Αναστασία Μπουρσανίδου*: «Το δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση»
Με τον όρο «δημοκρατικό έλλειμμα» στους ευρωπαϊκούς θεσμούς υπονοείται το γεγονός ότι οι πολίτες δεν συμμετέχουν στην κοινοτική διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Πρόκειται για μία έννοια που επιδιώκει να καταδείξει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της στερούνται δημοκρατικότητας, εξαιτίας της περίπλοκης λειτουργίας τους. Ως εκ τούτου, η διαδικασία αυτή κρίνεται από τους πολίτες ως μη δημοκρατική και οδηγεί στην αποξένωσή τους από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η απουσία, επιπλέον, του σαφούς σχήματος κυβέρνησης- αντιπολίτευσης, εγείρει με τη σειρά της αντιδράσεις. Στα παραπάνω, οφείλουμε να προσθέσουμε πως οι αντιλήψεις περί «δημοκρατικού ελλείμματος» τροφοδοτούνται και από την πολυπλοκότητα των ευρωπαϊκών θεσμών και οργάνων αλλά και από την άγνοια των πολιτών ως προς τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο παραβιάζεται η αρχή της δημοκρατικής ισότητας και της συμμετοχικής δημοκρατίας, οι Ευρωπαίοι πολίτες τάσσονται, επίσης, εναντίον της πρακτικής, κατά την οποία, στην περίπτωση της επικύρωσης μιας Συνθήκης, οι πολίτες ορισμένων κρατών μελών εκφράζονται άμεσα με δημοψήφισμα, ενώ οι πολίτες των υπόλοιπων κρατών αρκούνται στην κανονική διαδικασία επικύρωσής της. Εν τέλει η ικανότητα των πολιτών να ελέγξουν την διαδικασία ολοκλήρωσης είναι πολύ περιορισμένη καθώς ανέκαθεν αποτελούσε προνόμιο των ελίτ και των πολιτικών ηγεσιών.
Η Δημοκρατία είναι μία από τις Αρχές θεμελίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση θεσπίζεται από την Ένωση και η λειτουργία της πρέπει να βασίζεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Η οικονομική κρίση που ταλανίζει ακόμα την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με τις μαζικές μεταναστευτικές εισροές και την ανεπαρκή διαχείριση τους έχει προκαλέσει αρκετές συζητήσεις για τις επιπτώσεις όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στην ποιότητα της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα στην Ευρωζώνη. Η κρίση αποκάλυψε εμφανώς τις ατέλειες της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης με τη νομισματική πολιτική να ασκείται κεντρικά και τη δημοσιονομική από τα κράτη-μέλη.
Αυτή η ασυμμετρία δεν απέτρεψε ορισμένα κράτη-μέλη από την παγίδα της οικονομικής κρίσης και του υπερβολικού χρέους, καθιστώντας τα επικίνδυνα για τα υπόλοιπα. Η οικονομική κρίση και τα μέτρα που ελήφθησαν κατά αυτής εν συνεχεία, ανέδειξαν το ζήτημα του δημοκρατικού ελέγχου επί των αποφάσεων που οριστικοποιήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τα κράτη μέλη εκτός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ’αυτό τον τρόπο ξεκίνησε η συζήτηση σχετικά με το δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης στον τομέα της οικονομικής διακυβέρνησης, λόγω των περιορισμένων αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων να ασκεί αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Μέτρα για την καταπολέμηση της κρίσης εγκρίθηκαν σε ένα πολύπλοκο σύστημα της οικονομικής διακυβέρνησης που προωθεί κατά βάση ένα μοντέλο χάραξης και άσκησης πολιτικής το οποίοενδυναμώνει την τεχνοκρατική διακυβέρνηση. Ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει βαθιές ρίζες.
Ο Jean Monnet στηρίχθηκε στους τεχνοκράτες του Commissariat au Plan για να προωθήσει μορφές συνεργασίες τύπου Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, με στόχο τη «σωτηρία» και τον «εκσυγχρονισμό» των οικονομιών των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Αυτήν ακριβώς την επικράτηση της τεχνοκρατικής διαχείρισης σε σχέση με τη βραδεία και αδύναμη πολιτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζει το έλλειμμα της δημοκρατίας.
