Blog

2014-08-16. Πατρίκιοι και Πληβείοι του Ελληνικού Δημοσίου: Αίτια και Αιτιατά

Πριν πενήντα περίπου χρόνια, όταν ακόμη το διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο δεν είχε ξεχαρβαλώσει εντελώς το αξιακό σύστημα στην δημόσια ζωή της χώρας, ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν μισθολογικά ισότιμος με τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Μέχρι τότε προφανώς τόσο οι δικαστικοί, όσο και οι στρατιωτικοί ήταν δημόσιοι λειτουργοί… Αργότερα οι δεύτεροι έγιναν απλώς δημόσιοι υπάλληλοι.
    Το φθινόπωρο του 1963 όταν ο αρχηγός της δυναστείας Παπανδρέου, ο αποκαλούμενος και ‘‘Γέρος της Δημοκρατίας’’ ανέλαβε την εξουσία, πονηρά σκεπτόμενος, διαχώρισε τους μέχρι τότε μισθολογικά σιαμαίους και διπλασίασε τους μισθούς των πατρικίων του δημοσίου. Οι λόγοι ήσαν προφανείς. Αφ’ ενός η εύνοιά τους κατά τη διάρκεια της ασκήσεως της εξουσίας από τον ίδιο και αφ’ ετέρου η εν ευθέτω χρόνω σύνδεση των μισθών των βουλευτών με τους αντίστοιχους των δικαστικών, χωρίς τη δημιουργία σοβαρού προβλήματος στον προϋπολογισμό, όπως θα συνέβαινε αν στην ίδια κλίμακα ήτο και η πολυπληθής κατηγορία των στρατιωτικών.
    Μια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπ’ αριθ. 736/1953, σύμφωνα με την οποία  ‘‘κατά τον καθορισμό των αποδοχών των δικαστών πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψει οι ανάλογες συνθήκες της δουλειάς τους, η υπηρεσιακή κατάστασή τους και η ανάλογη κοινωνική αντίληψη για το υψηλό δικαστικό λειτούργημα’’, σε συνδυασμό με την ευρηματική διάταξη την οποία κάποιος φύτεψε στο άρθρο 88 παρ.2 του Συντάγματος  ήτοι‘‘οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους’’, έδωσε τη δυνατότητα στους δικαστικούς να διαμορφώσουν την κατάλληλη νομική βάση, ώστε να αυξάνουν κάθε τόσο τις αποδοχές τους.
    Ειδικότερα μετά το 1986, με αλλεπάλληλες αποφάσεις του ΣτΕ και συγκεκριμένα τις υπ’ αριθ.   1951/1986, 400/1989, 1688/1991 και 4/1992 απογείωσαν τις αποδοχές τους. Στο σκεπτικό της τελευταίας μάλιστα περιέχεται μια πρωτοποριακή ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος, η οποία διεκδικεί παγκόσμια πρωτοτυπία και θα έπρεπε να καταχωρισθεί στο βιβλίο Γκίνες. Τι λέει λοιπόν το σκεπτικό της υπ’ αριθ. 4/1992 αποφάσεως του ΣτΕ. ‘‘Αφού οι αποδοχές των δικαστών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους, δεν επιτρέπεται να αμείβεται καλύτερα απ’ αυτούς κανείς μισθωτός του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα’’.
    Το 2002 ο μηχανισμός της δια βίου αυξήσεως των αποδοχών των δικαστικών συμπληρώνεται με την ίδρυση ενός ιδιότυπου δικαστικού οργάνου, του γνωστού ‘‘μισθοδικείου’’, το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με τους μισθούς των δικαστικών. Το ‘‘αμερόληπτο’’ και άκρως ‘‘ανεπηρέαστο’’ αυτό ειδικό δικαστήριο αποτελείται ‘‘άκουσον – άκουσον’’. Από τρείς ανώτατους δικαστές, από τρείς καθηγητάς της Νομικής Σχολής και από τρείς δικηγόρους. Σημειωτέον ότι και οι έξι (6) τελευταίοι ασκούν τη δικηγορία και έχουν κάθε λόγο να διατηρούν καλές σχέσεις με το σώμα των δικαστών. Το ‘‘αδέκαστο’’ λοιπόν αυτό δικαστήριο, το οποίο πήρε τη σκυτάλη των αυξήσεων των αποδοχών των δικαστικών από το ΣτΕ καθυστέρησε μεν τέσσερα χρόνια, πλην με την υπ’ αριθ. 13/2006 απόφασή του ικανοποίησε πλήρως τους λειτουργούς της Θέμιδος.
