Χρήστος Ζιώγας: Νίκη ή ήττα του Ερντογάν;
Η ελληνική και κυπριακή κοινωνία πιθανόν να εξακολουθούν να εμπνέονται-αρέσκονται από διάφορα αφηγήματα πρόσκαιρης ανησυχίας και μονιμότερου εφησυχασμού σχετικά με την πυρεία και τους σκοπούς της Τουρκίας, αλλά έστω και περιστασιακά, όσο πλησιάζουμε προς την 24η Ιουνίου, το τιτλοφορούμενο ερώτημα θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο. Στο βαθμό που η προεκλογική εκστρατεία στην Τουρκία λαμβάνει χώρα με όρους πλειοδοσίας, για το ποιός κομματικός χώρος θα εκπληρώσει αρτιότερα και ταχύτερα τους αναθεωρητικούς στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, θα ανακύψει δημόσια συζήτηση για το τί συμφέρει την Ελλάδα και την Κύπρο, εν σχέσει με τα αποτελέσματα της διπλής εκλογικής αναμέτρησης.
Οι προσεχείς εκλογές στην Τουρκία σκοπό έχουν, πέραν από την πολιτειακή μετάβαση από την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική στην προεδρική δημοκρατία, να τερματίσουν την αστάθεια στην χώρα, η οποία ξεκίνησε με τις διπλές βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο και τον Νοέμβριο του 2015, εντάθηκε με την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 και διαιωνίστηκε με το οριακό, από κάθε σκοπιά, συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου του 2017. Για τον Τούρκο Πρόεδρο, τυχόν νέα εκλογική κατίσχυση θα επιφέρει την θεσμική και πολιτική του κυριαρχία, ούσα μια ακόμη προσωπική του επιτυχία και ενδιάμεσο στάδιο εκπλήρωσης των απώτερων φιλοδοξιών του. Η επικράτηση του ΑΚΡ και του Ερντογάν θα επισφραγίσει την ανατροπή των άλλοτε πανίσχυρων κεμαλικών δομών και θα επιταχύνει την δρομολογηθείσα πορεία της χώρας προς έναν κοινωνικά, συντηρητικό, και πολιτικά, αυταρχικό, μετασχηματισμό.
Σήμερα, η Ελλάδα και η Κύπρος αντιμετωπίζουν ένα κλασσικό στρατηγικό πρόβλημα, απόρροια της άνισης ανάπτυξης και μίας χώρας – Τουρκία – η οποία επιδιώκει την μεγιστοποίηση των συντελεστών ισχύος της (power maximizer state), έχοντας αμφότερες – Ελλάδα και Κύπρος – ανάγκη ανάταξης της αποτρεπτική τους στρατηγικής. Παρά την συγκεκριμένη αναγκαιότητα, ένα τμήμα της κοινωνίας και των πολιτικών ελίτ και στις δύο χώρες, εξακολουθούν να επιζητούν ερμηνεία και τρόπο αντιμετώπισης του τουρκικού αναθεωρητισμού σε μερικώς συσχετιζόμενα φαινόμενα και καταστάσεις- συνδέοντας πρόσωπα και ιδεολογικές καταβολές με την άσκηση της τουρκικής εξωτερική πολιτικής- την οποία καταχρηστικά ονομάζουν: ρεαλιστική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Εν σχέσει με το αρχικό ερώτημα, το ευκταίο για τον ελληνισμό είναι η διαιώνιση της πόλωσης της τουρκικής κοινωνίας έτσι ώστε να περιορίζονται οι δυνατότητες εκπλήρωσης των εξωτερικών της στοχοθεσίων και να συνεχιστούν οι κακές της σχέσεις με την Δύση και δη με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η οριστική επικράτηση του Ερντογάν θα τον στρέψει γρηγορότερα προς το εξωτερικό για να υλοποιήσει τις εκεί επιδιώξεις του, οι οποίες εκ των πραγμάτων διαπλέκονται με την κυπριακή κυριαρχία και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Παράλληλα, εφ’ όσον συνεχιστεί η αντι-δυτική στροφή της Τουρκίας, θα αποτελεί μία χρήσιμη, για τα συμφέροντα του ελληνισμού, εξέλιξη. Μία ισχνή νίκη, δίχως κοινοβουλευτική πλειοψηφία, του ΑΚΡ στις βουλευτικές και η επικράτηση του Ερντογάν στον πρώτο γύρο των προεδρικών αλλά η οριακή του ήττα στον δεύτερο ή το αντίστροφο, δύσκολα θα επιφέρουν σταθερότητα στην τουρκική πολιτική και οικονομική ζωή. Ένα μάλλον αρνητικό, αλλά διόλου πιθανό σενάριο, είναι η διπλή ήττα και το οριστικό τέλος της εποχής Ερντογάν, στο βαθμό που μία τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει συνθήκες και προσδοκίες αποκατάστασης των διερρηγμένων σχέσεων της Άγκυρας με τις δυτικές πρωτεύουσες.
Βεβαίως, αν ορισμένοι αγωνιών για την ταχεία πολιτική σταθερότητα και οικονομική ανάταξη της Τουρκίας, ας μας εξηγήσουν υπό ποιές προϋποθέσεις δεν θα οδηγήσει σε όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων λόγω της προσπάθειας πραγμάτωσης των ηγεμονικών αξιώσεων της γειτονικής χώρας. Η προεκλογική αντιπαράθεση στην Τουρκία, όσον αφορά τις εξωτερικές της σχέσεις, καταδεικνύει ότι το βασικό αντικείμενο της διαμάχης συνίσταται με ποιόν τρόπο θα υλοποιηθούν επαρκέστερα οι αναθεωρητικοί στόχοι της Άγκυρας και όχι πως θα επιτευχθεί ο συγχρονισμός των εσωτερικών πολιτικών διαδικασιών και μίας κανονιστικής -σύμφωνης με το διεθνές δίκαιο- εξωτερικής πολιτικής.