6/7/2017.  ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ;

6/7/2017. ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ;

Κοντεύοντας σχεδόν την μία δεκαετία ‘επιβίωσης’ διαμέσου της οικονομικής κρίσης  στην χώρα μας, όλο και πιο συχνά διαβάζουμε εκθέσεις της κυβέρνησης ή διεθνών οικονομολόγων που μιλούν για την μελλοντική οικονομική ανάπτυξη της χώρας.  Στην πλειοψηφία τους οι εκθέσεις αυτές αναφέρουν μια μακρόπνοη αλλά εφικτή οικονομική ανάπτυξη, απ’ την οποία το πιθανότερο είναι πως θα επωφεληθούν τα παιδιά μας ή ακόμη και τα παιδιά των παιδιών μας.

Η απάντηση για το αν μπορεί η χώρα να μπεί σε τροχιά ανάπτυξης δεν μπορεί να δοθεί από την διάκριση αισιόδοξων και απαισιόδοξων μελετητών, αλλά σε ρεαλιστικές, μη πολιτικοποιημένες και κυρίως αριθμητικές απαντήσεις.

Αρχικά είναι ενδεικτικό ότι από το 2009 έως και σήμερα (2017) η οικονομία της Ελλάδας γύρισε σε αρνητικό πρόσημο κάτι που είχε να συμβεί από το 1993. Από το 2010 δεχόμαστε συστηματική επικουρία από το ΔΝΤ η οποία πέρα από μικρές αναλαμπές ανάπτυξης ( ελάχιστα ποσοστά αύξησης του πλεονάσματος ) είναι κοινώς αποδεκτό ότι έπληξε όλες τις καίριες παραγωγές της χώρας ( εμπόριο, εξαγωγές, βιομηχανία, ναυτιλία ), αύξησε ραγδαία τα ποσοστά ανεργίας  και συρρίκνωσε επικίνδυνα τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης.

Χιλιάδες λουκέτα σε μικρομεσαίες, ( ή και μεγαλύτερες ) επιχειρήσεις ετησίως, απολύσεις,  μειώσεις μισθών και συντάξεων είναι λίγοι μόνο απ’ τους όρους που συνιστούν την οικονομία της χώρας. Είναι δυνατόν, λοιπόν μια χώρα στην οποία εκλείπουν οι αναπτυξιακές πολιτικές, οι επενδύσεις , οι νέες θέσεις εργασίας να μιλάμε για ανάκαμψη ;

Αρχικά, η απάντηση μπορεί να δοθεί και μόνο απ την βασικότερη θεωρία που ανέπτυξε ο Κέινς σχετικά με την απουσία ή έστω την αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης. Χαρακτηριστικά, σε μια κοινωνία που δεν συναντάται η μεσαία τάξη( σε οικονομικό επίπεδο), καθώς είναι αυτή που πλήττεται περισσότερο από την μείωση μισθών και την κατακόρυφη αύξηση της φορολογίας είναι αδύνατο να αναφερόμαστε σε οποιαδήποτε μορφής ανάπτυξη.

Εάν παρατηρήσουμε τις περιστάσεις και τις λεπτομέρειες προσεκτικά, θα δούμε πως τα οικονομικά μέσα της ελληνικής οικονομίας που διαλύεται δεν συγκεντρώνονται στα χέρια κάποιας ολιγαρχίας που γεννιέται, αλλά απλώς αλλάζουν τον ιδιοκτήτη τους προς τα δυτικά, στον τεράστιο πολιτικό και οικονομικό σχηματισμό που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η χώρα χρωστά πλέον 450 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία κανένας υγιώς σκεπτόμενος νους δεν φαντάζεται πως θα μπορέσει ποτέ θα ξεπληρώσει. Απόψεις που ακούγονται από διάφορους Έλληνες να σωθεί η χώρα με την υποτιθέμενη επιστροφή στη δραχμή είναι επιεικώς αξιολύπητες. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί για δύο λόγους. Πρώτον, η ΕΕ δεν θα το επιτρέψει γιατί το γεγονός αυτό θα σημάνει το τέλος του ευρωπαϊκού νομίσματος. Δεύτερον, η εισαγωγή της δραχμής θα «ξεκλειδώσει» αυτόματα τον υπερπληθωρισμό, καθώς η κυβέρνηση της χώρας θα ξεκινήσει να τυπώνει χρήμα άμεσα για να μπορεί να πληρώνει. Ένα χρόνο αργότερα η δραχμή θα στοιχίζει όσο και το δολάριο της Ζιμπάμπουε. Οι δανειστές θα αναμένουν πληρωμές σε ευρώ και όχι σ’ ένα νόμισμα που στοιχίζει λιγότερο από ταπετσαρία τοίχων.