    Μετά την ανακάλυψη ότι κάποιο άτομο – όχι κατηγορία μισθωτών – και συγκεκριμένα ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων ελάμβανε σχεδόν διπλάσιο μισθό από τον αντίστοιχο του Προέδρου του Αρείου Πάγου απεφάνθη, ότι οι αποδοχές των δικαστικών θα πρέπει να ανέλθουν στο ύψος του εν λόγω  ευνοούμενου golden boy, διότι σε διαφορετική περίπτωση ‘‘παραβιάζετο το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος και επλήττετο καίρια η δικαστική ανεξαρτησία’’. Δυστυχώς η τότε Κυβέρνηση του Καραμανλή του Β΄, χωρίς καν να προσβάλλει την απόφαση ως νομικά απαράδεκτη και μεροληπτική, όταν η οικονομική κρίση πατούσε για τα καλά στο κατώφλι της άτυχης χώρας μας, τον Οκτώβριο του 2008, προχώρησε στην κατά ποσοστό 80,5% αύξηση των μισθών των εν λόγω υπαλλήλων.
    Μήπως όμως σήμερα τα πράγματα έχουν βελτιωθεί; Μήπως η κρίση έκανε σοφότερους, δικαιότερους και πιο προσεκτικούς τους Κυβερνήτες μας; Νομίζουμε όχι. Οι ίδιες αδικίες, οι ίδιες σκοπιμότητες, τα ίδια λάθη, η ίδια τακτική. Και ιδού η απόδειξη. Τους πρώτους μήνες του έτους εξεδόθησαν δυο αποφάσεις του ΣτΕ, μετά από αντίστοιχες προσφυγές των εκπροσώπων των ε.ε και ε.α. στελεχών των Ε.Δ. και Σ.Α. και των δικαστικών , κατά των περικοπών των αποδοχών και των συντάξεων, οι οποίες έγιναν κατ’ εφαρμογήν του Ν. 4093/12. Ως γνωστόν οι αποφάσεις του ΣτΕ είναι υποχρεωτικές για τη δημόσια διοίκηση. Όμως για την αφρικανική χώρα μας ο κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του. Έτσι η Κυβέρνηση προχώρησε στην εφαρμογή της αποφάσεως του ΣτΕ για τους δικαστικούς και μετέθεσε την απόφαση για τους στρατιωτικούς, τους οποίους απαξιωτικά αποκαλεί ‘‘ένστολους’’ στις ελληνικές καλένδες.
    Στο έσχατο σημείο ευτελισμού της αξιοπιστίας του κράτους ζήτησε τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, προκειμένου να υπερβεί τον σκόπελο της υποχρεωτικής εφαρμογής της αποφάσεως του ΣτΕ, αναγορεύοντας το Συμβουλευτικό αυτό όργανο (ΝΣΚ), του οποίου οι γνωμοδοτήσεις δεν είναι υποχρεωτικές για τους Υπουργούς, σε Υπέρτατο Διοικητικό Δικαστήριο.
    Κάναμε όλη αυτή την ιστορική αναδρομή για να φθάσουμε στην σημερινή κατάσταση, η οποία έχει ξεφύγει από κάθε όριο δικαιοσύνης, δεοντολογίας και ηθικής. Μέσα σε 50 χρόνια ο μισθολογικά ισότιμος με τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων ευτελίστηκε σε τέτοιο σημείο, ώστε να παίρνει το 40% του μισθού του Προέδρου του Αρείου Πάγου και το 90% του μισθού του Πρωτοδίκη. Και μιλάμε για τους βασικούς μισθούς και όχι για τα επιδόματα βιβλιοθήκης, παραμονής στην έδρα – λες και θα μπορούσαν να δικάζουν και από το εδώλιο του κατηγορουμένου,- επισπεύσεως του δικαστικού έργου κ.α., τα οποία αντιστοιχούν στο μισθό ενός συνταγματάρχου.