Τι είναι όμως αυτό σήμερα που ξεπερνά κατά πολύ αυτό το κλασικό διακύβευμα; Ποιοι είναι οι θεσμικοί και νομικοί νεωτερισμοί της νέας οικονομικής διακυβέρνησης που εγείρουν έντονα ερωτήματα για την ποιότητα της δημοκρατίας στην σημερινή Ευρώπη; Η παραγωγή «συνθηκών, μηχανισμών, αρχών, πλατφόρμων» συνοδεύεται από μια υπερτροφία νέων νορμών, ρυθμιστικών κανόνων και πλαισίων, οργανισμών ελέγχου σε θέματα δημοσιονομικού, χρηματοοικονομικού και τραπεζικού συντονισμού.
Στο ενοποιημένο αυτό πλαίσιο συντονισμού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέκτησαν νέες εξουσίες εποπτικού, ελεγκτικού και κυρωτικού χαρακτήρα. Οι άλλοτε ουδέτεροι θεσμοί με εκτελεστικές κυρίως εξουσίες έχουν de facto πολιτικό ρόλο. Οι θεσμοί αυτοί δεν υπόκεινται σε κανένα δημοκρατικό έλεγχο και λειτουργούν ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης. Εντός ενός πλαισίου τέτοιας θεσμικής πυκνότητας, η έλλειψη διαφάνειας των διαδικασιών είναι ένας σοβαρός κίνδυνος που ελλοχεύει.
Η κρίση και ο φόβος των συνεπειών της έχει επιβάλει την οιονεί αρχή της «μη αντιστρεψιμότητας» της Ευρωζώνης μεταξύ ανισοβαρών οικονομιών. Σε μια διευρυμένη Ευρώπη τέτοιες τάσεις ενισχύουν τις κεντρόφυγες τάσεις κρατών μελών. Δεν είναι όμως μόνο ο παραγκωνισμός των θεσμών εκείνων που μπορούν ως ένα βαθμό να διασφαλίσουν κάποιες αρχές δημοκρατίας και ισονομίας εντός της ευρωπαϊκής έννομης τάξης που αποτελεί πρόβλημα. Απέναντι στο φόβο νέων επιβαρυντικών συνεπειών της κρίσης, η δύναμη και επιρροή του τεχνοκρατικού λόγου και της πολιτικής βάσει στατιστικών (statistical politics) ισοπεδώνει κάθε δυνατότητα δόμησης εκλογικευμένου πολιτικού λόγου και έλλογης άρθρωσης δημοκρατικών διεκδικήσεων.
Έχει υπάρξει μεγάλη συζήτηση τα τελευταία χρόνια ότι οποιεσδήποτε οι δυνάμεις που θα συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας, είναι ζωτικής σημασίας ότι ασκούνται σύμφωνα με τις σύγχρονες αρχές της δημοκρατικής και υπεύθυνης κυβέρνησης. Αυτό πρέπει σίγουρα να είναι το κοινό έδαφος μεταξύ των ευρώφιλων και των ευρωσκεπτικιστών. Υπάρχουν, φυσικά, μερικοί που αρνούνται την ίδια την δυνατότητα ενός δημοκρατικού συστήματος βασισμένου στο έθνος. Υπάρχουν επίσης μερικοί που θεωρούν ότι τα ζητήματα με τα οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση ασχολείται είναι και θα παραμείνουν πάντα ουσιαστικά οριακά και διευθυντικά. Η πρώτη προσέγγιση αρνείται η δυνατότητα το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η δεύτερη αρνείται την ίδια την ύπαρξη ή τη σημασία οποιουδήποτε τέτοιου ελλείμματος.
Ο τρόπος της λήψης αποφάσεων στην Ένωση παραπέμπει σε μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη του δημοκρατικού ελλείμματος. Οι αποφάσεις για το μέλλον της Ένωσης λαμβάνονται με στόχο ωφελήματα για τους πολίτες αλλά μακριά από αυτούς. Ο ευρωπαίος πολίτης δεν μπορεί να επηρεάσει μια απόφαση που αφορά τον ίδιο και τα συμφέροντα του με κανέναν τρόπο. Η Επιτροπή νομοθετεί και τα νομοθετήματα της εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Το Κοινοβούλιο, τα μέσα, η αστική κοινωνία και οι ενδιαφερόμενες ομάδες όλα έχουν έναν ρόλο σε αυτήν διαδικασία της πολιτικής υπευθυνότητας. Ακριβώς όπως μερικοί μπορούν να υποστηρίξουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ήδη νόμιμη επειδή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλέγεται άμεσα, τόσο επίσης μπορούν να προτείνουν ότι η ένωση είναι υπεύθυνη δεδομένου ότι οι υπουργοί των κρατών μελών είναι υπεύθυνοι απέναντι στα Εθνικά Κοινοβούλια τους για τις αποφάσεις που παίρνουν στο Συμβούλιο των Υπουργών.
