7/12/2016. Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της ΕΕ μεταξύ ευκταίου και εφικτού
Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαχρονικά τάσσεται υπέρ της ολοκλήρωσης στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής, της ασφάλειας και της άμυνας. Η μέχρι τώρα πορεία του φιλόδοξου ευρωπαϊκού εγχειρήματος στους συγκεκριμένους τομείς εξακολουθεί να υλοποιείται σε αμιγώς διακυβερνητικό επίπεδο, τουτέστιν οι αποφάσεις λαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατόπιν ομοφωνίας των αρχηγών των εθνικών κυβερνήσεων.
Η εν εξελίξει επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων συνίσταται στην αξίωση της Άγκυρας να διευρύνει την αναθεωρητική της ατζέντα. Οι θέσεις του Ερτογάν και των λοιπών τούρκων θεσμικών παραγόντων, προφανώς, δεν συνάδουν με το διεθνές δίκαιο, την κρατοκεντρική διεθνή και φυσικά την, θεσμικά και κανονιστικά πιο αναπτυγμένη, ευρωπαϊκή τάξη. Η εν λόγω κατάσταση αναδεικνύει την αδυναμία της ΕΕ να συγκροτήσει και να ασκήσει μια πραγματικά κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Η συγκεκριμένη ευρωπαϊκή δυσπραγία γίνεται εμφανέστερη όταν αφορά ζητήματα, τα οποία άπτονται των ζωτικών συμφερόντων ενός κράτους –μέλους.
Η ύπατη εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ Φεντερίκα Μογκερίνι, δήλωσε μεταξύ άλλων: «Οι σχέσεις μας με την Τουρκία έχουν φθάσει σε ένα κρίσιμο σημείο». Είναι γεγονός ότι σε αρκετά κράτη και σε κοινοτικό επίπεδο γίνεται λόγος για «προσωρινό πάγωμα» των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ενώ οι υπουργοί εξωτερικών των κρατών – μελών της ΕΕ επανέλαβαν τον προβληματισμό τους για τις πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκία. Επίσης, τόνισαν τις ανησυχίες τους για την υποβολή νομοθετικής πρότασης στο τουρκικό κοινοβούλιο για την επαναφορά της θανατικής ποινής. Παράλληλα υπογράμμισαν ότι η Τουρκία αποτελεί σημαντικό εταίρο της Ένωσης στους τομείς της οικονομίας, της ασφάλειας, της μετανάστευσης και της εξωτερικής πολιτικής, ιδίως όσον αφορά την Συρία και το Ιράκ. Οι υπουργοί υπενθύμισαν ότι η Τουρκία, ως υποψήφια χώρα, αναμένεται να τηρήσει τα αυστηρότερα δυνατά πρότυπα δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου, των θεμελιωδών ελευθεριών και του δικαιώματος όλων σε δίκαιη δίκη. Τέλος συμφώνησαν ότι είναι σημαντικό να συνεχισθεί ο πολιτικός διάλογος με την Τουρκία σε όλα τα επίπεδα.
Σε απάντηση των συνεχόμενων τουρκικών δηλώσεων, οι οποίες αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία και τα, εκπορευόμενα από το διεθνές δίκαιο, κυριαρχικά δικαιώματα, η εκπρόσωπος της Επιτροπής για θέματα εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μάγια Κοτσιγιάντσιτς δήλωσε: «Η ΕΕ υπογραμμίζει ότι η Τουρκία πρέπει να δεσμευθεί απερίφραστα για σχέσεις καλής γειτονίας και την καλεί να αποφύγει κάθε είδους πηγή προστριβών, απειλής ή ενέργειας που στρέφεται κατά κράτους-μέλους, πλήττει τις σχέσεις καλής γειτονίας και την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών» καθώς και: « η ΕΕ τονίζει την ανάγκη να γίνει σεβαστή η κυριαρχία των κρατών-μελών επί των χωρικών υδάτων τους και του εναέριου χώρου τους». Οι προαναφερθείσες δηλώσεις καλύπτουν διπλωματικά την χώρα μας, σίγουρα όμως δεν της παρέχουν ρητώς τις διασφαλίσεις που αρμόζουν σε μία ένωση κρατών που επιθυμεί, συν τω χρόνω, να συγκροτήσει μια ενιαία πολιτική οντότητα˙ κοινώς δεν προσδιορίζεται παρευθύς το ζήτημα ως ευρωτουρκικό.
