25/9/2016. Συρία: Η ψυχορραγούσα εκεχειρία
Έχουν συμπληρωθεί περίπου δέκα ημέρες από την έναρξη της εφαρμογής της νέας αμερικανορωσικής συμφωνίας για κατάπαυση του πυρός στη Συρία και οι ενδείξεις κατάρρευσης της εντείνονται καθημερινά. Η χειρότερη όμως εξέλιξη αναφέρεται στη συνεχή ανταλλαγή αλληλοκατηγοριών μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων για την αποτυχία της κοινής προσπάθειας. Ήδη συμπληρώθηκε η πρώτη κρίσιμη εβδομάδα εφαρμογής και αρκετές από τις προβλέψεις της συμφωνίας δεν τηρήθηκαν ενώ κρίσιμα ερωτήματα αναφύονται για το μέλλον της. Δύσκολο εκ του μακρόθεν και στερούμενοι άμεσης και αντικειμενικής ενημέρωσης, να καταλογίσουμε ευθύνες για τη διαφαινόμενη αποτυχία και της δεύτερης αμερικανορωσικής προσπάθειας.
Φαίνεται ότι οι αιτίες της αποτυχίας παραμένουν οι ίδιες με την απόπειρα της 25ης Φεβρουαρίου και εστιάζονται στην έλλειψη μηχανισμού επίβλεψης της εκεχειρίας και απόδοσης ευθυνών στους παραβάτες, στην αδυναμία καθορισμού των οργανώσεων που χαρακτηρίζονταν τρομοκρατικές και στην αποτυχία ή απροθυμία των δύο υπερδυνάμεων να εξαναγκάσουν τους «συμμάχους και φίλους τους» να απέχουν από πολεμικές δραστηριότητες. Αν μάλιστα προστεθεί και μια βαθιά ριζωμένη καχυποψία μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον παράλληλα με τη συνεχόμενη δράση των ισλαμιστικών τρομοκρατικών ομάδων αντιλαμβανόμαστε ότι η μακροημέρευση της εκεχειρίας αποτελούσε ευσεβή πόθο. Προβοκατόρικες ενέργειες, από όλους τους συμμετέχοντες, με κλιμακούμενη αντίδραση και αυξανόμενη ένταση, σε συνδυασμό με ατυχή περιστατικά οδήγησαν στην επανάληψη των συγκρούσεων. Δυστυχώς ούτε οι αναμενόμενες ανθρωπιστικές αποστολές του ΟΗΕ για την ανακούφιση των κατοίκων ευοδώθηκαν και μάλιστα επλήγησαν προσωπικό και μέσα του οργανισμού με αρκετές απώλειες. Επιπλέον, μια πολύνεκρη αμερικανική αεροπορική επιδρομή σε βάση του συριακού στρατού έκανε την κατάσταση χειρότερη και εκτόξευσε την αμοιβαία καχυποψία.
Παρά το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι έχουν σημαντικά εξαντληθεί από την παρατεταμένη συριακή κρίση και αντιλαμβάνονται ότι είναι σχεδόν αδύνατη η επικράτηση επί των αντιπάλων τους, εν τούτοις είναι απρόθυμοι να προχωρήσουν σε ένα συμβιβασμό. Κύριος λόγος της απροθυμίας τους είναι ο μεγάλος αριθμός των εμπλεκομένων μερών που καθιστά αδύνατη την ομαδοποίηση τους σε δύο τουλάχιστον πλευρές με ξεκάθαρα τα αντικρουόμενα συμφέροντα και επιδιώξεις. Η πολυδιάσπαση των αντιμαχόμενων με την ύπαρξη δεκάδων κρατικών, φυλετικών, θρησκευτικών, ομαδικών και ατομικών ακόμη επιδιώξεων καθιστά προβληματική την εφαρμογή της αναγκαίας εκεχειρίας ώστε να μπορέσουν να επαναρχίσουν οι συνομιλίες για την εξεύρεση λύσης. Παράλληλα έχει δημιουργηθεί μια φοβία σε κάθε πλευρά ότι οποιαδήποτε παραχώρηση ή έστω και περιορισμένη επιτυχία του αντιπάλου θα σηματοδοτήσει την αποδυνάμωση και απώλεια των κεκτημένων που κερδήθηκαν με μεγάλη προσπάθεια και κυρίως θα οδηγήσει στη μείωση του γοήτρου της. Η σύγκρουση έχει προσλάβει πλέον τα χαρακτηριστικά ενός «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος» και έχει συνδεθεί με πληθώρα άλλων αντικρουόμενων στόχων.
