι ροές να παραμείνουν μηδενικές έως και ελεγχόμενες και ουδέποτε να κληθούμε να αναλάβουμε περισσότερο δραστικά μέτρα. Το κράτος όμως με τη συνδρομή του πολιτικού κόσμου πρέπει να προετοιμάζεται για παν ενδεχόμενο. Η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση δεν είναι ένα παροδικό γεγονός που συνδέεται μόνο με τα γεγονότα της Συρίας. Η μετακίνηση αυτών των απελπισμένων ανθρώπων θα συνεχιστεί και πιθανόν να ενταθεί τα επόμενα χρόνια και μάλλον θα σημαδέψει το πρώτο μισό του τρέχοντος αιώνος προκαλώντας αναταράξεις και αστάθεια. Ούτε η προετοιμασία αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου ούτε και η λήψη μέτρων καταμαρτυρούν «ρατσιστικές» αντιδράσεις και απόψεις αλλά αποτελούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις της διαφύλαξης της εθνικής μας φυσιογνωμίας και του τρόπου ζωής μας. Οτιδήποτε άλλο, παρούσης και της δημογραφικής μας υστέρησης και των συνθηκών στην περιοχή μας, αποτελεί εθνική αυτοκτονία. Πράγματι ο Θεάνθρωπος υπήρξε και αυτός πρόσφυγας και για τη σωτηρία Του κατέφυγε στην Αίγυπτο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και εμείς πρέπει αύριο να γίνουμε πρόσφυγες σε άλλα μέρη για να αποκτήσουν νέα πατρίδα κάποιοι άλλοι κατατρεγμένοι όσο δικαιολογημένοι και αν αυτοί είναι.

Όπως προαναφέραμε, το πρόβλημα των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών είναι πολυσύνθετο, διαχρονικό και τα αποτρεπτικά και κατασταλτικά μέτρα δεν αποτελούν εγγυημένη λύση παρά μόνο εξασφαλίζουν χρόνο για τη δρομολόγηση μιας συντονισμένης διεθνούς προσπάθειας καταπολέμησης των ανισοτήτων που δημιουργούν αυτές τις κινήσεις. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να εστιαστεί στην ανασυγκρότηση των τριτοκοσμικών κρατών και κοινωνιών, στον περιορισμό των ροών σε ελεγχόμενα επίπεδα (πρακτικώς αδύνατη η εκμηδένιση τους) και στην αμοιβαία εποικοδομητική ενσωμάτωση των ήδη υπαρχόντων μεταναστών. Σίγουρα η προσπάθεια αυτή θα απαιτήσει σημαντικότατο κόστος, υλικό και ανθρώπινο, αλλά σε κάθε περίπτωση μάλλον αυτό θα είναι μικρότερο από το κόστος οικοδόμησης «φρακτών» ή «φρουρίων» και μακροχρόνια θα αποδειχθεί πιο αποτελεσματική και συμφέρουσα λύση.

Αφήστε μια απάντηση