Ακολούθως, η προβληματική λειτουργία της ΚΕΠΠΑ δυσχεραίνει την άσκηση της Κοινής Πολιτικής Ασφαλείας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) ως ανεξάρτητης από τις ατλαντικές δεσμεύσεις. Η εν λόγω κατάσταση δεν συνιστά θεσμική αλλά μια δομική αδυναμία του ευρωπαϊκού χώρου, λόγω στρατηγικών αποκλίσεων και ιεραρχήσεων των ευρωπαϊκών κρατών. Η Ελλάδα δεν έχει την δυνατότητα να παρακάμψει αυτή την διττή πραγματικότητα, αφ’ ενός τον κλιμακούμενο τουρκικό ηγεμονισμό και αφ’ ετέρου τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της ΚΕΠΠΑ. Οι προοπτικές για υπερεθνική ολοκλήρωση στον τομέα της άμυνας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν είναι τόσο ευοίωνες όσο ορισμένοι επιθυμούν ή προσβλέπουν, ακόμη και μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Ειδικότερα για την Ελλάδα, οι προσδοκίες ότι θα διασφαλιστούμε από τον τουρκικό αναθεωρητισμό, μέσω μίας μελλοντικής θεσμικής συγκρότησης στον τομέα της άμυνας, εκτός ότι αυτή είναι εν τη γενέσει της δεν μας διασφαλίζει για την τελική μορφή που θα λάβει, ούτε αν και πώς θα προσεγγίζει την Τουρκία. Για την Ελλάδα και την Κύπρο θα είναι επωφελέστερο να επιδιώκουν την υλοποίηση πιο εφικτών στόχων όπως, χρηματοδότηση, μέσω πόρων που φαίνεται πως θα διοχετευθούν για την άμυνα, την βιομηχανική συνεργασία και πιθανόν την παροχή στρατιωτικού υλικού, ως αντιστάθμισμα της αδυναμίας της Ένωσης να παράσχει συλλογικά και ομοιόμορφα το αγαθό της ασφάλειας προς όλα τα μέλη της, πόσο μάλλον αυτών που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.
Αντί λοιπόν να διερωτώμεθα ασκόπως, ιδιαίτερα σε περιόδους όξυνσης των ελληνοτούρκικων σχέσεων, γιατί δεν έχει καταλήξει στο επιθυμητό επίπεδο η ΚΕΠΠΑ και ακολούθως η ΕΠΑΑ, θα ήταν αποτελεσματικότερο για εμάς και αποδεκτότερο από τους εταίρους μας, αν προσαρμοζόμασταν στην τωρινή κατάσταση προσποριζόμενοι αυτά τα οποία είναι πρόθυμοι να μας προσφέρουν, παρά να αξιώνουμε διασφαλίσεις τις οποίες δεν επιθυμούν να μας παράσχουν. Εφ’ όσον προχωρήσει η συγκρότηση μιας κοινής στρατιωτικής δομής, η χώρα μας οφείλει να πρωτοστατήσει στο όλο εγχείρημα και να μην αναμένει ότι θα ενεργήσουν τα ευρωπαϊκά στρατιωτικά τμήματα άμεσα ή θα δύναται να τα χρησιμοποιήσει αυτοβούλως, έναντι μιας πιθανής τουρκικής ενέργειας.
Βέβαια η μέχρι τώρα στάση συνάδει με την κυρίαρχη αντίληψη μιας κοινωνίας, με χαμηλό αίσθημα ατομικής ευθύνης, της οποίας το βιοτικό επίπεδο ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα υψηλότερο των παραγωγικών της επιδόσεων, θεωρώντας το εν λόγω γεγονός οριακά συσχετιζόμενο με την εμφάνιση της κρίσης του 2010. Κατόπιν επιθυμούσε να διατηρήσει την καταναλωτική της ευμάρεια με έξωθεν βοήθεια και ακολούθως απαιτεί να διαγραφούν τα χρέη της. Συνιστά επομένως λογική συνέπεια να επιζητά, εκτός από να την συντηρούν, και να την προστατεύουν.
Κλείνοντας ας πραγματοποιήσουμε ένα άλμα στο μέλλον, όπου η ΚΕΠΠΑ θα έχει υπερεθνικά χαρακτηριστικά, τίθεται λοιπόν, ως υπόθεση εργασίας, το εξής ερώτημα: αλήθεια τί μας διασφαλίζει πως μια απόφαση του υπερεθνικού οργάνου δεν θα «συμμερίζεται» μέρος των τουρκικών «ανησυχιών»; Η περίπτωση της υπερεθνικής ΟΝΕ είναι αρκούντως διδακτική!