    Αυτή λοιπόν είναι η αποτίμηση του έργου των πληβείων, οι οποίοι διασφαλίζουν την Ασφάλεια και την Εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Σε ένα ευνομούμενο κράτος, στο οποίο όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί έπρεπε να αμείβονται βάσει της φύσεως, της ευθύνης και των συνθηκών εργασίας τους, διαβαθμίζονται ανάλογα με την προσφορά τους στο κομματικό κατεστημένο. Όταν ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της αντίπερα του Ατλαντικού Υπερδύναμης, όπου υπάρχει δικαιοσύνη και αξιοκρατία λαμβάνει πολύ μεγαλύτερες αποδοχές από τον Αρχιδικαστή, στη χώρας μας είναι ο παρίας του δημοσίου, αμειβόμενος με κλάσμα των αμοιβών ενός γραφιά του Υπουργείου Οικονομικών, ή ενός νεροκουβαλητή υπαλλήλου της Βουλής. Και το ερώτημα που προβάλλει αβιάστως είναι το εξής:
 ‘‘Τις πταίει’’ για όλη αυτή την κατάσταση; Αν και το θέμα είναι πολυδιάστατο, προχείρως μπορούμε να πούμε πως η μεγαλύτερη ευθύνη ανήκει ασφαλώς στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της χώρας. Τούτο όμως ουδόλως σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ευθύνες στους εκάστοτε ηγέτες των Ενόπλων Δυνάμεων. Και εν προκειμένω ,μετά τη μεροληπτική εφαρμογή της αφορώσας στους δικαστικούς απόφασης του ΣτΕ και τις παλινωδίες της Κυβερνήσεως, όσον αφορά την εφαρμογή της απόφασης για τους στρατιωτικούς, δεν θα έπρεπε να παραιτηθεί σύσσωμη η στρατιωτική ηγεσία της χώρας; Είναι δυνατόν να μένει ακλόνητος στη θέση του ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, όταν τον ευτέλισαν μισθολογικά σε τέτοιο σημείο, ώστε  εκείνος με 40χρονη σκληρή και επικίνδυνη εργασία να παίρνει το 90% των αποδοχών ενός νέου Πρωτοδίκη;
    Μήπως όμως είναι η πρώτη φορά που η στρατιωτική ηγεσία δέχεται τον ευτελισμό και την υποβάθμιση του ρόλου των Ε.Δ. και τη μισθολογική απαξίωση των στελεχών τους τα τελευταία χρόνια; Μήπως δυσανασχέτησε και όρθωσε το ανάστημά της όταν καταργήθηκε η ψήφος του Α/ΓΕΕΘΑ στο ΚΥΣΕΑ, όταν οι κρίσεις , οι προαγωγές, οι αποστρατείες, ακόμα και οι μεταθέσεις, γίνονται με non paper του αρμόδιου Υπουργού;
    Και το δεύτερο ερώτημα που επίσης εγείρεται αβιάστως είναι τούτο. Γιατί αυτή η ευλαβής και υποτακτική συμμόρφωση της στρατιωτικής ηγεσίας στα κελεύσματα της πολιτικής αυθαιρεσίας και  ασυδοσίας; Να τους κρατάνε στο χέρι για κάτι επίμεμπτο; Δύσκολο. Γιατί οι στρατιωτικοί στην πλειοψηφία τους – δεν βάζουμε για όλους το χέρι στο ευαγγέλιο μετά τα εκατομμύρια ορισμένων υπόδικων για μίζες – είναι έντιμοι. Αλλά τότε;
    Μια πρώτη εξήγηση είναι ότι δεν μπορούν να φέρουν αντιρρήσεις σ’ αυτούς που τους επέλεξαν μεροληπτικώς και υπό συγκεκριμένους όρους ,-χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν  και εξαιρέσεις- παραμερίζοντας ικανοτέρους και αξιοτέρους τους αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ότι σε περίπτωση παραίτησης, η ρήξης με την πολιτική ηγεσία θα τους στερήσει τον τίτλο του ‘‘επιτίμου’’, ο οποίος αποτελεί ευρεσιτεχνία του άθλιου πολιτικού συστήματος, για να διατηρεί υπάκουους και ευπειθείς τους στρατιωτικούς όταν βρίσκονται στις θέσεις ευθύνης.
    Και το θλιβερό συμπέρασμα όλης αυτής της ιστορικής διαδρομής είναι ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει – αντιθέτως οσημέραι θα επιδεινώνεται – ,όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες κυβερνήσεις κι αν περάσουν από την εξουσία. Προϋπόθεση αυτής της αλλαγής είναι ο επαναπατρισμός της αξιοκρατίας στη χώρα μας. Διότι όταν ο εκάστοτε ηγέτης ενός κλάδου θα γνωρίζει ότι την επιλογή του στη θέση του Αρχηγού την οφείλει στην ικανότητά του και δεν την χρωστάει στο κόμμα που χαριστικά τον επέλεξε, έναντι άλλων αξιοτέρων του, θα έχει φωνή, θα έχει συνείδηση, θα είναι ελεύθερος και θα ενθυμείται το χρέος και την ευθύνη προς τους συναδέλφους του, τη δικαιοσύνη και την ηθική. Όσο όμως το σύστημα παραμένει αναλλοίωτο θα γεννά συνεχώς υποτακτικούς, πατρίκιους και πληβείους.  

Αφήστε μια απάντηση