3/5/2016. Ανασυνθέτοντας τους άξονες συλλογικής συνοχής και αναφοράς.
Το πώς διαβαθμίζει κάποιος την δυσμενή συγκυρία που διέρχεται η χώρα μας είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και προϋποθέσεων, όπως των ιστορικών του αντιλήψεων, των ιδεολογικών του πεποιθήσεων και κυρίως των μελλοντικών προσδοκιών για το πώς θα προσδιορίζεται η συλλογικότητα στην οποία, καλώς ή κακώς, ενυπάρχει. Αναμφίβολα, ως ελληνισμός βρισκόμαστε σε μια δύσκολη καμπή της μακραίωνης πορείας μας. Ακόμη και με τα χαμηλής στάθμης «επιστημονικά» και ιδεοληπτικά κριτήρια, που ταυτίζουν τον ελληνισμό με την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, η περίσταση προϋποθέτει διάγνωση και αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η διάζευξη έγκειται στην ποιοτική διαβάθμιση των δύο προσεγγίσεων, που διαφοροποιούνται τόσο ως προς την οριοθέτηση του προβλήματος, όσο και ως προς τις πιθανές λύσεις του. Κοινό τόπο, βεβαία, συνιστά η συλλογική μας επιβίωση.
Πρώτη προϋπόθεση αποτελεί η επιθυμία μας να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως διακριτή συλλογική οντότητα, προφανώς δεν αναφερόμαστε μόνο στην εδαφική ύπαρξη ελληνικού και κυπριακού κράτους. Αν ναι, εφ’ όσον συνεχίσουμε τοιουτοτρόπως η συγκεκριμένη μας στόχευση θα γίνεται όλο και πιο δυσεπίτευκτη. Αν όχι σε ποιό ευρύτερο πολιτικό σύνολο και υπό ποιες προϋποθέσεις θα ενταχτούμε; Η ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας θεωρείται ως η θεραπαινίδα των παθογενειών μας και των ιστορικών προκλήσεων. Μια τέτοια προοπτική φαντάζει σήμερα λιγότερο πιθανή για ενδοευρωπαϊκούς λόγους. Για τους θιασώτες της, με κάθε κόστος και μέσο, πραγμάτωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος εξακολουθεί να υφίσταται η αναγκαιότητα υπέρβασης των «εθνικιστικών» αντιλήψεων στην Ελλάδα και αλλαχού. Παρόμοιες πεποιθήσεις αποδόμησης των κυρίαρχων πατριωτικών στάσεων της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, παρουσιάζονται και σε άλλους πολιτικούς χώρους, επιδιώκοντας να ενισχύσουν τις οικείες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις.
Η αναστροφή της ιστορικής μας παρακμής προϋποθέτει την διακρίβωση των παθογενειών σ’ όλη τους την έκταση. Η υπερκέραση των προβλημάτων χρήζει πρωτίστως την διατύπωσή τους. Εν έτει 2016, τί αληθεύει στην ελληνική κοινωνία; Πώς αρθρώνεται ο πολιτικός λόγος και συγκροτείται το κοινωνικό γεγονός, τί κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα κι θεωρείται ως σημαντικό ή ως ασήμαντο, με ποιόν τρόπο και βάσει ποιών ιεραρχήσεων ο νεοέλληνας καθορίζει τον ιδιωτικό του βίο; Στο βαθμό που επιθυμούμε η ελληνικότητα να συνιστά τρόπο πραγμάτωσης του ανθρώπινου βίου διακριτό, οφείλουμε να επανακαθορίσουμε τους άξονες αναφοράς μας, προσαρμοσμένους βεβαία στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής. Επί παραδείγματι: πώς προσεγγίζουμε τη δημοκρατία; Ως υποχρέωσή μας να ψηφίσουμε μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια ή ως μία δυναμική διαδικασία που θα αξιώνουμε να τείνει διαρκώς προς αμεσότερες εκδοχές της, φορέας της οποίας θα είναι, όσο το δυνατόν πιο αδιαμεσολάβητα, ο πολίτης; Αντίστοιχα ερωτήματα ανακύπτουν και σε άλλους πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης όπως: την οικονομία, την τέχνη, την παιδεία, την θρησκεία. Ο ελληνισμός ως συλλογικό υποκείμενο πορεύεται, περισσότερο από τρεις χιλιετίες, λόγω ότι συγκρότησε άξονες αναφοράς, που σε ορισμένες περιπτώσεις αποτέλεσαν κορυφαίες εκφάνσεις του ανθρώπινου πολιτισμού.
Τα τεκμήρια της παρακμής είναι επισημασμένα πολύ πριν αποτυπωθούν στα δημοσιονομικά κιτάπια της χώρας. Δυστυχώς έχουν απονευρωθεί ορισμένα από τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της ιδιοσυστασίας μας. Σίγουρα, ως ελληνισμός έχουμε εφεδρείες για να εξέλθουμε από την «στενωπό», αρκεί να υπάρξει πραγματική συλλογική βούληση που θα μετουσιώσει την επιθυμία σε δυνατότητα. Τέλος, ας αναλογιστεί και να πράξει έκαστος, επί τη βάσει της σοβαρότητας των προκλήσεων κι όχι των, με μακροϊστορικούς όρους, αδιάφορων προσωπικών του πεποιθήσεων. Ερειδόμενος στην μεταφυσική μας παράδοση εύχομαι σε όλους, Καλή Ανάσταση!