Η άλλη πλευρά των σημερινών κοινωνικών κραδασμών είναι το γεγονός ότι 700 – 800.000 δημόσιοι υπάλληλοι προσπαθούν να ταυτιστούν με τη μεσαία τάξη, ενώ δεν ανήκουν εκεί. Αυτοί είναι μια τεχνητή μεσαία τάξη που απλά πρέπει να εξαφανιστεί, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της γιατί αποτελεί μια από τις αιτίες αυτής της κρίσης. Η πραγματική μεσαία τάξη της Ελλάδας έχει δική της επιχείρηση και εργάζεται. Έχει ξενοδοχεία, εστιατόρια, εργοστάσια. Το ουρλιαχτό που ακούγεται στην Αθήνα είναι ο θρήνος μιας περιττής τάξης που υποφέρει, καθώς στερείται τα προνόμια και μια αξιοπρεπώς ποιοτική ζωή.

ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΟΜΩΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑ;
Η χώρα θα περάσει μερικά στάδια που θα διαρκέσουν, σχεδόν δύο δεκαετίες. Όλοι μας γνωρίζουμε πως η μετάβαση χωρίζεται σε δυο περιόδους: Η πρώτη δεκαετία χαρακτηρίζεται από κάθετη πτώση του πληθωρισμού και η δεύτερη από άνοδο των μακροοικονομικών επιδόσεων της χώρας. Ένα από τα συμπτώματα της μετάβασης είναι το επίπεδο της ανεργίας. Το φαινόμενο αυτό έχει μεγάλη σημασία για την ευημερία των μαζών, καθώς δεν νοείται ομαλή πολιτική και ορισμός μακροπρόθεσμων στόχων, όταν τα επίπεδα της ανεργίας είναι ψηλά.

Όμως το μοντέλο της καπιταλιστικής πολιτικής που διαλύεται αυτήν τη στιγμή πετά στο δρόμο και καταστρέφει την «μεσαία τάξη», που είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας και στηρίζει τις κοινωνικές δομές. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που τώρα πλημμυρίζουν τους δρόμους στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να σωθούν, καθώς πλέον στην Ελλάδα διαγράφονται με σαφή τρόπο δύο τάξεις: των πλούσιων και των φτωχών.

Οι απεγνωσμένες προσπάθειες συγχώνευσης των ελληνικών τραπεζών, όπως και η υποτιθέμενη προσέλκυση ξένων επενδύσεων που παρατηρούμε, αποτελούν μαρτυρίες για το πόσο ανίσχυρο είναι το ελληνικό κράτος.

Άλλο ένα σύμπτωμα που δεν πρέπει να παραμελούμε είναι η αύξηση της εγκληματικότητας. Οι συνοικίες των πλουσίων στην Αθήνα έχουν πολιορκηθεί από Ρώσους, Αλβανούς και Βούλγαρους μαφιόζους που αναδιανέμουν την «αγορά» μεταξύ τους, ενώ στο κέντρο εγκαθίστανται οι ακροδεξιοί της Χρυσής Αυγής οι οποίοι σκοτώνουν στο ξύλο κάθε αλλοδαπό. Γεγονότα που αποδεικνύουν το πόσο η Ελλάδα έχει χάσει τον έλεγχο του ίδιου του κράτους.

Η Ελλάδα εξαιτίας των παραπάνω γεγονότων χάνει την κυριαρχία της υπό την οικονομική πίεση. Η κυβέρνηση στην Αθήνα σιγά σιγά αποχωρίζεται τους μοχλούς διοίκησης της πολιτικής και της οικονομίας. Οι δανειστές θέλουν ευρώ τα οποία η Ελλάδα δεν έχει για να επιστρέψει. Αυτό σημαίνει πως όλο και μεγαλύτεροι τομείς της οικονομίας θα τίθενται υπό την άμεση εξάρτηση ξένων παραγόντων. Από την άλλη, η αποσταθεροποίηση της κοινωνίας είναι πλέον γεγονός. Είναι νομοτελιακό πως η αποδυναμωμένη εξουσία και οικονομία οδηγούν στο φαινόμενο που είναι γνωστό παγκοσμίως ως mutrization.

Αν η ίδια η ελληνική κοινωνία  δεν γεννήσει αυτό το τέρας, αυτό μπορεί να εισαχθεί από έξω. Το έδαφος γι’ αυτό είναι ήδη έτοιμο. Η μεσαία τάξη που αφανίζεται, η διαστρωμάτωση της κοινωνίας σε πλούσιους και φτωχούς και οι περιορισμένοι πόροι θα επιφέρουν τεράστια διαφθορά και η αυταπάτη των Ελλήνων πολιτών  θα τους ωθήσει προς ένα διόλου αξιοζήλευτο μέλλον.

Αφήστε μια απάντηση