Φαίνεται πλέον αδύνατον να υπάρξει μια έστω και προσωρινή κατάπαυση των εχθροπραξιών, με πρωτοβουλία των αντιμαχόμενων. Η μοναδική δυνατότητα έγκειται στην επιβολή μιας ειρήνευσης από τις δύο υπερδυνάμεις μέσω των πιέσεων (και απειλών) προς όλους τους εμπλεκομένους. Η κίνηση αυτή όμως προϋποθέτει την υπέρβαση της καχυποψίας και την πραγματική συνεργασία για προώθηση του στόχου. Επί του παρόντος φαίνεται δύσκολη η πραγματοποίηση της και η προσέγγιση της ημερομηνίας των αμερικανικών προεδρικών εκλογών καθιστά ακόμη δυσκολότερη τη συνεργασία. Ενδεχομένως οι επόμενες εβδομάδες να βιώσουν μια έξαρση των συγκρούσεων καθώς όλες οι πλευρές, έχοντας ανασυγκροτηθεί κατά την ολιγοήμερη μερική διακοπή των εχθροπραξιών, θα εντείνουν τις πολεμικές προσπάθειες τους για να ενδυναμώσουν τις θέσεις τους. Μη ξεχνάμε ότι η κατάρρευση των εκεχειριών υπήρξε συχνότατο φαινόμενο και στον εμφύλιο του Λιβάνου (1975-1990) που τελείωσε με τη λήξη του ψυχρού πολέμου και την πλήρη εξάντληση των περιφερειακών τότε αντιπάλων (Ιράν-Ιράκ) στον οκταετή σχεδόν μεταξύ τους πόλεμο (1981-1988).
Ενώ όμως η προσοχή μας είναι στραμμένη στα γεγονότα της Συρίας έχουμε λησμονήσει τις εξελίξεις στο γειτονικό Ιράκ. Οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας, με υποστήριξη από αμερικανούς, σιίτες πολιτοφύλακες, Ιρανούς εθελοντές και Κούρδους πολεμιστές ετοιμάζονται να κινηθούν για την απελευθέρωση της Μοσούλης από τον ISIS. Ο τελευταίος φαίνεται ότι έχει εξασθενίσει και η κύρια ανησυχία εστιάζεται πλέον στο τι θα ακολουθήσει την απελευθέρωση της πόλης που έχει καταστεί και στο παρελθόν, το «μήλο της έριδος» μεταξύ των ετερόκλητων συμμάχων. Μέχρι στιγμής η αποδυνάμωση του ISIS στη Μεσοποταμία δεν φαίνεται να οδηγεί ούτε στην ειρήνευση της περιοχής αλλά ούτε και στην αντιμετώπιση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Η τελευταία διαθέτει εκπληκτική δύναμη μετάλλαξης και μεταπήδησης σε νέες περιοχές ενώ οι αντίπαλοι τους αδυνατούν να απέχουν από ρεβανσιστικές τακτικές και επαναλαμβάνουν τα σφάλματα του παρελθόντος.
Επανερχόμενοι στις προσπάθειες ειρήνευσης στη Συρία, θεωρούμε ότι η σύγκλιση ΗΠΑ και Ρωσίας, αποτελεί τη μοναδική ελπίδα για την επιβολή μιας προσωρινής εκεχειρίας σε πρώτη φάση που ενδεχομένως να δώσει ώθηση στις διαπραγματεύσεις ώστε τελικά να επιτευχθεί μια ειρηνική επίλυση της κρίσεως. Η εμπλοκή όλων σχεδόν των γειτονικών παικτών έχει περιορίσει κατά πολύ τις πιθανότητες μιας λύσεως που θα εκπηγάζει από τις περιφερειακές δυνάμεις οπότε η συνεργασία Μόσχας-Ουάσιγκτον φαίνεται μονόδρομος. Ο δρόμος όμως της μεταξύ τους συνεργασίας είναι ολισθηρός και οι κίνδυνοι εκτροπής συνεχείς. Σε τελευταία ανάλυση όμως κανείς άλλος δεν φαίνεται ικανός να προτείνει ή να επιβάλλει μια εφικτή λύση για τη συριακή κρίση. Με θλίψη μου δε, διαπιστώνω ότι η Ευρώπη για άλλη μια φορά είναι πολύ μακριά και αδυνατεί να αρθρώσει κοινή φωνή ακόμη και στα αυτονόητα ζωτικά για αυτήν θέματα.
Δημοσιεύτηκε και στη ΝΠ.