Ωστόσο και ένας υπουργός δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος στο Εθνικό Κοινοβούλιο του για μια απόφαση που έχει ληφθεί από άλλους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει βρεί ακόμα έναν τρόπο να δώσει στους πολίτες της τη διαβεβαίωση ότι εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις είναι υπεύθυνοι απέναντι τους.
Σκοπός μας είναι να αποδείξουμε ότι η διαχείριση της κρίσης εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, υπήρξε εν πολλοίς προβληματική για την ποιότητα της Δημοκρατίας και της λειτουργίας των θεσμών λογοδοσίας. Πρέπει να συζητήσουμε όχι μόνο τους μηχανισμούς διακυβέρνησης του ευρώ, αλλά και τη δημοκρατική ποιότητα αυτής της διακυβέρνησης.
Αυτό πρέπει να είναι στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων που τίθενται σε εφαρμογή. Και αυτό, επειδή οι θεσμικές απαντήσεις που προτείνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να είναι οι ίδιες για όλους και δημοκρατικά νόμιμες. Από την άποψη αυτή, συνιστά βασική πρόκληση για κάθε μελλοντική μεταρρύθμιση η υιοθέτηση του αδιαμφισβήτητου τεκμηρίου ότι τα ζητήματα αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με δημοκρατικό τρόπο σε εθνικό επίπεδο ή, εφόσον απευθύνονται στο Ευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει αναγκαστικά να ακολουθούν και εκεί τη δημοκρατική οδό. Σε τελική άλλωστε, ανάλυση η δημοκρατική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ συνιστά και ένα σημαντικό στάδιο στην εξέλιξη της περαιτέρω ενοποίησης.
Επιπλέον, ακόμα κι αν οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσαν να αποδώσουν σημαντική νομιμοποίηση στην Ένωση, επειδή εκλέγουν τους ιθύνοντες, πολλοί ζητούν περισσότερα από αυτά. Τείνουν να κρίνουν από τα αποτελέσματα.
Οι πολίτες πρέπει επίσης να θεωρήσουν πού ανήκουν.
Διαφορετικά, η υποστήριξη για την Ένωση θα υπονομευθεί ακόμα περισσότερο, ειδικά όταν εφαρμόζει η Ένωση τις πολιτικές που, αν και απαραίτητες, μπορούν να αποδειχθούν προσωρινά μη δημοφιλείς. Η συμμετοχή του πολίτη, αρχικά, περιορίζεται στα πλαίσια της εκλογής των αντιπροσώπων του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και χαρακτηρίζεται από πολλούς, ελλιπής. Οι πολίτες αποξενώθηκαν από τις διαδικασίες της Ένωσης και έχουν απογοητευτεί και από την ίδια. Τα δημοψηφίσματα εξόδου σε Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειου αποτελούν τεκμήριο της δυσαρέσκειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υποστεί δυνατά πλήγματα εξαιτίας της πληθώρα ελλειμμάτων και έτσι αποτυγχάνει διαρκώς στην προσπάθεια της για αποτελεσματική λειτουργία. Οι πολίτες μέσα στην Ένωση νιώθουν απομακρυσμένοι, η ενοποιητική διαδικασία αποτελεί ως τώρα προνόμιο των ελίτ και ο πολίτης γνωρίζει ότι δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων και τις επιλογής στα πλαίσια μιας Ένωσης που έχει δημιουργηθεί για το συμφέρον αυτού και ερήμην του.
Αναστασία Μπουρσανίδου*:
Βιβλιογραφία:
• Γεώργιος Βοσκόπουλος, Ευρωπαϊκή Ένωση, θεσμοί, πολιτικές, προκλήσεις, προβληματισμοί
• Νίκος Μούσης, Ευρωπαϊκή Ένωση, δίκαιο, οικονομία, πολιτική
• Γεώργιος Βοσκόπουλος, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
• Παναγιώτης Ι. Κανελλόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης